Ἀπάντηση στὸ πρόβλημα: «Γιατί εὐτυχοῦν οἱ ἀσεβεῖς;»
Ἰδοὺ τώρα καὶ ἡ ἀπάντηση ποὺ ἔλαβε ὁ προβληματιζόμενος Ψαλμωδὸς γιὰ τὸν σκανδαλισμὸ ποὺ δοκίμαζε βλέποντας τοὺς ἀσεβεῖς νὰ εὐτυχοῦν. Μέσα στὸ «ἁγιαστήριον τοῦ Θεοῦ», τὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ ποὺ μπῆκε, φωτίστηκε. Εἶδε σὲ ὅραμα τὰ μέλλοντα ὡς γεγονότα. Γράφει: Τώρα βέβαια οἱ ἀσεβεῖς εὐτυχοῦν. Ἀλλὰ γιὰ τὶς δολιότητές τους τοὺς ἐπεφύλαξες, Κύριε, συμφορές· τοὺς γκρεμοτσάκισες γιὰ τὴν ἔπαρσή τους καὶ τοὺς σώριασες σὲ ἐρείπια (Ψαλ. οβ΄ [72] 18). Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ βαδίζουν σὲ δρόμους ὀλισθηρούς. Ἡ εὐτυχία τους δὲν ἔχει σταθερὴ βάση, διότι δὲν στηρίζεται στὴν εὔνοια καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ὥστε ἡ λάμψη καὶ ὁ πλοῦτος τῶν ἁμαρτωλῶν πλουσίων εἶναι ἐφήμερα. Ἡ δὲ καταστροφή τους εἶναι βέβαιη, ἔρχεται ξαφνικὰ καὶ εἶναι πολὺ μεγάλη. Ἀνθίζουν προσωρινά, ἀλλὰ καταστρέφονται ξαφνικὰ καὶ γιὰ πάντα. Διερωτᾶται ὁ Ψαλμωδός: «Πῶς ἐγένοντο εἰς ἐρήμωσιν ἐξάπινα;». Καὶ ἀπαντᾶ: «Ἐξέλιπον, ἀπώλοντο διὰ τὴν ἀνομίαν αὐτῶν» (στίχ. 19). Πῶς ἐρημώθηκαν μέσα σὲ μιὰ στιγμή; Ἐξαφανίστηκαν καὶ χάθηκαν γιὰ τὶς πολλές τους ἁμαρτίες! Ὅλα λοιπὸν ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα οἱ πολλοὶ ὑμνοῦν τοὺς ἁμαρτωλοὺς πλουσίους, τοὺς θαυμάζουν, τοὺς ζηλεύουν, διαλύονται ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ· οἱ ἴδιοι δὲ θὰ τιμωρηθοῦν μὲ «ὄλεθρον αἰώνιον» μακριὰ ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἔνδοξη δύναμή Του (Β΄ Θεσ. α΄ 9). Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ στηρίξει ἐκείνους τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος ἀνατρέπει. Ἡ ἀνατροπή, ἡ ἐξαφάνιση καὶ ἡ ἐρήμωσή τους θὰ ἔλθει ὡς ἀπρόσμενη καὶ μεγάλη ἔκπληξη στοὺς ἰδίους καὶ στοὺς γύρω τους ἀνθρώπους. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔζησαν χωρὶς φόβο Θεοῦ, τώρα ὅμως ἡ εὐτυχία τους καταστρέφεται ὁλοσχερῶς. Δὲν τοὺς ἀπομένει καμία ἐλπίδα ἀναπαύσεως. Ὅσο ψηλότερα ἀνέβηκαν εὐτυχοῦντες, τόσο ὀδυνηρότερη θὰ εἶναι ἡ ξαφνικὴ πτώση τους!
Γιατί λοιπὸν νὰ ζηλεύουμε τὴν εὐτυχία τους, ἡ ὁποία σβήνει σὰν ὄνειρο θερινῆς νυκτός; Λέγει ὁ Ψαλμωδός: Σὰν ἕνα ὄνειρο ποὺ σβήνει καὶ χάνεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ξυπνᾶ καὶ σηκώνεται ἀπὸ τὸ κρεβάτι του, ἔτσι ἐκμηδένισες, Κύριε, τὴν παρουσία τους καὶ τὸν θόρυβο γύρω ἀπὸ τὸ ὄνομά τους στὴν πόλη σου Ἱερουσαλήμ. Ἡ εἰκόνα ποὺ παρουσίαζαν οἱ ἀσεβεῖς πλούσιοι ἦταν ἑλκυστικὴ ὅπως ἕνας ὡραῖος ζωγραφικὸς πίνακας, ἀλλὰ καὶ εὐδιάλυτη σὰν ἕνα ἀντικείμενο τῆς φαντασίας (στίχ. 20). Γράφει καὶ ὁ ὅσιος Νικόδημος: «Ὅταν ἰδῇ τινὰς ἕνα καλὸν καὶ ποθητὸν ὄνειρον, ἔπειτα, ἀφοῦ ἐξυπνίσῃ λυπεῖται διατὶ ἐφάνη ματαία καὶ ψευδὴς ἡ ἀπόλαυσίς του (…) τοιαύτη γὰρ εἶναι ἡ ἀνθρωπίνη τρυφὴ καὶ δόξα καὶ εὐτυχία, ὁμοία μὲ τὰ ὄνειρα, διὰ τὸ ἀβέβαιον καὶ τὴν ταχεῖαν αὐτῆς μεταβολήν»1. Καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος σχολιάζει: Ἡ ἀνύψωση (τῶν ἀσεβῶν πλουσίων) θὰ καταλήξει σὲ πτώση. Αὐτὸς δὲ ὁ κατὰ τὸ παρὸν πλοῦτος τους θὰ ἀποδειχθεῖ ὅπως τὰ ὄνειρα ἐκείνων ποὺ ὀνειρεύονται, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀνυπόστατα καὶ πιὸ ἀδύνατα ἀπὸ τὴ σκιά2.
Ὅλα λοιπὸν διαλύονται καὶ χάνονται ὅπως τὸ ὄνειρο, στὸ ὁποῖο βλέπει κανεὶς τὸν ἑαυτό του βασιλιά, ὅταν ὅμως ξυπνήσει, διαπιστώνει ὅτι εἶναι οὐσιαστικὰ ζητιάνος! Πολὺ ζωντανὰ περιγράφει ὁ προφήτης Ἡσαΐας τὴν κατάσταση αὐτή: Εἶναι, λέγει, σὰν ἐκείνους ποὺ πίνουν καὶ τρῶνε στὸν ὕπνο τους καὶ στὸ ὄνειρό τους. Ὅταν ὅμως ξυπνήσουν καὶ σηκωθοῦν, τὸ ὄνειρο παρουσιάζεται μάταιο καὶ ἄδειο ἀπὸ πραγματικότητα. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος ποὺ διψᾶ βλέπει ὄνειρο ὅτι πίνει, ὅταν ὅμως σηκωθεῖ, ἀκόμη διψᾶ, ἡ δὲ ψυχή του μάταια ἔλπισε, ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὸν ἁμαρτωλὸ πλούσιο (Ἡσ. κθ΄ [29] 8). Ἂς μὴ θαυμάζουμε καὶ ἂς μὴ φθονοῦμε λοιπὸν αὐτοὺς τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἀποδοκιμάζει. Ἂς ἐνθυμούμαστε πῶς ἀποδοκίμασε ὁ Κύριος τὸν ἄφρονα πλούσιο τῆς γνωστῆς Παραβολῆς, λέγοντάς του σὲ ὥρα ποὺ ὁ ἴδιος ἔπλεε σὲ πελάγη εὐτυχίας καὶ δὲν περίμενε νὰ ἀκούσει: «Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ»! (Λουκ. ιβ΄ [12] 20).
Ὕστερα ἀπὸ τὴ θεία αὐτὴ ἀποκάλυψη ὁ εὐσεβὴς Ψαλμωδὸς ἐλέγχει τὸν ἑαυτό του, διότι πράγματι παρασύρθηκε σὲ πλανεμένες σκέψεις, διότι φθόνησε τὴν εὐτυχία τῶν ἁμαρτωλῶν, διότι ἀναστατώθηκε ἐσωτερικά, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀλλοιωθοῦν τὰ συναισθήματά του (στίχ. 21). Ὁμολογεῖ ὅτι ἔσφαλε. Ἀφοῦ λοιπὸν διδάχθηκε πλέον ἀπὸ τὸν Θεὸ ὅτι Ἐκεῖνος ὅλα τὰ διοικεῖ καὶ τὰ οἰκονομεῖ μὲ κρίση καὶ σοφία, διακηρύσσει μὲ παρρησία: Στὴ ζάλη τῶν λογισμῶν, χαμένος στὶς σκέψεις μου καὶ ἐξουθενωμένος, μέσα στὴ σύγχυση καὶ τὴν ὀλιγοπιστία μου δὲν καταλάβαινα τίποτε. «Κἀγὼ ἐξουδενωμένος καὶ οὐκ ἔγνων, κτηνώδης ἐγενήθην παρὰ σοί» (στίχ. 22). Ἔγινα μπροστά σου σὰν τὸ κτῆνος· ὅπως αὐτὸ δὲν κατανοεῖ τὶς ἀνθρώπινες σκέψεις, ἔτσι κι ἐγὼ δὲν κατανοοῦσα τότε τὶς θεῖες βουλές σου, Κύριέ μου. Τὸ κτῆνος οὔτε σκέπτεται οὔτε βλέπει τὸ αὔριο. «Δίκην κτήνους ἀλόγου διετέλεσα», σχολιάζει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος3. Ὁ δὲ Ἡσύχιος παρατηρεῖ: «Κτήνους ἴδιον τὸ πλανᾶσθαι»4· εἶναι χαρακτηριστικὸ τοῦ κτήνους τὸ νὰ πλανᾶται.
Φθόνησε τοὺς ἁμαρτωλοὺς πλουσίους ὁ εὐσεβὴς Ψαλμωδός. Ἐντυπωσιάστηκε ἀπὸ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ὅλη συμπεριφορά τους καὶ ἔπαθε σύγχυση, ὀλιγοπίστησε, κλονίστηκε. Τώρα ὅμως ἀναγνωρίζει ταπεινὰ τὸ λάθος του καὶ ὁμολογεῖ ἀνοικτὰ τὴν πλάνη του. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ταυτόχρονα κατηγορεῖ τὸν ἑαυτό του λέγοντας: Κύριέ μου, μπροστὰ στὴν πανσοφία σου καὶ τὴν παναγάπη σου ἔγινα σὰν τὸ κτῆνος μπροστὰ στὶς βουλὲς τοῦ ἀφεντικοῦ του. Ἐκφράζει δηλαδὴ ὁ Ψαλμωδὸς ὅ,τι καὶ ὁ Παροιμιαστής, ὁ ὁποῖος ταπεινώνοντας τὸν ἑαυτό του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁμολογεῖ: Ἐγὼ ἀπὸ ἀπόψεως ἀνθρωπίνης γνώσεως εἶμαι ὁ πλέον ἀμαθής, καὶ δὲν ὑπάρχει σ’ ἐμένα σοφία καὶ σύνεση ἀνθρώπινη· ὑπολείπομαι πολὺ ἀπὸ ὅλους (Παρ. λ΄ [30] 2). Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰώβ, ἀφοῦ φωτίστηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ὁμολόγησε: Ἐξουδένωσα καὶ ἐλεεινολόγησα τὸν ἑαυτό μου καὶ συντρίφθηκα συναισθανόμενος τὴν πλάνη μου, θεωρῶ δὲ τὸν ἑαυτό μου χῶμα καὶ στάκτη! (Ἰὼβ μβ΄ [42] 6). Ὁ δὲ Δαβίδ, ὅταν κάποτε σκέφθηκε καὶ ἐνήργησε μὲ τρόπο καθαρὰ ἀνθρώπινο, κατόπιν ὀνόμασε τὴν ἐνέργειά του μωρία καὶ ἀναφώνησε: Συγχώρησέ με, Κύριε, «ὅτι ἐμωράνθην σφόδρα», διότι ἐνήργησα σὰν ἕνας πάρα πολὺ ἀνόητος ἄνθρωπος (Β΄ Βασ. κδ΄ [24] 10).
Ἂς μὴν εἴμαστε λοιπὸν εὔκολοι νὰ κρίνουμε τὶς ἐνέργειες τοῦ ἁγίου Θεοῦ. Σὲ περιπτώσεις ἀμφιβολίας καὶ ὀλιγοπιστίας, ἂς ζητοῦμε τὸν ἅγιο φωτισμό Του καὶ ἂς περιμένουμε τὴν τελικὴ ἔκβαση τῶν γεγονότων.
1. Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου – Εὐθυμίου Ζιγαβηνοῦ, Ἑρμηνεία εἰς τοὺς 150 Ψαλμοὺς τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», τόμ. Β΄, σελ. 279-280.
2. Μ. Ἀθανασίου, Εἰς Ψαλ. 72, 19, PG 27, 332Α.
3. Μ. Ἀθανασίου, ὅ.π., PG 27, 332Β.
4. Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου – Εὐθυμίου Ζιγαβηνοῦ, ὅ.π., σελ. 282.