Ποιὸ εἶναι τὸ πραγματικὸ κακό;

    Πολλοὶ ἄνθρωποι θεωροῦν τὸν ­θάνατο ὡς τὸ μεγαλύτερο ἀπʼ ὅλα τὰ κακά. Ἐ­­πίσης θεωροῦν μεγάλα κακὰ ὅλα ὅ­­­σα δημιουργοῦν φθορὰ ἢ θίγουν τὸ κύρος καὶ τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρώπου. Λόγου ­χά­­ριν, θεωροῦν μεγάλα κακὰ τοὺς σεισμούς, τὰ ἀ­­­κραῖα καιρικὰ φαινόμενα, τὶς δημεύσεις τῆς περιουσίας, τὶς ἀσθένειες, τὶς ἐξορίες, τὶς ­συκοφαν­τίες κ.τ.ὅ.
    Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, στὸ λόγο του «Ὅτε τῆς ἐκκλησίας ἔξω εὑρεθεὶς Εὐτρόπιος», τονίζει ὅτι δὲν εἶναι ὁ θάνατος τὸ πραγματικὸ κακό, διότι μὲ τὸν σωματικὸ θάνατο πηγαίνουμε γρηγορότερα στὸ ἀκύμαντο λιμάνι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Οὔτε οἱ δημεύσεις τῆς περιουσίας εἶναι μεγάλο κακό, διότι γράφει στὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ: «Γυμνὸς βγῆκα ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας μου, γυμνὸς καὶ θὰ φύγω» (α΄ 21). Οὔτε οἱ ἐξορίες εἶναι μεγάλο κακό, διότι γράφει στὸ βιβλίο τῶν Ψαλμῶν: «Στὸν Κύριο ­ἀνήκει ἡ γῆ καὶ ὅ,τι ὑπάρχει ἐπάνω σ’ αὐτήν» (κγ΄ [23] 1). Οὔτε οἱ συκοφαντίες εἶναι ­μεγάλο κα­κό, διότι ὁ Κύριος ­μακαρίζει αὐτοὺς ποὺ κακολογοῦνται μὲ ­ψεύτικες ­κατηγο­ρίες: «Νὰ χαίρεσθε καὶ νὰ ­ἀ­­­­­γάλλεσθε, ὅ­­­ταν σᾶς κακολογοῦν μὲ κά­θε ­ψεύτικη κατηγορία, διότι ὁ μισθός σας θὰ εἶναι πο­­­­λ­ὺς στοὺς οὐρανούς» (Ματθ. ε΄ ­11-12) (ΕΠΕ 33, 110).
    Οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν αὐτὰ ποὺ προαναφέρθηκαν μεγάλα κακά, διότι προξενοῦν μεγάλες καταστροφές. Οἱ μεγάλοι σεισμοὶ ἰσοπεδώνουν πόλεις ὁλόκληρες μὲ χιλιάδες νεκροὺς καὶ ἀνυπολόγιστες ὑλικὲς ζημιές. Τὰ ἀκραῖα καιρικὰ φαινόμενα προξενοῦν βιβλικὲς καταστροφές. Οἱ θανατηφόρες ἀσθένειες ­ταλαιπωροῦν πλήθη ἀνθρώπων. Οἱ συκοφαντίες διασύρουν δημοσίως καὶ καταρρακώνουν τὸ κύρος πλείστων ἀνθρώπων.
    Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὲς οἱ συμφορὲς τὸ πρα­γματικὸ κακό. Ἀκόμη κι ἂν ­βλά­πτουν, ποὺ ἀ­­­­σφαλῶς βλάπτουν, μόνο ἐξωτερικὰ ­πράγματα βλάπτουν: τὴ σωμα­τικὴ ὑγεία μας, τὰ κτήματά μας, τὴν περιουσία μας. Τὴν ψυχή μας ὅμως δὲν μποροῦν σὲ τίποτε νὰ τὴ βλάψουν. Ὁ Κύριος εἶπε σὲ παρόμοια περίσταση: «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόν­των τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Μα­­τθ. ι΄ [10] 28).
   Πάλι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐξηγεῖ γιατί δὲν θεωρεῖ αὐτὲς τὶς συμφορὲς πρα­γματικὸ κακό: Ἔβλεπα τὰ ξίφη καὶ σκεφτόμουν τὸν οὐρανό. Περίμενα τὸν θάνατο καὶ εἶ­χα τὸ νοῦ μου στὴν ἀνάσταση. Ἔβλεπα τὰ παθήματα καὶ μετροῦσα τὰ ἄνω βραβεῖα. Ἔβλεπα τὶς ἐπιβουλὲς καὶ στοχαζόμουν τὸ οὐράνιο στεφάνι. Ὁ τελικὸς σκοπὸς ὅλων τῶν παλαισμάτων τῆς παρούσας ζωῆς ἦταν ἀρκετὸς γιὰ νὰ μὲ ἐνισχύσει καὶ νὰ μὲ παρηγορήσει. Ἐξορίστηκα, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι προσ­βολὴ γιὰ μένα. Πραγματικὴ προσ­βολὴ ἕνα πράγμα μό­νο εἶναι, ἡ ἁμαρτία. Κι ἂν ὅλη ἡ οἰκουμένη σὲ προσβάλει, ἐὰν ἐσὺ δὲν προσ­βάλεις τὸν ἑαυτό σου, δὲν προσβλήθηκες. Προδοσία εἶναι μόνο ἡ προδοσία τῆς συνειδήσεως. Μὴν προδώσεις ἐσὺ τὴ συνείδησή σου καὶ καν­εὶς δὲν μπορεῖ νὰ σὲ προδώσει (ΕΠΕ 33, 110-112).
   Σὲ ἄλλη του ὁμιλία λέει σαφέστερα ὅτι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν συν­ειδητὴ χριστιανικὴ ζωή, αὐτὲς οἱ συμφορὲς μό­νο ὀνόματα συμφορῶν ἔχουν, χωρὶς πραγματικὸ περιεχόμενο. Ἀληθινὴ συμφορὰ εἶναι τὸ νὰ προσ­κρούσει ὁ ἄνθρωπος στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ νὰ προβαίνει σὲ ἐνέργειες ποὺ δὲν ἀρέσουν στὸ Θεό. «Τὸ προσκροῦσαι Θεῷ καὶ ποιεῖν τι τῶν μὴ δοκούντων αὐτῷ» (Ὁμιλία Ε΄ Πρὸς ἀνδριάντας, ΕΠΕ 32, 104). Πρα­γματικὸ κακὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ βλάπτει τὴν ἀθάνατη ψυχή μας, αὐτὸ ποὺ διακυβεύει τὴν αἰώνια σωτηρία μας. Τέτοιο κακὸ εἶναι μόνο ἡ ἁμαρτία, «τὸ ἄκρον πάντων τῶν κακῶν», κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη ­(Πνευματικὰ Γυμνάσματα, Μελέτη ΣΤ, β΄, σελ. 41).
   Γιατί εἶναι ἡ ἁμαρτία τὸ πραγματικὸ κα­­κό; Διότι ἀντιστρατεύεται τὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀντιμάχεται τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅσο κι ἂν προσπαθοῦν οἱ ἄνθρωποι στὴν ἐποχή μας νὰ τὴν ὡραιοποιήσουν, δὲν παύει νὰ εἶναι τὸ μόνο ἀληθινὸ κακό. Ἴσως δὲν φοβηθήκαμε ὅσο πρέπει τὴν ἁμαρτία, οὔτε συνειδητοποιήσαμε ὅτι ἁμαρτάνοντας προσβάλλουμε τὸν ἅγιο Θεό. «Διὰ τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου τὸν Θεὸν ἀτιμάζεις», γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν «Πρὸς Ρωμαίους» ἐ­­­πιστολή του (β΄ 23).
   Ἡ ἁμαρτία, καὶ μάλιστα ἡ πρὸς θάνατον, εἶναι ὕβρις καὶ ἀσέβεια στὸν Πατέρα καὶ Πλάστη μας· ἀχαριστία καὶ ἀγνωμοσύνη στὸν Κύριο καὶ Θεό μας· ἀποστασία καὶ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ ἅγιο θέλημά Του· καταπάτηση τῆς θείας ἐντολῆς Του· περιφρόνηση τῆς σταυρικῆς Θυσίας τοῦ Υἱοῦ Του. Ἡ ἁμαρτία εἶναι «χαλεπωτάτη δουλεία» στὸν ἀνθρωποκτόνο διάβολο· «νόσος καὶ τραῦμα καὶ μητέρα τῆς κολάσεως». Ὅπου ­εἰσχωρήσει, ­ἀμαυρώ­νει, μολύνει, φθείρει καὶ καταστρέφει. Τυφλώνει τὴν ψυχή, ­θολώνει τὴ διάνοια, σκληρύνει τὴν καρδιά, παρα­λύει τὴ θέληση, ὁδηγεῖ στὸ θάνατο, καὶ μάλιστα στὸν «ἀθάνατον θάνατον», ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (PG 63, 657). Τὸ κυριότερο ἀπὸ ὅλα· ἡ ἁμαρτία εἶναι χωρισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ ἐπώδυνη συν­έπειά της. Ὅσοι παραμένουν ἀμετανόητοι, δὲν ἀν­­τιλαμβάνονται πόσο χαμηλὰ πέφτουν μετὰ τὴ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. Γι’ αὐτὸ λένε ὅτι δὲν εἶναι τίποτε ἡ ἁμαρτία.
   Ἀλλὰ νὰ μὴν παίζουμε μὲ τὴ ­φωτιά. Ἂν ἕνα πράγμα πρέπει νὰ ­ἀποφεύγουμε στὴ ζωή μας, αὐτὸ εἶναι ἡ ­ἁμαρτία. «Ἓν δέδοικα μόνον, ἁμαρτίαν. Μή μέ τις ἐ­­­λέγ­ξῃ ἁμαρτάνοντα, καὶ ἡοἰκουμένη πᾶ­­­σα πολεμείτω μοι», ἐπιλέγει ὁ ­­­­χρυ­­­σορ­­ρήμων Πατήρ. Ἕνα πράγμα ­φοβήθηκα μόνο, τὴν ἁμαρτία. Ἂς μὴ μὲ κατηγορήσει κανεὶς γιὰ ἁμαρτία, καὶ ἂς μὲ πολεμάει ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη (ΕΠΕ 33, 116).