Ἂν ἦταν ἡ μητέρα κάποιου σοφοῦ ἐπιστήμονα, θὰ ἔπρεπε νὰ τὴ συγχαροῦμε γιὰ τὶς ζηλευτὲς γνώσεις τοῦ παιδιοῦ της.
Ἂν ἦταν ἡ μητέρα ἑνὸς μεγάλου γιατροῦ, ποὺ ἀνακούφισε μὲ τὸ ἔργο του τὸν πόνο πολλῶν ἀνθρώπων, θὰ τὴ μακαρίζαμε ποὺ πολλοὶ τὴν εὐγνωμονοῦν γιὰ τὸν υἱό – εὐεργέτη τους.
Ἂν ἦταν ἡ μητέρα κάποιου μεγάλου πολιτικοῦ, κυβερνήτη ἑνὸς λαοῦ, ποὺ τὸν ὁδήγησε στὴν εὐημερία καὶ στὴν προκοπή, θὰ τὴ ζηλεύαμε γιὰ τὴν προσφορά της στὸ κοινὸ καλό.
Ἂν ἦταν ἡ μητέρα ἑνὸς Ἁγίου, θὰ τὴν τιμούσαμε ὅπως τιμοῦμε τὶς μητέρες τῶν Ἁγίων, ποὺ ἔλαμψαν σὰν ἄστρα φωτεινὰ στὴ σκοτεινὴ νύκτα τοῦ κόσμου.
Ὄχι. Δὲν ἦταν ἡ μητέρα ἑνὸς σοφοῦ ἐπιστήμονα, ἑνὸς μεγάλου εὐεργέτη, ἑνὸς σπουδαίου πολιτικοῦ ἢ ἑνὸς Ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ ταπεινὴ κόρη τῆς Ναζαρὲτ εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ! Καὶ ὅσο διαφέρει ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, τόσο διαφέρει ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ κάθε ἄλλη μητέρα. Ἀσύγκριτη, ἀξεπέραστη, μοναδική. Πιὸ καθαρὴ ἀπὸ τὶς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου, ἀνώτερη ἀπὸ τὶς ἄυλες καὶ πνευματικὲς ὑπάρξεις τῶν ἀγγέλων, πιὸ τιμημένη ἀπὸ τὰ Χερουβίμ, πιὸ ἔνδοξη ἀπὸ τὰ Σεραφίμ. Ἡ «εὐλογημένη ἐν γυναιξί», αὐτὴ ποὺ εὐλογήθηκε ὅσο καμιὰ ἄλλη γυναίκα τοῦ κόσμου, ἡ «κεχαριτωμένη», ποὺ ἔλαβε ἐξαιρετικὴ χάρη, ὥστε χαριτώθηκε ἡ ὕπαρξή της καὶ ἔκλεισε στὰ πανάχραντα σπλάχνα της τὸν χαριτοδότη Κύριο. Γέννησε στὸν κόσμο ὄχι κάποιον μεγάλο σοφό, ἀλλὰ Αὐτὸν ποὺ κατέχει τοὺς θησαυροὺς τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως· ὄχι κάποιον μεγάλο εὐεργέτη τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ Αὐτὸν ποὺ «ἰᾶται πάσας τὰς νόσους»· ὄχι κάποιον μεγάλο ἄρχοντα ἑνὸς λαοῦ, ἀλλὰ τὸν αἰώνιο κυβερνήτη τοῦ σύμπαντος κόσμου· ὄχι ἕναν Ἅγιο, ἀλλὰ τὸν Ἅγιο τῶν ἁγίων, τὸν μόνο ἀναμάρτητο, τὸν παντέλειο Θεό!
Ὑπῆρξε στὴ μακρὰ ἱστορία τοῦ κόσμου ἕνας ἄνθρωπος μοναδικός, μιὰ γυναίκα ἄξια νὰ γεννήσει στὸν κόσμο ὄχι ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν Θεὸ ὡς ἄνθρωπο!
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος! Ἔφερε στὴ γῆ τὸν Θεὸ τοῦ οὐρανοῦ. Ἔφερε ἀνάμεσά μας τὸν παντοκράτορα Κύριο. Μᾶς ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ δοῦμε μὲ τὰ μάτια μας καὶ νὰ ἀκούσουμε μὲ τὰ αὐτιά μας Αὐτὸν ποὺ δὲν τολμοῦν νὰ ἀτενίσουν οἱ ἄγγελοι. Γέννησε στὸν κόσμο τὸν Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου, Αὐτὸν ποὺ ἔλυσε τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου καὶ μᾶς λύτρωσε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν χειρότερο ἐχθρό μας, τὸν θάνατο.
Γι’ αὐτὸ ὁ θάνατός της εἶναι θρίαμβος, ἡ κοίμησή της εἶναι ἡ μεγαλύτερη γιορτή της, χαρὰ καὶ πανηγύρι τῶν πιστῶν. Γι’ αὐτὴν ποὺ εἶναι ἡ Μητέρα τῆς Ζωῆς, θάνατος δὲν ὑπάρχει. Ὑπάρχει ἔνδοξος κοίμησις, θριαμβευτικὴ εἴσοδος στὰ παλάτια τοῦ οὐρανοῦ, ὑπάρχει ἡ ἀγαλλίαση τοῦ οὐρανίου κόσμου καὶ οἱ ὑπερκόσμιες δοξολογίες του, καθὼς ὑποδέχεται μὲ δέος καὶ θαυμασμὸ τὴ Μητέρα τοῦ Κυρίου του. «Τὴν σὴν δοξάζουσι Κοίμησιν Ἐξουσίαι, Θρόνοι, Ἀρχαί, Κυριότητες, Δυνάμεις καὶ Χερουβίμ, καὶ τὰ φρικτὰ Σεραφίμ», ψάλλει μὲ ἱερὴ ἔξαρση ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος.
Μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους χαιρόμαστε καὶ δοξολογοῦμε καὶ οἱ ἄνθρωποι. «Ἀγάλλονται γηγενεῖς, ἐπὶ τῇ θείᾳ σου δόξῃ κοσμούμενοι», συνεχίζει ὁ ὕμνος.
Ἡ θεία δόξα της κοσμεῖ καὶ ἐμᾶς. Διότι ἄνθρωπος εἶναι, ἑπομένως ἡ ἀπαράμιλλη ἀρετὴ καὶ ἡ μοναδικὴ προσφορά της στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου τιμᾶ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.
Μᾶς κοσμεῖ ἡ θεία δόξα της, διότι ἡ εἴσοδός της στοὺς οὐρανοὺς προμηνύει καὶ τὴ δική μας εἴσοδο, γιὰ νὰ θεωροῦμε ἐκεῖ τὴ δόξα της καὶ τὴ δόξα τοῦ Υἱοῦ της καὶ νὰ τὴν ἀντανακλοῦμε στὰ πρόσωπά μας, αἰνοῦντες καὶ ὑμνοῦντες αὐτὴν καὶ τὸν Σωτήρα Κύριο καὶ Θεό μας στοὺς αἰῶνες.
Μᾶς κοσμεῖ ἡ θεία δόξα της, διότι καὶ τώρα ποὺ βρίσκεται στοὺς οὐρανούς, «τὸν κόσμον οὐ κατέλιπε», δὲν ἄφησε τὸν κόσμο. Ἡ Μητέρα ὅλου τοῦ κόσμου, ἡ Μητέρα τῶν Χριστιανῶν ἔρχεται ἀνάμεσά μας, ἀκούει τοὺς στεναγμούς μας, μᾶς στηρίζει στοὺς ἀγῶνες μας, μᾶς ἀνακουφίζει στοὺς πόνους μας, μᾶς προστατεύει στοὺς κινδύνους, ἡ «φοβερὰ Προστασία», πρεσβεύουσα, μεσιτεύουσα, θαυματουργοῦσα, διασώζουσα.
Ποιὸν μεγάλο ἄνθρωπο τῆς γῆς, ποιὸν σοφὸ ἢ εὐεργέτη τῆς ἀνθρωπότητος ἢ ἀρχηγὸ κράτους τιμᾶ ὁ κόσμος ὅσο αὐτήν; Ὅλοι περνοῦν, σβήνουν καὶ χάνονται. Ὅλους ὁ χρόνος τοὺς φθείρει. Μόνο αὐτὴν ὁ χρόνος, ὅσο περνᾶ, τὴν ἀναδεικνύει. Ἡ μορφή της λάμπει περισσότερο, τὸ ἔργο της ἐπεκτείνεται, τὰ παιδιά της αὐξάνονται, ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι τὴν τιμοῦν, τὴν δοξάζουν καὶ προσκυνοῦν. Ἡ θεία της δόξα αὐξάνεται περισσότερο καὶ καλύπτει γῆ καὶ οὐρανό.
Γι’ αὐτὸ καὶ ψάλλουμε στὸν Ὄρθρο τῆς ἑορτῆς: «Ἐξέστη τὰ σύμπαντα, ἐπὶ τῇ θείᾳ δόξῃ σου· σὺ γὰρ ἀπειρόγαμε Παρθένε, γῆθεν (ἀπὸ τὴ γῆ) μετέστης πρὸς αἰωνίους μονάς, καὶ πρὸς ἀτελεύτητον ζωήν, πᾶσι τοῖς ὑμνοῦσί σε, σωτηρίαν βραβεύουσα».