Δεκαπενταύγουστος ἦταν καὶ τότε. Ζέστη πολλή. Ἀκόμη καὶ στὸ ἐξοχικό τους ἐλάχιστη ἀναψυχὴ εἶχαν ἀπὸ τὸν καύσωνα τοῦ καλοκαιριοῦ. Ὅμως δὲν ἦταν ἡ ὑψηλὴ θερμοκρασία ποὺ ἄφησε ἀνεξίτηλο στὴ μνήμη της ἐκεῖνο τὸν Δεκαπενταύγουστο. Θυμᾶται! Πάντα θὰ θυμᾶται ὅσο θ’ ἀναπνέει σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο καὶ πιότερο τοῦτες τὶς μέρες. Τὶς μέρες τῆς χάρης της. Σταυροκοπιέται! Μ’ εὐγνωμοσύνη, μ’ ἀνάπαυση γιὰ τὴν προστασία τῆς μάνας Παναγιᾶς!
Ἦταν δυναμικὴ γυναίκα. Θὲς τὸ πιὸ ἤπιο τοῦ χαρακτήρα τοῦ ἄνδρα της, θὲς ὁ δικός της χαρακτήρας, θὲς οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς, τὴν ἔκαναν ἀκόμη πιὸ ριψοκίνδυνη καὶ ἀποφασιστική. Τό ’χε πρὶν χρόνια ἀπὸ τότε σχεδιάσει στὸ μυαλό της. Ἔβλεπε ἄλλωστε τὴν ἐπαγγελματικὴ πορεία τοῦ γιοῦ της. Ἐλεύθερος ἐπαγγελματίας. Μὲ σπουδές, μὲ ἱκανότητες, πλὴν ὅμως χωρὶς κάτι σταθερό. Ζοῦσε, ἀλίμονο, ἀλλὰ ἄλλοτε εὐημεροῦσε κι ἄλλοτε περίμενε μῆνες γιὰ νὰ εἰσπράξει χρήματα. Οἱ κόρες της καλοσπουδαγμένες θὰ τὰ κατάφερναν. Ὁ γιός της ὅμως; Γι’ αὐτὸν ἔπρεπε κάτι νὰ κάνει. Καὶ τό ’χε καλὰ σχεδιάσει. Εἶχε ρωτήσει κι ἦταν γιὰ ὅλα ἐνήμερη. Γι’ αὐτὸ καί, ὅταν ὁ ἄνδρας της σταμάτησε τὴν ἐργασία του καὶ πῆρε τὸ «ἐφάπαξ», ἀμέσως τοῦ ξεδίπλωσε τὸ σχέδιό της. Τοῦ ἀράδιασε τὰ ἐπιχειρηματικά της σχέδια καὶ φυσικὰ τὸν ἔπεισε. Δὲν ἤθελε ἄλλωστε καὶ πολύ. Χρόνια τώρα ἐκεῖνος τὴν ἐμπιστευόταν σ’ αὐτά. Ἀγόρασε λοιπὸν μὲ ὅλο τὸ ποσὸ ἕνα φορτηγὸ δημοσίας χρήσεως. Καὶ ἀμέσως, ὅπως τό ’χε σχεδιάσει, τὸ νοίκιασε. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ μηνιαῖο μίσθωμα θὰ ἐξασφάλιζε ἐφ’ ὅρου ζωῆς τὴν ἀσφάλεια τοῦ γιοῦ της. Τὴν ἰατροφαρμακευτική του κάλυψη ἀλλὰ καὶ σύνταξη καὶ «ἐφάπαξ» γιὰ τὸν ἴδιο ἱκανοποιητικό, ὅταν θὰ περνοῦσαν τὰ χρόνια. Καὶ πράγματι, ὅλα ἔγιναν ὅπως τά ᾿χε σχεδιασμένα. Ἀλλὰ μόνο γιὰ πέντε μῆνες…
Μεσημέρι ἦταν, θυμᾶται, ποὺ ὁ ἐνοικιαστὴς τὴν πῆρε τηλέφωνο. Τραυλίζοντας σχεδὸν τῆς εἶπε ὅτι τὸ φορτηγὸ δὲν ἦταν ἐκεῖ ποὺ τὸ ἄφησε. Τὴ ρώτησε ἂν ξέρει κάτι ἡ ἴδια. Κίνησε γῆ καὶ οὐρανό: ἀστυνομία, ἀσφάλεια, καταθέσεις μαρτύρων. Τίποτα. Βγῆκε μὲ τὸ αὐτοκίνητό της νὰ ψάχνει ἀπεγνωσμένα σ᾿ ὁλόκληρη τὴν πόλη. Ἀποτέλεσμα μηδέν. Τίποτα ἀπολύτως.
Τσάκισε. Λύγισε. Ὁ ἱδρώτας μιᾶς ζωῆς τοῦ ἄνδρα της. Τὸ μέλλον τοῦ παιδιοῦ της. Τὸ δικό της εὐφυὲς σχέδιο! Ὅλα στάχτες, θρύψαλα, χαλάσματα. Δὲν εἶχε πλέον καμιὰ ἐλπίδα. Κανεὶς δὲν τῆς ἔδινε. «Κύκλωμα», ἔλεγε ἡ ἀστυνομία. «Μὴν ἐλπίζετε. Μᾶλλον ἤδη, κυρία μου, τὸ φορτηγό σας ἔχει βγεῖ στὸ ἐξωτερικό. Ὑπάρχουν συχνὰ κρούσματα τὸν τελευταῖο καιρό».
Θυμᾶται! Καμίνι ἡ θερμοκρασία ἐκεῖνο τὸν Αὔγουστο. Φωτιὰ καὶ ἡ θλίψη νὰ σιγοκαίει ἐντός της. Ἔφυγαν ὅλοι γιὰ τὸ ἐξοχικό. Περισσότερο γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴ δεύτερη, τὴ θλίψη. Τηλέφωνα δὲν πολυσήκωναν. Δὲν εἶχαν ὄρεξη. «Γιατί, Κύριε;», μονολογοῦσε συχνά. «Γιατί τέτοια δοκιμασία, τέτοιο σταυρό, τέτοιο πόνο;».
Θυμᾶται κι ἐκεῖνο τὸ τηλεφώνημα. Πῶς τῆς ἦρθε νὰ σηκώσει τὸ τηλέφωνο; Μιὰ κρυφὴ ἐλπίδα ὅτι κάποιο στοιχεῖο θὰ τῆς ἔδιναν ἀπὸ τὴν ἀστυνομία.
–Τί κάνετε;
Ὁ Πνευματικός της! Σπάνια· τί σπάνια… ποτὲ δὲν τοὺς τηλεφωνοῦσε. Θά ᾿μαθε, σκέφτηκε, καὶ πῆρε νὰ τὴν παρηγορήσει. Δὲν εἶχε καμιὰ ὄρεξη γιὰ τέτοια τώρα.
–Τί κάνετε; σὲ ὕφος πανηγυρικό, γιορτινὸ ἐκεῖνος.
Ὄχι, ἀποκλείεται. Δὲν ξέρει τίποτα. Ἔτσι πῆρε…
–Τί καιρὸ κάνει ἐκεῖ;
Ἄχ! Ἂν εἶναι δυνατόν! Ὄρεξη ἔχει… σκέφθηκε.
–Τί καιρὸ νὰ κάνει, πάτερ; Ζέστη πολλή. Δὲν ἀπέχουμε δὰ καὶ χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν πόλη. Λίγο πιὸ ἔξω εἴμαστε. Ὅ,τι καιρὸ ἔχετε κι ἐσεῖς, εἶπε ἀνόρεχτα καὶ λίγο ἐκνευρισμένα.
–Λοιπόν, ἄκου νὰ δεῖς. Ἔχε ἐμπιστοσύνη στὴν Παναγία! Ὅλα θὰ πᾶνε καλά. Θὰ βρεθεῖ… Ἔχε ἐμπιστοσύνη… Ὁ Θεὸς μαζί σου…
Καὶ πρὶν καλά-καλὰ προλάβει νὰ τὸν ρωτήσει ποῦ τό ’μαθε, πῶς ξέρει ὅτι θὰ βρεθεῖ, ἐκεῖνος τό ’κλεισε. Ρώτησε τὸν ἄντρα της, τὶς κόρες της, τὸν γιό της ποιὸς ἀπ’ ὅλους ἐνημέρωσε τὸν παππούλη γιὰ τὴ δυστυχία τους, ἀλλὰ κανένας δὲν τό ’χε κάνει, τὴ διαβεβαίωναν. Ἦταν 4 Αὐγούστου! Πέρασαν μερικὲς μέρες καὶ ὅλα ξεχάστηκαν. Ἡ θλίψη τὰ σκέπασε ὅλα: τὸ τηλεφώνημα, τὴν ἐλπίδα, τὴν ἀπορία ποιὸς ἐνημέρωσε τὸν Πνευματικό της.
Ἦταν πρωὶ 13 Αὐγούστου, ὅταν χτύπησε τὸ τηλέφωνο.
Ἦταν ἀπὸ τὴν ἀστυνομία.
–Ἔχουμε εὐχάριστα! τῆς εἶπαν. Εἶστε τυχεροί. Τὸ φορτηγό σας βρέθηκε ἐγκαταλελειμμένο καὶ ἄθικτο. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴ Θήβα, στὴ θέση «Παναγιά».
Πῆγαν. Πράγματι. Σὲ μιὰ ἐσοχὴ τοῦ ἐθνικοῦ δρόμου ἦταν ἀφημένο τὸ φορτηγό τους. Ὁ κόπος μιᾶς ζωῆς τοῦ ἄνδρα της. Ἡ ἐλπίδα καὶ τὸ μέλλον τοῦ παιδιοῦ της. Ἡ ἀστυνομία ἔδωσε τὴ δική της ἐκδοχή. Μὲ πειστήρια καὶ ἀποδείξεις.
–Τὸ φορτηγό σας τὸ συνόδευε ἕνα ἡμιφορτηγάκι, τὸ ὁποῖο φρόντιζε γιὰ τὸν ἀνεφοδιασμό του.
Ἐπειδὴ φοβοῦνταν πιθανὰ δικά μας σήματα, δὲν τὸ ἀνεφοδίαζαν σὲ βενζινάδικα, ἀλλὰ φρόντιζε γι’ αὐτὸ τὸ συνοδευτικὸ ὄχημα μέχρι νὰ βγοῦν ἀπὸ τὰ σύνορα.
Κοιτάξτε ἐδῶ! Προσπάθησαν νὰ τὸ γεμίσουν μὲ πετρέλαιο, ἀλλά… λείπει ἡ τάπα τοῦ ρεζερβουάρ. Μᾶλλον μὲς στὴν ταραχή τους τοὺς ἔπεσε, τὴν ἔχασαν, δὲν θέλησαν νὰ ριψοκινδυνέψουν καί… τὸ ἐγκατέλειψαν. Ἡ σήμανση τελείωσε. Φροντίστε γιὰ τὴ μεταφορὰ τοῦ φορτηγοῦ σας.
Ἡ ἀστυνομία ἔδωσε τὴ δική της ἐκδοχή. Ὅλα ὅσα ἴσως ἀκριβῶς συνέβησαν, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ πεῖ ποιὸς τὰ μεθόδευσε…
Γι’ αὐτὸ μιλοῦσε ξεκάθαρα ἡ θέση ποὺ βρέθηκε: «Παναγιά!». Καὶ τὸ προσκυνητάρι της λίγα μέτρα πιὸ πέρα!