Πλησιάζουμε στὴν ἱερὴ στιγμὴ τῆς θείας κοινωνίας. Οἱ πιστοὶ προετοιμασμένοι περιμένουμε τὴ μεγάλη ὥρα καὶ στιγμὴ νὰ κοινωνήσουμε τῶν ἀχράντων καὶ φρικτῶν Μυστηρίων, νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο. Λίγες στιγμὲς πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκφώνηση τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς «Πάτερ ἡμῶν…», ὁ Λειτουργὸς ἀπευθύνεται στὸν ἅγιο Θεὸ λέγοντας τὰ λόγια τῆς Εὐχῆς: «Σοὶ παρακατατιθέμεθα τὴν ζωὴν ἡμῶν ἅπασαν καὶ τὴν ἐλπίδα, Δέσποτα φιλάνθρωπε…». Σὲ Σένα, Δέσποτα φιλάνθρωπε Κύριε, παραδίδουμε μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη ὅλη μας τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐλπίδα μας.
Λόγια μὲ βαθὺ περιεχόμενο, ποὺ φανερώνουν τὴν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη μας στὸ Θεὸ Πατέρα μας.
Ὅσο προχωρεῖ ἡ θεία λειτουργία, αἰσθανόμαστε ἔντονη τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα μας καὶ γύρω μας. Ἡ διάθεσή μας εἶναι μία, νὰ παραδώσουμε ὅλη μας τὴ ζωὴ σ’ Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ὁ χορηγὸς τῆς ζωῆς μας. Δικό Του δῶρο εἶναι ἡ ζωή μας. Ὅ,τι πολυτιμότερο ἔχουμε στὸν κόσμο αὐτό. Χωρὶς κανένα δισταγμό, καμιὰ ἀμφιβολία, χωρὶς καμιὰ ἐπιφύλαξη ἐπιθυμοῦμε νὰ τὴν παραλάβει, νὰ τὴν κάνει ὅ,τι θέλει, νὰ τὴ διευθύνει ὅπως γνωρίζει. Τὸ θέλημά Του νὰ γίνει ζωή μας. Τὶς σκέψεις μας, τοὺς στόχους μας, τὶς ἐπιθυμίες μας σ’ Ἐκεῖνον τὶς παραδίδουμε. Ἐπιθυμοῦμε νὰ ζοῦμε γι’ Αὐτὸν καὶ μόνο.
Ἐπίσης ἐμπιστευόμαστε σ’ Αὐτὸν τὴ ζωή μας, διότι Αὐτὸς εἶναι ἡ ζωή. Ἡ ὄντως ζωή, ἡ ἀληθινὴ ζωή. Τὸ διεκήρυξε ὁ Ἴδιος: «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ» (Ἰω. ιδ΄ [14] 6). Ὅποιος ἑνώνεται μαζί Του διὰ τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας «ἔχει τὴν ζωήν». Ζωὴ ἀκόμη καὶ μετὰ τὸν θάνατο, ὅπως λέει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἕως ὅτου ὅμως ὁ Χριστὸς θὰ εἶναι μαζί μου, κι ἂν ἀκόμη ἐπέλθει ὁ θάνατος, εἶμαι ἐν ζωῇ» (Ὁμιλ. Δ΄ πρὸς Φιλιππησίους, ΕΠΕ 21, σελ. 427).
Αὐτὴ τὴ ζωή μας, τὴ γεμάτη ἐνοχὲς καὶ ἀδυναμίες, τὴν ἄθλια, τὴ ρυπαρή, ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς περιμένει ἐμεῖς νὰ Τοῦ τὴν προσφέρουμε. Ὄχι διότι τὴν ἔχει ἀνάγκη. Ἀλλὰ γιὰ νὰ τῆς δώσει νόημα καὶ ἀξία.
Ἡ παράδοση τῆς ζωῆς μας στὸν Θεὸ δὲν εἶναι κάτι ποὺ γίνεται εὔκολα. Τὸ θέλουμε, ἀλλὰ δυσκολευόμαστε. Ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος ποὺ ζεῖ μέσα μας, ἀντιστέκεται, ὁ πονηρὸς ἐχθρός μας μᾶς πολεμεῖ συνεχῶς, τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου μᾶς ἐπηρεάζει. Χρειάζεται ἀγώνας συνεχής. Γιὰ νὰ κατοικήσει μέσα μας ὁ Χριστός, νὰ γίνει ὁ Χριστὸς ἡ ζωή μας, ὀφείλουμε ν’ ἀπαρνηθοῦμε τὸ θέλημά μας, τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό. Ν’ ἀποσπάσουμε τὴν καρδιά μας ἀπὸ γήινα καὶ μάταια. Ζητοῦμε τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας μας καὶ «πάντων τῶν ἁγίων».
Ἀλλὰ καὶ τὴν ἐλπίδα μας σ’ Ἐκεῖνον τὴν ἐμπιστευόμαστε. «Ἕνα ζητάει ἀπὸ σένα», θὰ μᾶς πεῖ καὶ πάλι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «τὴν ἐλπίδα, γιὰ νὰ ἔχεις κάτι καὶ σὺ νὰ συνεισφέρεις γιὰ τὴ σωτηρία σου».
Δὲν στηριζόμαστε σὲ πρόσωπα ποὺ μᾶς ἀπογοητεύουν, σὲ πράγματα ἐφήμερα, σὲ ἐπίγεια ἀγαθά, σὲ χρήματα, σὲ ἀξιώματα, στὶς γνωριμίες, ἐκεῖ ὅπου ὁ πολὺς κόσμος στηρίζει τὶς ἐλπίδες του. Ἀλλὰ στὸν Κύριο, διότι Ἐκεῖνος εἶναι «ἡ ἐλπὶς ἡμῶν», ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Τιμ. α΄ 1).
«Ὅσο ὁ πονηρὸς ἐπιθυμεῖ νὰ μᾶς κρημνίσει στὸ λάκκο τῆς ἀπογνώσεως καὶ ἀπελπισίας», ὅπως χαρακτηριστικὰ τονίζει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «τόσο ἐμεῖς νὰ βασίζουμε τὴν ἐλπίδα μας σ’ Ἐκεῖνον καὶ νὰ περιμένουμε» (Ἀόρατος Πόλεμος, σελ. 228).
Καθὼς βρισκόμαστε σὲ μιὰ δύσκολη ἐποχή, τὰ λόγια αὐτῆς τῆς Εὐχῆς τῆς θείας Λειτουργίας ἔρχονται νὰ μᾶς θυμίσουν ποῦ νὰ στρέφουμε τὰ βλέμματά μας, τὴν προσοχή μας, ὁλόκληρη τὴ ζωή μας: Σ’ Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἐλπίδα μας!