Ἀτέλειωτοι οἱ πόλεμοι πάνω στὴ γῆ. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἱστορίας μας μέχρι σήμερα ἀμέτρητες φορὲς ποτίσθηκε μὲ τὸ αἷμα τῶν ἀνθρώπων ἡ γῆ μας! Χιλιάδες, ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ἔχασαν τὴ ζωή τους στὰ πεδία τῶν μαχῶν. Τεράστια ἔξοδα ἔγιναν γιὰ πολεμικοὺς ἐξοπλισμούς, γιὰ νὰ ἀλληλοσκοτώνονται οἱ ἄνθρωποι, νὰ ἀλληλοεξοντώνονται τὰ ἔθνη, νὰ τυλίγεται στὸ σκοτάδι ἡ γῆ, νὰ βυθίζεται στὸν πόνο, στὴ θλίψη, στὸ δάκρυ ὅλος ὁ πλανήτης.
Ὑπάρχει ὅμως ἕνας πόλεμος διαφορετικὸς ἀπ’ ὅλους αὐτοὺς τοὺς πολέμους. Ἀσύγκριτα πιὸ φοβερός, καταστρεπτικὸς καὶ ὀλέθριος. Δὲν εἶναι πόλεμος μιᾶς πόλεως ἐναντίον ἄλλης, ἑνὸς ἔθνους ἐναντίον ἄλλου ἔθνους. Τὰ ὅπλα ποὺ χρησιμοποιοῦνται δὲν ἔχουν ἐπίγειους στόχους, δὲν πολεμοῦν ἄνθρωποι μὲ ἀνθρώπους στὸν πόλεμο αὐτό.
Πολεμεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεό!
Ναί! Ὁ μικρὸς καὶ ἀδύναμος ἄνθρωπος ὑψώνει τὸ ἀνάστημά του ἐνώπιον τοῦ ἀπείρου καὶ παντοδυνάμου Θεοῦ! Ὁ μικρὸς καὶ ἀσήμαντος κάτοικος τῆς γῆς σημαδεύει μὲ τὰ ὅπλα του τὸν οὐρανό!
Ἡ συνειδητὴ καὶ ἐσκεμμένη ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνας πόλεμος μὲ τὸν οὐρανό. Ἡ ἀθέτηση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐπανάσταση ἐναντίον Του.
Ὅταν ἄλλα λέει ὁ πατέρας καὶ ἄλλα κάνει τὸ παιδί, ὅταν τὸ παιδὶ ἀντιστρατεύεται τὸ θέλημα τοῦ πατέρα, τότε δημιουργεῖται ἀπόσταση, ὑπάρχει ἀντιπαράθεση, προκαλεῖται ἔχθρα. Ἡ ἀτμόσφαιρα στὶς σχέσεις τους γίνεται δυσάρεστη, ἀφόρητη, πολεμική.
«Ἀπόστα ἀπ’ ἐμοῦ, ὁδούς σου εἰδέναι οὐ βούλομαι», λέει μὲ ἀποτομία καὶ σκληρότητα ὁ ἄνθρωπος στὸν Πατέρα Θεό (Ἰὼβ κα΄ [21] 14). Δὲν θέλω νὰ σὲ ξέρω.
Φύγε μακριά μου. Ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιά μου. Ἔξω ἀπὸ τὴ ζωή μου, ἀπὸ τὸ σπίτι μου, ἀπὸ τὴν οἰκογένειά μου, ἀπὸ τὴν πατρίδα μου. Ἔξω ἀπ’ ὅλο τὸν κόσμο. Ἐμεῖς θέλουμε ἕναν κόσμο χωρὶς Ἐσένα, ἕναν κόσμο χωρὶς Θεό. Ἐμεῖς θέλουμε νὰ ζήσουμε χωρὶς Ἐσένα, νὰ χαροῦμε τὴ ζωή μας χωρὶς Ἐσένα. Ἐμεῖς θὰ πετύχουμε καὶ θὰ βροῦμε τὴν εὐτυχία μας χωρὶς νὰ ἀκούσουμε τὴ συμβουλή Σου, χωρὶς νὰ καταφύγουμε στὴ Χάρη Σου. Ἐμεῖς θὰ στηριχθοῦμε στὴν οἰκονομία μας, στὴν τεχνική μας, στὴ δύναμή μας.
Ἐσὺ νὰ μένεις ἐκεῖ ψηλά, στὸν οὐρανό. Ὅταν ἀσχολεῖσαι μαζί μας, μᾶς δυσκολεύεις, μᾶς ἀπειλεῖς, μᾶς ταλαιπωρεῖς. Μᾶς ὁρίζεις νόμους. Μᾶς περιορίζεις. Δὲν Σὲ θέλουμε. «Ἀπόστα». Νὰ μείνεις σὲ ἀπόσταση. Νὰ περιορισθεῖς στὸν οὐρανό. Καὶ ἐκεῖ νὰ κατοικεῖς. Ἀπὸ ἐκεῖ ψηλὰ νὰ μᾶς κοιτᾶς.
Ἀλλὰ ὄχι! Ἀκόμη καὶ τὸ βλέμμα Σου μᾶς ἐνοχλεῖ. Μᾶς ἐλέγχει καὶ μᾶς ταλαιπωρεῖ. Γι’ αὐτὸ οὔτε ἐκεῖ Σὲ θέλουμε. Μᾶς εἶναι ἀφόρητη καὶ μόνη ἡ ὕπαρξή Σου. Δὲν θέλουμε νὰ ὑπάρχεις. Οὔτε στοὺς οὐρανούς.
Αὐτὸς εἶναι ὁ πόλεμος μὲ τὸν οὐρανό. «Θὰ ἐπιτεθοῦμε κατὰ τοῦ Θεοῦ. Θὰ τὸν κατεβάσουμε ἀπὸ τὸν ἀνώτατο τῶν οὐρανῶν. Ὅπου καὶ ἂν καταφύγει, θὰ τὸν συλλάβουμε ἡττημένο», ἔγραφε σὲ διακήρυξή του τὸ 1924 ὁ Ζηνόβιεφ, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχηγοὺς τῆς μπολσεβικικῆς ἐπαναστάσεως, ποὺ ὁ Στάλιν τὸν συνέλαβε καὶ τὸν ἐξόντωσε τὸ 1937. Μὲ τέτοια θρασύτητα μιλοῦσαν αὐτοὶ ποὺ ἕναν αἰώνα περίπου πρὶν ὕψωναν περήφανα τὶς σημαῖες τοῦ ἀθεϊσμοῦ στὴν ἀνατολικὴ Εὐρώπη καὶ ἔστηναν ἐπίσημα τὰ ἀθεϊστικὰ καθεστῶτα τους. Ἑκατὸ χρόνια μετὰ λατρεύουν τὸν Θεὸ ποὺ πολέμησαν. Καταλαβαίνουν τὰ λάθη τους καὶ μετανοοῦν. Κλαῖνε ἀμέτρητα θύματα τοῦ ἀθεϊσμοῦ τους. Ἔχουν νὰ θυμοῦνται μόνο βάσανα, διωγμούς, ἀφάνταστες ταλαιπωρίες καὶ θλίψεις ποὺ ἦλθαν ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀποστασίας τους.
Ἐμεῖς ἐδῶ, στὴν ὀρθόδοξη πατρίδα μας, δείχνουμε νὰ μὴν καταλαβαίνουμε τίποτε ἀπὸ αὐτά. Δὲν θέλουμε νὰ διδαχθοῦμε ἀπὸ τὰ λάθη τῶν ἄλλων, θέλουμε νὰ κάνουμε τὰ ἴδια λάθη, γιὰ νὰ πάρουμε τὰ ἴδια μαθήματα. Καὶ πολεμοῦμε τὸν Θεό. Κατεβάζουμε τὴν εἰκόνα Του ἀπὸ τὰ δημόσια κτήρια καὶ ἀπὸ τὰ σχολεῖα μας. Δὲν θέλουμε νὰ διδάσκουμε τὴν ἀλήθεια Του στὰ παιδιά μας. Δὲν ἐπιτρέπουμε νὰ μπαίνουν οἱ πνευματικοὶ στὰ σχολεῖα. Δὲν κάνουμε πιὰ τὸν σταυρό μας. Ἀρνούμαστε νὰ δεχθοῦμε τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας καὶ ψηφίζουμε ἄλλους, δικούς μας, ἀντίθεους νόμους, ποὺ μᾶς ὁδηγοῦν μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια στὴν καταστροφή. Καὶ ἐνῶ βλέπουμε τὴν καταστροφὴ νὰ ἔρχεται μὲ ταχύτητα κατεπάνω μας, ἐπιμένουμε. Καὶ νομιμοποιοῦμε αὐτὰ ποὺ ὄχι μόνο ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἀπαγορεύει, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα καὶ οἱ νόμοι τῆς φύσεως δὲν συμφωνοῦν.
Φθάνουμε ἔτσι νὰ γινόμαστε ἀγνώριστοι, χειρότεροι ἀπὸ τὰ ζῶα. Γιατὶ γίναμε ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ ἀνοίξαμε πόλεμο μὲ τὸν οὐρανό. Ὅσο ἀγνοοῦμε τὸν Θεό, τόσο χάνουμε τὸν ἑαυτό μας. Ὅσο πολεμοῦμε τὸν οὐρανό, τόσο πιὸ πολὺ βυθιζόμαστε στὸ χῶμα τῆς γῆς.
Ἄνθρωπε, «μὴ εἴσαγε πόλεμον εἰς τὸν οὐρανόν… ὁ Θεὸς γάρ ἐστιν ὁ πάντων ἰσχυρότερος», λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (PG 52, 429).
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς προειδοποιεῖ: «Ἐὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε· ἐὰν δὲ μὴ θέλητε, μηδὲ εἰσακούσητέ μου, μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται» (Ἡσ. α΄ 19-20). Ἂν ἀποφασίσετε νὰ δεχθεῖτε τοὺς νόμους μου, θὰ εὐτυχήσετε καὶ θὰ ἀπολαύσετε τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς. Ἂν ὅμως ἀποφασίσετε διαφορετικά, τότε τὸ μαχαίρι θὰ σᾶς φάει, σᾶς περιμένει ἡ καταστροφή.
«Τίς σοφὸς καὶ συνήσει ταῦτα; ἢ συνετὸς καὶ ἐπιγνώσεται αὐτά;» (Ὡσ. ιδ΄ [14] 10).