ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΔ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 6 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2015

ΙΔ ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Α’ Κορ. α’ 21- β΄ 4

21 Ὁ δὲ βεβαιῶν ἡμᾶς σὺν ὑμῖν εἰς Χριστὸν καὶ χρίσας ἡμᾶς Θεός, 22 ὁ καὶ σφραγισάμενος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρρα­βῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν. 23 Ἐγὼ δὲ μάρτυρα τὸν Θεὸν ἐπικαλοῦμαι ἐπὶ τὴν ἐμὴν ψυχήν, ὅτι φειδόμενος ὑμῶν οὐκέτι ἦλθον εἰς Κόρινθον. 24 οὐχ ὅτι κυριεύομεν ὑμῶν τῆς πίστεως, ἀλλὰ συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς ὑμῶν· τῇ γὰρ πίστει ἑστήκατε. Εκρινα δὲ ἐμαυτῷ τοῦτο, τὸ μὴ πάλιν ἐν λύπῃ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς. 2 εἰ γὰρ ἐγὼ λυπῶ ὑμᾶς, καὶ τίς ἐστιν ὁ εὐφραίνων με εἰ μὴ ὁ λυπούμενος ἐξ ἐμοῦ; 3 καὶ ἔγραψα ὑμῖν τοῦτο αὐτό, ἵνα μὴ ἐλθὼν λύπην ἔχω ἀφ᾿ ὧν ἔδει με χαίρειν, πεποιθὼς ἐπὶ πάντας ὑμᾶς ὅτι ἡ ἐμὴ χαρὰ πάντων ὑμῶν ἐστιν. 4 ἐκ γὰρ πολλῆς θλίψεως καὶ συνοχῆς καρδίας ἔγρα­ψα ὑμῖν διὰ πολλῶν δακρύ­ων, οὐχ ἵνα λυπηθῆτε, ἀλ­λὰ τὴν ἀγάπην ἵνα γνῶτε ἣν ἔχω περισσοτέρως εἰς ὑ­μᾶς.

 ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΔ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

1. Γιά ὅλα τά ζητήματα τῆς ζωῆς του, ἰδιαιτέρως δέ γιά τό μέγιστον ὅλων, τό ζήτημα τῆς ψυχικῆς του σωτηρίας, τίποτε τό ἀξιόλογο δέν μπορεῖ μόνος του νά ἐπιτύχει ὁ ἄνθρωπος, παρά μέ τήν βοήθεια τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ. Εἰδικά γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς χρειάζεται ὁ θεῖος φωτισμός, ἡ θεία χάρις καί νεῦση καί δύναμη. Τότε μόνο μπορεῖ νά ἑλκυσθεῖ ὁ ἄνθρωπος στήν πίστη, νά δείξει μετάνοια καί, νά προχωρήσει στήν ζωή τῆς ἁγιότητος, γιά τήν ὁποία εἶναι προορισμένος.

Οἱ ἀνθρώπινες δυνάμεις εἶναι μηδαμινές. Ἄν μάλιστα λάβουμε ὑπ’ ὄψιν μας, ὅτι οἱ δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου, ψυχικές καί σωματικές, εἶναι μολυσμένες καί αὐτές ἀπό τό μόλυσμα τῆς ἁμαρτίας, τότε ἀντιλαμβανόμαστε, ὅτι, ὄχι δυνάμεις πρός ἀρετή δέν ἔχoυμε, ἀλλ’ ἀντιθέτως κυριαρχοῦν μέσα μας δυνάμεις πού ἀνά πάσα στιγμή μᾶς ἐξωθοῦν πρός τήν ἁμαρτία. Ὁ Θεός μᾶς ἑλκύει στήν πίστη, ὁ Θεός μᾶς στηρίζει, ὁ Θεός μᾶς χαριτώνει μέ τό Ἅγιόν του Πνεῦμα.

Αὐτό ἀκριβῶς θέλει νά χαράξει στίς ψυχές μας μέ ὅσα μᾶς λέγει σήμερα στό Ἀποστολικό του ἀνάγνωσμα ὁ θεῖος Παῦλος. «Ἀδελφοί, ὁ βεβαιῶν ἡμᾶς σὺν ὑμῖν εἰς Χριστὸν καὶ χρίσας ἡμᾶς Θεός ὁ καὶ σφραγισάμενος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν». Ἐκεῖνος πού δίνει τή βεβαιότητα καί σέ μᾶς καί σέ σᾶς, καί μᾶς στηρίζει νά μένουμε πιστοί καί ἀσάλευτοι στό Χριστό καί πού μᾶς ἔχρισε μέ τή χάρη τοῦ Πνεύματός του, εἶναι ὁ Θεός. Αὐτός μᾶς σφράγισε ὡς δικούς του καί ἔδωσε στίς καρδιές μας τό Πνεῦμα του ὡς ἀρραβώνα καί ἀσφαλή ἐγγύηση γιά τό ὅτι θά ἐκπληρώσει ὅλες τίς ὑποσχέσεις πού μᾶς δίνει μέ τό Εὐαγγέλιό του.

2. Στό σημερινόν του ἀνάγνωσμα ὁ Ἀπόστολος ἀναφέρεται σέ κάποιο ταξίδι πού εἶχε ἀποφασίσει νά κάνει στήν Κόρινθο. Τό ταξίδι αὐτό ἦταν πολύ θλιβερό, διότι ἡ αἰτία πού τό προκαλοῦσε ἦταν ἡ ἀδιαφορία τῶν Κορινθίων πρός βαρύτατο ἁμάρτημα ἕνος Χριστιανοῦ συμπολίτη τους. Τό ἁμάρτημα, στό ὁποῖο ἔπεσε, ἦταν τόσο βαρύ, ὥστε ἔπρεπε νά φρίξουν, νά τρομοκρατηθοῦν, νά θλιβοῦν βαθύτατα καί νά κλαύσουν πολύ οἱ Κορίνθιοι, γιά νά συνέλθει ἐκεῖνος πού τό ἔκανε, νά μετανοήσει, γιά νά σωθεῖ. Αὐτό ἔπρεπε νά κάμουν. Ἀλλ’ ἀντί τοῦ πένθους αὐτοῦ καί τῆς θλίψεως καί τοῦ πόνου γιά τήν τρομερή πτώση τοῦ ἀδελφοῦ, αὐτοί καί ἀδιαφορία ἔδειξαν καί ἀσύγγνωστη ἀμέλεια γιά τήν μετάνοια του. Ἐξακολουθοῦσαν νά τοῦ φέρονται ὅπως καί πρῶτα καί μέ τήν συμπεριφορά τους νά τοῦ δείχνουν, ὅτι δέν τούς κόστισε τό μέγα του ἁμάρτημα. Αὐτός ἦταν κυρίως ὁ λόγος τοῦ ταξιδιοῦ τοῦ Παύλου. Θά ἀναχωροῦσε ἀπό τήν Ἔφεσο τῆς Μ. Ἀσίας, θά περνοῦσε ἀπό τήν Μακεδονία, θά κατέβαινε στήν Κόρινθο γιά νά ἐλέγξει τούς Κορινθίους γιά τήν ἀδιαφορία τους αὐτή. Θά τούς μάλωνε αὐστηρά, θά τούς ἐπέπληττε μέ τά πύρινα λόγια του, γιά νά μετανοήσουν αὐτοί πρῶτοι καί νά ἑλκύσουν καί τόν ἁμαρτήσαντα σέ μετάνοια. Ἀλλά τούς λυπήθηκε καί ἀνέβαλε τό ταξίδι του. Τούς τό βεβαιώνει τώρα, γιά νά δώσουν σημασίαν: «Ἐγὼ δὲ μάρτυρα τὸν Θεὸν ἐπικαλοῦμαι ἐπὶ τὴν ἐμὴν ψυχήν, ὅτι φειδόμενος ὑμῶν οὐκέτι ἦλθον εἰς Κόρινθον».

3. Τό γεγονός αὐτό, τό ὅτι δηλαδή ταξίδι ὁλόκληρο καί μάλιστα μακρό καί δύσκολο, ὅπως ἦταν τά ταξίδια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, θά ἔκανε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γιά νά ἐλέγξει τούς Κορινθίους πού ἀδιαφόρησαν στό ἁμάρτημα τοῦ ἀδελφοῦ τους, μᾶς δίνει νά καταλάβουμε πώς ποτέ δέν πρέπει νά μένουμε ἀδιάφοροι στίς πτώσεις τῶν ἀδελφῶν μας. Τί κάνει αὐτός, ὁ φίλος μας, ὁ ἀδελφός μας, ὁ γνωστός μας; Ἁμαρτάνει χωρίς ἴχνος ντροπῆς; Ἀδικεῖ, βλασφημεῖ, ψεύδεται, ἀσωτεύει, ἐγκληματεῖ καί παραμένει ἀμετανόητος; Καί δέν σέ νοιάζει, δέν σοῦ κοστίζει, δέν σού φέρει πόνο καί θλίψη στήν ψυχή, ἡ ἁμαρτία του, ἡ πτώση του; Ἀδιαφορεῖς καί μέ τήν ἀδιαφορία σου τόν ἀμνηστεύεις καί δείχνεις σ’ αὐτόν πώς δέν εἶναι τίποτε αὐτό πού ἔκανε; Μά τότε τόν ἀποκοιμίζεις καί δέν τό βοηθᾶς νά συνέλθει, νά μετανοήσει καί νά σωθεῖ. Καί αὐτό εἶναι δεύτερο ἔγκλημα δικό σου. Εἶναι μέγα τό κακό πού κάνεις. Λοιπόν, Χριστιανέ, πόνεσε τόν ἀδελφό σου πού ἁμαρτάνει. Πένθησέ τον, κλάψε τόν, θρήνησέ τον, θρήνησε τήν ἁμαρτία του, τήν ψυχή του, τήν πτώση του, τήν συμφορά του. Δεῖξε του μέ τό πένθος καί τήν θλίψη σου πώς ἔπεσε, πώς πρέπει νά μετανοήσει, πώς εἶναι ἀνάγκη νά ζητήσει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιά νά σωθεῖ. Καί πέσ’ του καθαρά νά μετανοήσει. Παράστησέ του τό κακό πού ἔκανε, γιά νά συνέλθει. Θά τόν λυπήσουν ἴσως οἱ λόγοι σου, θά τόν πικράνουν. θά τόν στενοχωρήσουν. Ναί, ἄλλα καί θά τόν σώσουν. Καί αὐτό καί γιά σένα θά εἶναι χαρά καί εὐφροσύνη: Ἔτσι τό αἰσθανόταν καί ὁ Ἀπόστολος. Τό γράφει: «εἰ ἐγὼ λυπῶ ὑμᾶς, καὶ τίς ἐστιν ὁ εὐφραίνων με εἰ μὴ ὁ λυπούμενος ἐξ ἐμοῦ;». Ἐάν ἐγώ μέ τούς ἐλέγχους μου προκαλῶ λύπη μετανοίας σέ σᾶς, ποιός ἄλλος μέ εὐφραίνει παρά ἐκεῖνος πού δέχεται τούς ἐλέγχους μου καί λυπᾶται ἀπό τίς δικές μου ἐπιτιμήσεις; Σᾶς μάλωσα καί λυπηθήκατε. Δείξατε μετάνοια καί σωθήκατε. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη χαρά μου.

 4. Βέβαια, τό θέμα τοῦ ἐλέγχου χρειάζεται πολλή προσοχή. Ὅταν ἐλέγχει κανείς ἕνα παρεκτραπέντα, πρέπει μέ πόνο νά ἀσκεῖ τό ἔργο τοῦ ἐλέγχου. Δηλαδή ἀπό ἀγάπη νά κινεῖται καί μέ ἀγάπη νά ἐλέγχει. Τότε πιάνει ὁ ἔλεγχος καί καρποφορεῖ. Ὅταν ἐλέγχει καί πονεῖ ὁ ἴδιος, καί κλαίει καί πενθεῖ. Αὐτό συνέβαινε μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο καί μᾶς τό λέγει στή σημερινή περικοπή: «ἐκ γὰρ πολλῆς θλίψεως καὶ συνοχῆς καρδίας ἔγραψα ὑμῖν διὰ πολλῶν δακρύων, οὐχ ἵνα λυπηθῆτε, ἀλλὰ τὴν ἀγάπην ἵνα γνῶτε ἣν ἔχω περισσοτέρως εἰς ὑμᾶς». Τούς εἶχε γράψει προηγουμένως ἄλλη ἐπιστολή ποὺ εἶχε μέσα τούς ἔλεγχούς της. Καί τήν ἔγραψε μέ πόνο καί μέ δάκρυα πολλά. Δέν τήν ἔγραψε γιά νά τούς πληγώσει καί νά τούς λυπήσει. Τούς τήν ἔγραψε καί τούς ἤλεγξε γιά νά δοῦν καί νά αἰσθανθοῦν τήν μεγάλη ἀγάπη πού τούς εἶχε, νά συγκινηθοῦν, νά διδαχθοῦν ἀπό τήν ἀγάπη του καί νά μετανοήσουν. Καί, ἔτσι πάντοτε πρέπει νά γίνεται ὁ ἔλεγχος εἴτε προφορικῶς εἴτε γραπτῶς γίνεται. Μέ ἀγάπη, μέ πόνο, μέ λύπη γιά τό παράπτωμα τοῦ ἄλλου. Τότε θά γίνεται καί μέ τρόπο καλό, ἀδελφικό, οἰκοδομητικό. Τότε διδάσκεται, τότε συγκινεῖται, τότε συνέρχεται ὁ ἁμαρτήσας καί μετανοεῖ καί ἐπιστρέφει καί διορθώνεται καί γίνεται ἡ μετάνοιά του πρόξενος μεγάλης, γενικῆς χαρᾶς καί εὐφροσύνης. Ἔτσι νά κάνουμε κι ἐμεῖς τόν ἔλεγχο, ὅταν ἡ ἀνάγκη τό ἐπιβάλλει, καί ἡ χαρά μας θά εἶναι μεγάλη.