Ὁ Σταυρός!
Στὴν καρδιὰ τοῦ Σεπτεμβρίου δεσπόζει, δορυφορούμενη ἀπὸ δύο Κυριακές – πρὸ καὶ μετὰ τὴν Ὕψωσιν – ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, σὲ ἀνάμνηση τῆς πρώτης ἐκείνης Ὑψώσεώς Του μετὰ τὴν ἀνεύρεσή Του ἀπὸ τὴν ἁγία Ἑλένη.
Ἡ Ἑορτὴ μᾶς παρακινεῖ ἔντονα νὰ τοποθετηθοῦμε πάνω στὰ μεγάλα νοήματά της, νὰ τοποθετηθοῦμε μᾶλλον ἀπέναντι στὸν ἴδιο τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου καὶ τὸν πορευόμενο πρὸς τὸν Γολγοθᾶ Σταυροφόρο Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου.
Πρὶν ἀπὸ Κεῖνον εἶχαν σηκώσει πολλοὶ τὸν σταυρό τους – ἐγκληματίες, κακοῦργοι, ἐπαναστάτες, δολοφόνοι – βαδίζοντας πρὸς τὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεώς τους, μὰ δὲν ὑπῆρξαν Σταυροφόροι. Ἦταν ἐλαφρός, ἀνθρώπινος, στὰ μέτρα καὶ τὴν ἀντοχή τους ὁ σταυρός τους, τὸ ξύλο τῆς ἀτιμίας, τῆς ντροπῆς, τῆς κατάρας. Ὡσότου ἦρθε Ἐκεῖνος, ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ πρῶτος Σταυροφόρος.
Κι ἦταν… τί ἦταν ὁ Σταυρός Του;… Ἀσήκωτος! Ὄχι ἀπὸ σίδερο κι οὔτε ἀπὸ πέτρα ἢ μάρμαρο. Κι αὐτὸς ξύλινος ἦταν. Μὰ ἦταν ἐμποτισμένος ἀπ᾿ τῶν αἰώνων τὴν ἀνθρώπινη βρωμιὰ καὶ βάρυνε βάρος ἀμέτρητο. Τόσο ποὺ κι Ἐκεῖνος ἔφτασε κάποια στιγμὴ νὰ κραυγάσει «παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο» (Ματθ. κς΄ [26] 39). Μὰ δὲν παρῆλθε τὸ πικρὸ ποτήρι. Τὸ ἤπιε μέχρι τὴν τελευταία του σταγόνα.
Κι ὅταν τὸ Αἷμα Του ἔτρεξε ἄφθονο κι ἔβαψε καὶ πότισε τὸν Σταυρό Του καθαρίζοντας τὴν ἄμετρη βρωμιὰ τοῦ κόσμου, ἄλλαξε καὶ τὸ νόημα τοῦ ξύλου τῆς κατάρας. Ἔγινε ἀπὸ τότε ὁ Σταυρὸς «τὸ εὐλογημένον ξύλον», τὸ στήριγμα τοῦ κόσμου, ἡ ἐλπίδα του, ἡ χαρά του: «Ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ Σταυροῦ χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ».
Κι ἀπὸ τότε, πίσω ἀπὸ τὸν πρῶτο Σταυροφόρο Λυτρωτή, πῆραν τὸν δρόμο τοῦ Σταυροῦ κι ἄλλοι ἀμέτρητοι: ἀφανεῖς καὶ μεγάλοι, δοῦλοι καὶ ἐλεύθεροι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, μικρὰ παιδιὰ καὶ γέροι. Μάρτυρες ποὺ βάδισαν πρὸς τὸ μαρτύριο μὲ φρόνημα ἀκατάβλητο, ἀσκητὲς ποὺ πότισαν μὲ δάκρυα καὶ ἱδρώτα τὶς ἐρημιές, ἁπλοὶ ἄνθρωποι ποὺ σήκωσαν καρτερικὰ τὸν πόνο καὶ τὴ θλίψη, τὴν ἀδικία καὶ τὴν περιφρόνηση, τὸν χλευασμό, τὸν δόλο, τὴν ἀπάτη. Σταυροφόροι στὸ Γολγοθᾶ τοῦ πόνου τῆς ζωῆς. Μαχητὲς στὴ μεγάλη σταυροφορία τῆς ζωῆς. Τόσους αἰῶνες…
Ὅμως…
Ἄλλαξαν πλέον οἱ καιροί. Τώρα φυσοῦν οἱ ἄνεμοι σκληροί, ἀναποδίζουν τὸν Σταυρὸ οἱ νέοι σταυρωτές, οἱ τύραννοι τοῦ κόσμου. Τώρα χυμάει ἡ κόλαση κατάμαυρη νὰ πνίξει τὸν Σταυρό, νὰ κλέψει τὴ χαρά, νὰ ἀφανίσει ὁλοσχερῶς τοῦ κόσμου τὴν ἐλπίδα.
Τώρα ὅμως ἔφτασε, εἶναι ἡ ὥρα τῶν πιστῶν!
Ἡ ὥρα τῶν νέων Σταυροφόρων!
Ὄχι μὲ τὸν σταυρὸ στὴν πλάτη, ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ ἔσπειραν κάποτε ὄλεθρο στὴ γῆ, οὔτε μὲ μόνο τὸν σταυρὸ ὡσὰν στολίδι στὸ λαιμό. Μὰ Σταυροφόροι μὲ τὸν Σταυρὸ στὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς, πιστοὶ ἀκόλουθοι τοῦ Χριστοῦ, τοῦ πρώτου Σταυροφόρου στὴ δισχιλιόχρονη Σταυροφορία τῆς ζωῆς. Μὲ τὴν ἀπόφαση τοῦ πόνου καὶ τοῦ πάθους σταθερή, κι αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς τους τὴ θυσία, ἂν τὸ καλέσουν οἱ καιροί.
Σήμερα, τώρα ποὺ μαίνεται ὁ σατανὰς νὰ ἐξορίσει τὸν Σταυρὸ ἀπὸ τὸν χῶρο τοῦ σχολειοῦ, ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς Βουλῆς, ἀπὸ κάθε ἐκδήλωση, κάθε γιορτή, ἀπ᾿ τὴ ζωὴ ὁλάκαιρη τοῦ τόπου τούτου ποὺ λευτερώθηκε μὲ ὅπλο τὴν πίστη στὸ Σταυρό… σήμερα, τώρα εἶναι ἡ ὥρα τῶν πιστῶν, τοῦ καθενός μας.
Νὰ μείνουμε πραγματικὰ πιστοί! Ἀκλόνητοι! Ὄχι δειλοὶ καὶ δίψυχοι, παρασυρόμενοι ἀπ᾿ τὶς συνήθειες καὶ τὸν τρόπο τῶν πολλῶν. Ἀλλὰ ἀσυμβίβαστοι, ἀφοσιωμένοι στὸν Κύριο τοῦ κόσμου, τὸν Σταυροφόρο Λυτρωτὴ ποὺ εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου, ἡ ἐλπίδα του, ἡ ζωή.
Δὲν εἴμαστε ἀδικημένοι, ζώντας στὴν ὥρα τούτη τῆς ἱστορίας τὴν ὀργισμένη, στοὺς δίσεκτους αὐτοὺς καιρούς.
Προνομιοῦχοι εἴμαστε!
Ἀγαπημένοι φίλοι τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ νέοι, οἱ δικοί Του Σταυροφόροι!