Ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ὁ ἄπειρος, ὁ πανάγαθος, ὁ τέλειος, ὁ ἀξιόπιστος καὶ ἀληθινός. Ὅλοι οἱ ἄλλοι ὀνομαζόμενοι θεοὶ εἶναι κατασκευάσματα τῶν δαιμόνων, πλάσματα τῆς φαντασίας τῶν ἀνθρώπων, ἀνύπαρκτοι καὶ ψεύτικοι θεοί.
Πρῶτος ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κατακτᾶ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ τοὺς ταλαιπωρεῖ, εἶναι ὁ μαμωνάς, δηλαδὴ ὁ πλοῦτος. Ὁ Χριστὸς τὸν ὀνόμασε κύριο. «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν», εἶπε. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι δοῦλος συγχρόνως σὲ δύο κυρίους. Διότι ἢ θὰ μισήσει τὸν ἕνα καὶ θὰ ἀγαπήσει τὸν ἄλλο, ἢ θὰ προσκολληθεῖ στὸν ἕνα καὶ θὰ καταφρονήσει τὸν ἄλλο. «Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ». Δὲν μπορεῖτε νὰ εἶσθε συγχρόνως δοῦλοι καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ μαμωνᾶ (Ματθ. ς΄ 24).
Παρουσιάζεται ἐδῶ ὁ πλοῦτος ὡς προσωπικὸς ἀνταγωνιστὴς τοῦ Θεοῦ, διότι ὅταν κερδίσει τὸν ἄνθρωπο, ἀπορροφᾶ ὅλο τὸ ἐνδιαφέρον του, τρέφει τὶς πιὸ μεγάλες ἐλπίδες του, ὑπόσχεται ἀπέραντη εὐτυχία, κατακτᾶ τὴν καρδιά του, τὸν ὑποδουλώνει πλήρως. Ὁ ἄνθρωπος προσκολλᾶται στὴ δουλεία τοῦ χρήματος, δὲν χορταίνει ποτὲ μὲ ὅσα ἔχει, ζητάει ὅλο καὶ περισσότερα, γίνεται πλεονέκτης, καὶ ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἡ πλεονεξία «ἐστὶν εἰδωλολατρία» (Κολασ. γ΄ 5). Χάνεται ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα τῆς ψυχῆς ὁ ἀληθινὸς Θεός. Ἡ ψυχὴ παραδίδεται μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις της στὴ λατρεία τοῦ χρήματος, σκέπτεται διαρκῶς τὰ πλούτη, ἀγαπᾶ τὰ πλούτη, ἀγωνίζεται, κάνει τὸ πᾶν γιὰ νὰ ἀσφαλίζει καὶ αὐξάνει τὰ ὑλικὰ πλούτη, τὰ χρήματα, τὰ κτήματα, τὶς καταθέσεις. Θεός της γίνεται τὸ χρῆμα. Τόπος σ’ αὐτὴν γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχει, καθὼς μάλιστα ὁ Κύριος ζητάει ἀπόλυτη ὑποταγὴ σ’ Αὐτὸν καὶ τέλεια ἀπαλλαγὴ ἀπὸ κάθε ἄλλη ὑποτέλεια.
Τὸν ὑλικὸ πλοῦτο, τὸν μαμωνά, τὸν ὀνομάζει ὁ Κύριος «μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας» (Λουκ. ις΄ 9). Γιατί ἄραγε;
Διότι τὶς περισσότερες φορὲς οἱ ἄνθρωποι γίνονται πλούσιοι μὲ ἀθέμιτα μέσα, μὲ ἐκμετάλλευση τῶν ἀδυνάτων συνανθρώπων τους, μὲ ἁρπαγές, μὲ ψεύδη, ἀπάτες καὶ ἀδικίες. Δὲν εἶναι δίκαιος ὁ πλοῦτος αὐτός, δὲν τοὺς ἀνήκει.
Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη ἀπέκτησαν τὸν πλοῦτο τους μὲ τίμιο κόπο καὶ δίκαιο τρόπο, πάλι δὲν ἀνήκει ἀποκλειστικὰ στοὺς ἴδιους ὁ πλοῦτος αὐτός. Ὁ Θεὸς τοὺς τὸν χάρισε γιὰ νὰ προσφέρουν σ’ αὐτοὺς ποὺ στεροῦνται, νὰ δίνουν ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ ἔχουν, γιὰ νὰ ἀνακουφίζονται οἱ πτωχοί, νὰ σώζονται καὶ οἱ ἴδιοι. Γι’ αὐτὸ ἂν κρατοῦν αὐτὰ ποὺ ἔχουν μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τους, διαπράττουν ἀδικία, καὶ ὁ πλοῦτος τους εἶναι ἄδικος, μαμωνὰς τῆς ἀδικίας.
Ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕναν ἀκόμη λόγο καλεῖται μαμωνὰς τῆς ἀδικίας ὁ πλοῦτος. Διότι ἀδικεῖ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐμπιστεύονται. Διαψεύδει τὶς προσδοκίες τους, προδίδει συχνὰ ὅσους ἐναποθέτουν τὶς ἐλπίδες τους σ’ αὐτόν. Εὔκολα χάνεται, περνάει σὲ ἄλλα χέρια. Γι’ αὐτὸ ἀπογοητεύει συχνὰ τοὺς κατόχους του, κάποτε δὲ τοὺς στέλνει στὰ δικαστήρια καὶ στὶς φυλακές.
Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη δὲν ἀκολουθήσουν τέτοια δυσάρεστη πορεία τὰ πράγματα, πάλι ἀδικεῖ τοὺς πιστούς του ὁ θεὸς τοῦ πλούτου. Διότι δὲν μπορεῖ νὰ δώσει ὅσα ὑπόσχεται, δὲν μπορεῖ νὰ δώσει ἀληθινὴ χαρά, πραγματικὴ εἰρήνη, διαρκὴ εὐτυχία. Αὐτὰ εἶναι καταστάσεις ἐσωτερικὲς ποὺ μόνο τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μπορεῖ νὰ ἐξασφαλίζει στὶς ψυχὲς τῶν δικῶν Του ἀνθρώπων. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ πλασμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὸν Θεό, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὰ πλούτη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ πλούτη τοῦ κόσμου, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν ψεύτη μαμωνά, ὁ ὁποῖος καὶ ἂν ἀκόμη μείνει πιστὸς σ’ ὅλη τὴ ζωή, στὸ τέλος της ἀναγκαστικὰ θὰ μᾶς ἀφήσει. Καὶ τότε; Τί γίνεται τότε; Τὸ εἰσιτήριο γιὰ τὸ μεγάλο ταξίδι ποιὸς ἐπίγειος πλοῦτος ποὺ σκλάβωσε τὴν ψυχή, μπορεῖ νὰ τῆς τὸ ἐξασφαλίσει;
Καταλαβαίνουμε τώρα τί σημαίνει «ἀπάτη τοῦ πλούτου», γιὰ τὴν ὁποία μίλησε ὁ Κύριος (Ματθ. ιγ΄ 22).
Μήπως δὲν βλέπουμε αὐτὴ τὴν ἀπάτη καὶ σήμερα μὲ ὅσα συμβαίνουν στὴν πατρίδα μας; Ἔχεις χρήματα στὴν Τράπεζα, ἀλλὰ δὲν μπορεῖς νὰ τὰ πάρεις. Ἔχεις ἀκίνητα, ἀλλὰ δὲν μπορεῖς νὰ πουλήσεις. Ἀγοραστικὸ ἐνδιαφέρον δὲν ὑπάρχει, καὶ ἂν βρεθεῖ ἀγοραστής, θὰ πρέπει νὰ πουλήσεις σὲ ἐξευτελιστικὴ τιμή. Δὲν τολμᾶς λοιπὸν καὶ σοῦ μένει τὸ ἀκίνητο καὶ μαζὶ ἡ ὑποχρέωση νὰ πληρώνεις γι’ αὐτὸ καὶ φόρους, ποὺ συνεχῶς αὐξάνονται. Οἱ μισθοὶ ὅμως καὶ οἱ συντάξεις μειώνονται. Καὶ δὲν ἔχεις, καὶ δὲν ξέρεις τί νὰ κάνεις. Ἕνα πράγμα μόνο καταλαβαίνεις, ὅτι ὁ μαμωνὰς δὲν εἶναι ἀξιόπιστος. Σὲ προδίδει, σὲ ἐκθέτει, σὲ παραπλανᾶ. Γιατὶ εἶναι θεὸς ἀπατεώνας!
Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεό. Σ’ Αὐτὸν μόνο μπορεῖ νὰ βρεῖ τὸ ἀσάλευτο στήριγμά του. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅταν μιλάει γιὰ τὴν «ἀδηλότητα» τοῦ πλούτου, γιὰ τὴν ἀβέβαιη καὶ ἄδηλη κατοχή του, συγχρόνως προτρέπει οἱ πλούσιοι νὰ μὴ στηρίζονται σ’ αὐτόν, ἀλλὰ νὰ ἐλπίζουν «ἐν τῷ Θεῷ τῷ ζῶντι, τῷ παρέχοντι ἡμῖν πάντα πλουσίως εἰς ἀπόλαυσιν» (Α΄ Τιμ. ς΄ 17). Διδάσκει νὰ ἐλπίζουμε στὸ Θεό, ποὺ δὲν εἶναι ἄψυχος σὰν τὸν μαμωνά, ἀλλὰ εἶναι Θεὸς ζωντανός, ὁ ὁποῖος μᾶς παρέχει πλούσια καὶ ἄφθονα ὅλα τὰ ἀγαθά Του γιὰ νὰ τὰ ἀπολαμβάνουμε.
Αὐτὸς ποὺ φροντίζει γιὰ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ, φροντίζει πιὸ πολὺ ὡς πανάγαθος Πατέρας γιὰ τὰ παιδιά Του, γιὰ ἐκείνους ποὺ ζητοῦν πρῶτα τὴ Βασιλεία Του καὶ τὴ δικαιοσύνη Του (Ματθ. ς΄ 33). Αὐτοὺς τοὺς πλουτίζει μὲ τὰ δικά Του δῶρα, δὲν ἐπιτρέπει νὰ στερηθοῦν τίποτε πάνω στὴ γῆ, θὰ τοὺς χαρίσει δὲ καὶ τὰ ἀμύθητα πλούτη τοῦ οὐρανοῦ.