Μπροστὰ σ’ ἕνα μεγαλειῶδες ὅσο καὶ συγκινητικὸ θέαμα βρέθηκαν γιὰ ἀκόμη μία φορὰ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, Μαθητὲς τοῦ Σωτῆρος. Τὸ ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, αὐτόπτης μάρτυς προφανῶς καὶ ὁ ἴδιος. Ὁ Κύριος, λέγει, πορευόταν, καὶ ὄχλοι πολλοὶ Τὸν ἀκολουθοῦσαν ἀναμένοντας τή θεία Του ἐνέργεια καὶ παρέμβαση στὰ ποικίλα τους προβλήματα. Ἄρρωστοι μὲ διάφορες ἀσθένειες πλησίαζαν τὸν θεῖο Λυτρωτὴ γιὰ νὰ τοὺς χαρίσει τὴν ἴαση.
Καὶ Ἐκεῖνος δὲν περιφρονοῦσε κανέναν. Τὰ σπλάχνα Του πάντοτε κινοῦνταν γιὰ ὅλους τοὺς «κακῶς ἔχοντας». Ἔτσι κι ἐδῶ «ἐθεράπευσεν αὐτοὺς πάντας». Σὲ ὅλους χάριζε τὴν ἰαματική Του δύναμη καὶ τοὺς ἔκανε καλά, τὸν καθένα ἀπὸ τὸ νόσημα ποὺ τὸν ταλαιπωροῦσε.
Καὶ ὄχι μόνο αὐτό. Παράλληλα τοὺς παρήγγειλε μὲ ἔντονο τρόπο νὰ μὴν Τὸν φανερώσουν σὲ ἄλλους· νὰ μὴ γνωστοποιήσουν τὰ καταπληκτικά Του ἐκεῖνα θαύματα. «Καὶ ἐπετίμησεν αὐτοῖς ἵνα μὴ φανερὸν ποιήσωσιν αὐτόν» (Ματθ. ιβ΄ 15-16).
Συγκινεῖται ὁ Εὐαγγελιστὴς ἀπὸ τὸν τρόπο αὐτὸ τοῦ Κυρίου, τὴν ἄμετρη εὐσπλαχνία καὶ συμπάθεια πρὸς τοὺς ἀνθρώπους καὶ συνάμα τὸ βάθος τῆς ταπεινώσεώς Του, καὶ ἀμέσως ἐνθυμεῖται μία προφητεία ποὺ 750 χρόνια πρὶν εἶχε ἐκφωνήσει γιὰ τὸν Χριστὸ ἐκ στόματος τοῦ Θεοῦ Πατρὸς ὁ προφήτης Ἡσαΐας:
«Ἰδοὺ ὁ παῖς μου, ὃν ᾑρέτισα, ὁ ἀγαπητός μου, εἰς ὃν εὐδόκησεν ἡ ψυχή μου». Νά τος ὁ ἀπεσταλμένος μου, ὁ ἀγαπητὸς Υἱός μου, τὸν Ὁποῖο ἐγὼ ἐξέλεξα γιὰ τὸ ἔργο τὸ μεσσιακὸ καὶ ἡ ψυχή μου ἀναπαύθηκε ἐπάνω Του.
«…Οὐκ ἐρίσει οὐδὲ κραυγάσει, οὐδὲ ἀκούσει τις ἐν ταῖς πλατείαις τὴν φωνὴν αὐτοῦ» (στίχ. 18-19). Δὲν θὰ φιλονικήσει, οὔτε θὰ βγάλει ἀπὸ τὸ στόμα Του παράφορες κραυγές, οὔτε ποτὲ κανεὶς θὰ ἀκούσει τὴ φωνή Του στὶς πλατεῖες. Δὲν θὰ ἐμφανισθεῖ δηλαδὴ μπροστὰ στὸν κόσμο ὡς δημαγωγός, προσπαθώντας μὲ φωνὲς καὶ ἐπιχειρήματα, μὲ βία καὶ δόλο, μὲ ἐγκλήσεις καὶ ἀντεγκλήσεις νὰ ἐπιβληθεῖ καὶ νὰ κυριαρχήσει ἐπάνω στοὺς ἀνθρώπους.
Ὄχι. Δὲν θὰ εἶναι ὁ δικός μου Υἱός, ὁ Μεσσίας καὶ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου, σὰν τοὺς ἀνθρώπους τῆς γῆς, τοὺς μεγάλους καὶ ἐπιφανεῖς, ἄρχοντες καὶ σατράπες. Ἄλλη ἡ τακτική Του. Διαφορετικὴ ἐντελῶς, ἀντίθετη ἀπὸ τοὺς ἡγέτες τοῦ μάταιου αὐτοῦ κόσμου. Ἡ δική Του ἐργασία θὰ εἶναι στὸ κάθε πρόσωπο ξεχωριστά. Ἥσυχα, ἀθόρυβα, ἰδιαίτερα. Ἀπολύτως προσωπικά. Μὲ ἀπέραντο σεβασμὸ καὶ τιμὴ καὶ ἐπιμέλεια στὸν καθένα ἰδιαιτέρως. Καὶ ἀκόμα πιὸ πολὺ στοὺς ἀδύναμους, τοὺς παντοιοτρόπως ταλαιπωρημένους, τραυματισμένους, ἐξουθενημένους.
«Κάλαμον συντετριμμένον οὐ κατεάξει καὶ λίνον τυφόμενον οὐ σβέσει» (στίχ. 20). Καλάμι τσακισμένο δὲν θὰ τὸ σπάσει, καὶ φιτίλι ποὺ καπνίζει δὲν θὰ τὸ σβήσει. Ψυχὲς δηλαδὴ ποὺ μοιάζουν μὲ τσακισμένα καλάμια ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν θλίψεων τῆς ζωῆς δὲν θὰ τὶς συντρίψει. Καὶ καρδιὲς στὶς ὁποῖες τὸ φῶς ἔχει ἐπικίνδυνα λιγοστέψει δὲν θὰ τὶς σβήσει, δὲν θὰ τὶς ἐκμηδενίσει. Θὰ πλησιάσει ὁ Υἱὸς ὁ ἀγαπητός μου κάθε πρόσωπο γιὰ νὰ τὸ ὑπηρετήσει, νὰ τὸ διακονήσει στὴν ἀνάγκη του, τὸν πόνο του, τὴν κάκωσή του. Νὰ τὸ θεραπεύσει. Γεμάτος ἔλεος. Γεμάτος σπλάχνα οἰκτιρμῶν, φιλανθρωπία. Ἥσυχα, ἀθόρυβα, ταπεινά.
Καὶ θὰ κινηθεῖ ἔτσι μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, καταλήγει ἡ προφητεία, «ἕως ἂν ἐκβάλῃ εἰς νῖκος τὴν κρίσιν» (ὅ.π.)· μέχρις ὅτου ἀναδείξει τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ νόμο Του, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο θὰ κριθεῖ ὁλόκληρος ὁ κόσμος, νικητὴ μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, ὥστε ὅλοι νὰ θελήσουν νὰ ζήσουν σύμφωνα μὲ αὐτόν. Γι’ αὐτὸ καὶ «τῷ ὀνόματι αὐτοῦ ἔθνη ἐλπιοῦσι» (στίχ. 21). Τὰ ἔθνη καὶ οἱ λαοὶ τῆς γῆς σ’ Αὐτὸν τελικὰ θὰ στρέψουν τὰ μάτια καὶ τὶς ἐλπίδες τους.
«Κάλαμον συντετριμμένον οὐ κατεάξει».
«Παραφωνία» εἶναι τὸ τσακισμένο καλάμι μέσα σ’ ἕναν καλαμιώνα μὲ στητά, ὡραῖα, σὰν λαμπάδες ὀρθωμένα καλάμια. Παραφωνία. Χαλάει τὸ θέαμα, τὸ τοπίο. Καὶ ἄχρηστο πιά. Δὲν μπορεῖς νὰ τὸ χρησιμοποιήσεις γιὰ νὰ στηρίξεις ἄλλα φυτά, κηπευτικά, σ’ ἕναν κῆπο μέσα. Πῶς νὰ γίνει στήριγμα, τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ ἴδιο εἶναι σπασμένο… Ἄχρηστο λοιπόν. Τίποτε ἄλλο παρὰ κόψιμο καὶ στὴ φωτιά. Ἐκεῖ εἶναι ὁ προορισμός του.
Αὐτὰ γιὰ μᾶς. Γιὰ τὸν Κύριο ὄχι.
Αὐτὸς γι’ αὐτὸ ἦρθε στὴ γῆ. Γιὰ νὰ συναντήσει τὰ σπασμένα καλάμια, τὶς τσακισμένες ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴ θλίψη ψυχὲς καὶ νὰ σκύψει ἐπάνω τους. Νὰ σκύψει, νὰ γονατίσει μπροστά τους γιὰ νὰ τὶς ἐπιμεληθεῖ. Νὰ προσηλώσει τὸ βλέμμα Του στὸ τραῦμα τους, νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν πληγή τους, νὰ τὴ φροντίσει, νὰ τὴ δέσει, νὰ τὴ στηρίξει, νὰ τὴν ἐπουλώσει, νὰ τὴ θεραπεύσει μὲ τὴν ἰαματική Του φροντίδα καὶ ἐπιμέλεια.
Ὁ Κύριος!… Τί στοργή, τί σεβασμὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ δείχνει μπροστὰ στὸν πληγωμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἄνθρωπο! Ἐπανειλημμένως τὸ εἶχε ὁ Ἴδιος διακηρύξει μὲ διαφορετικὰ κάθε φορὰ λόγια: «Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ’ οἱ κακῶς ἔχοντες· οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Μάρκ. β΄ 17). Καὶ πάλι: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. ια΄ 28). Καὶ ἄλλοτε τὴν προφητεία τοῦ Ἡσαΐα: «…ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν» (Λουκ. δ΄ 18). Καὶ μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη τὸν Ἑαυτό Του εἰκόνιζε: «…καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον» (Λουκ. ι΄ 34). Ὅλα γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ πληγωμένου, τοῦ τραυματισμένου, τοῦ τσακισμένου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἀνθρώπου!
«Κάλαμον συντετριμμένον οὐ κατεάξει».
Πῶς λοιπὸν εἶναι δυνατὸν νὰ θρηνῶ ἀκόμα ἐπάνω στὰ συντρίμμια μου, στὰ σκορπισμένα κομμάτια τῆς ψυχῆς μου, τὰ θρυμματισμένα σπαράγματα τῆς καρδιᾶς μου; Πῶς μπορῶ ἀκόμα νὰ πενθῶ γιὰ τὴ διάλυση ποὺ μοῦ προξένησε ἡ ἁμαρτία; Ἀφοῦ τέτοιον ἰατρὸ διαθέτω δίπλα μου; Τόσο στοργικὸ θεράποντα καὶ ἐπιμελητή μου;
Τί περιμένω ἀκόμα καὶ δὲν προστρέχω στὴν ἁγία Του ἀγκάλη γιὰ νὰ βρῶ τὴ θεραπεία μου, τὴν ἀνακούφιση στὸ ἄλγος μου; Τὴν ἑνότητα στὴ διχασμένη ὕπαρξή μου; Τὴ βέβαιη σωτηρία μου;