Σὰν ὄνειρο στὸν Πόντο

   Τί νὰ σοῦ πῶ, ἀδελφέ μου Γιορίκα! Αὐτὰ ποὺ ζήσαμε φέτος στὴν ἀλησμόνητη Πατρίδα μας, στὸν Πόντο μας, δὲν λέγονται! Εἶναι φανταστικά. Μοιάζουν μὲ παραμύθι, κι ὅμως εἶναι πέρα ὣς πέρα ἀληθινά!
   –Πότε πῆγες, φίλε μου Πάντσο, καὶ δὲν τὸ ἤξερα;
   –Στὶς ἀρχὲς τοῦ καλοκαιριοῦ. Κι ἂν θές, νὰ σοῦ πῶ μερικὲς ἐντυπώσεις μου.
   –Καὶ τὸ ρωτᾶς;
   –Εἴχαμε γεμίσει ἕνα μεγάλο πούλμαν, σχεδὸν ὅλοι Πόντιοι, οἱ περισσότεροι ἀντρόγυνα. Ξεκινήσαμε ἀπὸ ­Θεσσαλονίκη καὶ σὲ λίγες ὧρες περάσαμε τὰ ­σύνορα καὶ μπήκαμε στὴν Τουρκία. Οἱ δρόμοι καὶ οἱ δικοί μας καὶ οἱ δικοί τους εἶναι πολὺ κα­λοὶ καὶ σύντομα φτάσαμε στὴν Πόλη. Ἄλ­λο νὰ σ’ τὰ λέω καὶ ἄλλο νὰ τὰ ­βλέπεις τὸ τί εἶναι ἡ Πόλη! Χάνεσαι. Αὐτοκίνητα, κίνηση, ἐξέλιξη, γέφυρες, οὐρανοξύστες, τεράστια ὑπερσύγχρονα καταστήματα, κόσμος πολύς, λαοί, φυλὲς καὶ γλῶσσες! Ὁ ὁδηγός μας ἦταν ἔμπειρος καὶ ­κατευ­θείαν μᾶς πῆγε στὴν Ἁγια – Σοφιά. Σκίρτη­σε ἡ καρδιά μου, ­ἀδελφέ μου, ὅταν μπή­καμε μέσα. Μᾶς εἶπαν, ­ἀ­­­παγορεύεται νὰ κάνουμε τὸ σταυρό μας, ἐγὼ ὅμως τὸν ἔκανα. Ἂς μὲ κάνουν ὅ,τι θέλουν, εἶπα μέ­σα μου.
   Μετὰ τὴν ξενάγηση πήγαμε στὸ Φανάρι νὰ πάρουμε τὴν εὐχὴ τοῦ Πατριάρχη μας, ὁ ὁποῖος μᾶς δέχτηκε καὶ μᾶς εὐλόγησε μὲ πατρικὴ ἀγάπη καὶ συγκίνηση.
   Ἐκεῖ ἦταν κι ἕνας Δεσπότης νησιώτης ποὺ ἤξερε τὰ Τούρκικα. Ὅταν ἔμαθε τὸν σκοπὸ τοῦ ταξιδιοῦ μας, θέλησε νά ’ρθεῖ κι αὐτὸς μαζί μας. Καὶ μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Πατριάρχη μπῆκε στὸ λεωφορεῖο μας.
   Παίρνοντας τὴν εὐλογία τοῦ Πατριάρχη ξεκινήσαμε καὶ σὲ λίγες ὧρες φτάσαμε στὰ ὡραῖα παράλια τοῦ Πόντου.
   –Σώζονται ἀκόμη οἱ παραλιακὲς ποντιακὲς πόλεις Σινώπη, Σαμψούντα, Τραπεζούντα;
   –Σώζονται. Καὶ εἶναι πολὺ ἀναπτυγμένες. Τὰ τοπία εἶναι ἐξαιρετικά. Σκιρτοῦσε ἡ καρδιά μου ἀπὸ συγκίνηση, καθὼς ἔ­­βλεπα τὰ ἁγιασμένα αὐτὰ χώματα τῶν πατέρων μας.
   –Στὴν Παναγία Σουμελᾶ πήγατε;
  –Μπορούσαμε νὰ μὴν πᾶμε, ἀδελφέ; Αὐ­­­­τὴ εἶναι τὸ Α καὶ τὸ Ω τῶν Ποντίων, ἡ Προ­στάτις μας, τὸ στήριγμα καὶ ἡ ἐλπίδα μας. Καὶ ξέρεις πόσο κόσμο συναντήσαμε ἐκεῖ; Ἀμέτρητος λαός! Ἡ χάρη τῆς Παν­αγίας σὰν ἄλλος δυνατὸς μαγνήτης τραβάει ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο πλήθη ψυχῶν κοντά της καὶ τὶς παρηγορεῖ.
   Νὰ σοῦ πῶ ὅμως καὶ κάτι ποὺ ἔγινε ἕνα βράδυ, ποὺ δὲν θὰ τὸ ξεχάσω ποτέ. Τὸ θεωρῶ θαῦμα τῆς Παναγίας. Πήγαμε στὸ ξενοδοχεῖο νὰ τακτοποιηθοῦμε γιὰ τὸν ὕπνο. Εἶχε μαζευτεῖ πολὺς κόσμος. Ὁ ξενοδόχος ἔκανε, μᾶλλον, λάθος καὶ δὲν μπόρεσε νὰ μᾶς τακτοποιήσει ὅλους. Περίσσευαν πέντε καὶ ὁ Δεσπότης ἕξι. Ἐγὼ ἔδωσα τὴ θέση μου σὲ μιὰ μοναχικὴ κυρία γιὰ νὰ μείνει μαζὶ μὲ τὴ γυναίκα μου, μὲ τὴν ὁποία συνεννοήθηκα βέβαια, κι ἔμεινα νὰ συμπαρασταθῶ στὸ Δεσπότη, ὁ ὁποῖος δὲν ἤθελε νὰ τακτοποιηθεῖ πρὶν τακτοποιηθοῦν ὅλοι. Ὁ ξενοδόχος μᾶς εἶπε νὰ μὴν ἀνησυχοῦμε, διότι τηλεφώνησε σὲ δυὸ γνωστούς του καὶ θὰ μᾶς τακτοποιήσουν.
   Καὶ πράγματι καθὼς περιμέναμε ἔξω ἀπὸ τὸ ξενοδοχεῖο, ἦλθε ἕνα κλειστὸ ἡμιφορτηγὸ μικρὸ αὐτοκίνητο καὶ πῆρε τοὺς ἄλλους ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Δεσπότη κι ἐμένα. Καὶ σὲ πέντε λεπτὰ ἔρχεται ἕνα μαῦρο κλειστὸ μεγάλο τζὶπ γιὰ μᾶς καὶ μᾶς πῆγε πρὸς ἄγνωστη κατεύθυνση, καθὼς εἶχε ἀρχίσει νὰ σκοτεινιάζει.
   Σταματήσαμε κάπου κι ὁ ὁδηγός, ἕνας γεροδεμένος ἄντρας, κοιτάζοντας ὁλόγυρα προσεκτικά, μᾶς ἔβγαλε γρήγορα ἀπὸ τὸ τζὶπ καὶ μᾶς ἔβαλε σ’ ἕνα σπίτι. Ἦρθε καί μᾶς χαιρέτησε μιὰ κυρία ποὺ μᾶς εἶπε στὰ Τούρκικα ὅτι εἶναι ἡ γυναίκα του καί ἔστρωσαν τραπέζι νὰ φᾶμε. Τὸ ἐκπληκτικό, φίλε μου, εἶναι ὅτι σὰν ἄλλο τραπεζο­μάντηλο ἔβαλαν μιὰ ἑλληνικὴ σημαία καὶ ἀπὸ πάνω ἕνα διαφανὲς νάυλον γιὰ νὰ μὴ λερωθεῖ. Ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε στὰ Τούρκικα τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ ὁ Δεσπότης εὐλόγησε τὸ φαγητό μας. Μὲ λίγα Τούρκικα καὶ λίγα Ποντιακὰ ὁ οἰκοδεσπότης μᾶς εἶπε ὅτι ὁ παππούς του καί ὁ πατέρας του ἦταν ἱερεῖς καὶ ὁ ἴδιος εἶχε μιὰ δημόσια θέση.
   Ἀφοῦ φάγαμε, μᾶς εἶπε νὰ κοιμηθοῦμε γρήγορα, γιατὶ εἶχε σχέδιο νὰ μᾶς ξυπνήσει πολὺ νωρίς.
   Αὐτὸ καὶ ἔγινε. Μᾶς ξύπνησε στὶς 4 περίπου χαράματα καὶ μᾶς κατέβασε σ’ ἕνα ὑπόγειο πολὺ βαθιὰ κάτω ἀπὸ τὸ ­σπίτι του. Μείναμε ἔκπληκτοι, διότι ἦταν διασκευασμένο σὰν ἐκκλησία καὶ τὴν ὥρα ἐκείνη ἦταν καθισμένοι περισσότεροι ἀπὸ 150 ἄνθρωποι.
   –Δέσποτα, θέλουμε νὰ μᾶς κοινωνήσεις, εἶπε ὁ οἰκοδεσπότης. Τοὺς εἰδοποίη­σα καὶ ἦλθαν ὅλοι αὐτοὶ μυστικὰ γι’ αὐτὸν τὸν σκοπό. Πιστεύουμε ὅλοι στὸ Χριστό!
   –Εἶστε βαπτισμένοι; ρώτησε συγκινημένος ὁ Δεσπότης, ἀγκαλιάζοντας ὅλους πατρικὰ μὲ τὸ βλέμμα του.
   –Ὄχι, ἀλλὰ πιστεύουμε στὸ Χριστὸ καὶ στὴν Παναγία, ἀπάντησε ὁ οἰκοδεσπό­της. Διαβάζουμε μάλιστα τὸ ­Εὐαγγέλιο καὶ τροπάρια γιὰ τὴν Παναγία στὰ ­Τούρκικα ἐδῶ ποὺ μαζευόμαστε κρυφά.
   –Τὸ μόνο ποὺ μπορῶ νὰ κάνω, εἶναι νὰ τελέσω Ἁγιασμό, εἶπε ὁ Δεσπότης. Γιὰ τὴ θεία Κοινωνία ποὺ ποθεῖτε θὰ τὸ πῶ στὸν Πατριάρχη κι ἐκεῖνος θὰ σκεφθεῖ τί μπορεῖ νὰ γίνει. Εἶμαι βέβαιος ὅτι κάτι θὰ γίνει. Κάντε προσευχὴ καὶ θὰ βοηθήσει ἡ Παναγία. Γιὰ τώρα ὅμως μόνο Ἁγιασμό. Αὐτὸ καὶ ἔγινε μέσα σὲ μιὰ πολὺ συγ­κι­νητικὴ ἀτμόσφαιρα. Τοὺς ράντισε μὲ τὸν Ἁγιασμὸ καὶ ἀσπάστηκαν τὸν Τίμιο Σταυ­ρὸ μὲ δάκρυα στὰ μάτια.
   –Ἔκλαιγα κι ἐγὼ μαζί τους, ἀδελφέ μου Γιορίκα! Ξέρεις τί θὰ πεῖ τόσες ψυχὲς μέ­σα στὴν Τουρκία νά δακρύζουν γιὰ τὴν Παναγία μας καὶ γιὰ τὴ θεία Κοινωνία; Εἶ­ναι θαῦμα αὐτό, ἀδελφέ μου! Δὲν θὰ τὸ ξεχάσω ποτὲ ὅσο θὰ ζῶ αὐτὸ ποὺ ἔζησα φέτος! Ζεῖ ὁ Χριστὸς καὶ στὸν Πόντο! Μεγάλη ἡ χά­ρη καὶ ἡ δύναμή Του!