Καταφυγὴ καὶ δύναμη

    Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Ὁ μικρὸς καὶ ἀδύναμος ἄνθρωπος τί εἶναι μέσα στὸν ἀπέραντο κόσμο ποὺ τὸν περιβάλλει; «Κάλαμος ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενος. Κάλαμος, ὁ ἀσθενέστερος τῶν καλάμων», εἶπε κάποιος σοφός. Ἕνα μικρόβιο εἶναι ἱκανὸ νὰ τὸν καθηλώσει στὸ κρεβάτι. Μιὰ ἀσθένεια μπορεῖ νὰ τὸν ἀχρηστεύσει· μιὰ ἀποτυχία νὰ καταβάλει τὴν ψυχή του, νὰ τὸν ἀπογοητεύσει· μιὰ ἀδικία νὰ τὸν ἐξουθενώσει πλήρως. Καὶ ὅταν ἔλθουν τὰ χειρότερα, ὅταν ἔλθει ὁ θάνατος, ὅταν οἰκογενειακὲς περιπέτειες φυγαδεύσουν ἀπὸ τὸ σπίτι του τὴν εἰρήνη καὶ τὴν εὐτυχία, ὅταν ἐθνικὲς συμφορὲς ἐπηρεάζουν ἀρνητικὰ τὴ ζωή του καὶ προμηνύουν κινδύνους μεγάλους, ὅταν παγκόσμιες ἀναστατώσεις ταράζουν ὅλο τὸ πρόσωπο τῆς γῆς, πῶς θὰ σταθεῖ ὄρθιος, πῶς δὲν θὰ λυγίσει ὁ κάλαμος, πῶς θ’ ἀντέξει ὁ μικρὸς ἄνθρωπος, ποῦ θὰ στηρίξει τὶς ἐλπίδες του; Πῶς δὲν θὰ ἀπογοητευθεῖ καὶ δὲν θὰ καταβάλει τὴν ψυχή του ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος μπροστὰ στὰ ἐπαπειλούμενα δεινά;
    Καὶ ὅμως ὑπάρχει στήριγμα, ὑπάρχει τρόπος νὰ λυτρωθοῦμε ἀπ’ ὅλους τοὺς κινδύνους, νὰ νικήσουμε ὅλους τοὺς φόβους, νὰ μὴν καταβληθοῦμε ἀπὸ κανέναν ἐχθρό. Ὑπάρχει καταφύγιο, ὑπάρχει δύναμη καὶ σωτηρία. Δὲν εἶναι ἄνθρωπος, δὲν εἶναι ὁ μαμωνᾶς, ὁ ψεύτικος θεὸς τοῦ χρήματος, δὲν εἶναι κάποιος ὀργανισμός, κάποιος διεθνὴς συνασπισμός, τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτά, ποὺ διαλύον­ται σὰν εὔθραυστα καὶ μεταβαλλόμενα σχήματα τοῦ παρερχόμενου κόσμου καὶ διαψεύδουν τὶς ἐλπίδες μας καὶ ἀπογοητεύουν.
«Ὁ Θεὸς ἡμῶν καταφυγὴ καὶ δύνα­μις, βοηθὸς ἐν θλίψεσι ταῖς ­εὑρούσαις ἡμᾶς σφόδρα». Στὶς θλίψεις ποὺ μᾶς βρῆκαν καὶ ἔντονα μᾶς ­ταλαιπωροῦν, καταφυγή μας, δύναμή μας, πανίσχυ­ρος βοηθός μας ὁ παντοδύναμος Θε­ός, διακηρύσσει μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα καὶ ἀκράδαντη πίστη ὁ ἱερὸς Ψαλμωδός. «Διὰ τοῦτο οὐ φοβηθησόμεθα ἐν τῷ ταράσσεσθαι τὴν γῆν καὶ μετατίθεσθαι ὄρη ἐν καρδίαις θαλασσῶν». Γι’ αὐτὸ καὶ ἂν ἀκόμη ἔλθει ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου καὶ συμβοῦν ἀναστατώσεις καὶ κοσμογονικὲς ἀνατροπές, δὲν θὰ φοβηθοῦμε! Δὲν θὰ φοβηθοῦμε, ὅ­­­ταν θὰ σείεται ἐκ θεμελίων ἡ γῆ, καὶ τὰ βουνὰ θὰ ξεκολλοῦν ἀπὸ τὴ θέση τους καὶ θὰ μετακινοῦνται γιὰ νὰ ἔλθουν στὴ μέση τῶν θαλασσῶν (Ψαλ. με΄ 2, 3).
    Στὸν Ψαλμὸ αὐτὸ ὁ ἱερὸς Ψαλμωδὸς ἀναφέρεται σὲ θαυμαστὴ ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὁποία ἡ ἁγία πόλη Ἱερουσαλὴμ λυτρώθηκε σὲ ὥρα ἐσχάτου κινδύνου ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς ἐχθροὺς ποὺ τὴν ἀπειλοῦσαν. Καὶ ἐκφράζει μ’ αὐτὸ τὸ μεγαλόπρεπο ὕφος τὴν ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη τοῦ λαοῦ τοῦ Θε­οῦ πρὸς τὴν παντοδύναμη ­προστασία τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων. Ἡ ­εἰκόνα ποὺ χρησιμοποιεῖ εἶναι φοβερή. ­Μιλάει γιὰ τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Γιὰ τὴν παγκόσμια καταστροφή. Καὶ λέει ὅτι ἐμεῖς δὲν θὰ φοβηθοῦμε οὔτε τότε ποὺ θὰ καταστρέφεται τὸ σύμπαν. ­Διότι θὰ ἔχουμε καταφυγὴ καὶ ­βοηθό μας τὸν Δημιουργὸ καὶ ­Κυβερνήτη τοῦ σύμπαν­τος. «Ἡ βοήθεια ἡμῶν ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ ποιήσαντος τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν». Στὴν ὥρα τὴ ­δύσκολη ἐπι­­κα­λούμαστε τὸ ὄνομα τοῦ ­Κυρίου, ποὺ δημιούργησε ὅλο τὸν κόσμο, τὸν οὐ­ρανὸ καὶ τὴ γῆ (Ψαλ. ρκγ΄ [123] 8). Αὐ­τὸ εἶναι τὸ ἀμετακίνητο στήριγμά μας, αὐτὸ τὸ ἀσφαλέστατο καταφύγιό μας, αὐτὴ ἡ ἀκαταμάχητη δύναμή μας. «Ὁ Θεὸς ἡμῶν καταφυγὴ καὶ δύναμις».
    Γιὰ νὰ μπορεῖ ὅμως ὁ μικρὸς ἄνθρωπος νὰ μιλάει μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, γιὰ νὰ αἰσθάνεται πάντοτε τὸν παντοδύναμο Θεὸ βοηθὸ καὶ προστάτη του, πρέπει νὰ πιστεύει ὅτι ζεῖ διαρκῶς μέσα στὴν παρουσία Του, νὰ πιστεύει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πάντοτε παρὼν στὴ ζωή του, ὅτι Αὐτὸς κρατεῖ στὰ χέρια Του τὴν πνοή του, ὅτι τὸν παρακολουθεῖ μὲ τὸ γεμάτο στοργὴ καὶ ἀγάπη βλέμμα Του, ὅτι γνωρίζει ὅλες τὶς πράξεις καὶ τὰ κινήματα τῆς ψυχῆς του.
    Ὅποιος ἔχει αὐτὴ τὴν πίστη, ἔχει καὶ ἀνάλογη ζωή. Στέκεται μὲ ἀπέραντο σεβασμὸ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀντιμετω­πίζει μὲ ἱερὸ δέος καὶ ἅγιο φόβο τὸ γεγονὸς τῆς διαρκοῦς παρουσίας τοῦ Θε­οῦ στὴ ζωή του, ὑπακούει πρόθυμα στοὺς νόμους Του καὶ πορεύεται σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολές Του.
    Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ζεῖ καὶ ἀναπνέει διαρκῶς μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου, κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη τῶν πτερύγων Του, μέσα στὴν παντοδύναμη Χάρη καὶ προστασία Του. Αὐτὸς ὅ,τι καὶ νὰ ­συναντήσει στὴ ζωή του, ὅσα ἀστροπελέκια καὶ ἂν τὸν κτυ­­πήσουν, ὅπου καὶ ἂν ­βρεθεῖ, μόνος καὶ ἀβοήθητος ἂν εἶναι στὴν ἄκρη τοῦ κόσμου, μπορεῖ νὰ γονατίσει στὴ γῆ, νὰ ὑψώσει τὰ χέρια του στὸν οὐρανὸ καὶ νὰ βροντοφωνάξει: «Πιστεύ­ω εἰς ἕ­­­να Θεόν, Πατέρα, ­Παντοκράτορα». Ὁ παν­τοδύναμος Θεὸς ποὺ ­κρατεῖ τὰ ­πάντα στὰ χέρια Του, εἶναι ­πατέρας μου! Γι’ αὐτὸ δὲν ἔχω τίποτε νὰ ­φοβηθῶ. Ὁ Θε­ὸς εἶναι ἡ καταφυγή μου, ὁ Θεὸς ἡ δύναμή μου!