7. Θὰ εἶμαι γιὰ πάντα μαζί σου

    Παρ’ ὅλες τὶς ἀμφιβολίες μου καὶ τὴν ὀλιγοπιστία μου, Κύριε, λέει ὁ Ψαλμωδός, γιὰ τὴν εὐημερία τῶν ἁμαρτωλῶν, ἐγὼ ὄχι μό­­­νο δὲν ἔφυγα ἀπὸ κοντά Σου, ἀλλὰ θὰ εἶμαι γιὰ πάντα μαζί Σου. «Κἀγὼ διαπαν­τὸς μετὰ σοῦ» (Ψαλμ. οβ΄ [72] 23). «Ἐδῶ λείπει τὸ ‘‘ἔσομαι’’ (=θὰ εἶ­μαι)», παρατηρεῖ ὁ ὅσιος ­Νικόδημος ὁ ­Ἁγιορείτης, «καὶ πρέπει νὰ ­ἀκούεται ἔξω­θεν, ἤγουν (δηλαδή) ἐγὼ ἔσομαι διὰ παντὸς μετὰ σοῦ, ἐννοῶν σὲ πάντοτε καὶ λαλῶν τὰ ἐδικά σου θεῖα ­προστάγματα καὶ μὴ ­χω­ριζόμενός ποτε ἀπὸ τὴν ἐδικήν σου ἐνθύμησιν»1. Δὲν σὲ ἐγκατέλειψα, ­Κύριέ μου, οὔτε ἔχασα τὴν ἐλπίδα μου σ’ ­Ἐ­­­­­­­σένα βλέποντας τοὺς ἁμαρτωλοὺς νὰ ­εὐτυχοῦν καὶ νὰ πλουτίζουν, ἀλλ’ ­ἔμεινα πάντοτε «μετὰ σοῦ», ὄχι μὲ τὴ δική μου δύναμη, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐνίσχυση τῆς ­Χά­ριτός Σου. «Ἐκράτησας τῆς χειρὸς τῆς δεξιᾶς μου». Μὲ κράτησες ἀπὸ τὸ δεξί μου χέρι, ὅπως ὁ πατέρας βοηθᾶ καὶ κρατᾶ ἀπὸ τὸ χέρι τὸ μικρὸ παιδί του ποὺ βαδίζει δίπλα του. Στὶς ὧρες τῆς ὀλιγοπιστίας καὶ τῆς ­ἀμφιβολίας μου μὲ συγκρατοῦσες καὶ μὲ ὁδηγοῦσες γιὰ νὰ μὴ χάσω τὸν δρόμο μου καὶ νὰ μὴν ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ κοντά Σου.
    Ὁ εὐσεβὴς Ψαλμωδός, ὁ ὁποῖος προηγουμένως κλονιζόταν καὶ βασανιζόταν ἀπὸ ἐρωτηματικὰ βλέποντας τὴν εὐημερία τῶν ἁμαρτωλῶν, τώρα ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν Θεό. Αἰσθάνεται ἀσφάλεια, διότι ὁδηγεῖται ἀπὸ Αὐτόν. Ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν κάθε λόγο νὰ φοβοῦνται εἶναι οἱ ἀποστάτες τοῦ Θεοῦ. Ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη στὸ Θεὸ εἶναι ὠφέλιμες κατὰ πολλοὺς καὶ ποικίλους τρόπους. Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι πάντοτε κερδισμένος εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Κανέναν ἄλλον δὲν πρέπει νὰ ἐμπιστευόμαστε καὶ τίποτε ἄλλο δὲν πρέπει νὰ ἐπιθυμοῦμε ἐκτὸς ἀπὸ τὴ σοφὴ ­καθοδήγηση καὶ ἁγία βου­λὴ τοῦ Θεοῦ. Οὔτε στὰ πλούτη, οὔτε στὴ δόξα, οὔτε στοὺς ἀνθρώπους πρέπει νὰ δίνουμε ἐμπιστοσύνη, πολὺ περισσό­τερο τὴν καρδιά μας. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀσταθή, ἀβέβαια, σαθρά, ἐντελῶς ἀνίσχυρα.
    Τὸ ὁμολογεῖ μὲ τὸν δικό του τρόπο ὁ φωτισμένος πλέον ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Θε­­οῦ Ψαλμωδός: «Καὶ ἐν τῇ βουλῇ σου ὡδήγησάς με καὶ μετὰ δόξης ­προσ­­ελάβου με» (Ψαλ. οβ΄ [72] 24). Καὶ Ἐ­­­σύ, ­Κύριε, μὲ καθοδήγησες στὴ ζωὴ αὐτὴ μὲ τὴ σο­φὴ συμβουλὴ καὶ τὴν ἁγία ­ἔμ­πνευσή Σου, Ἐσὺ καὶ θὰ μὲ πάρεις μὲ δόξα στὸν οὐρανό. Δὲν μὲ κρατοῦσες μόνο ἀπὸ τὸ δεξί μου χέρι, ὥστε νὰ μὴν ­κλονισθῶ καὶ πέσω. Μὲ ­συμβούλευες, μὲ ­ἐνέπνεες. Μοῦ ἀναπτέρωνες τὶς ἐλ­πί­δες γιὰ τὴν αἰ­ώνια μακαριότητα τοῦ ­οὐ­ρανοῦ. «Καθάπερ πατὴρ ἤπιος παῖ­δα πεπλανημένον εὑρὼν τῆς ­τούτου λαβόμενος δεξι­ᾶς εἰς τὴν οἰκίαν ἐπανάγει, οὕτω με εἰς τὴν πατρῴαν ­ἐπανήγαγες γῆν»2. Ὅπως ἕνας πατέρας πράος, ἥμερος καὶ στοργικός, ὅταν βρεῖ τὸ πλανεμένο παιδί του, τὸ πιάνει ἀπὸ τὸ δεξὶ χέ­ρι καὶ τὸ ἐπαναφέρει στὸ σπίτι, ἔτσι καὶ μένα μὲ ἐπανέ­φερες στὴν πατρικὴ γῆ. Ὁ ­φιλάγαθος Θεὸς συμπαθεῖ ὅσους ἁμαρτάνουν ἀ­­πὸ ἄγνοια καὶ πλάνη. Ὅταν δὲ αὐτοὶ ἀ­­­φεθοῦν στὴ σοφὴ ­καθοδήγησή Του, Ἐ­­­κεῖνος θὰ τοὺς ὁδηγήσει τελικὰ καὶ στὴ δόξα τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν μακαρία ἐλπίδα καὶ αἰωνία χα­ρὰ τῶν εὐσεβῶν, οἱ ὁποῖοι γι’ αὐτὸ δὲν ἔ­­­χουν κανένα λόγο νὰ φθονοῦν τὰ πλο­ύ­τη καὶ τὴν εὐημερία τῶν ἀσεβῶν.
    Ὁ ἱερὸς Ψαλμωδὸς μὲ ἀναπτερωμένες πλέον τὶς ἐλπίδες του γιὰ τὴν ­αἰώνια μακαριότητα τοῦ οὐρανοῦ, ­ἀναφωνεῖ: Σὲ Σένα προσκολλῶμαι, Κύριε, μόνο σὲ Σένα· «τί γάρ μοι ὑπάρχει ἐν τῷ οὐρα­νῷ, καὶ παρὰ σὲ τί ἠθέλησα ἐπὶ τῆς γῆς;» (Ψαλ. οβ΄ [72] 25): Διότι τί ἄλλο ἔχω καὶ τί ἄλλο ὑπάρχει γιὰ μένα στὸν οὐρανὸ ἐκτὸς ἀπὸ Ἐσένα, τὸν Θεό; Καὶ τί ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ μὲ σαγηνεύσει πάνω στὴ γῆ καὶ νὰ ἑλκύσει τὴ θέλησή μου, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ νὰ βρίσκομαι κον­τά Σου καὶ νὰ Σὲ ἔχω δικό μου; Κατὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο ὁ Ψαλμωδὸς ὁμολογεῖ ταπεινὰ ὅτι ἐπειδὴ δὲν ἔχει τίποτε στὸν οὐρανὸ ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό, ἦταν πολὺ φυσικὸ νὰ μὴ θέλει νὰ δεχθεῖ κάτι τὸ ἐπίγειο, ἀφοῦ ὅλα εἶναι φθαρτὰ καὶ πρόσ­καιρα3. Ἄλλωστε ὁ Ψαλμωδὸς προσθέτει καὶ τοῦτο: «Ἐξέλιπεν ἡ καρδία μου καὶ ἡ σάρξ μου, ὁ Θεὸς τῆς καρδίας μου καὶ ἡ μερίς μου ὁ Θεὸς εἰς τὸν αἰῶνα» (Ψαλ. οβ΄ [72] 26): Ἡ καρδιά μου πάει νὰ σβήσει καὶ ἡ σάρκα μου μαραίνεται ἀπὸ τὶς κακουχίες καὶ τὸν θάνατο ποὺ πλησιάζει. Ἀλλὰ τί μ’ αὐτό; Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ πόθος τῆς καρδιᾶς μου· ὁ Θεὸς εἶναι τὸ αἰώνιο καὶ ἀναφαίρετο μερίδιο τῆς κληρονομίας μου. Τί ἄλλο θέλω καὶ τί ἔχω νὰ φοβηθῶ; Ὁ εὐσεβὴς Ψαλμωδὸς εὔ­χε­ται ἀπὸ τὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς του νὰ ἐπιτύχει ἕνα μόνο, καὶ ὁ πόθος του αὐτὸς τὸν βασανίζει καὶ τὸν ταλαιπωρεῖ στὴ γῆ· αὐτὸ δὲ εἶναι νὰ εἶναι κοντά του ὁ Θεός, ἡ μόνη του ἐλπίδα.
    Γιὰ τὸν πιστὸ χριστιανό, τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ οὐρανὸς «ὁ πάγκαλος καὶ θαυμασιώτατος ἔχει ἀξίαν ὡς κατοικία Θεοῦ», ποὺ ὅταν καν­εὶς τὴν κατέχει, κατέχει τὸ πᾶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ πρόσκαιρα ἀγαθὰ τοῦ παρόντος κόσμου, ὅσο καὶ ἂν αὐτὰ φαντάζουν· ὅσο καὶ ἂν αὐτὰ βρίσκονται ἄφθονα καὶ ὁλοένα αὐξάνουν στὰ ­χέρια ἀσεβῶν καὶ ὑβριστῶν τοῦ Θεοῦ. ­Διότι γιὰ τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ ἡ ­αἰώνια μερίδα του εἶναι ὁ πλουσιόδωρος καὶ ὑ­­­περ­άπειρος Θεὸς τῆς ἀγάπης. Ἡ βάση τῆς πίστεως στὸν πανάγαθο Θεὸ εἶναι γρανιτώδης καὶ ἄφθαρτη, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει νὰ φοβηθεῖ τίποτε, οὔτε ἐπιθυμεῖ κάτι ἀπὸ τὰ πλούτη τοῦ κόσμου, γιὰ τὰ ὁποῖα οἱ ἄνθρωποι μοχθοῦν, ἀγωνιοῦν, καὶ ὅταν τὰ ἀποκτήσουν κομπάζουν καὶ περιφρονοῦν τὸν Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους τους.
    Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ ὁ Θεὸς εἶναι τὸ αἰώνιο καὶ ἀναφαίρετο μερίδιο τῆς κληρονομίας τους. Εὐφραίνονται καὶ ἀγάλλονται διότι ὁ ἄχρονος καὶ ἄπειρος Θεὸς εἶναι ἡ κληρονομία τους, μία κληρονομία ποὺ θὰ διαρκεῖ τόσο, ὅσο καὶ ἡ ζωή τους στὴν ἀτελεύτητη αἰωνιότητα.

1. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου – Εὐθυμίου Ζιγαβηνοῦ, Ἑρμηνεία εἰς τοὺς 150 Ψαλμοὺς τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», σελ. 282.
2. Θεοδωρήτου Κύρου, Εἰς τὸν 72ον Ψαλμὸν 24, PG 80, 1452Α.
3. Βλ. Μ. Ἀθανασίου, Εἰς Ψαλ. 72, 25-26, PG 27, 332C.