Τὸ πάθος τοῦ τζόγου

    Στὴν ἐποχὴ τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως καὶ τῆς ἀνέχειας ἀρκετῶν νοικοκυριῶν εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἀποτελεῖ μεγάλο πειρασμὸ τὸ ­εὔκολο κέρδος ποὺ προσφέρουν πολλὰ τυχε­ρὰ παιχνίδια. Σὲ κάθε γωνιὰ καὶ συν­οικία ὑπάρχει τὸ σχετικὸ ­μαγαζὶ ποὺ μὲ δελεαστικὲς διαφημίσεις προβάλλει πολλὲς φορὲς ὑ­­πέρογκα ποσὰ ποὺ μπορεῖ εὔκολα κάποιος νὰ ­«κερδίσει», ἂν σταθεῖ ­τυχερός. Λαχεῖα, τζόκερ, λότ­­το, ξυστό, στοιχήματα, κίνο καὶ τό­­­σα ἄλλα ἔχουν γίνει ­ἀναπόσπαστο τμῆ­­μα τῆς καθημερινότητάς μας. Μιᾶς καθημερινότητας ποὺ μαστίζεται ἀπὸ τὴ φτώχεια καὶ ­ἀφήνεται νὰ χαμογελά­σει στὴν ἐλπίδα τῆς τύχης καὶ τοῦ πλούτου.
    Ἂν ρωτήσεις, θὰ σοῦ ποῦν: «Γιὰ νὰ πιά­­σω τὴν καλή». «Ὑπολογίζω πὼς ἁ­­­πλῶς εἶναι θέμα χρόνου». «Θὰ ­ξοδέψω σίγου­ρα λιγότερα ἀπ’ ὅ,τι θὰ πάρω ­κάποτε». Βέβαια δὲν εἶναι μόνο τὸ ­εὔκολο, γρήγο­ρο καὶ μεγάλο κέρδος. Ὑπάρχει ἕ­­­νας μανδύας μυστηρίου, προσδοκίας, ἔκπληξης καὶ ὀνείρου, ποὺ κάνει τὰ τυχερὰ παιχνίδια ὄχι ἁπλῶς δελεαστικὰ ἀλλὰ καὶ ἐθιστικά.
    Εὔκολα ἐθίζεται κανεὶς στὴν προσδοκία τοῦ πλούτου, στὴ μοναδικότητα τοῦ ἑνός, τοῦ ὑπερτυχεροῦ, τῆς ἔκπληξης καὶ τοῦ ἀπροσδόκητου.
   Ἔτσι δὲν εἶναι μονάχα ἡ ποθητὴ ἔξοδος ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ ἀνέχεια. Εἶναι καὶ ἡ δυνατότητα τῆς καταξίωσης στὸ περιβάλλον τοῦ καθενός. Ἡ φυγὴ ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς μονοτονίας καὶ τῆς ἀνίας στὸ χῶρο τῆς προσδοκίας καὶ τῆς ἔκ­πληξης. Ἡ ψευδαίσθηση νὰ θεωρήσει κανεὶς τὰ τυχερὰ παιχνίδια ὡς πεδίο δημοσιοποίησης ἱκανοτήτων.
    Δὲν ἔχει ἄλλωστε καὶ μεγάλη ­σημασία ἀπὸ ποῦ ξεκινᾶ κανεὶς καὶ τί ψυχολογι­κὸ κενὸ καλύπτει. Σημασία ἔχει νὰ μὴν ἐξαρτηθεῖ. Καὶ ἐξάρτηση σημαίνει νὰ ἔχουν τὰ τυχερὰ παιχνίδια τὴν προτεραι­ό­­τητα στὴν καθημερινότητα ἑνὸς ἀτόμου. Νὰ τὸν ἀποσποῦν ἀπὸ τὴν ἐργασία του καὶ τὶς ὅποιες ἀσχολίες του. Νὰ τοῦ δημιουργοῦν αἰσθήματα πίεσης, στενοχώριας καὶ ἄγχους. Νὰ τὸν ἐγκλωβίζουν στὸ ἀδιάκοπο κυνήγι τῶν χαμένων του χρημάτων. Νὰ φθάνει κάποτε νὰ ἀφήνει ἀπλήρωτους λογαριασμοὺς χάριν τοῦ παι­­­χνιδιοῦ ἢ νὰ δανείζεται ἢ καὶ νὰ κλέβει.
    Βλέπει κανεὶς σήμερα θαμῶνες στὰ σχετικὰ μαγαζιά. Ἡ ἐποχὴ ποὺ κάποιος ἔμπαινε σ’ αὐτά, ἀγόραζε ἕνα λαχεῖο ἢ συμπλήρωνε ἕνα δελτίο προπὸ κι ἔφευγε, ἔχει περάσει πρὸ πολλοῦ. Τώρα συνέχεια ὑπάρχουν κληρώσεις. Στὶς ὀθόνες τῶν καταστημάτων προβάλλονται νούμερα τὰ ὁποῖα κληρώνουν συνεχῶς. Μὲ μικρὴ χρηματικὴ συμμετοχὴ ἔχεις διαρκῶς τὴ δυνατότητα καὶ φυσικὰ τὴν πιθανότητα νὰ κερδίσεις.
    Λόγοι ψυχολογικοὶ γιὰ αἴσθηση ἱκανοποίησης τοῦ ἀνικανοποίητου; Κατανίκηση τοῦ φόβου; Ἔντονη προσδοκία; Λόγοι οἰκονομικοί, γιὰ τὴν ­κάλυψη τῶν βασικῶν ἀναγκῶν; Ἢ κρυφὸ ὄ­­­νειρο γιὰ τὴ ζωὴ τῆς ­πολυτέλειας; Πο­λὺ περισσότερο καὶ βαθύτερα, ­λόγοι πνευματικοί, ὅσο κι ἂν ­φαντάζει ἄσχετο τὸ θέμα μὲ τὴν πνευματικὴ ζωή. Γιατὶ ὁ πιστὸς δὲν ἐπενδύει οὔτε ἐλ­πίζει στὴν τύχη. Δὲν ­ὑπάρχει τύ­­χη γιὰ ὅποιον πιστεύει ὅτι ὑπάρχει Θε­ὸς ποὺ κατευθύνει καὶ κυβερνᾶ τὰ πάντα. Αὐτὸν τὸν Θεὸ ἐμπιστεύεται ὁ πιστός. Ἀ­­­­­­πὸ αὐτὸν περιμένει τὴν εὐλογία στὴ δου­λειά του, τὴν ὑγεία του καὶ τὴ δύναμη ν’ ἀντιμετωπίζει κάθε ἀντιξοότητα στὴ ζωή του.
    Γιὰ τὸν πιστὸ τὸ πᾶν δὲν εἶναι τὸ χρῆ­μα, ὁ εὔκολος πλουτισμός. ­Ἀντίθε­τα «ρί­­ζα πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ ­φιλαργυρία» (Α΄ Τιμ. ς΄ 10). Καὶ κάθε τυχερὸ ­παιχνίδι ὑποθάλπει αὐτὸ τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας, γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ Κύριος εἶπε: «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις ­ουλεύειν» (Ματθ. ς΄ 24). Δὲν μπο­ρεῖτε νὰ δουλεύετε σὲ δύο ­κυρίους.
    Κατανοεῖ βέβαια κανεὶς μὲ συμπάθεια τὴν ἀνέχεια καὶ τὴ φτώχεια. Ἄλλωστε πολ­­­λὲς φορὲς τέτοιες φοβερὲς πιέσεις καὶ ἀδιέξοδα δὲν εἶναι καθόλου καλοὶ σύμβουλοι. Ὅμως ὁ κίνδυνος τῆς ­ἐξάρτησης δὲν παύει νὰ ὑπάρχει. Γι’ αὐτὸ ἂς ἀφήσουμε κάθε «συμπάθεια» πρὸς τὰ τυχε­ρὰ παιχνίδια. Ἂς ἀποφύγουμε νὰ δοκιμάσουμε ἀκόμη καὶ μία φορά. Ἂς ἐμπιστευθοῦμε τὴν πρόνοια καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ. Ἂς ἐργασθοῦμε τίμια μὲ τὸν ἱδρώτα μας γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀναγκαίων, γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὸν πειρασμὸ τοῦ πάθους τοῦ τζόγου, ποὺ τόσους ἀνθρώπους καὶ οἰκογένειες ἔχει κα­ταστρέψει καὶ καταστρέφει.