«Ἀξίως εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ»

    Ὀρθοί· μεταλαβόντες τῶν θείων, ἁγίων, ἀχράντων, ἀθανάτων, ἐ­­πουρανίων καὶ ζωοποιῶν, φρικτῶν τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων, ἀξίως εὐ­χαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ», προτρέπει ὁ διάκονος (ἢ ὁ ἱερέας, ἐὰν δὲν ­ὑπάρχει διάκονος) μετὰ τὴ Θεία Κοινωνία τῶν πι­­­στῶν.
    «Ὀρθοί», λέει. «Σηκωθεῖτε ὄρθιοι». Ἂς σταθοῦμε ὄρθιοι, γιὰ νὰ ἐκπληρώσου­με ὄχι μὲ χαλαρότητα ἀλλὰ μὲ ἔνταση ψυ­χῆς καὶ σώματος ἱερὴ ὑποχρέωση: νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Κύριο. Γιατί; Διότι κοινωνήσαμε τὰ Μυστήρια τοῦ Χριστοῦ. Χαρακτηρίζονται μάλιστα μὲ μιὰ σειρὰ ἐπιθέτων, τὸ καθένα μὲ ἰδιαίτερο βάρος, ὥστε νὰ λάβουμε αἴσθηση τοῦ μεγέθους τῆς δωρεᾶς.
    Εἶναι «θεῖα» καὶ «ἐπουράνια» τὰ Μυστήρια ποὺ κοινωνήσαμε. Δὲν εἶναι ἀν­­θρώπινα καὶ ἐπίγεια. Ὁ Κύριος μᾶς παρέθεσε τραπέζι. Μᾶς ἔδωσε ­μοναδι­κὴ τροφή, τὸ ἄχραντο Σῶμα Του καὶ τὸ ­­­τίμιο Αἷμα Του. Ἄνθρωπος σὲ ­ἄν­θρω­πο δὲν πα­ραθέτει, δὲν μπορεῖ νὰ ­παραθέσει τέτοιο γεῦμα. Μὲ ὅλα τὰ πλούτη τοῦ κόσμου δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξαγορασθοῦν τὰ Τίμια Δῶρα. Μᾶς τὰ ­προσφέρει ­δωρε­ὰν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μέσα στὴν Ἐκ­κλησία Του. Βέβαια ἐμεῖς οἱ ­ἄνθρωποι, οἱ ­πιστοί, προσ­φέρουμε τὸ πρόσφο­ρο καὶ τὸ νάμα γιὰ νὰ τελεσθεῖ τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐ­­­χαριστίας, καὶ ἄνθρωπος ἱερέας τελεῖ τὸ Μυστήριο. Ὡστόσο τὴ μεταβολὴ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χρι­­στοῦ τὴν ἐνεργεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ Ὁ­­­ποῖο ἐπικαλεῖται ὁ Λειτουργός. Καὶ ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, τελεσιουργεῖ τὸ Μυστήριο μὲ ἀπαραίτητο ὄργανό Του τὸν Λειτουργὸ ­ἱερέα.
    Ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶναι «θεῖα» καὶ «ἐπουράνια» τὰ Μυστήρια, γι᾿ αὐτὸ εἶναι καὶ «ἅγια» καὶ «ἄχραντα», δηλαδὴ ­ἀμόλυντα. Εἶναι Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ παντελῶς ἀναμάρτητος Θεάνθρωπος. Ὡς ἄνθρωπος εἶχε ἀντιμετωπίσει πειρασμοὺς μὲ ὅλους τοὺς τρόπους ποὺ μπορεῖ νὰ δοκιμασθεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύση, χωρὶς ὅμως νὰ ὑποπέσει στὴν παραμικρὴ ἁμαρτία (βλ. Ἑβρ. δ´ 15, Α´ Πέτρ. β´ 22). Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ εἶναι καὶ «ὁ ἁγιάζων» (Ἑβρ. β´ 11), «ὁ ἁγιασμὸς ἡμῶν» (Ἐκφώνηση Εὐχῆς Εὐ­­χαριστίας μετὰ τὴ Θεία Κοινωνία· πρβλ. Α´ Κορ. α´ 30). Εἶναι μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη λοιπὸν ἡ τράπεζα ποὺ μᾶς παρέθεσε ὁ Κύριος. Διότι δὲν ἀποχωροῦμε ἀπὸ αὐτὴν χορτασμένοι στὸ στομάχι, ὅπως στὶς ὑλικὲς τράπεζες, ἀλλὰ χορτασμένοι στὴν ψυχή, ­ἐξαγιασμένοι. Τὰ «ἅγια» καὶ «ἄχραντα» Μυστήρια κοινωνούμενα καταφλέγουν κάθε ἴχνος ἁ­­μαρτίας μέσα μας, γιὰ τὴν ὁποία ἔχουμε μετανοήσει, μᾶς καθαρίζουν ἀπὸ κά­θε μολυσμὸ καὶ μᾶς ἀναδεικνύουν ἀσυγκρίτως λαμπρότερους καὶ ἁγιότερους.
    Ὀνομάζονται ἀκόμη «ἀθάνατα» καὶ «ζωοποιά»· διότι μᾶς μεταδίδουν αἰώνια ζωὴ καὶ ἀθανασία. Κοινωνοῦμε τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι «ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή», «ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ζωὴ αἰώνιος» (Ἰω. ια´ 25, Α´ Ἰω. ε´ 20)· ὁ Ὁποῖος σα­φῶς διακήρυξε ὅτι «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ» (Ἰω. Ϛ´ 54).
    Τέλος εἶναι «φρικτά». Προκαλοῦν φρί­­κη, δέος, βαθύτατο ­σεβασμό. Εἶναι «φρι­κτὰ» διότι εἶναι ὁ Θεός! ­Κοινωνήσαμε τὸν Χριστό, Τὸν ­ἔχουμε ἔνοικο, καὶ μα­ζὶ μὲ Αὐτὸν τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦ­μα. Ἑνωθήκαμε μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό! Σ᾿ αὐ­­τὴ τὴ ζωὴ δὲν­ ­ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του στενότερα. Μεταμορφωθήκαμε σὲ ἄλλη καιομένη καὶ μὴ καταφλεγομένη βάτο (βλ. Ἐξ. γ´ 2).
    Ἀφοῦ λοιπὸν λάβαμε τέτοια δῶρα, ἀ­­­φοῦ μᾶς ἔγινε τέτοια τιμὴ νὰ παρακαθήσουμε σὲ τέτοια τράπεζα, «ἀξίως εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ». Ἂς Τὸν εὐχαριστήσουμε ἀντάξια τοῦ μεγάλου δώρου. Μὰ εἶναι κάτι τέτοιο δυνατόν; Βέβαια ὄ­­­­­χι. Νὰ Τοῦ προσφέρουμε τουλά­χιστον εὐ­­­­χαριστία ἀντάξια κατὰ τὸ ἀνθρωπίνως δυνατόν. Ἡ ἡμέρα τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἂς εἶναι ἡμέρα πυκνῆς καὶ θερ-μῆς εὐ­χαριστίας πρὸς τὸν Κύριο. Ἂς προσπαθοῦμε νὰ ζοῦμε αὐτὴν τὴν ἡμέρα – μακάρι καὶ τὶς ἑπόμενες – μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ «Δόξα τῷ Θεῷ» στὰ χείλη μας.
    Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σημειώνει ὅτι τὸ Μυστήριο αὐτὸ ὀνομάζεται «Εὐχαριστία», διότι μᾶς ­ὑπενθυμίζει τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς καὶ μάλιστα τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Κυρίου· δημιουργεῖ μέσα μας διάθεση εὐγνωμοσύνης. «Εὐχαριστῶμεν τοίνυν αὐ­τῷ διηνεκῶς», καταλήγει ὁ ἅγιος Πατήρ. Ἂς Τὸν εὐχαριστοῦμε λοιπὸν συνέχεια (PG 57, 331).
    Ἂς Τὸν εὐχαριστοῦμε ὅμως καὶ μ᾿ ἕναν ἄλλο τρόπο: ὄχι μόνο μὲ τὸ στόμα ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἔργα μας. Ναί, ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι ἕνα τέρμα. Ἐξομολογηθήκα­με, νηστέψαμε, προσευχηθήκαμε μὲ τὴν ἱε­­ρὴ Ἀκολουθία τῆς Θείας ­Μεταλήψεως, προσήλθαμε ἐγκαίρως στὸ Ναό. Τελικὰ ἀξιωθήκαμε νὰ κοινωνήσουμε. Εἶναι ὄν­τως ἕνα τέρμα. Ἀλλὰ εἶναι καὶ μιὰ καινούρ­για ἀρχὴ στὴ ζωή μας.
    Ὁ Κύριος μᾶς ἔκανε τὴν ἀσύλληπτη τιμὴ νὰ ἑνωθεῖ μαζί μας. Τί θὰ Τοῦ ἀνταποδώσουμε; Νὰ φιλοτιμηθοῦμε νὰ ἀγωνισθοῦμε περισσότερο. Νὰ μετανοήσουμε βαθύτερα. Νὰ γίνουμε πιὸ προσεκτικοὶ ὥστε ἐπιτέλους νὰ περιορίσουμε τὶς συνήθεις πτώσεις μας. Νὰ στολίσουμε τὴν ἡμέρα τῆς Θείας Κοινωνίας μὲ πράξεις ἀγάπης καὶ ἐλεημοσύνης, μὲ περισσότερη καὶ θερμότερη προσευχή…
    «Ὀρθοί· μεταλαβόντες… ἀξίως εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ». Ἡ λειτουργικὴ αὐτὴ προτροπὴ ἂς γίνεται ἐρέθισμα ἔ­­­πειτα ἀπὸ κάθε προσέλευσή μας στὸ Ἅγιο Ποτήριο νὰ προσφέρουμε στὸν Κύριο λόγους εὐχαριστίας καὶ ἔργα ἀρετῆς, ποὺ θὰ πηγάζουν ἀπὸ καρδιὰ εὐγνώμονα, φλογισμένη, ἁγιαζόμενη καὶ ὅλο καὶ πιὸ βαθιὰ ἀφοσιούμενη στὸν Κύριο.