Ὁ ἀνασασμὸς τῶν ἀνθρώπων, ἡ ἀποκαραδοκία τῶν αἰώνων καὶ τὸ βαθὺ μυστήριο τοῦ Θεοῦ Β΄

    Tὸ ψυχικὸ κενὸ τῶν μετὰ τὸν Κα­τακλυσμὸ ἀνθρώπων, ὅπως ἤ­­­δη τονίσαμε, δὲν ἦταν ἀποτέλε­σμα τοῦ Κατακλυσμοῦ. Οἱ ρίζες του ἦταν πολὺ βαθύτερες καὶ ­ἀρχαιότερες. Μάλιστα ἡ ἐξερεύνησή τους ­ἑρμηνεύει πλήρως τὸ βαθὺ αὐτὸ κενό. Καὶ ἀ­­­σφαλῶς γιὰ τοὺς πιστοὺς αὐτὸ τὸ κε­νὸ δὲν εἶναι οὔτε κρυφὸ οὔτε ἀνεξήγητο.
    Ἂν λοιπὸν πορευθοῦμε πρὸς τὰ πί­­­­­­σω, θὰ συναντήσουμε αὐτὴ τὴν κα­τα­στροφικὴ αἰτία, τὸ σαράκι ποὺ τρώει ἀκατάπαυστα ἀπὸ μέσα τὴν ἀν­­θρώπινη ψυχή. Ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ αἰ­­­­­τία; Δὲν θὰ δυσκολευθοῦμε νὰ τὴ συν­αντήσου­με. Θὰ τὴ βροῦμε στὶς πρῶ­­τες σελίδες τῆς Ἁγίας Γραφῆς, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη.
    Ἐκεῖ μελετώντας θὰ διαπιστώσουμε ὅτι τὸ βασανιστικὸ αὐτὸ κενὸ ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα μιᾶς ­συγκεκριμένης ­ὥ­­ρας: τῆς ὥρας τῆς πτώσεως τῶν Πρω­­τοπλάστων καὶ κατὰ συνέπειαν τῆς ἀπομακρύνσεώς τους ἀ­­­πὸ τὸν ­Δ­η­μιουρ­­γό τους καὶ τῆς ­ἐξορίας τους ἀπὸ τὸν ­Παράδεισο. ­Ἐκείνη ἡ ὥρα ὑ­πῆρξε ἡ κρισιμότερη ὥρα τοῦ ­κόσμου. Ἡ ὥ­­­ρα ποὺ ὁ ἄνθρωπος ­ἀκολούθησε τὴν πο­­ρεία τῆς ­πτώσεως. Καὶ παρὰ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ ὅτι ἡ πτώση δὲν θὰ εἶναι τελεσίδικη, ὁ ­ἄν­­θρωπος ἐγκα­τέλειψε τὸν ­Παράδεισο χωρὶς νὰ κρατήσει μέσα του τὸν Θεό. Πῆρε μα­ζί του τὸ κενό, τὸ βασανιστικὸ ­ἄγ­χος τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς­ ­στε­ρήσεως τοῦ Παραδείσου. Ἡ ζωή του ­ἄρχισε πιὰ νὰ κινεῖται ἀνάμεσα στὸ τυραννικὸ κε­νὸ καὶ τὴν ­ἐναγώνια ἀναζήτηση, στὸν πόνο καὶ τὴν ἀποκαραδοκία τῆς λυτρώ­σεως, στὸ ἄγχος καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς μελλοντικῆς σωτηρί­ας.
    Ἡ ἀγχώδης ἀναμέτρηση τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸ ἐσωτερικό τους κενὸ τοὺς ἀκολουθεῖ πιὰ μόνιμα στὸ χῶρο καὶ τὸν χρόνο. Ὅπου κι ἂν πᾶνε, τὸ κενὸ τὸ βρίσκουν μπροστά τους, τὸ κληροδοτοῦν στὰ παιδιά τους, τὸ συντηροῦν ἐπὶ χιλιετίες ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά.
    Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τὸ συνειδητοποί­ησαν αὐτὸ βαθιὰ καὶ προσπάθησαν νὰ τὸ ἀντιμετωπίσουν μὲ τὴ λογικὴ καὶ τὸ συναίσθημα. Ὅμως ἡ λογική τους παρέλυε, προσέκρουε σὲ ἐμπόδια ἀπροσπέλαστα: «Περὶ μὲν θεῶν οὐκ ἔχω εἰδέναι», θὰ ὁμο­λογήσει ὁ φιλόσοφος Πρωταγόρας. Ἔχω πλήρη ἄγνοια γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Ἐξέφρασε μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὅλου τοῦ προχριστιανικοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου τὴν ἀπελπισία.
    Δὲν ἀπέμεινε πιὰ στοὺς Ἕλληνες παρὰ νὰ κα­τα­φύ­γουν στὸ συναίσθημα, νὰ ἀναζητήσουν λύση μέσα ἀπὸ τὴν τέχνη, εἰδικὰ τὴν ποίηση καὶ εἰδικότατα τὴν τραγικὴ ποίηση. Ἔτσι, ­δημιουργήθηκε ἡ ­Τραγωδία. Ἡ Τραγωδία τοὺς βοήθησε νὰ ἀνακαλύψουν τὸν τρα­γικὸ ἄνθρωπο, δηλαδὴ τὸ πρόσωπο ποὺ ἀπο­κτᾶ, συνήθως μὲ βίαιο τρόπο, συνείδηση τοῦ κενοῦ ποὺ μεταφέρει μέσα του.
    Τὰ φοβερὰ ζητήματα ποὺ ἔθεσε ἡ τραγικὴ ποίηση ἀποτέλεσαν ἀντικείμενο ἔντονου προβληματισμοῦ τῶν μετέπειτα μεγάλων φιλοσόφων, ποὺ τόνισαν ἰδιαίτερα τὴν ἔννοια τῆς «καθάρσεως», μιὰ ἐκπληκτικὴ στὴ σύλληψή της ἔννοια, ἂν καὶ δυσ­ερμήνευτη μέχρι σήμερα. Ἡ «κάθαρσις» θὰ μποροῦσε νὰ ἐννοηθεῖ ὡς προστάδιο τῆς λυτρώσεως, ὡς μία προετοιμασία ἢ μᾶλ­λον ὡς τονισμὸς τῆς μεγάλης ἀνάγκης νὰ ἔρθει ἡ λύτρωση, νὰ γεμίσει τὸ κενό.
    Ἦταν ἕνας ἀνασασμὸς αὐτὴ ἡ «κάθαρσις», ἀλλὰ καθόλου λυτρωτικός. Ἀντὶ νὰ γεμίσει τὸ ὑπαρξιακὸ κενό, τὸ αὔξανε. Ὅ­­­λος ὁ ἀρχαῖος κόσμος ἔμοιαζε μὲ δένδρο γεμάτο φύλλα, χωρὶς ὅμως καρπούς· σὰν τὴν καταραμένη συκιὰ τοῦ Εὐαγγελίου (Μάρκ. ια΄ 13). Ὅσα κι ἂν κατόρθωνε μὲ τὴν ἐπιστήμη, τὴ λογοτεχνία, τὸν πολιτισμό, ἔμενε ἀνικανοποίητος.
    Τὸ βασανιστικὸ κενὸ τὸν ἔφθειρε ἐσωτερικά, μετέτρεπε τὴν πρόσκαιρη ἀνακούφιση τῆς «καθάρσε­ως» σὲ ἐναγώνια προσμονή. Τὴν ἀποκαραδοκία τῶν αἰώνων. Τὸν ἀσίγαστο πόθο γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Λυτρωτή.
    Τοῦτο τὸ θέμα θὰ μᾶς ἀπασχολήσει στὸ ἑπόμενο ἄρθρο μας.