Τὸ ἔπος τοῦ 1940-1941 συστατικὸ τῆς ἀθανασίας τῆς φυλῆς μας

    Ἡ λιτὴ ἀπάντηση τοῦ τότε πρωθυ­πουργοῦ τῆς Ἑλλάδος Ἰωάννη Μεταξᾶ στὸν πρεσβευτὴ τῆς Ἰ­­τα­λίας τὴν αὐγὴ τῆς 28ης ­Ὀκτωβρίου τοῦ 1940 σημείωσε ἀνεξίτηλα στὴν ἱστορία τῆς ὑδρογείου μιὰ ἱστορικὴ ­καμπή. Ἄλ­­λα­ξε τὸ ἦθος τοῦ πολέμου τῶν ­πέν­τε ἠπείρων. Ἡ ­ἀπήχηση τοῦ ΟΧΙ δὲν συγ­κλόνισε μόνο τὸν ­εὐρωπαϊκὸ χῶρο. Συγ­κλόνισε τὴν Ἄπω Δύση καὶ τὴν Ἄ­­­πω ­Ἀνατολή. Στὶς Ἰνδίες ­ἔκριναν ὅτι «τὸ μέλ­λον τῶν Βαλκανίων ἐξαρτᾶται ἀ­­­πὸ τὴν τύχη τῆς Ἑλλάδος». Στὴν Ἰαπω­νία φάνηκε τόσο ­ἀπίστευτο τὸ γεγονός, ὥ­σ­τε καταγγέλθηκε ὅτι «ἡ Ἑλ­­λὰς ἐπετέθη κατὰ τῆς ­Ἰταλίας»! ­Ὡστόσο τὴν ­ἀκριβέστερη ­ἐκ­τί­μη­ση τῆς ­ἱστορικῆς ἐ­­­­­­κείνης στιγ­μῆς τὴν ἔ­­­­­κανε ἡ ἀμερικανι­κὴ ­ἐφημερίδα «Κρί­στιαν Σάϊενς Μό­­νιτορ», ἡ ὁ­­­ποία ἔγραψε: ­«Δύ­να­ται νὰ ­εἴ­πῃ κανεὶς χωρὶς δισταγμόν, ὅτι ἴ­­σως ἐκεῖ ἐπά­νω, εἰς τὰ βουνὰ τῆς Ἠπείρου, κρίνεται ἡ τύχη ὁ­­λοκλήρου τοῦ πολέμου».
    Καὶ πράγματι αὐτὸ συνέβη! Τὸ ἔπος τοῦ 1940-41 τό ’γραψε ὁ ­Ἕλληνας στρα­­τιώτης ποὺ ­σκαρ­φάλωσε σὲ ἀπά­τη­τες κορφές. Ἐκεῖ ἐπάνω ἀνάμε­σα οὐ­ρανοῦ καὶ γῆς οἱ φαντάροι μας πρόταξαν τὰ στήθη τους, ἔγιναν ­δημιουργοὶ νέων Μαραθώνων ­δίνοντας στὸ δράμα τῆς ἀνθρωπότητος τὴν ἀποφασιστική του στροφὴ πρὸς μιὰ ὑπέροχη κάθαρση. Ἡ δόξα διάλεξε γι’ αὐτὸ τὸ ὑπέρ­οχο ἱστορικὸ γεγονὸς τὰ πιὸ ἄγρια, τὰ πιὸ σκυθρωπὰ βουνὰ Σμόλικα καὶ Γράμμο, ποὺ τινάζουν τὶς φοβερὲς κορ­φές τους στὰ σύννεφα – 2.520 ἕως 2.636 μέτρων ὕψους – δυὸ βουνὰ μὲ βαθιὰ φαράγγια, σὰν τεράστιες σπαθιὲς Τιτάνων, μὲ κορυφογραμμὲς θαμμένες σὲ προαιώνια χιόνια, τυλιγμένες στὴν ὀμίχλη. Ἐκεῖ ἐπάνω ἔδειξε ἡ Νίκη σ’ ἕνα πρῶτο χαμόγελο τὴν ἐκτυφλωτικὴ ἀστραπὴ τῶν δον­τιῶν της στὸν ἐπιδρομέα. Ἐκεῖ ἀντιλάλησε μετὰ ἀπὸ 25 αἰῶνες ὁ ἀρχαῖος παιάνας: «Ὦ παῖδες Ἑλλήνων, ἐλευθεροῦτε πατρίδα». Ἐ­­­λευθεροῦτε λαούς!… «Νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών».
    Σ’ ἐκεῖνα τὰ σχεδὸν ἀπάτητα βουνὰ ἔλαμψε ἡ ἀγάπη τοῦ Ἕλληνα πρὸς τὴν πατρίδα, τὸ κατεξοχὴν γνώρισμα τῆς Φυλῆς μας. Ἐκεῖ ὅλοι μαζὶ παραμερίσαμε τὶς διαφωνίες μας καὶ ὡς σκαπανεῖς καὶ θεμελιωτὲς τοῦ κλασικοῦ πολιτισμοῦ, ὡς ὑπερασπιστὲς τῆς ἁγίας Πίστεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπως κατὰ τὴ Βυζαντινὴ περίοδο, ὡς ὑπερασπιστὲς τῆς ἐλευθερίας, πολεμήσαμε ὡς ἕνας ἄνθρωπος. Μὲ ἀπαράμιλλη γενναιότητα καὶ ὁμοψυχία, «μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη» ταπεινώσαμε μιὰ ὁλόκληρη κατάφρακτη αὐτοκρατορία. Καὶ κυρίως μὲ πίστη μοναδικὴ στὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ δίκαιο τοῦ ἀγώνα μας. Δὲν ἦταν τυχαῖο ὅτι, ὅπως ἔγραψε ὁ Ἄγγελος Τερζάκης, σ’ ὅλη τὴ γραμμὴ τοῦ μετώπου, «ἀπὸ τὴ γαλανὴ θάλασσα τοῦ Ἰονίου ἴσαμε ψηλὰ στὶς παγωμένες Πρέσπες, ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ἔβλεπε τὶς νύχτες μιὰ γυναικεία μορφὴ νὰ προ­βαδίζει, ψηλόλιγνη, ἀλαφροπερπάτητη, μὲ τὴν καλύπτρα της ἀναριγμένη ἀπὸ κεφάλι στοὺς ὤμους. Τὴν ἀναγνώριζε, τὴν ἤξερε ἀπὸ πάντα, τοῦ τὴν εἴχανε τραγουδήσει σὰν ἤτανε μωρὸ κι ὀνειρευότανε στὴν κούνια». Ἦταν ἡ Παναγία, «ἡ μάνα ἡ μεγαλόψυχη στὸν πόνο καὶ στὴ δόξα, ἡ λαβωμένη τῆς Τήνου, ἡ ὑπέρμαχος Στρατηγός».
    Ἐκεῖ πάνω στ’ ἀπότομα βουνὰ ὁ στρατός μας ὁρμοῦσε στὴ μάχη μὲ κάτι τὸ δραματικὰ ἱερό, τὴ γαλανόλευκη μὲ τὸν Σταυρό. Ἐκεῖ ἡ σημαία μας φτεροκο­ποῦ­σε ἀνήσυχα στὸ βουνήσιο ἀγέρα καὶ οἱ φαντάροι μας μὲ τὸ σάλπισμα τῶν σαλπιγκτῶν ποὺ σήμαιναν τὸ ἐμβατήριο τῆς ὁρμῆς καὶ τῆς θυσίας χυμοῦσαν, κατρακυλοῦσαν στὶς βουνοπλαγιές, ἕνα κύ­μα ἀπὸ χακί, ἐνῶ οἱ Ἰταλοὶ ὑποχωροῦ­σαν ­κατατρομαγμένοι, ἀφήνοντας πίσω τους αἰχμαλώτους καὶ ἄφθονο πολεμικὸ ὑλικό… Ἦταν τό­ση ἡ ὁρμὴ τοῦ στρατοῦ μας, ποὺ φλογίζονταν ἀπὸ τὴν πίστη στὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη στὴν Πατρίδα, ὥστε ἀψηφοῦσαν τὰ κρυοπαγήματα ποὺ τοὺς νέκρωναν τὰ ἄκρα. Αὐτὸν τὸν ­ὕπουλο θάνατο ποὺ δάγκω­νε κι ἔκοβε ­κομμάτια ἀπὸ τὰ κορμιά. Ὡσ­τόσο αὐτοὶ ὁρμοῦσαν κατὰ τοῦ ἐχθροῦ ξυπόλυτοι πάνω στὰ χιόνια, νομίζοντας ὅτι τοὺς φυλάει ἡ ἀρ­βύλα, ἡ ὁποία ὅμως ἦταν, χωρὶς νὰ τὸ ξέρουν, ξεπατωμένη ἀπὸ καιρό!…
   Ἔτσι ὑπερασπίσθηκαν οἱ ­φαντάροι μας τοῦ 1940-1941 τὴν ­Ἑλλάδα, τὴν τι­­μή της, τὴν ἐλευθερία της. ­Ἀναχαίτισαν μόνοι αὐτοὶ μέσα στὸ μεγάλο κόσμο τὸν ἐχθρό, τὸν κυνήγησαν, τὸν ντρόπια­σαν…
    Τὸ 1940-1941 θριάμβευσε ἡ πίστη τοῦ λαοῦ μας, ἡ ἑνότητα, ἡ τολμηρὴ αὐταπάρνηση, ἡ ἐκτυφλωτικὴ ἀνιδιοτέλεια. Ἡ Ἱστορία παρακολούθησε τὸ τόλ­μημα τοῦ μικροῦ μας λαοῦ, ποὺ κτύπησε καὶ ἀπέκρουσε ὀκτὼ ἑκατομμύρια διαβόητες λόγχες, μὲ κρατημένη τὴν ἀ­­­­­­νάσα. Οἱ λαοὶ θαύμασαν τὴν πίστη μας, τὸ πάθος τῆς αὐτοθυσίας, τὴν περιφρόνηση τοῦ θανάτου, τὴν ὁρμὴ καὶ τὸν ἐνθουσιασμό μας κατὰ τῆς προσ­βολῆς τοῦ σωστοῦ καὶ τοῦ δικαίου. Καὶ πῆραν ν’ ἀνασαίνουν καὶ νὰ ἐλπίζουν.
    Τὴν 28η Ὀκτωβρίου τοῦ 1940, ἐκείνη τὴν ἔξαρση, τὴν αἴγλη, τὸ θαῦμα, ὅταν 12 κράτη εἶχαν παραδοθεῖ στὸν Ἄξονα χωρὶς ἢ μὲ μηδενικὴ ἀντίσταση, δὲν πρέπει νὰ τὴ λησμονήσουμε ποτέ, διότι ἀνήκει στοὺς κορυφαίους ἱστορικοὺς σταθμοὺς τοῦ Ἔθνους μας. Παράλληλα πρέπει νὰ διηγούμαστε τὸ ἔπος τοῦ 1940-1941 στὰ παιδιά μας καὶ ἐκεῖνα στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τους· ὅπως ἔ­­­­­­­καναν οἱ Ἰσραηλίτες ποὺ ἱστοροῦσαν στὶς ἑπόμενες γενιὲς τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ στὸ ἔθνος τους.
    Ὅμως ἡ διήγησή μας δὲν πρέπει νὰ εἶναι ψυχρή, χωρὶς ψυχή, ἀλλὰ νὰ ἐκ­­φράζει τὸν καημὸ τῆς Φυλῆς μας, τὸ πάθος μας γιὰ τὴν ἐλευθερία, τὴν ἄσβηστη ἀγάπη μας στὴν Ἑλλάδα, τὴν εὐγνωμοσύνη στὸ Θεὸ γιὰ τὰ θαύματά του στὸ Ἔθνος μας. Ἔτσι ὅπως ἱστοροῦμε τὸ μεγάλο 1821. Αὐτὸ πρέπει νὰ κάνουμε ἰδιαίτερα σήμερα, ποὺ κάποιοι προσπαθοῦν νὰ μᾶς κάνουν νὰ ­χάσου­με τὴν Πίστη μας, τὴν ἀγάπη μας στὴν Πατρίδα, τὰ ὑψηλὰ ἰδανικά μας, τὴν ταυτότητά μας. Σήμερα ποὺ κάποιοι ξαναγράφουν τὴν ἱστορία μας καὶ τὴν διαστρεβλώνουν. Πρέπει νὰ κρατήσουμε τὸ ἔπος τοῦ 1940 ὡς ἱερὴ παρακαταθήκη. Εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ πολύτιμα ποὺ πρέπει ν’ ἀφήσουμε ὡς ­κληρονομιὰ στὶς ἐπερχόμενες γενιές. Ἡ πίστη τοῦ 1940-1941 καὶ ἡ ἑνότητα τοῦ λαοῦ μας εἶναι συστατικὸ τῆς ἀθανασίας τῆς Φυλῆς μας, τῆς αἰωνιότητάς μας.