Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 1 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015

Ε΄ Λουκᾶ: Λουκ. ις΄ 19-31

Εἶπεν ὁ Κύριος· ἄνθρωπός τις ἦν ­πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐ­­φραι­­­νόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς. πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος καὶ ἐπιθυμῶν χορ­τα­σθῆ­ναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τρα­πέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρ­χό­μενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐ­τοῦ. ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον ᾿Αβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐ­τοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν ᾿Αβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πά­τερ ᾿Αβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσ­σάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. εἶπε δὲ ᾿Αβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀ­­­γαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνων­ται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐ­τοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. λέ­­γει αὐτῷ ᾿Αβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προ­φήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πά­τερ ᾿Αβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευ­θῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.

 

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

1. Χωρὶς ἀνθρωπιὰ

    Ἡ παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου ποὺ ἀναγινώσκε­ται στὴ σημε­ρινὴ εὐαγγελικὴ περικο­πὴ φέρνει στὸ προσκήνιο τὸ διαχρονικὸ πρόβλημα τοῦ πλούτου καὶ τῆς φτώχειας. Παρουσιάζει μὲ τρόπο ἔντονα τραγικὸ τὴν κοινωνικὴ ἀν­ισότητα καὶ ἐξετάζει τὸ φαι­­νόμενο αὐτὸ μέσα ἀ­­­πὸ τὸ πρίσμα τῆς αἰωνι­­ότητος.
    Ζοῦσε κάποτε ἕνας πλούσιος ἄνθρωπος. Κάθε μέρα ὁ ἄνθρωπος αὐ­τὸς φοροῦσε τὰ πιὸ ἀ­­­κριβὰ ροῦχα καὶ διασκέ­δαζε μὲ συμπόσια τὰ ὁ­­­ποῖα ­ὀργάνωνε στὸ εὐρύχωρο καὶ πολυτελέστα­το οἴκημα ὅπου κατοικοῦσε.
    Ἐνῶ ὅμως ὁ ­­πλούσι­ος ἀπολάμβανε τὴ ζωή του, ἀκριβῶς ἔ­­­ξω ἀπὸ τὴν πύλη τοῦ ­σπιτιοῦ του ­ζοῦ­σε παραπεταμένος ἕ­­­νας φτωχὸς μὲ τὸ ὄνομα Λάζαρος, σὲ ἄ­­­θλια ­κατά­σταση. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πεινοῦσε καὶ προσ­πα­θοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Πονοῦσε καὶ ­ὑπέφερε, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τοῦ ἔδινε σημασία. Μόνο κά­ποια σκυλιὰ τὸν πλησί­­α­ζαν κι ­ἔγλειφαν τὶς ἀνοιχτὲς πληγὲς ἀπὸ τὸ καταπληγωμένο σῶμα του… Αὐ­­­τὴ ἦταν ἡ κατάσταση… Τὸ ἴδιο συμβαί­νει καὶ σήμερα.
    Γιατί ὅμως νὰ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἀντίθε­ση; Γιατί ἄλλοι νὰ κολυμποῦν μέσα στὰ πλούτη τους κι ἄλλοι νὰ ­στεροῦν­ται καὶ τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴ συντήρησή τους; Ὁ­­πωσδήποτε γιὰ τὴν κατάσταση αὐτὴ δὲν εὐθύνεται ὁ Θεὸς Δημιουργός, ὁ Ὁ­­­­ποῖος ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἔθεσε στὸν Παράδεισο τῆς τρυφῆς, γιὰ νὰ χαίρεται καὶ νὰ ἀπολαμβάνει τὰ ἄφθονα ἀγαθά του. Τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν κατάσταση αὐτὴ τὴν ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐξαιτίας τοῦ ἐγωισμοῦ του ἐπιδιώκει νὰ ἀποκτᾶ ὅλο καὶ περισσότερα πλούτη γιὰ νὰ τὰ ἐκμεταλλεύεται ἀποκλειστικὰ πρὸς τὸ συμφέρον του. Ἔτσι ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸν συνάνθρωπό του ἀκόμη κι ὅταν τὸν βλέπει στὴν ἔσχατη δυστυχία.
    Ἄλλωστε στὴ συγκεκριμένη παραβο­λὴ εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ τρομερὴ ἀντίθε­ση ποὺ εἶχε δημιουργηθεῖ θὰ μποροῦ­σε νὰ εἶχε ἐξομαλυνθεῖ ἂν ὁ πλούσιος ἔδειχνε λίγο ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν φτωχὸ Λάζαρο, ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν μακριὰ ἀλ­λὰ δίπλα στὴν πόρτα του! Τόσο δύσκο­λο ἦταν νὰ τοῦ δώσει λίγο φαγητό; Τόσο ἀναίσθητος ἦταν, ὥστε νὰ μὴ συ­μπονᾶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὸν ἔβλεπε νὰ ὑποφέρει; Ἐνῶ καὶ τὰ σκυλιὰ ἔκαναν συντροφιὰ στὸν πτωχὸ Λάζαρο, ὁ πλούσιος γιατί δὲν στάθηκε ἔστω γιὰ λίγο κοντά του;… Ποῦ καταντᾶ ὁ ἄνθρωπος ὅ­­­ταν δὲν ἔχει ἀγάπη…! Χειρότερος κι ἀπὸ τοὺς σκύλους!
    Ὡστόσο αὐτὴ ἡ κοινωνικὴ ἀδικία δὲν θὰ συνεχίζεται αἰώνια. Θὰ ἔρθει κάποτε ἡ ὥρα τῆς δικαιοσύνης. Αὐτὴν τὴν ὥρα παρουσίασε ὁ Κύριος στὴ συνέχεια τῆς παραβολῆς.

2. Μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἁγίους

    Κάποτε πέθανε ὁ φτωχός, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ τὸν μετέφεραν στὴν ἀ­γ­­καλιὰ τοῦ Ἀβραάμ, μέσα στὸν Παράδει­σο. Πέθανε καὶ ὁ πλούσιος, καὶ οἱ ἄνθρωποι τὸν ἔθαψαν μὲ μεγαλοπρέπεια.
    Αὐτὸς ὅμως βρέθηκε νὰ ­βασανίζεται στὸν τόπο τοῦ Ἅδη. Κι ἐκεῖ καθὼς σήκω­σε τὰ μάτια του καὶ εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Λάζαρο νὰ εἶναι στὴν ἀ­­­γκαλιά του, φώναξε γιὰ νὰ ζητήσει βοή­θεια:
    –Πατέρα μου Ἀβραάμ, λυπήσου με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο νὰ βρέξει μὲ νε­ρὸ τὴν ἄκρη τοῦ δακτύλου του καὶ νὰ δρο­σίσει τὴ γλώσσα μου… Καίγομαι!
    Ὁ Ἀβραὰμ ὅμως τοῦ ἀπάντησε:
    –Παιδί μου, θυμήσου ὅτι ἐσὺ ἀπόλαυσες μὲ τὸ παραπάνω τὰ ἀγαθά σου ὅταν ζοῦσες στὴ γῆ, ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἀντίστοιχα ἀπόλαυσε τὰ κακὰ τῆς δυστυχίας καὶ τῆς ἀσθένειας.     Τώρα ἐδῶ ὁ Λάζαρος παρηγορεῖται γι’ αὐτὰ ποὺ ὑπέμεινε τότε, ἐνῶ ἐσὺ βασα­νί­ζεσαι ­ἀδιάκοπα, ὅπως ἀδιάκοπη καὶ συνεχὴς ἦταν ἡ εὐ­τυχία σου πά­νω στὴ γῆ.
    Κι ἐκτὸς ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχει ἀνάμεσά μας μεγάλο κι ἀγεφύρωτο χάσμα.
    Τότε εἶπε ὁ πλούσιος:
    –Τουλάχιστον, σὲ παρακαλῶ, στεῖλε τὸν Λάζαρο στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου, ὅπου ἔχω πέντε ἀδελφούς, γιὰ νὰ τοὺς μιλήσει γιὰ ὅσα συμβαίνουν ἐδῶ καὶ νὰ μὴν πάθουν τὰ ἴδια ποὺ ἔπαθα ἐγώ.
    –Ἔχουν τὸν Μωυσῆ καὶ τοὺς Προ­φῆ­τες, ἀπάντησε ὁ Ἀβραάμ. Ἂς ἀκούσουν ἐκεί­νους.
    –Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, δὲν θὰ ὑπακούσουν στὸ Μωυσῆ καὶ στοὺς Προφῆτες. Ἐὰν ὅμως πάει σ’ αὐτοὺς κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ με­τανοήσουν.
    –Ἐὰν δὲν ἔχουν τὴν κα­λὴ δι­ά­θεση νὰ ὑπακούσουν στὸ Μωυσῆ καὶ στοὺς Προ­φῆ­τες, ἀκόμη κι ἂν ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς, αὐτοὶ δὲν πρόκειται νὰ πεισθοῦν.
    Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἀβραὰμ ἔκλεισε ὁ δραματικὸς διάλογος μὲ τὸν πλούσιο ποὺ φώναζε ἀπὸ τὰ τάρταρα τοῦ Ἅδη.
    Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀκούστηκε καθόλου νὰ μιλᾶ εἶναι ὁ φτωχὸς Λάζαρος. Τί χρειάζεται ὅμως νὰ μιλήσει; Ἐκ μέρους του ἀπαντᾶ στὸν πλούσιο ὁ δίκαιος Ἀβραάμ. Τὸν ὑπερασπίζεται ὁ μέγας πατριάρχης!
    Τί τιμὴ γιὰ τὸν φτωχὸ Λάζαρο…! Στὴ γῆ ἦταν περιφρονημένος. Στὸν οὐρανὸ συνοδεύεται ἀπὸ ἀγγέλους καὶ περιβάλλεται μὲ ἀγάπη ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἀβραάμ! Ἂς τὸ ὑπογραμμίσουμε αὐτό. Οἱ Ἄγγελοι καὶ οἱ Ἅγιοι παρακολουθοῦν τὴ ζωή μας, γνωρίζουν τὶς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμοὺς ποὺ ἀντιμετωπίζουμε καὶ μᾶς ἑτοιμάζουν τόπο ἀναπαύσεως καὶ στεφάνια δόξης, ἂν μείνουμε πιστοὶ μέχρι τέλους.
    Ἂς μὴ μᾶς λυγίζουν λοιπὸν οἱ δοκιμα­σίες οὔτε οἱ ἀδικίες καὶ οἱ κοινωνικὲς ἀ­­­νισότητες. Οἱ Μάρτυρες καὶ Ὁμολογη­τές, οἱ Ὅσιοι καὶ Δίκαιοι καί ὅλοι οἱ Ἅ­­­­γιοι μᾶς ἔδειξαν τὸν δρόμο τῆς ὑπομο­νῆς καὶ τῆς ἐλπίδας καὶ μᾶς περιμένουν γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε μαζί τους τὴν αἰώνια δόξα καὶ μακαριότητα.