Οἱ αἰχμάλωτοι βουλευτὲς

    Παρακολουθοῦμε μὲ ἐνδιαφέρον, μὲ ἀπορία καὶ ἀγωνία τὰ γεγονότα ποὺ ἐπηρεάζουν τὴ ζωὴ τῆς πατρίδας μας καὶ ὅλου τοῦ κόσμου τὸν τελευταῖο καιρό. Ἀκοῦμε τὶς διακηρύξεις τῶν ἀρχόντων μας, ἐνημερωνόμαστε γιὰ τὶς προσπάθειές τους νὰ ὑλοποιήσουν τὰ σχέδιά τους καὶ νὰ ­πραγματοποιήσουν τὶς ὑποσχέσεις τους, τοὺς ­βλέπουμε νὰ συσκέπτονται στὰ Κοινοβούλια, νὰ ἔρχον­ται σὲ ὀξεῖες ­ἀντιπαραθέσεις, νὰ ­ἀλλάζουν ρόλους, νὰ ἀνεβαίνουν σὲ ὑψηλοὺς θρόνους ἐξουσίας, σύντομα νὰ κλονίζονται καὶ νὰ πέφτουν, νὰ ­ἀντικαθίστανται ἀπὸ ἄλλους ποὺ ζητοῦν νὰ κυβερνήσουν, γιὰ νὰ συμβάλουν ἀποφασιστικά, ὅπως λένε, στὸ κοινὸ καλό, στὴν εὐημερία τῶν ἀτόμων καὶ τῶν λαῶν.
    Ἀπὸ τὴν ἄλλη πάλι λέγεται ὅτι ἄλλοι βρίσκονται πίσω ἀπὸ αὐτούς, εἶναι ἀόρατα τὰ κέντρα λήψεως τῶν σημαντικῶν ἀποφάσεων γιὰ τὴν πορεία τοῦ κόσμου. Αὐτοὶ ποὺ παρουσιάζονται ὡς ὑπεύθυ­νοι, οὐσιαστικὰ καθοδηγοῦνται ἀπὸ ἄλ­λους. Ὁπότε; Ποιὸς τελικὰ κυβερνᾶ τὸν κόσμο; Καὶ σὲ ποιὸν ἑπομένως πρέπει νὰ στηρίξουμε τὶς ἐλπίδες μας; Ποιὸν νὰ ἐμπιστευθοῦμε; Ἐρωτήματα πολὺ βασι­κὰ καὶ ἐνδιαφέρον­τα ποὺ ἀπαιτοῦν ἄμεσες καὶ ὀρθὲς ἀπαν­τήσεις.
    Ἐμεῖς ὡς ἄνθρωποι πιστοί, ὅπως σὲ κά­θε καίριο πρόβλημα τῆς ζωῆς μας, θὰ καταφύγουμε στὸν αἰώνιο λόγο τοῦ Θε­οῦ, γιὰ νὰ βροῦμε ἐκεῖ τὶς ἀλάνθαστες ἀ­­­παντήσεις, ποὺ μποροῦν νὰ καθησυχάσουν τὸ πνεῦμα μας καὶ νὰ εἰρηνεύσουν τὴν ψυχή μας.
   Στὴν Ἁγία Γραφή, στὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ, διαβάζουμε πῶς ἐκεῖνος ὁ πολύαθλος καὶ δίκαιος ἄνθρωπος, μέσα στὴ μεγάλη δοκιμασία του, σκεπτόταν, φιλοσοφοῦσε καὶ θεόπνευστα δίδασκε γιὰ τὸ θέμα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ.
    Ὁ Θεός, ἔλεγε, εἶναι ὁ «διάγων βουλευ­τὰς αἰχμαλώτους, κριτὰς δὲ γῆς ἐξέστησε» (ιβ΄ 17). Τοὺς βουλευτές, αὐτοὺς ποὺ «βουλεύονται», ποὺ σκέπτονται καὶ παρουσιάζονται ὡς σύμβουλοι τῶν λαῶν καὶ ὑπερασπιστὲς τῶν δικαίων τους, ὁ Θε­­ὸς τοὺς πιάνει αἰχμαλώτους καὶ τοὺς ἀ­­­πομακρύνει ἐξευτελισμένους ἀπὸ τὴν ἐ­ξ­ουσία τους. Ἀπὸ ἐκείνους δὲ ποὺ κυβερνοῦν καὶ κρίνουν τοὺς λαοὺς ἀφαιρεῖ τὴν ψύχραιμη καὶ νηφάλια σκέψη καὶ τὴν ἱκανότητα νὰ κρίνουν ὀρθά.
    Ὁ Θεός, συνεχίζει, εἶναι ὁ ­«ἀνακαλύπτων βαθέα ἐκ σκότους» (ιβ΄ 22), ὅλα αὐ­τὰ ποὺ εἶναι κρυμμένα βαθιὰ στὸ σκοτάδι τῆς μυστικότητας καὶ ἀποκρύψεως, ὁ Θεὸς τὰ ἀποκαλύπτει· γνωρίζει τί σκέπτονται, τί σχεδιάζουν, τί ἐνεργοῦν αὐτοὶ ποὺ κρυμμένοι κάτω ἀπὸ πέπλο μυστικότητας θέλουν νὰ κυβερνοῦν τοὺς λαοὺς καὶ νὰ ὁ­­δηγοῦν τὸν κόσμο κατὰ τὰ ἄνομα σχέδια καὶ συμφέροντά τους.
    Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν παρακολουθεῖ μόνο καὶ δὲν γνωρίζει μόνο ὅλα αὐτὰ ποὺ ­ἐ­­­μεῖς ἀγνοοῦμε, καθὼς περιφρουροῦνται ἀπὸ μυ­­στικὲς ὑπηρεσίες καὶ σχεδιάζονται σὲ ἀ­­­πόρρητες διαβουλεύσεις.
    Ἐπιπλέον ἐ­­πεμβαίνει καὶ μπορεῖ νὰ ἀλ­λάζει εὔκολα τὴν πορεία τῶν ­πραγμάτων καὶ νὰ τὰ ὁδηγεῖ ἐκεῖ ποὺ Ἐκεῖνος ­θέλει. Διότι δὲν εἶναι μόνο ὁ ἀλάνθαστος γνώστης τῶν λεπτομερειῶν τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου, ὁ ἀόρατος παρατηρητὴς τῶν πάν­των. Εἶναι συγχρόνως καὶ ὁ ­πραγματικὸς ­κυβερνήτης τοῦ σύμπαν­τος κόσμου, τῆς πορείας τῶν λαῶν καὶ τῆς ζωῆς τῶν ἀν­­θρώπων. Στὴν κυβέρ­νηση δὲ αὐτὴ δὲν ἐ­­­μποδίζεται ἀπὸ τὰ ἀντίθετα ­σχέδια τῶν ἀνθρώπων. Μὲ τὴν ­πανσοφία καὶ ­παν­το­δυ­ναμία Του ­χρησιμοποιεῖ καὶ αὐτὴν ἀκόμη τὴν ἐ­­­ναν­τίον Του ­πολεμικὴ γιὰ νὰ πρα­γμα­το­ποι­ήσει τελικὰ τὸ δικό Του ­σχέδιο.
    Οἱ βου­­­λευ­τὲς μπορεῖ νὰ ­ψηφίζουν ­ἀκόμη καὶ ἀντίθεους νόμους. Νὰ ­γνωρίζουν ὅ­­­μως ὅτι εἶναι αἰχμάλωτοι. ­Αἰχμάλωτοι τῆς παν­σο­­φίας τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ­χρησι­μοποιεῖ ἀκόμη καὶ τὶς δικές τους κακὲς ­ἀποφάσεις γιὰ νὰ ­πραγματοποιήσει τὸ σχέδιό Του γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. ­Εἶ­ναι «ὁ δρασσόμενος τοὺς σοφοὺς ἐν τῇ ­πανουρ­γίᾳ αὐτῶν» (Α΄ Κορ. γ΄ 19). Ἐκείνους ποὺ νο­μίζουν ὅτι εἶ­ναι σοφοὶ τοὺς πιά­νει σφιχτοδεμένους καὶ τοὺς ἐξευτελίζει μὲ τὴν ἴδια τὴν ἐξυπνάδα καὶ ­δεξιότητά τους.
    Ὁ Θεός, λέει ἀκόμη ὁ Ἰώβ, ­«διαλλάσσει», μεταβάλλει τὰ χείλη καὶ ­τὴ ρητορεία τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν ἐμπιστοσύνη στὴ δύναμη τοῦ λόγου τους, ποὺ κάνουν δηλώσεις, ποὺ δίνουν μεγάλες ὑποσχέσεις, καὶ τοὺς ἀναγκάζει νὰ ποῦν ἄλλα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ θὰ ἤθελαν. «Διαλλάσσει» ἀκόμη καὶ τὴ διάνοια τῶν ἀρχόντων, παραχω­ρεῖ νὰ περιέρχεται σὲ σύγχυση καὶ νὰ σκοτίζεται ὁ νοῦς τους, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πλανῶνται καὶ νὰ χάνονται στοὺς δρόμους ποὺ ἀκολουθοῦν (ιβ΄ 20, 24).
    Λόγια θεόπνευστα, ποὺ ἀκούσθηκαν πρὶν ἀπὸ χιλιάδες χρόνια καὶ ἐπαληθεύ­ονται διαρκῶς καὶ στὶς μέρες μας. Οἱ ἄρ­χοντες τῆς γῆς σχεδιάζουν, ­ὀργανώνουν, προσπαθοῦν. Χωρὶς ὅμως τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ, μόνο μὲ τὴ δική τους δύναμη καὶ σκέψη, δὲν βοηθοῦν οὐσιαστικὰ τοὺς λαούς, δὲν πετυχαίνουν τοὺς στόχους τους. Ἀλλοῦ θέλουν νὰ ὁδηγηθοῦν καὶ ἀλ­λοῦ καταλήγουν. Δίνουν ­ὑποσχέσεις καὶ πολὺ σύντομα τὶς ἀθετοῦν. ­Σχεδιάζουν, καὶ βλέπουν τὰ σχέδιά τους σὲ ἐλάχιστο χρόνο νὰ ἀνατρέπονται.
    Ὅσο μεγάλος καὶ ἂν νομίζει ὅτι εἶναι ὁ ἄν­θρωπος, τελικὰ εἶναι μικρός, ἀδύναμος καὶ πτωχός. Εἶναι αἰχμάλωτος. Αἰχμάλωτος καὶ δεμένος.
    Ἕνας εἶναι ὁ ἀλάνθαστος κυβερνήτης τοῦ παντός, ὁ παντέλειος Θεός. «Παρ’ αὐ­τῷ κράτος καὶ ἰσχύς, αὐτῷ ­ἐπιστήμη καὶ σύνεσις», διδάσκει ὁ Ἰώβ (ιβ΄ 16). ­Αὐ­τὸς ἔχει τὴν ἐξουσία ὅλων καὶ τὴν ἀκατα­μά­χητη δύναμη. Σ’ αὐτὸν ὑπάρχει ἡ τέ­λεια γνώση καὶ σοφία. Αὐτὸς εἶναι ὁ πάνσοφος καὶ παντοδύναμος. Ὡς πάνσο­φος γνωρίζει τί ἔχουμε ἀνάγκη. Ὡς παν­το­δύ­ναμος μπορεῖ νὰ μᾶς τὸ δώσει. Καὶ ἀ­­­σφαλῶς θὰ μᾶς δώσει τὸ χρήσιμο καὶ ἀναγκαῖο, θὰ μᾶς κρατήσει στὴ ζωὴ καὶ θὰ μᾶς σώσει, διότι Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ μόνος πανάγαθος.
    Σ’ Αὐτὸν μὲ ἀκράδαντη πίστη νὰ στηρί­ξουμε τὶς ἐλπίδες μας καὶ νὰ ἐμπιστευθοῦ­με τὴ ζωή μας.