Ἁμαρτάνουμε, ἐπειδὴ μᾶς πολεμάει ὁ διάβολος;

    Πολλοὶ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὰ σφάλματά τους, ἐπαναλαμβάνουν τὴ δικαιολογία τῆς Εὔας ποὺ εἶπε στὸ Θεὸ μετὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα: «Ὁ ὄφις ἠπάτησέ με» (Γεν. γ΄ 13)· μὲ ἐξαπάτησε τὸ φίδι (ὁ διάβολος). Δηλαδή, θεωροῦν ὡς αἴτιο τῆς πτώσεώς τους τὸν διάβολο.
    Κανεὶς δὲν ἀρνεῖται ὅτι ὁ διάβολος εἶ­­­­­ναι πλάνος ποὺ πλανᾶ τὴν ­οἰκουμένη (πρβλ. Ἀποκ. ιβ΄ 9), ὅτι εἶναι ­ὑποβολέας καὶ ὑποκινητὴς τοῦ κακοῦ καὶ ὅτι θέλει τὴν καταστροφή μας. Κανεὶς δὲν ἀμφισ­βητεῖ ὅτι ὁ διάβολος εἶναι φθονερὸς καὶ παγκάκιστος, μισάνθρωπος καὶ ἀνθρωποκτόνος. Ἀλλ’ εἶναι πονηρὸς καὶ πανοῦργος μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὄχι γιὰ μᾶς, ἂν προσέχουμε. «Πονηρὸς ὁ διάβολος, ὁμολογῶ κἀγώ, ἀλλ’ ἑαυτῷ πονηρός, οὐχ ἡμῖν, ἂν νήφωμεν», τονίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (ΕΠΕ 31, 98).
    Δὲν μᾶς ἀναγκάζει ὁ διάβολος νὰ ἁ­­­μαρτήσουμε. Οὔτε τοὺς ­Πρωτο­­πλά­στους τοὺς ἀνάγκασε νὰ ἁμαρτήσουν. Ὁ παμ­πόνηρος ὄφις ἔκανε μὲ τέχνη τὴν εἰσήγησή του. Ἀλλὰ ἡ Εὔα ἀντὶ νὰ τὴν ἀπορρίψει, παρετήρησε μὲ περιέργεια τὸν ἀ­­­­­­παγορευμένο καρπὸ καὶ θέλησε νὰ τὸν δοκιμάσει. Ἄρα νικήθηκε ἀπὸ τὴν κακὴ ἐπιθυμία της κι ὄχι ἀπὸ τὴν κακία τοῦ δαίμονα. «Ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας ἡττήθη τῆς ἰδίας, οὐχ ὑπὸ τῆς πονηρίας τοῦ δαίμονος». «Ἐν αὐτῇ γὰρ ἦν τὸ μὴ πεσεῖν». Ἀπὸ αὐτὴν ἐξηρτᾶτο τὸ νὰ μὴν πέσει. Τὸ ὅτι ἔπεσε, ὀφείλεται σὲ δική της ὑπαιτιότητα· μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν τῆς δοθεῖ συγχώρηση ἀπὸ τὸν Θεό, διότι εἶπε: Ὁ διάβολος μὲ ξεγέλασε. Ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ πεῖ: Συγγνώμην, Θεέ μου, δικό μου εἶναι τὸ σφάλμα, ἁμάρτησα!
    Ὁ θεῖος Διδάσκαλος διδάσκει ὅτι «ἐκ τῆς καρδίας ἐξέρχονται ­διαλογισμοὶ πονηροί» (Ματθ. ιε΄ 19). Ἐὰν δὲν προσ­έ­­χουμε τὶς σκέψεις, τὶς ­ἐπιθυμίες, τὶς ἐνέργειές μας, πονηρεύει καὶ ἡ ­προαίρεση, πονηρεύουν καὶ οἱ ­διαλογισμοί μας. Κι ἀντὶ νὰ φυτρώσουν στὴν καρδιά μας ἄνθη εὐώδη καὶ φυτὰ καρποφόρα, φυτρώνουν τὰ ἀγκάθια τῶν παθῶν.
Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει ὅτι ὁ ­διάβολος αὐτὸς καθ’ ἑαυτὸν δὲν μπορεῖ νὰ γίνει αἴτιος τῶν ἁμαρτιῶν μας. «Αὐτὸς καθ’ ἑ­­­αυτὸν ὁ σατανᾶς αἴτιος γενέσθαι τινὶ ἁ­­­μαρτίας οὐ δύναται» («Ὅροι κατ’ ἐπιτομήν», ΕΠΕ 9, 102). Προσπαθεῖ ­βεβαίως νὰ μᾶς παρασύρει, ὑποδαυλίζει τὶς κα­­­κὲς ἐπιθυμίες καὶ τὰ πάθη μας, ἔχει κι αὐτὸς τὴ συμβολή του, ἐφόσον εἶναι ὑποβολέας καὶ ὑποκινητὴς τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ τὴν ἁμαρτία δὲν μᾶς ­ἐξαναγκάζει νὰ τὴ δια­πράξουμε. Ἄρα ἐμεῖς ­εἴμαστε ­­ὑπεύ­θυνοι γιὰ τὴ διάπραξή της, ἐφόσον μὲ τὴν ἐ­­λεύθερη θέλησή μας ­ἁμαρ­τάνουμε.
    Αὐτὸ διδάσκει καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος στὴν ἐξαίρετη ὁμιλία του «Ὅτι ἐκ ραθυμίας ἡ κακία» ­ἀποδεικνύει μὲ πλῆθος ἁγιογραφικῶν παραδειγμά­των ὅτι ἡ κακία δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν διάβολο ἀλλὰ ἀπὸ τὴ ραθυμία μας. Ἕ­­να ἀπὸ τὰ παραδείγματα ποὺ χρησι­μοποιεῖ εἶναι ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Κρίσεως. Σχολιάζοντας τὴν ἀπόφαση τοῦ δίκαιου Κριτῆ πρὸς τὰ «ἐρίφια»· «σεῖς, ποὺ ἀπὸ τὰ ἔργα σας γίνατε καταραμένοι, πηγαίνετε μακριὰ ἀπὸ μένα στὸ πῦρ τὸ αἰώνιο, ποὺ ἔχει ἑτοιμασθεῖ γιὰ τὸν διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του», γράφει ὅτι ἐὰν αἴτιος τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἐριφίων ἦταν ὁ διάβολος, θὰ ἔπρεπε νὰ τιμωρηθεῖ ὁ διάβολος καὶ ὄχι τὰ ἐρίφια. Βλέπουμε ὅμως ὅτι τιμωροῦνται τὰ ἐρίφια. Γιατί; Διότι αἰτία τῶν ἁμαρτιῶν τους εἶναι ἡ πονηρὴ προαίρεσή τους, ἡ ἄπονη καὶ ἄσπλαχνη καρδιά τους (ΕΠΕ 31, 110).
    Ἄρα ἐνεργοῦμε ἐσφαλμένα, ὅταν φορτώνουμε τὰ σφάλματά μας στὸν διάβολο. Τὸ καλύτερο εἶναι νὰ ­διορθώνουμε τὴ δική μας κακὴ ­προαίρεση κι ὄχι νὰ κα­ταριόμαστε τὸν διάβολο. ­«Ἑαυτοὺς τηρείτωσαν καὶ μὴ μάτην ἐμὲ καταράσθω­σαν», νὰ ­προστατεύουν τοὺς ἑαυτούς τους καὶ νὰ μὴν καταριοῦνται ἐμένα, εἶ­­πε ὁ διάβολος στὸν ἅγιο Μακάριο τὸν Αἰ­­­γύπτιο γιὰ τοὺς Μοναχοὺς ποὺ δικαιολογοῦνταν ὅτι ὁ διάβολος φταίει ποὺ ἁμαρτάνουν (Εὐεργετινός, τόμ. Δ΄, Ὑ­­πό­­θεσις ΙΘ΄, σελ. 337).
    Ἀντὶ λοιπὸν νὰ καταριόμαστε τὸν διάβολο, ἂς ἐλεεινολογοῦμε τὸν ἑαυτό μας, ἂς διορθώνουμε τὴν προαίρεσή μας, ἂς κάνουμε κατὰ δύναμιν ἕνα μικρὸ ­ἀγώνα. Ἂν κάνουμε αὐτὸν τὸν μικρὸ ­ἀγώνα, ὁ Χριστὸς εἶναι πολὺ δυνατὸς καὶ θὰ δώσει τὴ θεϊκή Του δύναμη νὰ συντρίψου­με τὸν σατανᾶ. Ἂν ἀγωνιζόμαστε μὲ πό­θο, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ μᾶς ἐ­­γκα­τα­λείψει ποτέ, ἀκόμη κι ἂν μεταχειρίζεται ὁ διάβολος σὲ βάρος μας ὅλα τὰ τεχνάσματα, λέει ὁ ἱερὸς ­Χρυσόστομος (ΕΠΕ 10, 54). Κι ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁ­­­γιορείτης συμπληρώνει ὅτι ὁ Θεὸς χάρισε στὴ θέλησή μας τόση ἐλευθερία καὶ δύναμη ποὺ καὶ ὅλοι οἱ δαίμονες νὰ ἀρματωθοῦν καταπάνω της, μπορεῖ νὰ τοὺς καταφρονήσει. Καὶ συμβουλεύει νὰ μὴ μικροψυχήσουμε, ὅταν μᾶς ἐπιτεθοῦν οἱ δαίμονες, οὔτε νὰ ρίψουμε στὴ γῆ τὰ ἄρματα, ἀλλὰ νὰ λέμε: «Κύριος φω­­­τισμός μου καὶ σωτήρ μου· τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος ὑπερασπι­στὴς τῆς ζωῆς μου· ἀπὸ τίνος ­δειλιάσω;» (Ψαλ. κστ΄ 1) («Ἀόρατος πόλεμος», Κεφ. ΙΔ΄, σελ. 46).
    Μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ μας θὰ τὸν συντρίψουμε τὸν αἰώνιο ἐχθρό μας.