Ἡ Ἀλεξάνδρα καὶ ἡ Εἰρήνη ἦταν ἀχώριστες φίλες. Καθεμιά τους ἤξερε τὰ μυστικὰ τῆς ἄλλης καὶ δὲν τὸ εἶχαν καλὸ νὰ κλείσει ἡ μέρα τους χωρὶς ἕνα τηλεφώνημα μεταξύ τους γιὰ ὅλα καὶ γιὰ ὅλους.
Ἔνιωθαν εὐτυχισμένες μὲ τὴ φιλία τους. Τὶς χαιρόντουσαν καὶ οἱ συγγενεῖς τους. Ἔλα ὅμως ποὺ ὑπάρχει καὶ ὁ ἐξαποδῶ καὶ φθόνησε τὴν ἄδολη φιλία τους κι ἔριξε τὸ δηλητήριό του ἀνάμεσά τους… Μιὰ ἀπρόσεκτη φράση ποὺ ξέφυγε ἀπὸ τὸ στόμα τῆς Εἰρήνης στάθηκε ἡ ἀφορμὴ νὰ γίνει θρύψαλα ἡ φιλία τους καὶ νὰ μὴ μιλιοῦνται εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια, καὶ νὰ ἀλλάζουν πεζοδρόμιο ὅταν κάποτε συναντιόντουσαν στὸ δρόμο τῆς ἀγορᾶς.
Χόρευε ὁ Σατανᾶς μὲ τὰ δαιμόνιά του μὲ τὸ κατόρθωμά του.
Πήγαιναν μάλιστα καὶ κοινωνοῦσαν Πάσχα καὶ Χριστούγεννα, κι ἂς ἦταν μαλωμένες μεταξύ τους.
Μιὰ γειτόνισσα τῆς Εἰρήνης, ἡ Χαρά, ποὺ ἦταν πιστὴ χριστιανή, θεώρησε χρέος της νὰ βοηθήσει τὶς δύο γνωστές της πρώην φίλες.
Ἔκανε τὴν προσευχή της κι ἕνα ἀπόγευμα τόλμησε καὶ ρώτησε τὴν Εἰρήνη, μὲ τὴν ὁποία εἶχαν καλὲς σχέσεις:
–Εἰρήνη μου, τί γίνεται ἐκείνη ἡ φίλη σου ἡ Ἀλεξάνδρα; Ἀρρώστησε μήπως;
–Οὔτε ξέρω, Χαρά μου, οὔτε καὶ μὲ ἐνδιαφέρει πλέον. Χώρισαν οἱ δρόμοι μας.
–Ὤ συγγνώμην! Δὲν ἤθελα νὰ σὲ συγχίσω! Ἁπλὰ ἀπὸ ἐνδιαφέρον ρώτησα.
–Εὐχαριστῶ πολύ. Ἀλλὰ μ’ αὐτὴν τέρμα πλέον!
–Καλά, Εἰρήνη μου! Ὅπως τὸ ἀποφάσισες. Καὶ ἀσφαλῶς θὰ ἔχεις τοὺς λόγους σου! Εὔχομαι νὰ εἶσαι πάντα εἰρηνική, ὅπως λέει καὶ τὸ ὄνομά σου.
–Εὐχαριστῶ πολύ, Χαρά. Κι ἐσένα ὁ Θεὸς νὰ σὲ ἔχει πάντα χαρούμενη, ὅπως εἶναι καὶ τὸ ὄνομά σου.
Πέρασε καιρὸς ἀπὸ τότε καὶ ἡ ψυχρότητα ἀνάμεσα στὶς δυὸ παλιὲς φίλες συνεχιζόταν. Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Χαρὰ προσευχόταν καθημερινὰ καὶ παρακαλοῦσε τὸν Κύριο τῆς ἀγάπης νὰ μαλακώσει τὶς καρδιὲς τῶν δύο πρώην φιλενάδων.
Καὶ ἡ θεόσταλτη εὐκαιρία δὲν ἄργησε νὰ παρουσιασθεῖ. Στὴ συνοικία τους ὑπῆρχε ἕνας ἐκπολιτιστικὸς Σύλλογος, στὸν ὁποῖο πρόεδρος ἦταν ὁ Ἀρίστος, σύζυγος τῆς Χαρᾶς. Ὁ Σύλλογος αὐτὸς ὀργάνωσε τὶς μέρες ἐκεῖνες ἕνα προσκύνημα στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Παναγίας τῆς Μαλεβῆ μὲ διανυκτέρευση στὴν Τρίπολη. Στὴν ἐκδρομὴ δήλωσαν καὶ ἔλαβαν μέρος καὶ ἡ Ἀλεξάνδρα καὶ ἡ Εἰρήνη, μὲ διαφορετικὲς βέβαια παρέες. Ὅταν ἑτοίμαζαν τὰ ζευγάρια ποὺ θὰ κοιμόντουσαν στὰ δωμάτια τοῦ ξενοδοχείου, ἡ Χαρὰ εἶπε στὸ σύζυγό της νὰ βάλει τὴν Ἀλεξάνδρα καὶ τὴν Εἰρήνη στὸ ἴδιο δωμάτιο.
Ἀφοῦ πῆγαν καὶ προσκύνησαν μὲ εὐλάβεια καὶ συγκίνηση τὴν μυροβλύζουσα θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Παναγίας τῆς Μαλεβῆς, κατέληξαν τὸ βράδυ σ’ ἕνα μεγάλο ξενοδοχεῖο στὴν Τρίπολη. Ὁ Ἀρίστος διάβαζε τὰ ὀνόματα καὶ δύο – δύο οἱ ἐκδρομεῖς ἔπαιρναν τὰ κλειδιὰ ἀπὸ τὴ «ρεσεψιὸν» καὶ ἀνέβαιναν στὰ δωμάτιά τους. Τελευταῖες ἔμειναν ἡ Ἀλεξάνδρα μὲ τὴν Εἰρήνη, ποὺ διαμαρτύρονταν ἔντονα στὸν Ἀρίστο διότι τὶς ἔβγαλε ἀπὸ τὶς παρέες τους.
–Ἔ, μιὰ βραδιὰ εἶναι αὐτή, εἶπε ἐκεῖνος. Θὰ κοιμηθεῖτε, καὶ ἀπὸ αὔριο πάλι ὅλοι μαζί! Καὶ ἀνέβηκε μὲ τὴ γυναίκα του στὸ δωμάτιό τους, καληνυχτίζοντάς τες.
Τὸ κλειδὶ τοῦ δωματίου τους τὸ κρατοῦσε ἀκόμη στὸ χέρι του ὁ ὑπάλληλος τοῦ ξενοδοχείου.
–Σᾶς παρακαλῶ, τοῦ εἶπε πρώτη ἡ Ἀλεξάνδρα, μήπως ὑπάρχει κανένα μονόκλινο; Ἔχω πρόβλημα.
–Τὸ ἴδιο κι ἐγώ, πρόσθεσε ἡ Εἰρήνη, καὶ μάλιστα σοβαρό!
–Ἂς εἶναι καὶ σὲ ὅποιον ἄλλο χῶρο! συμπλήρωσε ἡ πρώτη.
–Λυποῦμαι, κυρίες μου! Δὲν ὑπάρχει τίποτε! Θὰ πᾶτε νὰ ἡσυχάσετε καὶ νὰ κοιμηθεῖτε ἐκεῖ ποὺ σᾶς ὅρισε ὁ ὑπεύθυνος τῆς ἐκδρομῆς σας. Ἄλλους χώρους γιὰ ὕπνο δὲν διαθέτουμε. Ὁρίστε τὸ κλειδὶ τοῦ δωματίου σας!
Μπρὸς στὴ σταθερὴ καὶ ἀνυποχώρητη στάση τοῦ ὑπαλλήλου πῆραν τὸ κλειδί, μπῆκαν στὸ ἀσανσὲρ χωρὶς νὰ βλέπει ἡ μιὰ τὴν ἄλλη καὶ ἄνοιξαν τὸ δωμάτιό τους.
Κι ἐκεῖ τοὺς περίμενε μιὰ ὡραία ἔκπληξη, ἐμπνευσμένη ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ καρδιὰ τῆς Χαρᾶς: μιὰ μεγάλη εἰκόνα τοῦ Ἐσταυρωμένου μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», ποὺ τὴν εἶχε στείλει ἐκείνη συστημένη μὲ «κούριερ» στὴ διεύθυνση τοῦ ξενοδοχείου γιὰ νὰ τοποθετηθεῖ στὸ δωμάτιο ποὺ θὰ ἔμεναν ἡ Ἀλεξάνδρα μὲ τὴν Εἰρήνη.
Ὅταν εἶδε τὴν εἰκόνα ἡ Εἰρήνη, συγκλονίστηκε· γονάτισε, τὴν ἀσπάστηκε καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια στράφηκε στὴν Ἀλεξάνδρα καὶ τῆς εἶπε:
–Ἀλέκα μου, ἐγὼ φταίω γιὰ ὅλα! Ἐγὼ δὲν σοῦ μίλησα καλὰ τότε καὶ χώρισαν οἱ δρόμοι μας. Συγχώρεσέ με, ἀδελφή μου!
Καὶ σηκώθηκε καὶ τὴν φίλησε θερμά. Τὸ ἴδιο συγκινημένη καὶ μὲ δάκρυα νὰ αὐλακώνουν τὰ μάγουλά της τὴν φίλησε καὶ τὴν ἀγκάλιασε καὶ ἡ Ἀλεξάνδρα.
–Ἂς τὰ ξεχάσουμε τώρα ὅλα αὐτά, εἶπε. Νὰ πατήσουμε τὸν διάβολο, τὸν πατέρα τοῦ μίσους. Ἐμεῖς ἀνήκουμε στὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης! Καὶ στὴν Παναγία μας!
–Ναί, Ἀλέκα μου, στὸν Θεὸ τῆς συγγνώμης! Καὶ στὴ Θεοτόκο!
Καὶ ὅλη τὴ νύχτα σχεδὸν δὲν ἔκλεισαν μάτι συζητώντας. Εἶχαν ἄλλωστε πολλὰ νὰ ποῦν. Μιὰ νέα περίοδος φιλίας ἄρχιζε πλέον, θεμελιωμένη στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν τὶς εἶδε τὸ πρωὶ στὸ πρόγευμα ἡ Χαρὰ χαρούμενες καὶ γελαστὲς νὰ παίρνουν δίπλα – δίπλα τὸ πρωινό τους, δοξολογοῦσε μυστικὰ τὸν Κύριο τῆς ἀγάπης.