Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 15 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015

Η΄ Λουκᾶ: Λουκ. ι΄ 25-37

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικός τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· ­διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγι­νώσκεις; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύ­ος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλη­σίον σου ὡς ἑαυτόν. εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρί­θης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. ὁ δὲ θέλων ­δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς­ τὸν ᾿Ιησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; ὑπολα­βὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἄν­θρω­­πός τις ­κατέβαινεν ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς ῾­Ιεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐ­τὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ ­τυγχάνοντα. κατὰ συγ­κυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐ­τὸν ἀν­τιπαρῆλθεν. ὁμοίως δὲ καὶ Λευ­ΐτης ­γενόμε­νος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ­ἀντιπαρῆλ­θε. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐ­­­τόν, καὶ ἰ­­­­δὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ ­προσελ­θὼν κα­τέ­δησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ­ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐ­τοῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δη­­­­νάρια ἔ­­δωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ­ἐ­­­­­­­πι­μελήθητι αὐ­­­τοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐ­­­­πανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλη­σίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΟΥ

1. Εἶναι δική μας ἡ εὐκαιρία τῆς ἀγάπης

    Ρωτοῦν πολλοί: ­Γιατί νὰ ὑπάρχει τόση ­δυστυχία στὸν κόσμο; Για­τί ἀφήνει ὁ Θεὸς ἀ-­θῶα παιδιὰ νὰ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν ­πείνα καὶ τὶς ἀρρώστιες;… Εὔλογα ἀκούγονται τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ καὶ κάπο­τε φθάνουν στὸ ­ση­­μεῖο νὰ θέτουν σὲ ἀ­μ­φισβήτηση τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης. Ὡστόσο ὁ Κύριος μὲ τὴν Παρα­βο­λὴ ποὺ μᾶς δίδαξε στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ρίχνει τὸ φῶς τῆς ἀγάπης Του ποὺ δίνει ἀπάντηση σὲ κά­θε παρόμοιο ἐρώτημα καὶ ἀμφιβολία.
    Ἦταν κάποιος νομοδιδάσκαλος ποὺ πλησίασε τὸν Κύριο καὶ Τὸν ρώτησε τί πρέπει νὰ κάνει γιὰ νὰ κληρονομήσει τὴν αἰώνια ζωή. Ὁ Κύριος τοῦ ὑπέδειξε νὰ ἀναζητήσει τὴν ἀπάντηση στὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ. Πράγματι δὲν ἦταν δύσκολο γιὰ τὸν μελετητὴ τοῦ Νόμου νὰ καταλάβει ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶχε νὰ κάνει ἦταν νὰ ἀγαπᾶ ὁλοκληρωτικὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον του. Προχώρησε ὅμως ὁ νομοδιδάσκαλος κι ἔθεσε νέο ἐρώτημα: «Καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;»· ποιὸν πρέπει νὰ θεωρῶ πλησίον μου;…
    Τότε βρῆκε ἀφορμὴ ὁ Κύριος νὰ διηγηθεῖ τὴ θαυμάσια Παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου.
    Κάποτε, εἶπε, ἕνας ἄνθρωπος κατέβαινε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ στὴν Ἱεριχώ. Στὸ δρόμο ὅμως ἔπεσε σὲ ἐνέδρα ληστῶν. Αὐτοὶ τοῦ ἐπιτέθηκαν, πῆραν ὅ,τι εἶχε πάνω του, ἀκόμη καὶ τὰ ροῦχα ποὺ φοροῦσε, καί, ἀφοῦ τὸν τραυμάτισαν ἄσχημα, τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο κι ἔφυγαν.
    Κατὰ σύμπτωση πέρασε ἀργότερα ἀπὸ τὸν δρόμο ἐκεῖνο ἕνας ­Ἰουδαῖος ἱε­­ρέας, ὁ ὁποῖος τὸν εἶδε ἀλλὰ δὲν τοῦ ἔ­­­δωσε σημασία. ­Παρομοίως κι ἕνας λευ­ίτης, ἄνθρωπος δηλαδὴ ποὺ διακονοῦ­σε στὸ ναό, ἂν καὶ ­πέρασε ἀπὸ τὸν ἴδιο τόπο καὶ εἶδε ἀπὸ κοντὰ τὸν τραυματία, τὸν ­προσπέρασε ­ἀδιάφορα: «ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ­ἀντι­παρῆλ­θε».
    Τί κρίμα! Ὥστε λοιπὸν κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ δείξει λίγη συμπόνια στὸ συνάνθρωπο; Ἦταν τόσο ­δύσκολο νὰ σταματήσουν γιὰ λίγο, νὰ μιλήσουν στὸν πληγωμένο διαβάτη, νὰ τοῦ πλύνουν τὶς πληγές, νὰ τοῦ δώσουν λίγο θάρ­ρος καὶ ἐνίσχυση;… Ἄνθρωποι αὐ­τοὶ ποὺ διακονοῦσαν καθημερινὰ στὶς θυσίες πρὸς τὸν Θεό, δὲν μποροῦ­σαν νὰ θυσιάσουν ἔστω κάτι μικρὸ καὶ γιὰ τὸν συνάνθρωπο;… Ποιὸς περίμεναν νὰ ἔρθει νὰ βοηθήσει;
    Γιατί ὅμως νὰ κατακρίνουμε τοὺς ἀν­θρώπους ἐκείνους; Μήπως ­κάποτε δὲν φερόμαστε κι ἐμεῖς μὲ παρόμοια ἀδιαφορία καὶ ἀσπλαχνία;…
    Ἄραγε δείχνουμε ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς, τοὺς μοναχικοὺς ­γέροντες, τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά, τοὺς πολύτεκνους, τοὺς ἄστεγους, τοὺς ­μετανάστες ἢ καὶ τοὺς ἀδελφούς μας στὶς χῶρες τοῦ λεγόμενου τρίτου κόσμου ποὺ στεροῦνται ἀκόμη καὶ τὰ αὐτονόητα γιὰ μᾶς;
    Βέβαια εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ἀγάπη ἀ­­παιτεῖ θυσίες καὶ κόπο. Αὐτὸ ἀξίζει ὅ­­­μως. Τὸ εὔκολο εἶναι νὰ ­ρίξουμε τὴν πέ­­τρα τοῦ ἀναθέματος στοὺς ἄλλους. Ἤ, ἀκόμη χειρότερα, στὸ Θεὸ ὁ Ὁ­­­ποῖος τάχα δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑποφέρουν. Καὶ ὅ­μως Ἐκεῖ­νος ὄχι μόνο ἐνδιαφέρεται ἀλλὰ δείχνει ἄπειρο ἔλεος καὶ ἀγάπη πρὸς τὸ πλάσμα Του, τὸν ἄν­θρωπο. Αὐτὸ μᾶς δείχνει ἡ συνέχεια τῆς Παραβολῆς.

2. Ὁ Χριστὸς Καλὸς Σαμαρείτης

    Κάποια στιγμὴ πέρασε ἀπὸ τὸν ἴδιο δρόμο κι ἕνας κάτοικος τῆς ­Σαμάρειας, ἕνας Σαμαρείτης. Αὐτὸς ὅμως δὲν φέρθηκε ὅπως οἱ ἄλλοι περαστικοί. Εἶδε τὸν τραυματισμένο ἄνθρωπο καὶ πόνε­σε πολύ. Τὸν πλησίασε, ἔπλυνε τὶς πληγές του καὶ τὶς ἄλειψε μὲ λάδι καὶ κρα­­σὶ καί, ἀφοῦ ἔδεσε τὰ ­τραύματα, ἀνέβα­­σε τὸν τραυματία στὸ ζῶο του καὶ τὸν μετέφερε σὲ κοντινὸ πανδοχεῖο, ὅ­­­που τὸν περιποιήθηκε μὲ περισσὴ ἐ­­­πιμέλεια. Διανυκτέρευσε μαζί του, καὶ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, πρὶν συνεχίσει τὸν δρόμο του, πλήρωσε καλὰ τὸν ­ξενοδόχο ἀναθέτοντάς του τὴ φροντίδα τοῦ ταλαιπωρημένου ἐκείνου ἀνθρώπου. Μά­λι­στα τοῦ ἔδωσε παραγγελία νὰ κάνει ὅ,τι καλύτερο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, καὶ ἐκεῖνος ἀνελάμβανε κατὰ τὴν ἐπιστροφή του νὰ τοῦ πληρώσει μὲ τὸ παραπάνω τὴ δαπάνη καὶ τὸν κόπο του.
    Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ὁ Σαμαρείτης αὐ­τὸς στάθηκε ἀληθινὰ «πλησίον» στὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε πέσει θύμα τῶν ληστῶν. Αὐτὸ ἀκριβῶς ὑπέδειξε ὁ Κύριος καὶ στὸ νομοδιδάσκαλο δίνον­τας τέλος στὴ συζήτηση μὲ τὴν προτροπὴ νὰ τὸν μιμηθεῖ: «Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως».
    Στὴν πραγματικότητα ὅποιος μιμεῖ­ται τὸν καλὸ Σαμαρείτη μιμεῖται τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Διότι, σύμφωνα μὲ τὴν ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία τῆς Παραβολῆς, ὁ Καλὸς Σαμαρείτης εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ὁποῖος ἦλθε στὴ γῆ ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὸν ἔβλεπε καταπληγωμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Δὲν ἔμεινε ἀδιάφορος ὁ Θεὸς στὸν πόνο καὶ τὴ δυστυχία τοῦ κόσμου. Ἔ­­στειλε τὸν Μονογενή Του Υἱὸ γιὰ νὰ θεραπεύσει τὶς πληγές μας καὶ νὰ μᾶς χαρίσει πάλι ζωὴ κι ἐλπίδα.
    Μᾶς ὁδήγησε στὸ πανδοχεῖο, ποὺ εἶ­­­ναι ἡ Ἐκκλησία Του, κι ἐκεῖ ­ἀνέθεσε στοὺς ποιμένες καὶ διδασκάλους νὰ μᾶς φροντίζουν μὲ τὴ διδαχὴ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν ἱερουργία τῶν ­ἁγίων Μυστηρίων, ποὺ μᾶς ­μεταγγίζουν ­ἁγιασμό, χάρη καὶ δύναμη. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ζοῦμε τὴν ἀγάπη στὸ πρόσω­πο τοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ μόνη ἀπάντηση στὰ ἀδιέξοδα τοῦ ἀν­­θρώπου. Ἡ μυστικὴ δύναμη ποὺ μπο­­ρεῖ νὰ ἀλλάξει τὸν κόσμο καὶ νὰ κάνει τὴ γῆ μας πρόγευση τοῦ Παραδείσου!