Τὸ περιστατικὸ εἶναι λίγο – πολὺ γνωστό. Ὁ Μωυσῆς ζεῖ στὸ παλάτι τοῦ Φαραὼ ὡς πρίγκιπας. Δὲν λησμονεῖ ὅμως ὅτι κατάγεται ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτες, τὸν ἐκλεκτὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, στοὺς προπάτορες τοῦ ὁποίου, τοὺς δικαίους, ἔχει δώσει ὁ Θεὸς σπουδαῖες ἐπαγγελίες γιὰ τὸ μέλλον τοῦ λαοῦ τους. Τώρα ὅμως εἶναι ὑπόδουλοι στοὺς Αἰγυπτίους. Θέλει νὰ βρεῖ ἀφορμὴ ὁ Μωυσῆς νὰ δείξει στοὺς ὁμοεθνεῖς του τὴ συμπαράστασή του. Παρερμηνεύεται ὅμως αὐτή, καὶ ὁ Φαραὼ τὸν καταδιώκει. Ὁ Μωυσῆς φεύγει ὅπως-ὅπως γιὰ νὰ γλυτώσει καὶ βρίσκεται τώρα στὴ γῆ Μαδιὰμ ὡς πρόσφυγας. Ἐκεῖ δημιουργεῖ οἰκογένεια καὶ ἀποκτᾶ δύο παιδιά. Εἶναι πλέον 40 ἐτῶν. Ἡ ὀνοματοδοσία ὅμως ποὺ κάνει στὰ δυὸ παιδιά του ἐκπλήσσει. Θὰ περίμενε κανεὶς νὰ τοὺς δώσει ὀνόματα ποὺ νὰ τοῦ θυμίζουν τὰ περασμένα του μεγαλεῖα ποὺ τώρα χάθηκαν, ἀλλὰ δὲν τὸ κάνει.
Ἀντίθετα τὸ πρῶτο του παιδὶ τὸ ὀνομάζει Γηρσέμ. Δηλαδὴ «πάροικος εἶμαι σὲ ξένη γῆ». Ἐλιέζερ τὸ δεύτερο· δηλαδὴ «ὁ Θεὸς τοῦ πατρός μου εἶναι βοηθός μου καὶ μὲ γλύτωσε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Φαραώ». Ἔνιωθε, φαίνεται, τὴν προσωρινότητά του ἐκεῖ, τὴν προσωρινότητα τῆς ἐργασίας του, τῆς παραμονῆς του στὴν ξένη γῆ. Ἔνιωθε ὅμως καὶ τὸ δικαίωμά του – ὡς Ἰσραηλίτης ποὺ ἦταν – νὰ συμμετέχει στὶς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ τῶν πατέρων του, καὶ ἂς ἦταν μακριὰ ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους ὁμοεθνεῖς του. Ἀλλὰ καὶ τὴν πεποίθησή του φανερώνει τὸ ὄνομα τοῦ δεύτερου παιδιοῦ του Ἐλιέζερ, πεποίθηση ὅτι ἐδῶ ποὺ τώρα βρίσκεται, τὸν ἔφερε ὁ Θεός, καὶ Αὐτὸς εἶναι καὶ τώρα βοηθός του. Καὶ γιὰ νὰ τὶς θυμᾶται καὶ νὰ ἐνισχύεται ἀπὸ τὶς θεμελιώδεις γι’ αὐτὸν ἀλήθειες, τὶς δίνει ὡς ὀνόματα στὰ παιδιά του. Ἔτσι τὶς ἔχει συνεχῶς στὴ μνήμη του, στὰ μάτια του, στὰ χείλη του, ἀφοῦ τὰ παιδιὰ τὰ εἶχε διαρκῶς μαζί του, μεγάλωναν δίπλα του.
Θαυμάζει κανεὶς πῶς ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὁ μετανάστης, καλλιεργεῖ συστηματικὰ τὸν ἑαυτό του. Δὲν εἶχε δυσκολίες ἐκεῖ στὴν ξένη γῆ; Εἶχε! Πόσες φορὲς θὰ τὸν πολιορκοῦσαν βασανιστικὲς σκέψεις ὀλιγοπιστίας: Γιατί ὁ Θεός, ποὺ ἔ- βλεπε τὴν ἁγνή του διάθεση νὰ βοηθήσει τοὺς ὁμοεθνεῖς του, τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ κοντά τους; Δὲν λείπουν αὐτὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ καθενός, ὅπως δὲν λείπουν τὰ κύματα ἀπὸ τὴ θάλασσα. Θὰ εἶχε βέβαια καὶ χαρὲς καὶ περιόδους ἤρεμης ζωῆς ἐκεῖ. Ποιὸν νὰ συμβουλευθεῖ γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ περνᾶ; Δὲν εἶχε δοθεῖ ἀκόμη ὁ Νόμος, δὲν ὑπῆρχε ἡ Συναγωγὴ στὴν ὁποία θὰ διάβαζαν καὶ θὰ ἐξηγοῦσαν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Γιὰ δασκάλους ὅμως ἔχει μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ αὐτὲς τὶς δύο ἔννοιες, τὰ ὀνόματα τῶν παιδιῶν του, καὶ συντονίζει σύμφωνα μ’ αὐτὲς τὴν πορεία του, ὅπως οἱ ναυτικοὶ προσανατολίζονται μὲ τὸν πολικὸ ἀστέρα. Ἔτσι καὶ στὶς χαρὲς ποὺ θὰ εἶχε, θὰ ἦταν συγκρατημένος, καὶ τὶς δύσκολες ὧρες θὰ τὶς ἀντιμετώπιζε μὲ σύνεση καὶ ὑπομονή. Καὶ ὄχι γιὰ ἕνα μήνα ἢ ἕνα – δυὸ χρόνια. Τέσσερις ὁλόκληρες δεκαετίες γυμνάζει καὶ στηρίζει ἔτσι τὸν ἑαυτό του μ’ αὐτὲς τὶς ἀλήθειες, ὅτι εἶναι πάροικος καὶ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι βοηθός του. Καὶ ὁ Θεὸς ποὺ τὸν παρακολουθεῖ ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια καὶ βλέπει τὸν ἀγώνα του, βρίσκει σ’ αὐτὸν τὸ κατάλληλο ψυχικὸ καὶ πνευματικὸ ὑπόβαθρο καὶ τοῦ ἀναθέτει πλέον μία ἔκτακτη καὶ θαυμαστὴ ἀποστολή: νὰ ποιμάνει ἕνα ὁλόκληρο ἔθνος καὶ νὰ ὁδηγήσει τὸν Ἰσραὴλ ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῆς Αἰγύπτου στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας.
Τί ὡραῖα θὰ ἦταν νὰ σκεφτόμασταν καὶ μεῖς ἔτσι προσγειωμένα, ὅτι ἐδῶ ποὺ βρισκόμαστε δὲν θὰ εἴμαστε γιὰ πάντα. Πάροικοι εἴμαστε, ὅπως σκεφτόταν ὁ προφήτης Μωυσῆς, περαστικοί. Ὅπως τὰ σύννεφα στὸν οὐρανό. Πόσοι καὶ πόσοι γνωστοί μας, φίλοι μας, συγγενεῖς μας, ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια, ὑπογραμμίζουν αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, καθὼς δὲν βρίσκονται κοντά μας τώρα! Τὰ πράγματά τους τὰ βλέπουμε, τοὺς ἴδιους ὄχι. Σήμερα καὶ μεῖς ἐδῶ, αὔριο ἀλλοῦ, μεθαύριο… Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς λέει ὅτι γιὰ ἀλλοῦ εἴμαστε. Δὲν ἔχουμε ἐδῶ «μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. ιγ΄ 14). Δὲν θὰ εἴμαστε αἰώνια ἐδῶ. Ὁ οὐρανὸς εἶναι ὁ προορισμός μας, ἐκεῖ ποὺ εἶναι οἱ Ἅγιοι, ἡ Παναγία, ὁ ἴδιος ὁ Θεός, γιὰ νὰ ζοῦμε αἰώνια εὐτυχισμένοι.
Ἂς θυμηθοῦμε ὅμως καὶ τὸ ὄνομα τοῦ δεύτερου παιδιοῦ τοῦ Μωυσῆ: Ἐλιέζερ. Δηλαδή, ὁ Θεὸς τοῦ πατρός μου βοηθός μου. Τί ὡραῖα νὰ μπορούσαμε καὶ μεῖς νὰ σκεφτόμαστε ἔτσι! Νὰ κυκλοφοροῦσε αὐτὴ ἡ ἀλήθεια μέσα μας καὶ νὰ μᾶς ζέσταινε τὴν ψυχή: Ὅτι δηλαδὴ καὶ γιὰ μᾶς προσωπικὰ ἐνδιαφέρεται ὁ Θεός, ἐπιτρέπει ἢ εὐδοκεῖ σὲ διάφορες καταστάσεις τῆς ζωῆς μας. Μᾶς βοήθησε, μᾶς βοηθᾶ, μᾶς γλυτώνει ἀπὸ πολλά, εἶναι κοντά μας, συμπαραστάτης, φύλακας, προνοητής, τροφέας μας μὲ τὰ ἅγια Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Μᾶς γλυτώνει ἀπὸ τὸ νοητὸ Φαραώ, τὸ διάβολο, μᾶς χάρισε τὸν ἅγιο Νόμο Του.
Ἐδῶ ποὺ βρίσκομαι μ’ ἔβαλε τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, ἡ εὐδοκία Του, ἡ ἀγάπη Του, ποὺ κάτι ξέρει παραπάνω, κι ἂς μὴν τὸ καταλαβαίνω στὴν πληρότητά του, ὅπως δὲν τὸ ἀντιλαμβανόταν γιὰ τὸν ἑαυτό του ὁ προφήτης Μωυσῆς. Γνωρίζει τὶς δυνατότητές μου, τὰ χαρίσματά μου, βλέπει τοὺς κρυφοὺς καὶ φανεροὺς ἀγῶνες μου καὶ μὲ βοηθάει. Ἀκούει τὶς προσευχὲς τῶν ἄλλων ἀνθρώπων γιὰ μένα καθὼς καὶ τῶν Ἁγίων καὶ χαίρεται μὲ τὸ φιλότιμό μου. Θέλει κοντά Του νὰ μὲ ἑλκύσει, γιὰ νὰ γεμίσει τὴν ψυχή μου μὲ εὐτυχία.
Μακάρι συχνὰ νὰ μᾶς δροσίζουν αὐτὲς οἱ ἀλήθειες, ποὺ μεταγγίζουν δύναμη καὶ ἐλπίδα, τονώνουν τὴν πίστη μας, δίνουν φτερὰ στὴ διάθεσή μας, στὴν ἐνεργητικότητά μας, στὴν καλοσύνη μας, δίνουν νόημα σ’ ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς ζωῆς μας.