Οἱ νεότεροι δὲν ἔχουμε συνηθίσει νὰ τὴ χρησιμοποιοῦμε ὡς λέξη. Ἀλλὰ στὰ πνευματικὰ βιβλία τὴ συναντοῦμε συχνά. «Οἴηση» εἶναι τὸ ὑπερήφανο φρόνημα, ἡ ἔπαρση, ἡ ἀλαζονεία. Εἶναι ἡ ψεύτικη ἰδέα ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας ὅτι εἴμαστε μεγάλοι καὶ τρανοί. «Τὸ νὰ νομίζωμεν ὅτι εἴμεθα κάποιον τί· τοῦτο ὀνομάζεται οἴησις», γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸ ὡραῖο βιβλίο του «Ὁ Ἀόρατος Πόλεμος».
Στὴ γλώσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς αὐτοὶ ποὺ ἔχουν μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους ὀνομάζονται «φρόνιμοι παρ’ ἑαυτοῖς» (Ρωμ. ιβ΄ 16· πρβ. Παρ. γ΄ 7). Ὁ προφήτης Ἡσαΐας τοὺς ταλανίζει. Ἀλίμονο, λέει, σ’ αὐτοὺς ποὺ τρέφουν μέσα τους τὸ φρόνημα ὅτι εἶναι συνετοὶ καὶ σοφοί, καὶ οἱ ὁποῖοι στὰ μάτια τους παρουσιάζονται ὅτι τὰ ξέρουν ὅλα καὶ δὲν ἔχουν ἀνάγκη συμβουλῆς. «Οὐαὶ οἱ συνετοὶ ἐν ἑαυτοῖς, καὶ ἐνώπιον αὐτῶν ἐπιστήμονες» (Ἡσ. ε΄ 21). Τοὺς ταλανίζει, διότι δὲν ὑπολογίζουν τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ρυθμίζουν τὰ θέματα τῆς ἰδιωτικῆς καὶ δημόσιας ζωῆς τους μὲ βάση τὴ δική τους καὶ μόνο σοφία καὶ ἐπιτηδειότητα.
Τὸ πάθος τῆς οἰήσεως γεννιέται ἀπὸ τὴ φιλαυτία, τὴ μητέρα τῶν παθῶν, καὶ γίνεται ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ ρίζα καὶ τῶν ἄλλων παθῶν. Εἶναι τόσο λεπτὸ καὶ κρυφὸ πάθος, ποὺ ἀπὸ τὴν πολλή του λεπτότητα οὔτε κἂν διακρίνεται. «Εἰς τὸν ἄνθρωπον εἶναι τόσον πολὺ προσκολλημένη ἡ ὑπόληψις τοῦ ἑαυτοῦ του, πὼς εἶναι κάποιον τί, καὶ τόσον λεπτή, ὁποὺ σχεδὸν πάντοτε ζῇ ἀποκρύφως εἰς τὴν καρδίαν μας, ἂν καὶ μᾶς φαίνεται πὼς ἔχομεν τὴν ἀπελπισίαν εἰς τὸν ἑαυτόν μας, καὶ τὴν ἐλπίδα εἰς τὸν Θεόν» («Ἀόρ. Πόλεμος», κεφ. Γ΄, σελ. 19).
Ὅμως ὅσο λεπτὸ καὶ κρυφὸ πάθος εἶναι ἡ οἴηση, τόσο μεγάλο κακὸ προξενεῖ. Δὲν ἀφήνει τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς ἐπισκιάσει. Πῶς νὰ ἔλθει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτὸν ποὺ θεωρεῖ ἐγωιστικὰ τὸν ἑαυτό του σοφό, αὐτάρκη καὶ ἱκανὸ γιὰ ὅλα; Πῶς νὰ φωτίσει αὐτὸν ποὺ ἔχει μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του; Πῶς νὰ βοηθήσει αὐτὸν ποὺ λέει ὅτι δὲν ἔχει τὴν ἀνάγκη κανενός; Στὶς ὑπερήφανες καρδιὲς δὲν κατοικεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐφόσον ἀπὸ μόνοι μας δὲν ἀφήνουμε τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ ἐνεργήσει μέσα μας, κατὰ δίκαιο λόγο ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἀναχωρεῖ.
Πρόκειται γιὰ ἑωσφορικὸ πάθος καὶ νόσημα, ποὺ δὲν εἶναι καθόλου ἀρεστὸ στὸν ἅγιο Θεό. Πῶς θὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπ’ αὐτό;
Πρωτίστως νὰ μὴν ξεθαρρεύουμε στὸν ἑαυτό μας. Ἂν ἔχουμε τὴν πεποίθηση ὅτι μποροῦμε μόνο μὲ τὶς δικές μας δυνάμεις νὰ ἀντιμετωπίσουμε ὅλες τὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς, μοιάζουμε σὰν νὰ περπατᾶμε μὲ ξύλινα πόδια. Ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ κινδυνεύουμε νὰ σωριασθοῦμε κατὰ γῆς καὶ νὰ τραυματισθοῦμε θανάσιμα.
Ἐπίσης νὰ μὴν ἔχουμε πεποίθηση στὴ γνώμη καὶ τὴν κρίση μας. Ὁ μεγαλύτερος ἐχθρὸς τῆς κατὰ Θεὸν ζωῆς εἶναι ἡ ὑψηλὴ ἰδέα ὅτι δὲν χρειαζόμαστε τὴ συμβουλὴ τῶν ἄλλων. Δὲν εἴμαστε αὐτάρκεις! Νὰ μάθουμε νὰ ἀκοῦμε τὶς ὀρθὲς κρίσεις καὶ συμβουλὲς τῶν ἄλλων. Νὰ μάθουμε νὰ ρωτᾶμε τὸν Πνευματικό μας: «Αὐτὸ τὸ θέμα μὲ ἀπασχολεῖ. Μοῦ λέτε τί πρέπει νὰ κάνω;».
Ἀκόμη νὰ στρέψουμε τὸν φακὸ τῆς προσοχῆς στὸν ἔσω ἄνθρωπο, γιὰ νὰ γνωρίσουμε βαθύτερα τὸν ἑαυτό μας, νὰ γνωρίσουμε τὴν οὐτιδανότητά μας, τὴν ἄγνοια καὶ τὴν ἀδυναμία μας.
Κι ἀκόμη νὰ μὴν ὑψώνουμε τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ νὰ ταπεινοφρονοῦμε. Ὅποιος ὑψώνει τὸν ἑαυτό του, παραχωρεῖ ὁ Θεὸς νὰ πέφτει σὲ σφάλματα μεγαλύτερα ἢ μικρότερα, ὅσο εἶναι μεγαλύτερη ἢ μικρότερη ἡ ὑπόληψη ποὺ ἔχει γιὰ τὸν ἑαυτό του.
Ἐπίσης ὅ,τι καλὸ ἐπιτυγχάνουμε στὴ ζωή μας, νὰ μὴν τὸ ἀποδίδουμε στὴ δική μας ἀξία καὶ προσπάθεια, ἀλλὰ στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε: «Χάριτι Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι… περισσότερον πάντων ἐκοπίασα, οὐκ ἐγὼ δέ, ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί» (Α΄ Κορ. ιε΄ 10). Ὅ,τι ἦταν κι ὅ,τι καλὸ ἔκανε, τὸ ἀπέδιδε στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Στὴ Β΄ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολή του γράφει: «Χωρὶς τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν εἶμαι τίποτε» (ιβ΄ 11). Καὶ στὴν πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολή του γράφει ὅτι, ἂν νομίζει κανεὶς ὅτι εἶναι κάτι, αὐτὸς μὲ τὴν ἰδέα αὐτὴ χάνει κάθε ἀξία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· εἶναι μηδὲν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἐξαπατᾶ συνεπῶς τὸν ἑαυτό του, «ἑαυτὸν φρεναπατᾷ» (Γαλ. ς΄ 3). Ἂν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε· «δὲν εἶμαι τίποτε»· ἂν στὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχὴ μία μεγάλη μορφή, ὁ Σωκράτης, ἔλεγε· «ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα», ἐμεῖς πῶς καλλιεργοῦμε τὴν ψεύτικη ἰδέα ὅτι εἴμαστε «κάποιον τί»;
Τέλος, ὅταν πηγαίνουμε νὰ ἐξομολογηθοῦμε, νὰ μὴν ἐπιρρίπτουμε στοὺς ἄλλους τὶς εὐθύνες ὅτι ἐκεῖνοι ἔφταιξαν γιὰ κάτι ποὺ συνέβη, οὔτε νὰ βρίσκουμε ἐλαφρυντικὰ γιὰ νὰ δικαιολογήσουμε τὰ ἁμαρτήματά μας, ἀλλὰ νὰ λέμε στὸν Πνευματικό:
«Ἐγὼ ἁμάρτησα, πάτερ. Δικές μου εἶναι οἱ πληγές, ἀπὸ δική μου ὑπαιτιότητα συνέβησαν».
Ἔτσι πολεμεῖται τὸ κρυφὸ καὶ ὀλέθριο πάθος τῆς οἰήσεως καὶ ἡ μεγάλη ἰδέα ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας.