Καλεῖς τὸν Χριστὸ στὸ σπίτι σου;

   Μετὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ δούλου τοῦ ­ἑκατοντάρχου στὴν Καπερναούμ, ἔρχεται ὁ Χριστὸς στὸ σπίτι τοῦ Πέτρου. Ἡ πεθερά του ἦταν ἄρρωστη μὲ πολὺ πυρετό. Παρακαλοῦν οἱ ἄλλοι Μαθητὲς τὸν Κύριο νὰ τὴ θεραπεύσει. Καὶ Κεῖνος πηγαίνει. Ἂς ἦταν σπίτι ψαρᾶ, ἀσφαλῶς ἁπλὸ καὶ φτωχικό. Πηγαίνει πρόθυμα καὶ τὴ θεραπεύει. Καὶ αὐτὴ ὑγιὴς πλέον τοὺς διακονεῖ (βλ. Λουκ. δ΄ 38-39).
   Ὁ Χριστὸς μέσα σ’ ἕνα σπίτι! Τί εὐλογία! Τί δωρεὰ μεγάλη! Ἔχουμε καὶ ἄλλα παρόμοια περιστατικά.
   Ὁ Ἰάειρος Τὸν παρακαλεῖ νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ γιὰ τὴν ἄρρωστη δωδεκάχρονη μοναχοκόρη του, ποὺ ἐν τῷ μετα­ξὺ βάρυνε καὶ πέθανε. Καὶ ὁ ­Κύριος ἐ­­­πισκέ­πτεται τὸ σπίτι του καὶ τὴν ἀνα­σταίνει.
   Οἱ ἀδελφὲς τοῦ Λαζάρου τοῦ στέλνουν μήνυμα: «Κύριε, αὐτὸς ποὺ ἀ­­­γαπᾶς ἀ­­­σθενεῖ». Καὶ εὐγενικὰ Τὸν προσ­καλοῦν νὰ τὶς βοηθήσει.
   Καὶ ἄλλοτε ὁ Κύριος βρίσκεται στὸ σπίτι τοῦ Λαζάρου. Θέλουν νὰ ­ἐκ­φρά- σουν οἱ δύο ἀδελφὲς τὴν εὐγνωμοσύνη τους γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ ἀδελφοῦ τους. Καὶ ἡ Μαρία ρουφᾶ τὰ λόγια Του «παρὰ τοὺς πόδας του», ἐνῶ ἡ Μάρθα ἑτοιμάζει τὸ τραπέζι τῆς εὐγνωμοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης τους.
   Ἀλλὰ καὶ οἱ δύο Μαθητὲς ποὺ πορεύονται σκυθρωποὶ καὶ ­λυπημένοι πρὸς Ἐμμαούς, Τὸν παρακαλοῦν καὶ «πα­ρα­βιάζονται αὐτὸν» λέγοντας «μεῖνον μεθ’ ἡ­­­μῶν». Καὶ Ἐκεῖνος μπρὸς στὶς ­ἐ­­­wπίμονες παρακλήσεις τους δέχεται νὰ φιλοξε­­­νηθεῖ, νὰ τοὺς σκορπίσει τὴ λύπη καὶ νὰ τοὺς γεμίσει μὲ τὶς οὐράνιες ­εὐλογίες Του.
   Ναί, ὅταν οἱ καρδιές μας Τὸν ἀναζητοῦν, Ἐκεῖνος πρόθυμα δέχεται νὰ Τὸν φιλοξενήσουμε καὶ στὴν ὑλική μας οἰκία καὶ στὴν ψυχή μας, ὅπως ἔγινε καὶ μὲ τὸν Ζακχαῖο. Ὁ Ζακχαῖος μὲ ἰδιότυπο τρό­­πο Τὸν κάλεσε, σκαρφαλώνοντας στὴ συκομορέα, γιὰ νὰ γεμίσει τὸ κενὸ τῆς ψυχῆς του. Καὶ ὁ Χριστὸς πρόθυμα ἀνταποκρίθηκε: «Ζακχαῖε, σπεύσας κατά­βηθι. Σήμερον ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι». Καὶ ὅταν ἐκεῖνος ὑποδεχόμενος τὸν Χριστὸ στὸ σπίτι του δήλωσε ἔμπρακτη τὴ μετάνοιά του, ἄκουσε τὴ γλυκιὰ φωνὴ τοῦ Κυρίου νὰ τοῦ λέει: «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο» (Λουκ. ιθ΄ 9).
   Ἂς ἔλθουμε τώρα καὶ σὲ μᾶς. Καλοῦ­με ἐμεῖς τὸν Χριστὸ νά ’ρθει καὶ νὰ μείνει στὸ σπίτι μας; σὲ κάθε χαρὰ καὶ λύπη μας; σὲ κάθε ­δυσκολία μας; Αὐτὸς εἶναι πρόθυμος καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς ­βοηθήσει σὲ κάθε ἀνάγκη μας, σὲ κάθε ­πρόβλημά μας. Τὸν καλοῦμε πρὶν ἀπὸ κάθε ­ἐνέργειά μας, γιὰ νὰ μᾶς φωτίσει τί νὰ κάνουμε καὶ νὰ μᾶς βοηθήσει; Στρέφεται σ’ Αὐτὸν πρῶ­τα ἡ σκέψη μας καὶ ἀκολουθοῦν κατόπιν οἱ δικές μας ­ἐνέργειες καὶ λύσεις καὶ ἡ καταφυγὴ σὲ ἀνθρώπινη βοήθεια;
   «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν», Κύριε, νὰ Τοῦ λέ­με.Ἔ­­­χω αὐτὴ τὴ δυσκολία συνεργασίας καὶ κατανοήσεως μὲ τόν (ἢ τήν) σύζυγό μου. Ἔχω αὐτὸ τὸ πρόβλημα μὲ τὸ παιδί μου, καθοδήγησέ με Ἐσὺ τί πρέπει νὰ κάνω. Αὐτὴ ἡ ἀδυναμία μὲ παιδεύει καὶ μοῦ φυγαδεύει τὴν εἰρήνη. Ἀπομάκρυνε τὸν πυρετὸ τοῦ πάθους μου.
   Μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ ­μεταβάλει τὰ δάκρυα τῆς λύπης μας σὲ δάκρυα χα­­ρᾶς, ὅταν Τὸν καλοῦμε στὸ σπιτικό μας. Γιατὶ κάτω ἀπὸ τὴν παντοδύναμη πα­ρουσία Του τὰ ἀκατόρθωτα γίνονται κατορθωτά.
   Σημειώνει καὶ ὁ σοφὸς ἑρμηνευτής: «Ὁ Χρι­στὸς εἶναι ξένος, ὁ ὁποῖος θὰ πληρώσει γενναῖα τὴ φιλοξενία ποὺ θὰ τοῦ κάνουμε. Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι τὸν ὑποδέχονται στὶς καρδιές τους ἢ στὰ σπίτια τους, ὄχι μόνο δὲν θὰ ζημιωθοῦν, ἀλλὰ καὶ θὰ εὐεργετηθοῦν ἀπὸ αὐτόν. Ἔρχεται πάντοτε κομίζοντας ἰάσεις καὶ θεραπεῖες, ἐφ’ ὅσον βέβαια αὐτὸ ἐξυπηρετεῖ τὸ αἰώνιο συμφέρον τους» (Παν. Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα Λουκᾶ, σελ. 169α).
   Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν οἰκογενειακή μας ἑστία, ὑπάρχει καὶ μιὰ πιὸ προσωπικὴ οἰ­­κία, τὸ σπίτι τῆς καρδιᾶς μας. Ὁ Κύριος πολὺ τὸ ἐπιθυμεῖ νὰ Τοῦ ἀνοίγουμε τὴν θύρα τῆς ψυχῆς μας, γιὰ νὰ εἰσέρχεται καὶ νὰ μᾶς χαρίζει τὴν εὐλογία Του καὶ τὶς οὐράνιες δωρεές Του. Μᾶς τὸ λέγει ὁ Ἴδιος: «Ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ’ ἐμοῦ» (Ἀποκ. γ΄ 20).
   Λοιπόν, ἂς ἀνοίγουμε μὲ τὴ μετάνοιά μας τὴν θύρα τῆς ψυχῆς μας, ὥστε νὰ τὴν καθαρίζει καὶ νὰ συνδειπνεῖ μαζί μας στὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Θὰ γίνεται τότε ἕνα οὐράνιο πανηγύρι μέσα μας, καὶ ἡ χοϊκὴ ὕπαρξή μας θὰ προγεύεται τὰ ἀγαθὰ τοῦ Παραδείσου.