Ὁ δρόμος τῆς παρούσης ζωῆς ποὺ καλούμαστε νὰ βαδίσουμε, εἶναι καὶ ἀνηφορικὸς καὶ δύσβατος καὶ ἐπικίνδυνος. Ὁ σοφὸς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης παρατηρεῖ: «Ἐπίγνωθι ὅτι ἐν μέσῳ παγίδων διαβαίνεις, καὶ ἐπὶ ἐπάλξεων πόλεων περιπατεῖς» (Σ. Σειρ. θ΄ 13)· γνώριζε καλὰ ὅτι περνᾶς μέσα ἀπὸ παγίδες καὶ περπατᾶς πάνω σὲ ἐπάλξεις φρουρίων πόλεων, ποὺ εἶναι ἐκτεθειμένες στὰ βλήματα ἐκείνων ποὺ τὶς πολιορκοῦν. Ὡστόσο μεγάλος βοηθὸς γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση ὅλων αὐτῶν τῶν δυσκολιῶν, τῶν ἐμποδίων καὶ τῶν κινδύνων εἶναι ἡ προσευχή. Σ’ αὐτὴν νὰ προσφεύγουμε καὶ νὰ ἐπιμένουμε συνεχῶς.
Ἐὰν ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ ὅπλο μας σὲ καιροὺς εἰρηνικοὺς καὶ ὁμαλούς, σὲ καιροὺς ποὺ ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀποστασία καὶ τὸ σαρκικὸ φρόνημα ὀργιάζουν κυριολεκτικά, ὅπως εἶναι οἱ δικοί μας, ἡ προσευχὴ εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητη. Εἶναι ἐπείγουσα ἀνάγκη τὸ ὅπλο αὐτὸ νὰ μὴ φύγει ἀπὸ τὰ χέρια μας. Διότι ἡ περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα καὶ ἡ νοοτροπία τοῦ κόσμου γεννοῦν στὴν ψυχὴ ἀμφιβολίες ὡς πρὸς τὴν πίστη, δημιουργοῦν ράθυμη χαυνότητα καὶ αἰσθήματα ἀπογοητεύσεως ὅτι τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ διορθωθεῖ.
Ὅμως ὅλες αὐτὲς οἱ σκέψεις καὶ οἱ φόβοι εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ. Μᾶς τὸ ἐπεσήμανε ὁ Κύριος μὲ τὴ θαυμάσια παραβολὴ τοῦ δικαστοῦ, ὁ ὁποῖος οὔτε τὸν Θεὸ φοβόταν οὔτε τοὺς ἀνθρώπους ντρεπόταν (βλ. Λουκ. ιη΄ [18] 1-8).
Ὑπῆρχε, δίδαξε ὁ Κύριος, σὲ κάποια πόλη ἕνας δικαστής. Αὐτὸς οὔτε τὸν Θεὸ ὑπολόγιζε οὔτε καὶ τὴν ἐπίκριση τῶν ἀνθρώπων ἐλάμβανε ὑπ’ ὄψιν. Ἦταν καὶ ἀσεβὴς καὶ ἀναίσχυντος. Στὴν ἴδια πόλη ὑπῆρχε καὶ μιὰ χήρα ποὺ δὲν εἶχε κανέναν προστάτη. Αὐτὴ ἐρχόταν στὸ δικαστὴ καὶ τοῦ ἔλεγε: «Κάνε δίκαιη κρίση καὶ προστάτεψέ με ἀπὸ αὐτὸν ποὺ μὲ ἀδικεῖ». Ὡστόσο ὁ δικαστὴς ὅλο καὶ ἀνέβαλλε καὶ δὲν ἤθελε νὰ ἀποδώσει τὸ δίκαιο στὴν ἀδύναμη καὶ ἀπροστάτευτη χήρα, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἔπαυε νὰ τὸν ἐνοχλεῖ καὶ νὰ τὸν πιέζει. Γι’ αὐτὸ καὶ κάποια στιγμή, μετὰ ἀπὸ ἀρκετὸ καιρό, ὁ δικαστὴς σκέφτηκε καὶ εἶπε: «Ἂν καὶ δὲν φοβοῦμαι τὸν Θεὸ καὶ δὲν ντρέπομαι κανέναν ἄνθρωπο, ὅμως μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ ἡ χήρα αὐτὴ μὲ ἐνοχλεῖ ἀσταμάτητα καὶ μοῦ εἶναι φορτική, θὰ τῆς ἀποδώσω τὸ δίκαιο γιὰ νὰ μὴ μὲ ἐνοχλεῖ καὶ μὲ πιέζει». Ἐδῶ σταμάτησε γιὰ λίγο ὁ Κύριος καὶ μετὰ πρόσθεσε: «Ἀκούσατε τί εἶπε ὁ ἄδικος δικαστής; Ἒ λοιπόν, ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἀποδώσει τὸ δίκαιο τῶν ἐκλεκτῶν του, ποὺ μὲ τὶς προσευχές τους φωνάζουν πρὸς αὐτὸν μέρα καὶ νύχτα νὰ τοὺς βοηθήσει, αὐτὸς ὅμως πρὸς τὸ παρὸν ἀναβάλλει τὴν κρίση του γιὰ τὸ καλό τους;».
Μὲ τὴν πολὺ σύντομη ἀλλὰ κατεξοχὴν ἐκφραστικὴ αὐτὴ παραβολὴ ὁ Κύριος δὲν μᾶς διδάσκει ἁπλῶς νὰ προσευχόμαστε. Μᾶς διδάσκει ὅτι, ὅταν προσευχόμαστε καὶ ζητοῦμε τὸ ἔλεος καὶ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ εἴτε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, εἴτε γιὰ τοὺς ἄλλους, εἴτε γιὰ τὴν Ἐκκλησία Του γενικότερα, πρέπει νὰ εἴμαστε σταθεροὶ καὶ ἐπίμονοι. Νὰ ἐπιμένουμε ὅταν ζητοῦμε δύναμη, ὥστε ν’ ἀντιμετωπίσουμε τοὺς πνευματικούς μας ἐχθρούς, τὰ πάθη καὶ τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες, ποὺ εἶναι οἱ βιαιότεροι καὶ χειρότεροι ἐχθροί μας. Νὰ ἐπιμένουμε, διότι οἱ προσευχὲς ποὺ ἀπευθύνουμε στὸν ἅγιο Θεὸ ποτὲ δὲν ἀποβαίνουν μάταιες. Ἡ Παραβολὴ διδάσκει ὅτι ἡ προσευχή μας πρέπει νὰ διακρίνεται γιὰ τὴ θερμότητα, τὴ συχνότητα, τὴ σταθερότητα καὶ τὴν ἐπιμονή. Πῶς μποροῦμε νὰ περιμένουμε νὰ μᾶς ἀκούσει ὁ Θεός, ὅταν βλέπει ὅτι εἴμαστε ψυχροὶ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς; Διότι ἂν εἴμαστε θερμοί, θὰ εἴμαστε καὶ ἐπίμονοι. Θὰ προσευχόμαστε καὶ στὸ σπίτι καὶ στὸ δρόμο καὶ στὴν ἐργασία μας μὲ προσευχὴ ταπεινή, σιωπηλή, ἤρεμη σὰν ἕνα ἀκατάπαυστο ρεῦμα ποὺ ἀνεβαίνει ἀπὸ τὰ κάτω, ἀπὸ τὴ γῆ, πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὸν οὐρανό.
«Εὐχομένη καρτερικῶς ἡ χήρα», διδάσκει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «τὸν ὠμὸν καὶ ἀπηνῆ (τὸν σκληρό, ἀπότομο καὶ ἄκαμπτο) ἐξιλεώσατο δικαστήν». Ἀφοῦ δὲ ἐκείνη κατόρθωσε νὰ ἐξευμενίσει «τὸν ἄδικον, πολλῷ μᾶλλον σύ (μπορεῖς νὰ ἐξευμενίσεις) τὸν ἥμερον», δηλαδὴ τὸν πανάγαθο Θεό. Καὶ εἶναι πολλοὶ οἱ ἐκλεκτοὶ ποὺ ἀπευθύνονται σ’ Αὐτόν. Ἐκλεκτοὶ οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται κατὰ τῶν παγκάκων δαιμόνων καὶ τῶν κοσμικῶν ὀργάνων τους. Καὶ αὐτοὶ δέονται καὶ παρακαλοῦν τὸν Κύριο νὰ νεκρώσει τὴ διαφθορὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Νὰ ὑπερασπίσει καὶ νὰ βοηθήσει τὴν Ἐκκλησία, ποὺ καταδιώκεται. Νὰ ἀποδώσει ἀσφάλεια καὶ εἰρήνη στὸν κόσμο.
Καὶ κάτι ἄλλο. Ἡ χήρα ἦταν ξένη καὶ ἄγνωστη στὸ δικαστή. Ἐνῶ ὁ προσευχόμενος πρὸς τὸν Θεὸ λαὸς εἶναι ὁ ἐκλεκτός Του, τὸν ὁποῖο Ἐκεῖνος γνωρίζει καλὰ καὶ ἀγαπᾶ καὶ εὐαρεστεῖται σ’ αὐτόν. Ἡ χήρα ἦταν μία, ἐνῶ ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς ἀποτελεῖται ἀπὸ πολλοὺς ποὺ συμφωνοῦν στὰ αἰτήματά τους τόσο, ὥστε οἱ φωνές τους νὰ ἀκούονται ὡς «φωναὶ βοώντων» πρὸς τὸν θρόνο τῆς χάριτος. Ἡ χήρα ἐρχόταν πρὸς τὸν δικαστή, ἐκεῖνος ὅμως τῆς γύριζε τὴν πλάτη. Ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ «προσέρχεται μετὰ παρρησίας» καὶ φωνάζει· «ἀββᾶ ὁ Πατήρ», ὅπως τὸν δίδαξε ὁ Θεός, ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ. Ὁ κριτὴς ἦταν ἄδικος καὶ ἀναίσχυντος, ἐνῶ ὁ Θεὸς εἶναι «Πατὴρ δίκαιος» (Ἰω. ιζ΄ [17] 25) καὶ θεωρεῖ δόξα Του τὸ νὰ ὑποστηρίζει τὰ ἀδύνατα καὶ ἀδικούμενα παιδιά του. Ἡ χήρα ζητοῦσε ἀπὸ τὸν δικαστὴ τὸ δικό της δίκαιο. Ὁ πιστὸς λαὸς ζητάει δίκαιο γιὰ τὸ ὁποῖο ἐνδιαφέρεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός, διότι τὸ θεωρεῖ καὶ δικό Του. Ἡ χήρα δὲν εἶχε κανένα συνήγορο, ὅταν παρουσιαζόταν στὸ δικαστή. Ἐμεῖς· «παράκλητον ἔχομεν πρὸς τὸν Πατέρα», τὸν Υἱό Του, ὁ Ὁποῖος «ζῇ εἰς τὸ ἐντυγχάνειν ὑπὲρ ἡμῶν». Ἡ χήρα δὲν εἶχε καμία ὑπόσχεση ἀπὸ τὸν ἄδικο δικαστή, ποὺ νὰ τῆς ἔδινε κάποιες ἐλπίδες. Ἐμεῖς, ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἔχουμε τὴν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου: «αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε, κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν» (Λουκ. ια΄ 9). Ἡ χήρα μποροῦσε νὰ πηγαίνει στὸν κριτὴ ὁρισμένες ἡμέρες καὶ ὧρες. Ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ Τὸν ἐπικαλεῖται ὁποτεδήποτε, μέρα καὶ νύχτα. Ὁ ἄδικος κριτὴς ἐνοχλεῖτο ἀπὸ τὶς ἐπίμονες παρακλήσεις τῆς χήρας, ἐνῶ ὁ ἅγιος Θεὸς εὐαρεστεῖται στὶς ἐπίμονες προσευχές μας.
Ἂς μὴν ἀποκάμνουμε λοιπὸν προσευχόμενοι θερμὰ καὶ ἐπίμονα στὸν ἅγιο Θεό. Καὶ ἂς εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ἡ προσευχή μας θὰ εἰσακουστεῖ.