Τὸν ἔψαχνε καιρὸ τώρα. Ρωτοῦσε ἔντονα ὅποιον νόμιζε ὅτι μπορεῖ νὰ ξέρει κάτι γι’ Αὐτόν. Καὶ Τὸν βρῆκε! Εἶναι προσκεκλημένος στὸ σπίτι τοῦ Σίμωνα τοῦ Φαρισαίου, τῆς εἶπαν. Τοῦ κάνει τὸ τραπέζι. Δὲν χρειαζόταν τίποτε ἄλλο…
Κανεὶς δὲν κατάλαβε πῶς μπῆκε μέσα στὸ σπίτι. Δὲν ζήτησε κανενὸς τὴν ἄδεια γιὰ νὰ ἐμφανισθεῖ ἀνάμεσα στοὺς συνδαιτυμόνες. Πολὺ δὲ περισσότερο γιὰ νὰ κάνει ὅσα ἔκανε στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Οἱ κινήσεις της, τὰ ἀνάμικτα μὲ ἀναφιλητὰ δάκρυά της, ἡ εὐγνωμοσύνη καὶ ἡ ἀγάπη της, ἔτσι ὅπως καρδιακὰ ἐκφράζονται ἐκεῖ, μπροστὰ σ’ ὅλους τοὺς παρευρισκόμενους σ’ αὐτὸ τὸ τραπέζι, δὲν ἀφήνουν σὲ κανέναν περιθώρια γιὰ κουβέντες.
Κι ὅμως, οἱ ματιὲς ὅλων ποὺ ἐντυπωσιασμένοι καταγράφουν τὴ βαθιὰ μετάνοια αὐτῆς τῆς γυναίκας, διασταυρώνονται μὲ ἀπορία. Σ’ ὅλων τὰ βλέμματα κυριαρχεῖ ἡ ἴδια ἀναζήτηση, ἡ ἴδια ὑποψία. Κι ἔτσι ὅπως ὁ ἕνας κοιτάζει τὸν ἄλλον, ἀστραπιαῖα ὅλοι ἀντιλαμβάνονται καὶ ἐπιβεβαιώνουν βουβὰ τὴν ταυτότητα τῆς γυναίκας. Ἦταν γνωστή! Ἦταν ἀναγνωρίσιμη μὲ τὴν πρώτη σχεδὸν ματιὰ σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦσαν στὴν ἴδια πόλη. Ἦταν μιὰ γυναίκα διεφθαρμένη! Ὡστόσο νεκρικὴ σιγὴ ἐπικρατεῖ μπροστὰ στὸ στρωμένο τραπέζι. Μόνο τὰ ἀναφιλητὰ τῆς γυναίκας ἀκούγονται καὶ κάνουν πιὸ βαριὰ τὴ σιωπή, σχεδὸν τὴν ἐπιβάλλουν. Καὶ τὸ μύρο! Τὸ μύρο ποὺ ξεχύνεται ἄφθονο ἀπὸ τὸ ἀλαβάστρινο δοχεῖο στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ, προσδίδει στὴ σιωπὴ μιὰ ἄλλη διάσταση, καθὼς διεγείρει μιὰ ἄλλη αἴσθηση ἐξίσου δυνατὴ μὲ τὴν ἀκοή, τὴν ὄσφρηση. Κανεὶς δὲν μιλᾶ! Κι ὅμως ὅλοι διαλέγονται μὲ τὸ ἐσωτερικό τους. Ὅλοι συζητοῦν μὲ τοὺς λογισμούς τους. Τί κι ἂν τὰ χείλη τούτη τὴν ὥρα δὲν ἀρθρώνουν λέξη! Ἄλλος συζητᾶ τὴν ἔκπληξή του, τὴν ἀπορία του γι’ αὐτὴν καθαυτὴν τὴν πράξη τῆς γυναίκας. Ἄλλος ἐνδεχομένως ὑπογραμμίζει καὶ συζητᾶ τὴ μετάνοια αὐτῆς τῆς γυναίκας καὶ τοὺς τρόπους ποὺ βρίσκει γιὰ νὰ τὴν ἐκδηλώσει.
Δὲν γνωρίζουμε τὶς σκέψεις, τὶς κρίσεις καὶ τὶς ἀντιδράσεις τῶν παρευρισκομένων σ’ αὐτὸ τὸ μοναδικὸ γεγονός. Γιατὶ ποτὲ ἄνθρωπος δὲν μπόρεσε νὰ διαβάσει μὲ βεβαιότητα τὶς ἀνέκφραστες σκέψεις ἄλλου ἀνθρώπου. Τὴ μόνη σκέψη, τὴ μόνη ἀντίδραση ποὺ γνωρίζουμε, τὴ γνωρίζουμε ἐπειδὴ ὁ καρδιογνώστης καὶ παντογνώστης Κύριος μᾶς τὴν ἀποκάλυψε. Εἶναι ἡ σκέψη τοῦ Σίμωνος τοῦ Φαρισαίου. Τοῦ οἰκοδεσπότη ποὺ κάλεσε τὸν Ἰησοῦ στὸ σπίτι του καὶ Τοῦ παρέθεσε τὸ τραπέζι. Κι ἔχει πολλὲς παραμέτρους ἡ σκέψη του. Ἔχει τὴν ἀμφισβήτηση καὶ κρίση τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου. Ἔχει τὴ βεβαιότητα γιὰ τὴν ὀρθότητα καὶ ἀντικειμενικότητα τῆς δικῆς του κρίσεως. Ἔχει τὴν ἐμπιστοσύνη στοὺς συνειρμοὺς τῶν λογισμῶν του. Ἀλλὰ πολὺ περισσότερο ἔχει τὴν ὑποκριτική, ἀμείλικτη καταδίκη καὶ κατάκριση γιὰ τὴν ἁμαρτωλὴ γυναίκα. Καὶ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο!
«Οὗτος εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἂν τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνὴ ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρτωλός ἐστι» (Λουκ. ζ΄ 39). Αὐτὸς λοιπὸν, ἂν ὄντως ἦταν προφήτης, ἀσφαλῶς θὰ γνώριζε τὸ ποιὸν καὶ τὴν ἀκαθαρσία αὐτῆς τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας, ποὺ τῆς ἐπιτρέπει νὰ τὸν ἀγγίζει!
Κρίση καταδικαστικὴ γιὰ τὴ γυναίκα. Εἶναι ἁμαρτωλὴ, εἶναι διεφθαρμένη. Κρίση ἀπορριπτικὴ καὶ γιὰ τὸν Κύριο. Δὲν εἶναι προφήτης. Δὲν εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ ἂν ἦταν, ἔπρεπε νὰ ἤξερε. Ὁ Σίμων κρίνει πρόχειρα, ἐπιπόλαια, ἀνθρώπινα. Κρίνει τὴν «κατ’ ὄψιν κρίσιν» (Ἰω. ζ΄ 24), αὐτὴν ποὺ ὁ Κύριος μᾶς συνέστησε νὰ ἀποφεύγουμε. Δὲν μπορεῖ νὰ διεισδύσει στὸ βάθος τῆς ψυχῆς αὐτῆς τῆς γυναίκας, γι’ αὐτὸ καὶ πέφτει ἔξω. Καὶ ἀδικεῖ κατάφωρα ὅλους. Καὶ αὐτοκαταδικάζεται ἀπὸ τὰ ἴδια του τὰ λόγια, ἐπειδὴ νομίζει ὅτι μόνο αὐτὸς γνωρίζει, ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς δὲν γνωρίζει. Κρίνει, γιατὶ ἀδυνατεῖ νὰ ἐννοήσει ὅτι ὁ Χριστός, ὄχι μόνο γνωρίζει ἀλλὰ μπορεῖ καὶ νὰ συγχωρεῖ, ἐπειδὴ ἀγαπᾶ μὲ μοναδικὸ τρόπο καὶ μὲ ἄπειρη ἀγάπη τὸν ἄνθρωπο. Νομίζει ὅτι γνωρίζει, ἐνῶ ἀγνοεῖ τὰ πάντα. Γιατὶ ἀκόμη κι ἂν γνώριζε τὸ παρελθόν, δὲν γνωρίζει τὸ παρὸν. Ἀκόμη κι ἂν ἤξερε τὴν ἁμαρτία της, ἀγνοοῦσε τὴ μετάνοιά της. Ἀκόμη κι ἂν εἶχαν ὑποπέσει στὴν ἀντίληψή του κάποιες ἁμαρτωλὲς ἐκδηλώσεις της, τώρα ἀδυνατεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ τοὺς ἀδιόρατους συγκλονισμοὺς στὰ βάθη τῆς μετανοημένης καρδιᾶς της. Κι ὅμως σπεύδει νὰ καταδικάσει. Νὰ ἀπορρίψει. Νὰ φθάσει νὰ πιστέψει τὰ λανθασμένα δικά του συμπεράσματα.
Ἀλλὰ ἡ πτώση καὶ ἡ ἄδικη κρίση καὶ καταδίκη τοῦ Φαρισαίου εἶναι συνηθισμένο παράπτωμα καὶ πολλῶν ἀπὸ μᾶς. Πόσο γρήγορα, ἀλήθεια, μερικὲς φορὲς καταδικάζουμε κάποιους συνανθρώπους μας! Πόσο βέβαιοι νιώθουμε γιὰ τὴν ἐπιπόλαιη κρίση μας! Καὶ πόσο μακριὰ πέφτουμε ἀπὸ τὴν ἀλήθεια!
Ἡ κρίση μας τὶς περισσότερες φορὲς εἶναι ἄδικη, γιατὶ δὲν γνωρίζουμε – δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε – ὅλες τὶς παραμέτρους τῶν πράξεων, τῶν συμπεριφορῶν καὶ τῶν νοοτροπιῶν τῶν ἀνθρώπων ποὺ καταδικάζουμε. Δὲν γνωρίζουμε τὶς συνθῆκες. Δὲν γνωρίζουμε τὸν χαρακτήρα τῶν ἀνθρώπων. Ἔχουμε μόνο ἐξωτερικὴ γνώση τῶν πραγμάτων. Δὲν γνωρίζουμε τὴ μετάνοιά τους. Τὰ δάκρυά τους. Τὴν ἐξομολόγησή τους. Ἀρκετὲς φορὲς κρίνουμε καὶ ἐξουθενώνουμε τὸν ἄλλον μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ καλύψουμε συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα τὰ δικά μας λάθη. Γιὰ νὰ προβάλουμε καὶ ἀναδείξουμε τὴ δική μας ἀρετὴ καὶ νὰ αὐτοδικαιωθοῦμε.
Ἂς προσέξουμε ὅμως πολὺ τὴν εὔκολη καὶ ἐπιπόλαιη κρίση καὶ κατάκριση. Τὴν αὐστηρή μας κρίση γιὰ τὸν πλησίον μας. Μὲ ἐπιείκεια νὰ βλέπουμε ὅλους, ὡς ὁμοιοπαθεῖς καὶ ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι. Μὲ φόβο μήπως λίγο ἀργότερα κι ἐμεῖς πέσουμε στὸ κρίμα ποὺ τόσο εὔκολα θέλουμε νὰ καταδικάσουμε στὸ πρόσωπο κάποιου ἀδελφοῦ μας. Πιὸ πολὺ ὅμως ἂς γνωρίζουμε ὅτι ἡ κρίση δὲν ἀνήκει σ’ ἐμᾶς ἀλλὰ μόνο στὸν παντογνώστη καὶ καρδιογνώστη Κύριο, ὁ Ὁποῖος καὶ μόνο Αὐτὸς θὰ κρίνει τὸν κόσμο «ἐν δικαιοσύνῃ» κατὰ τὴν ἡμέρα τὴν φοβερὰ τῆς Δευτέρας Του Παρουσίας.