Μπροστὰ σ’ ἕναν αἰφνίδιο θάνατο

    Μυστήριον φοβερώτατον» ὁ θάνατος. Μᾶς προξενεῖ φόβο, μᾶς γεμίζει λύπη. Δὲν θέλουμε οὔτε νὰ τὸν σκεφτόμαστε. Ἀποκρουστικὸ μᾶς ἀκούγεται καὶ καθετὶ ποὺ σχετίζεται μ’ αὐτόν. Καταλαβαίνουμε ὅτι εἶναι ξένο μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας ποὺ πλάσθηκε γιὰ τὴ ζωή, γιὰ τὴν ἀθανασία. Κι ὅταν περνοῦν τὰ χρόνια καὶ ἀνθρωπίνως πλησιάζουμε πιὸ κοντὰ σ’ αὐτόν, κάνουμε ὅ,τι περνᾶ ἀπὸ τὸ χέρι μας γιὰ νὰ τὸν ἀποφύγουμε.
    Αὐτὸς ὁ θάνατος, ποὺ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεώς μας, ἡ κατάληξη τῆς ἀποστασίας μας ἀπὸ τὸν Θεό, γίνεται ἀκόμα πιὸ ὀδυνηρὸς καὶ ἀφόρητος, ὅταν εἶναι αἰφνίδιος. Ἀλλιῶς τὸν δεχόμαστε καὶ προετοιμαζόμαστε, ὅταν τὸν βλέπουμε νὰ μᾶς πλησιάζει μέσα ἀπὸ μιὰ ἀθεράπευτη ἀσθένεια ἢ ἀπὸ τὰ γεράματα τῆς ἡλικίας, καὶ διαφορετικά, ὅταν μᾶς ἐπισκέπτεται ξαφνικὰ καὶ ἀπροσδόκητα. Πολλὰ καθημερινὰ περιστατικὰ τὸ βεβαιώνουν: ἀτυχήματα, φόνοι, πνιγμοί, πτώσεις, δυστυχήματα ποὺ ἐπιφέρουν ξαφνικὰ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀπορία στὰ χείλη μας: «Πῶς συνέβη αὐτό; Γιατί; Ἀφοῦ ἦταν καλά… Ἀπίστευτο!».
    Πῶς ὅμως στεκόμαστε μπροστὰ σ’ ἕναν αἰφνίδιο θάνατο;
    Στὸ ἄκουσμα ἑνὸς αἰφνιδίου θανάτου, αὐθόρμητα τὰ χείλη μας ἐκφράζουν λόγια προσευχῆς. Τόσο γι’ αὐτοὺς ποὺ κάλεσε ὁ Θεὸς κοντά Του, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς συγγενεῖς τους καὶ φίλους. Ν’ ἀναπαύει τὴν ψυχὴ τοῦ κεκοιμημένου, νὰ παρηγορεῖ τοὺς οἰκείους καὶ νὰ τοὺς στηρίζει ὁ Θεὸς στὶς δύσκολες αὐτὲς ὧρες. Ν’ ἀντέξουν καὶ μὲ ὑπομονὴ καὶ πίστη νὰ σηκώσουν τὸν σταυρὸ τοῦ πένθους. Ἀλλὰ ἡ προσ­ευχὴ γίνεται καὶ γιὰ μᾶς. Παρακαλοῦμε τὸν Κύριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου νὰ μᾶς διαφυλάττει καὶ νὰ μᾶς ἀπαλλάττει ἀπὸ τὸν ξαφνικὸ θάνατο. Μέσα στὶς δεήσεις τῆς θείας Λατρείας ἡ Ἐκκλησία μας παρακαλεῖ «ὑπὲρ τοῦ διαφυλαχθῆναι… ἀπὸ ὀργῆς, λοιμοῦ, λιμοῦ, σεισμοῦ… καὶ αἰφνιδίου θανάτου».
    Ἔπειτα νὰ σκεφθοῦμε ἤρεμα πὼς ἐμεῖς τὸν βλέπουμε ἔτσι αἰφνίδιο τὸν θάνατο. Ἀπρόσμενος καὶ ξαφνικὸς γιὰ τὴ δική μας λογική. Ὁ ἅγιος Θεὸς ὅμως, ποὺ προγνωρίζει καὶ ρυθμίζει τὰ πάν­τα στὴ ζωή μας, ἀκόμη καὶ τὶς λεπτομέρειες, τὸν ἐπιτρέπει γιὰ λόγους ποὺ Ἐκεῖνος γνωρίζει. Κατὰ τὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὥρα τοῦ θανάτου τὸν κάθε ἄνθρωπο τὸν βρίσκει στὴν καλύτερη στιγμὴ τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, μὲ τὶς λιγότερες ἀδυναμίες, γλυτώνοντάς τον ἀπὸ βαρύτερες ἁμαρτίες καὶ πάθη. Γι’ αὐτὸ καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη στὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ νὰ παραδίδουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ν’ ἀποδεχόμαστε τὸ τραγικὸ συμβάν. Διότι, ὅσο καὶ νὰ προσπαθήσουμε νὰ τὸ ἐξηγήσουμε μὲ τὸ ἀνθρώπινο μυαλό μας, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ.
    Μπροστὰ σ’ ἕναν αἰφνίδιο θάνατο προσφιλοῦς μας προσώπου, γνωστῶν ἢ ἀγνώστων συνανθρώπων μας, στεκόμαστε μὲ σιωπὴ καὶ ἀναλογιζόμαστε πόσο ἐφήμερη καὶ μάταιη εἶναι τελικὰ αὐτὴ ἡ ζωή. Πόσο γρήγορα τελειώνει, χωρὶς νὰ προλάβει κάποιος νὰ τὴ γευθεῖ.
    Ἕνας ξαφνικὸς θάνατος μᾶς ὑπενθυμίζει ἀκόμη τὴν ἄγνωστη ὥρα τῆς ἐξόδου μας ἀπὸ αὐτὸ τὸν κόσμο. Κανείς μας δὲν γνωρίζει πότε θὰ πεθάνει. Σὰν τὸν κλέφτη ποὺ δὲν προειδοποιεῖ γιὰ τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἔλθει, ἔτσι ἔρχεται καὶ ὁ θάνατος. Μὴν ἐπαναπαυόμαστε, ἀλλὰ νὰ ἀγρυπνοῦμε μὲ ἐγρήγορση πνευματική.
    Αὐτὸ τονίζει καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος καὶ γράφει: «Συμβαίνουν θάνατοι συχνοὶ καὶ πρόωροι, ἐμεῖς ὅμως σκεπτόμαστε σὰν ἀθάνατοι καὶ σὰν νὰ μὴν πρόκειται νὰ πεθάνουμε ποτέ. Ἔτσι ἁρπάζουμε, ἔτσι γινόμαστε πλεονέκτες, σὰν νὰ μὴν πρόκειται νὰ δώσουμε ποτὲ λόγο. Ἔτσι οἰκοδομοῦμε, σὰν νὰ πρόκειται νὰ μένουμε πάντοτε ἐδῶ, κι οὔτε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ καθημερινὰ ἠχεῖ στ’ αὐτιά μας, οὔτε τὰ ἴδια τὰ πράγματα μᾶς διδάσκουν» (12η Ὁμιλία πρὸς Ἑβραίους, ΕΠΕ 24, 507-509).
    Πολλὲς φορὲς ὁ Κύριός μας στὴ θεία διδασκαλία Του μᾶς παρακινεῖ· «γίνεσθε ἕτοιμοι» (Ματθ. κδ΄ [24] 44). Πάν­τοτε ἕτοιμοι, ἄγρυπνοι ἀγωνιστές. Νὰ μὴ σταματοῦμε τὸν ἀγώνα γιὰ κανένα λόγο, ἀλλὰ μὲ φιλότιμο, μὲ γενναιότητα, μὲ ἐλπίδα νὰ τὸν συνεχίζουμε μέχρι τέλους. Θὰ μᾶς βοηθήσει πολὺ σ’ αὐτὸ τὸ νὰ σκεπτόμαστε τὴν τελευταία μέρα τῆς ζωῆς μας. Ἀλήθεια, πόσο διαφορετικὰ θὰ ἦταν ὅλα! Πόσο στοργικὰ καὶ μὲ ἀγάπη θὰ φερόμασταν στοὺς ἄλλους! Μὲ πόση κατανόηση καὶ συμπάθεια θὰ τοὺς ἀκούγαμε! Δὲν θὰ μᾶς ἐνοχλοῦσε ἡ συμ­περιφορά τους, οἱ ἀδυναμίες τοῦ χαρακτήρα τους. Μὲ τί διάθεση θὰ ἐργαζόμασταν! Πόσο θερμὰ θὰ προσευχόμασταν! Οἱ σκέψεις μας θὰ ἦταν πάντα καθαρές, τὰ λόγια μας μετρημένα, χαριτωμένα.
    Νὰ τὸ καταλάβουμε, νὰ τὸ ξεκαθαρίσουμε μέσα μας καὶ νὰ τὸ πιστέψουμε ὅτι ἐδῶ εἴμαστε προσωρινοί, «πάροικοι καὶ παρεπίδημοι». Ζοῦμε ἐδῶ στὴ γῆ γιὰ κάποια χρόνια ποὺ θὰ περάσουν, θὰ τελειώσουν. Νὰ μάθουμε λοιπὸν νὰ ζοῦμε μὲ τὸν πόθο καὶ τὴ νοσταλγία τῆς ἐπιστροφῆς μας στὴν ἀληθινὴ πατρίδα μας. Ἐκεῖ ποὺ θὰ συναντήσουμε δικά μας πρόσωπα: τὸν λατρευτὸ Κύριό μας, τὴν Παναγία Μητέρα μας, τοὺς φίλους καὶ ἀδελφούς μας Ἁγίους, τοὺς δικαίους γνωστούς μας ἀνθρώπους, γιὰ νὰ ζήσουμε αἰώνια μαζί τους.