Ἦταν ἀγαπημένο ἀντρόγυνο ἡ Ἀγάθη μὲ τὸν Παῦλο. Ποτέ τους δὲν ἀντάλλαξαν πικρὴ κουβέντα. Κι ἂν κάποτε ἔνιωθαν κουρασμένοι, δὲν συζητοῦσαν γιὰ σοβαρὰ θέματα. Ἐκεῖνο ποὺ κυρίως τοὺς ἀπασχολοῦσε, ἦταν ἡ πρόοδος τῶν τριῶν, γιὰ τὴν ὥρα, παιδιῶν τους, δύο ἀγοριῶν καὶ μιᾶς κόρης, ποὺ τὰ μεγάλωναν μὲ χριστιανικὴ ἀγωγή. Σ’ αὐτὸ συμφωνοῦσαν καὶ οἱ δύο. Τὸ εἶχαν πεῖ μάλιστα πρὶν στεφανωθοῦν. Τὰ ἔπαιρναν μαζί τους κάθε Κυριακὴ καὶ μεγάλη γιορτὴ στὴν Ἐκκλησία, καὶ ἀφοῦ ἦταν ἐκπαιδευτικοὶ καὶ οἱ δύο, προλάβαιναν καὶ ἀντιμετώπιζαν ἐπιτυχημένα, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τὶς παιδικὲς ἢ ἐφηβικὲς ἀντιδράσεις τους.
Ἡ ζωή τους κυλοῦσε ἤρεμα μέσα στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Κάτι ὅμως ἔλειπε. Ἕνα ἀπόγευμα, καθὼς ἔπιναν τὸν καφέ τους στὸ μπαλκόνι τους, εἶπε ἡ Ἀγάθη στὸν ἄντρα της:
–Παῦλε μου, διάβασα αὐτὲς τὶς μέρες κάτι ποὺ μοῦ ’κανε πολὺ μεγάλη ἐντύπωση, καὶ εἶπα νὰ σοῦ τὸ πῶ. Πιστεύω νὰ σ’ ἀρέσει.
–Τὸ ἀκούω, ὅπως πάντα, μὲ χαρά!
–Κάποιος εἶπε νὰ γράψουν στὸ μνῆμα του: «ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΤΑ ΕΧΑΣΑ ΟΛΑ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΕΔΩΣΑ». Πῶς σοῦ φαίνεται;
–Πολὺ ὡραῖο, ἔξυπνο καὶ πραγματικό!
–Ἐγὼ τὸ πάω καὶ κάπου ἀλλοῦ. Ἐμεῖς, δόξα τῷ Θεῷ, τὰ ἔχουμε ὅλα ὡραῖα. Καλὸ σπίτι, καλὴ δουλειά, καλὰ παιδιά, ὑπόληψη στὴν κοινωνία, ὅμως ὑστεροῦμε σὲ κάτι.
–Σὲ τί δηλαδή;
–Εἴμαστε κλεισμένοι στὸν ἑαυτό μας, στὰ δικά μας, ἢ μήπως κάνω λάθος;
–Μᾶλλον ἔχεις δίκιο. Ζοῦμε μὲ τὸ ἀτομικιστικὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ ἔχει ἐπηρεάσει λίγο-πολὺ ὅλους μας.
–Προσφέρουμε βέβαια, ἄντρα μου, στὰ παιδιὰ τῆς Πατρίδας μας ὅ,τι μποροῦμε. Δὲν ἀρκούμαστε μόνο στὶς ξερὲς γνώσεις. Τοὺς μιλᾶμε καὶ γιὰ τὰ ἰδανικὰ τοῦ Εὐαγγελίου, τῆς Ὀρθοδοξίας μας, γιὰ τὴν ἀξία τοῦ καλοῦ χαρακτήρα καὶ τόσα ἄλλα. Εἶναι προσφορὰ καὶ δόσιμο ὅλα αὐτά. Δὲν συμφωνεῖς;
–Συμφωνῶ ἀπολύτως.
–Δὲν φτάνει ὅμως, νομίζω, Παῦλε μου. Τόσοι ἄνθρωποι γύρω μας ὑποφέρουν, κι ἐμεῖς θὰ μένουμε κλεισμένοι στὸ καβούκι μας; Τί Χριστιανοὶ εἴμαστε τότε;
–Ἔχεις δίκιο. Ἀναρωτιέμαι ὅμως, ποῦ τὸ πᾶς μ’ αὐτὰ ποὺ μοῦ λές;
–Τὰ λέω αὐτά, διότι μόλις προχθὲς ἔμαθα ὅτι δύο τετράγωνα πιὸ πέρα ἀπὸ μᾶς μένει μιὰ συγχωριανή μας γερόντισσα, ποὺ τὴν ἔχουν ἐγκαταλείψει ὅλοι οἱ συγγενεῖς της καὶ οἱ συγχωριανοί. Ζεῖ κατάμονη! Τί θά ᾽λεγες, ἂν ἀποφασίζαμε νὰ τὴν ἐπισκεφθοῦμε κάποια μέρα;
–Καὶ σήμερα μάλιστα!
Σὲ λίγη ὥρα οἱ δύο σύζυγοι χτυποῦσαν τὴν πόρτα τῆς γιαγιᾶς, ποὺ τοὺς ἄνοιξε καὶ τοὺς κοίταζε ἀπορημένη, γιατὶ μέρες πολλὲς εἶχε νὰ περάσει κάποιος μέσα στὸ σπιτάκι της. Τῆς ἄφησαν ἕνα δέμα μὲ γλυκά, τῆς συστήθηκαν ὅτι ἦταν συγχωριανοί της, τὴ ρώτησαν γιὰ τὴν ὑγεία της, διότι εἶδαν πολλὰ φάρμακα στὸ τραπέζι της, τὴ ρώτησαν κι ἔμαθαν ὅτι τὴν ἔλεγαν Σοφία, κι ἀμέσως ρίχτηκαν ἐπὶ τὸ ἔργον. Σκούπισαν καὶ καθάρισαν τὸ σπίτι καὶ ἄλλαξαν τὰ σεντόνια της, ἐνῶ ἐκείνη κρατοῦσε συνέχεια τὴν κοιλιά της, διότι τῆς πονοῦσε, ὅπως εἶπε, πολὺ τὸ στομάχι της, κι ἔδειξε ἕνα ἄδειο κουτὶ μὲ τὸ φάρμακο. Πῆρε ἀμέσως τὸ ἄδειο κουτὶ ὁ Παῦλος καὶ βγῆκε καὶ ἔψαξε καὶ βρῆκε σ’ ἕνα φαρμακεῖο τὸ καλὸ φάρμακο γιὰ τὸ στομάχι καὶ τῆς τὸ πρόσφερε. Καὶ ἀφοῦ συζήτησαν ἀρκετά, τὴν καληνύχτησαν, παίρνοντας μαζί τους τὰ σεντόνια της γιὰ νὰ τὰ πλύνουν στὸ πλυντήριό τους.
–Νιώθω συγκινημένη καὶ εὐτυχισμένη μ’ αὐτὸ ποὺ κάναμε σήμερα, ἄντρα μου, εἶπε ἡ Ἀγάθη φτάνοντας στὸ σπίτι.
–Τὸ ἴδιο κι ἐγὼ καὶ σ’ εὐχαριστῶ γιὰ τὴν πρωτοβουλία σου.
Μετὰ δύο μέρες μόνη της ἡ Ἀγάθη, μὲ τὰ καθαρὰ σεντόνια καὶ μὲ μιὰ ἄλλη τσάντα μὲ φαγητὸ καὶ ἄλλα καλούδια, ξαναπῆγε στὸ σπίτι τῆς γιαγιᾶς, γιὰ νὰ τῆς κάνει συντροφιὰ καὶ μερικὲς δουλειές.
–Πῶς πάει τὸ στομάχι σου; Σὲ βλέπω πιὸ ἤρεμη, τὴ ρώτησε.
–Ἤπια ἀπὸ τὸ φάρμακο ποὺ μοῦ ’φερε ὁ ἄντρας σου, τὸ ὁποῖο μοῦ τὸ συνέστησε ἕνας καλὸς γιατρός, καὶ ἡσύχασα.
–Δόξα τῷ Θεῷ! ἀπάντησε χαρούμενα ἡ Ἀγάθη.
–Σὲ περίμενα, εἶπε ἡ γιαγιά. Στὸ τραπέζι ἔχω ἕνα φακελάκι μὲ χρήματα γιὰ τὰ σεντόνια, γιὰ τὸ φάρμακο, γιὰ ὅλα.
–Τί λές, κυρία Σοφία! Ἐμεῖς ἤρθαμε ἐπειδὴ σὲ ἀγαπᾶμε καὶ κάνουμε ὅ,τι κάνουμε, ἐπειδὴ τὸ λέει ὁ Χριστός μας! Ἀλήθεια, πιστεύεις στὸ Χριστό, κυρία Σοφία;
–Πιστεύω, βέβαια! Ἀλίμονο! Δὲν εἶμαι ἄθεη!
–Ἐξομολογεῖσαι; Κοινωνᾶς;
–Ὄχι, γιατὶ εἶμαι δολοφόνος! Σκότωσα δύο παιδιά μου μὲ ἀποβολές. Τρέμει ἡ ψυχή μου!
–Ἄλλο ἀποβολὴ κι ἄλλο ἔκτρωση, κυρία Σοφία μου! Μὴ βασανίζεσαι. Θὰ πᾶμε μαζὶ σ’ ἕναν καλὸ Ἐξομολόγο, θὰ τὰ πεῖς καὶ θὰ ἠρεμήσεις. Σ’ ἀφήνω τώρα. Ὁ Θεὸς μαζί σου.
Ὅταν πῆγε νὰ τὴν ξαναδεῖ ἔπειτα ἀπὸ δυὸ μέρες, βρῆκε τὸ σπίτι κλειδωμένο. Ἀπὸ μιὰ γειτόνισσα ἔμαθε ὅτι, ἐπειδὴ τὴν προηγούμενη νύχτα βογγοῦσε καὶ ἀναστέναζε συνέχεια, εἰδοποίησαν τὸ 166, καὶ ἦλθε καὶ τὴ μετέφερε στὸ Νοσοκομεῖο τῆς πόλης τους.
Ἡ Ἀγάθη μὲ τὸν Παῦλο πῆγαν ἀμέσως νὰ τὴν ἐπισκεφθοῦν ἐκεῖ.
–Ἦρθες κι ἐδῶ, κορίτσι μου! εἶπε στὴν Ἀγάθη ἡ γιαγιά, καὶ τὰ μάτια της ἔτρεχαν σὰν βρύσες.
–Τὸ κύριο πρόβλημά της, τὸ ὁποῖο ἐπιτείνει τὴν κατάστασή της, τοὺς εἶπε ἕνας ἁρμόδιος γιατρὸς τοῦ Νοσοκομείου, εἶναι ἡ μοναξιά. Ἡ ἐγκατάλειψή της ἀπὸ ὅλους.
Μόλις τὸ ἄκουσαν αὐτὸ οἱ δύο ἐκπαιδευτικοί, ἀφοῦ ἔκαναν ἀρκετὴ συντροφιὰ στὴ γιαγιά, πῆγαν στὸ χριστιανικὸ Γηροκομεῖο τῆς πόλης τους καὶ ἔκαναν τὶς σχετικὲς ἐνέργειες, ὥστε μετὰ τὴν ἔξοδό της ἀπὸ τὸ Νοσοκομεῖο νὰ μεταφερθεῖ στὸ Γηροκομεῖο. Αὐτὸ καὶ ἔγινε.
Ἡ χριστιανικὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ Γηροκομείου ἠρέμησε τὴ γιαγιά. Καὶ οἱ καθημερινὲς ἐπισκέψεις τῆς Ἀγάθης καὶ οἱ προτροπές της γιὰ Ἐξομολόγηση καὶ θεία Κοινωνία ἔφεραν τὸ ποθούμενο ἀποτέλεσμα. Ἐξομολογήθηκε καὶ κοινώνησε πολλὲς φορές. Ἔλαμπε πιὰ τὸ πρόσωπό της. Ὅταν μάλιστα ἡ Ἀγάθη μὲ τὸν Παῦλο ἔφερναν μαζί τους νὰ τὴ δοῦν καὶ τὰ τρία παιδιά τους, δάκρυζε ἀπὸ τὴν πολλὴ χαρά της. Καὶ σὲ τρεῖς μῆνες ἐξαγιασμένη καὶ ἤρεμη ἡ ψυχή της πέταξε στὴ μακαριότητα τοῦ χοροῦ τῶν Ἁγίων.