Ο ΑΠΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ Ο ΘΕΟΦΟΡΟΣ
Α. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας.
«Ἀποστολικός πατήρ» ὀνομάζεται καί εἶναι ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος. Ὁ ἴδιος στίς ἐπιστολές τοῦ ὀνομάζει τόν ἑαυτό τοῦ Θεοφόρο. Γιατί; Σύμφωνα μέ τό μαρτύριό του, διότι εἶχε τόν Χριστό στά στήθη του, δηλαδή ἦταν τελείως ἀφωσιωμένος στόν Χριστό, ἕτοιμος νά προσφέρει τά πάντα στήν ὑπακοή τοῦ Κυρίου· καί κατά ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς, διότι αὐτός ἦταν τό παιδί πού πῆρε ὁ Κύριος στήν ἀγκαλιά του καί εἶπε στούς Ἀποστόλους τόν βαρυσήμαντο λόγο: «ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν». (Μάτθ. ἰη 3).
Δέν γνωρίζουμε δυστυχῶς παρά ἐλάχιστα γιά τή ζωή τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατρός καί Μάρτυρος, ὁ ὁποῖος τή μαρτυρία τῆς ἁγίας ζωῆς του ἐπισφράγισε μέ τό μαρτύριό του μέσα στό περίφημο Κολοσσαῖο τῆς Ρώμης. Οἱ πληροφορίες πού ἔχουμε, ἀναφέρονται μόνο στήν ὥριμη ἠλικία του, κατά τήν ὁποία ὡς ἐπίσκοπός της Ἐκκλησίας τῆς μεγάλης Ἀντιοχείας δίνει συνεχῶς μάχες γιά τήν ἐπικράτηση τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Στήν Ἀντιόχεια κατά πᾶσα πιθανότητα γεννήθηκε ὁ Ἰγνάτιος. Καί ἀξιώθηκε ἀπό τά μικρά του ἀκόμη χρόνια νά γαλουχηθεῖ ἀπό τά νάματα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καί νά γίνει μαθητής τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Ρητῶς ὁ Ἱερός Χρυσόστομος ἀναφέρει, ὅτι ὁ Ἰγνάτιος ἀνατράφηκε μέ τούς Ἀποστόλους καί ἀπόλαυσε τά πνευματικά τούς νάματα. Ἀπό ἐκείνους γαλουχήθηκε, τούς ἀκολούθησε καί ἄκουσε κοντά τους «ρητά καί ἀπόρρητα». Δέν ἔχει σημασία ποιοῦ ἤ ποιῶν Ἀποστόλων χρημάτισε μαθητής. Ἴσως τοῦ Παύλου, ἴσως τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἴσως τοῦ Πέτρου, ἀφοῦ καί οἱ τρεῖς κήρυξαν στήν Ἀντιόχεια. Ἡ ἐπικρατέστερη πάντως γνώμη εἶναι, ὅτι ὑπῆρξε μαθητής τοῦ Θεολόγου καί Εὐαγγελιστου Ἰωάννου, κοντά στόν ὁποῖο σπούδασε τήν ὁλόθερμη ἀγάπη καί τήν ἀφοσίωση στόν Κύριο Ἰησοῦ.
Σύμφωνα μέ τίς ἐπίσημες αὐτές πληροφορίες ὁ Ἰγνάτιος ἔζησε τόν πρῶτο χριστιανικό αἰώνα καί μαρτύρησε στίς ἀρχές τοῦ δευτέρου. Καί δέν μᾶς μένει καμμία ἀμφιβολία ὅτι ὁ μακάριος αὐτός μαθητής τῶν Ἀποστόλων καλλιέργησε πνευματικῶς πολύ βαθιά τόν ἑαυτό του καί μετά τήν ἔξοδο τῶν Ἀποστόλων ἀπό τόν κόσμο αὐτό, χωρίς νά παραμέλησει καί τήν γενικότερη μόρφωση, ἡ ὁποία προσφερόταν πλούσια τότε στήν Ἀντιόχεια. Διότι ἡ μεγάλη καί πολυάνθρωπη ἐκείνη πόλη ἀποτελοῦσε σπουδαῖο κέντρο γραμμάτων καί μορφώσεως, καί ἐκεῖ ἄκμαζαν ὀνομαστές φιλοσοφικές σχολές, στίς ὁποῖες ἔπαιρναν ποικίλη καί πολυμερή μόρφωση ὅσοι εἶχαν βαθύ τόν πόθο τῆς μορφώσεως. Ὅποιος μελετᾶ τίς ἐπιστολές τοῦ ἁγίου Πατρός καί Μάρτυρος, μένει ὁμολογουμένως ἔκθαμβος μπροστά στήν ὀμορφιά τῶν ἔργων του καί τή λαμπρή ἀκτινοβολία τους.
Ἀλλά ἐάν πολλοί νέοι της ἐποχῆς του εἶχαν ὡς σκοπό τῆς ζωῆς τους τή μόρφωση καί τήν κοσμική λάμψη, γιά τόν Ἰγνάτιο ἡ μόρφωση δέν εἶχε ἄλλο σκοπό, παρά νά τόν βοηθήσει νά ἐπιτέλεσει τό ὑψηλό ἔργο, στό ὁποῖο ὁ Θεός τόν καλοῦσε. Καί τό ἔργο αὐτό ἦταν νά μεταδώσει τήν ἀλήθεια σέ ὅσους βρίσκονταν στήν ἄγνοια καί νά βοηθήσει τούς ἐπιδεκτικούς νά γνωρίσουν τό φῶς τῆς ἀληθείας, πού σάν ποταμός ὁλόδροσος ἀναπηδᾶ ἀπό τήν Ἁγία Γραφή.
Καί πράγματι ἡ ὑψηλή κλήση γιά τόν Ἰγνάτιο δέν ἄργησε νά γίνει. Ὁ Θεός τόν κάλεσε στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Ἀντιοχείας σέ διαδοχή τοῦ πρώτου της ἐπισκόπου, τοῦ Εὐοδίου. Δέν ἦταν μικρό πράγμα ἡ κλήση του σ’ ἕνα τέτοιο ἔργο. Κίνδυνοι τόν περιέβαλλαν ἀπό παντοῦ. Εἰδωλολάτρες καί Ἰουδαῖοι ἦταν ἕτοιμοι νά τοῦ ἐπιτεθοῦν. Ἄς ἀναλογισθοῦμε, γράφει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, πόσο δύσκολοι ἦταν οἱ καιροί, κατά τούς ὁποίους ἀναλάμβανε τήν ὑπεύθυνη ἀρχή καί διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας. Τότε… γκρεμοί καί βάραθρα, καί πόλεμοι καί μάχες καί κίνδυνοι. Τότε ἄρχοντες καί βασιλεῖς καί δῆμοι καί πόλεις καί ἔθνη καί οἰκεῖοι καί ξένοι ἐπιβουλεύονταν τή ζωή του. Καί ὅμως στήν ἔπαλξη αὐτή πού τόν ἔταξε ὁ Θεός ἀναδείχθηκε ὄχι μόνο σοφός κυβερνήτης, ἀλλά καί ἀνδρεῖος καί ἀκατάβλητος κήρυκας τῶν χριστιανικῶν ἀληθειῶν. Ἐνέπνεε τούς πιστούς μέ τό φωτεινό του παράδειγμα καί τήν ἁγία ζωή του, καί ἀποτελοῦσε ἔλεγχο γιά τούς ἀπίστους. Ὁ ἀποστολικός του ζῆλος γιά τήν οἰκοδομή τῶν πιστῶν καί τή διάδοση τῆς χριστιανικῆς ἀληθείας τόν κατέστησαν πρότυπο καλοῦ ποιμένος. Ἀθλητής ὑπέροχος ὁ Ἰγνάτιος, περιφρονώντας κάθε κίνδυνο καί κάθε ἀντίδραση, ἕτοιμος σέ κάθε στιγμή νά θυσιασθεῖ γιά τόν Χριστό, ἀντιπαρατάσσεται μέ πρωτοφανή ἀνδρεία καί δύναμη στά σκοτεινά σχέδια τῆς εἰδωλολατρίας, καταλύει τά ἀπόρθητα τείχη τοῦ ἐθνισμοῦ καί ἀνεγείρει περίλαμπρο τό οἰκοδόμημα τῆς πίστεως. Καί ἔτσι ἡ πόλη, πού εὐτύχησε νά δώσει τό ὄνομα «Χριστιανός» στούς πιστούς τοῦ Κυρίου, καυχᾶται, διότι ἀξιώθηκε νά ἔχει τέτοιον ποιμένα, ποιμένα πού εἶναι ἕτοιμος νά θυσιάσει τά πάντα γιά τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία του. Πλέκοντας τό ἐγκώμιό του ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἔπειτα ἀπό τρεῖς περίπου αἰῶνες σημειώνει γιά τόν ἅγιο ἐπίσκοπο τῆς ἰδιαίτερής του πατρίδος: «Προέστη τῆς πάρ ἡμῖν Ἐκκλησίας γενναίως καί μετά τοσαύτης ἀκριβείας, μέθ’ ὅσης ὁ Χριστός βούλεται. Ἀφιλάργυρος, ὅσιος, δίκαιος, ἐγκρατής, ἀντεχόμενος τοῦ κατά τήν διδαχήν πιστοῦ λόγου, νηφάλιος, σώφρων, κόσμιος». Τί ἄλλο περισσότερο θά μποροῦσε νά ζηλέψει ἕνας ἅγιος ἐπίσκοπος;
Β. Τό μαρτύριό του.
Διαρκῶς μέ τήν ἰδέα τοῦ μαρτυρίου ζοῦσε ὁ μακάριος Ἰγνάτιος. Σέ μία ἐπιστολή του, τήν ὁποία ἔστειλε στούς Χριστιανούς τῆς Ρώμης, χαρακτηριστικά ὀνομάζει τόν ἑαυτό του «σιτάρι τοῦ Θεοῦ», πού πρέπει νά ἀλεσθεῖ μέ τό μαρτύριο, γιά νά βρεθεῖ «καθαρός ἄρτος τοῦ Θεοῦ». Καί σ’ ἄλλο σημεῖο τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς βεβαιώνει: «Πῦρ καί σταυρός, θηρίων τέ συστάσεις (μάχες), ἀνατομαί (διαμελισμοί), διαιρέσεις, σκορπισμοί ὀστέων, συγκοπαί μελῶν, ἀλεσμοί ὅλου του σώματος, καί κόλασις τοῦ διαβόλου ἐπ’ ἐμέ ἐρχέσθω, μόνον ἵνα Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτύχω».
Καί τό μαρτύριο ἔρχεται, πλησιάζει. Ὁ Τραϊανός εἶναι αὐτοκράτωρ τῆς Ρώμης καί κηρύττει διωγμό κατά τῶν Χριστιανῶν. Γύρω στά 107 ὁ διωγμός μαινόταν κυριολεκτικά στήν Ἀντιόχεια. Γέροντας εἶναι πλέον ὁ Ἰγνάτιος. Ἡ γεμάτη φροντίδες, κόπους καί θυσίες ποιμαντική ζωή, πού δέν ἦταν καί ὀλιγοχρόνια — ἴσως νά ἔφθασε τά 40 ἔτη — τόν ἔχει σωματικῶς καταβάλει. Λίγες σωματικές δυνάμεις τοῦ ἔχουν ἀκόμη ἀπομείνει. Ὅμως ἡ ψυχή διατηρεῖ ὅλες τίς δυνάμεις της, τή νεανικότητά της. Δέν περιμένει νά τόν συλλάβουν. Σπεύδει ὁ ἴδιος στόν ἐκπρόσωπο τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορος στήν Ἀντιόχεια καί διαμαρτύρεται ἔντονα γιά τούς ἄδικους κατά τῶν Χριστιανῶν διωγμούς, γιά τά μαρτύρια, στά ὁποῖα ὑποβάλλονταν τά πρόβατα τῆς ποίμνης του. Ἀλλά μετά τήν ἔντονη διαμαρτυρία συλλαμβάνεται. Συλλαμβάνεται καί ὁδηγεῖται σέ δίκη. Ὁ δικαστής στήν ἕδρα του. Ὁ λευκός πρεσβύτης ὑπόδικος. Οἱ Χριστιανοί προσεύχονται ἐκτενῶς νά γλυτώσει ὁ ἐπίσκοπός τους. Νά παρακολουθήσουμε λίγο τή δίκη;
Ποίος εἶσαι σύ, κακόδαιμον, πού ἀθετεῖς τίς διατάξεις μας καί παρασύρεις καί τούς ἄλλους, γιά νά καταστραφοῦν; ρωτᾶ ὁ δικαστής.
Κανείς δέν ὀνομάζει κακοδαίμονα τόν Θεοφόρο, ἀπαντᾶ ὁ Ἰγνάτιος.
Καί ποιός εἶναι ὁ Θεοφόρος;, ρωτᾶ πάλι ὁ ἡγεμών.
Ὁ Χριστόν ἔχων ἐν στέρνοις, ἀπαντᾶ ὁ γενναῖος ἐπίσκοπος.
Νομίζεις, λοιπόν, ὅτι ἐμεῖς δέν πιστεύουμε σέ θεούς; Δέν γνωρίζεις ὅτι ἐπικαλούμαστε τή συμμαχία τους ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν μας;
Πλανᾶσαι, διότι ὀνομάζεις θεούς τά δαιμόνια τῶν ἐθνῶν. Ἕνας εἶναι ὁ Θεός, πού δημιούργησε τόν οὐρανό, τή γῆ, τή θάλασσα, καί «πάντα τά ἐν αὐτοῖς». Καί ἕνας ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου τή βασιλεία ποθῶ νά κατακτήσω.
Ὀνομάζεις Θεό Ἐκεῖνον πού σταύρωσε ὁ Πόντιος Πιλάτος;
Ὀνομάζω Θεόν Ἐκεῖνον πού σταύρωσε τήν ἁμαρτία μου καί καταδίκασε κάθε δαιμονική πλάνη.
Ὥστε λοιπόν φέρεις ἐσύ στήν καρδιά σου αὐτόν πού σταυρώθηκε;
Ναί· «γέγραπται γάρ ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω», συμπληρώνει ὁ μεγάλος ὁμολογητής.
Ἡ δίκη σταματᾶ ἐδῶ. Ἡ ἀπόφαση διατυπώνεται. Ὁ Ἰγνάτιος θά ὁδηγηθεῖ στή Ρώμη, γιά νά ριχθεῖ στά λιοντάρια. Νά κατασπαραχθεῖ ἀπ’ αὐτά, γιά νά ἀποτελέσει τό θέαμα, τή χαρά καί τήν τέρψη τοῦ δήμου. Πῶς ἀντιδρᾶ ὁ ἅγιος στήν ἀπόφαση; Σημειώνει τό μαρτύριό του: Ὅταν ὁ ἅγιος μάρτυς ἄκουσε τήν ἀπόφαση, μέ χαρά φώναξε. «Εὐχαριστῶ σοί, Δέσποτα, ὅτι μέ τελείᾳ τῇ πρός ἐμέ ἀγάπῃ τιμῆσαι κατηξίωσας, τῷ ἀποστόλῳ σου Παύλῳ δεσμοῖς συνδήσας σιδηροῖς». Ἔτσι ὁ μάρτυς παραδίδεται στούς στρατιῶτες, γιά νά ὁδηγηθεῖ στή Ρώμη καί νά ριχθεῖ στά θηρία.
Δέν θά κουράσουμε τόν ἀναγνώστη περιγράφοντας τό ταξίδι τοῦ Μάρτυρος διαμέσου τῆς Μικρας Ἀσίας, τῆς Μακεδονίας καί τῆς Ἰλλυρίας στό Δυρράχιο, ἀπ’ ὅπου ἡ συνοδεία πέρασε στό Βρινδήσιο καί ἀπό ἐκεῖ στή Ρώμη. Αὐτό μόνο σημειώνουμε ἐδῶ, ὅτι δηλαδή ἡ μεγάλη καί ἐπίπονη ἐκείνη πορεία ἔδειξε γιά μία ἀκόμη φορά ὄχι μόνο τόν μεγάλο πόθο τοῦ Μάρτυρος γιά τό μαρτύριο, προκειμένου νά συνάντησει τόν πολυπόθητο Σωτήρα καί Λυτρωτή, ἀλλά καί τήν ἀγάπη του πρός τήν Ἐκκλησία, ἤ μᾶλλον πρός τίς Ἐκκλησίες, ἀπό τήν περιοχή τῶν ὁποίων περνοῦσε. Πρός τίς Ἐκκλησίες αὐτές ἔγραψε σύντομες ἐπιστολές, γεμάτες ἀπό συμβουλές καί νουθεσίες, μέσα στίς ὁποῖες φαίνεται καθαρά ἡ μεγάλη του, ἡ ἐξαιρετική του προσωπικότητα.
Ἔφθασαν τέλος στή Ρώμη. Εἶναι Δεκέμβριος τοῦ ἔτους 107 μ.Χ. Στό μεγάλο στάδιο, τό Κολοσσαῖο, ὁ αὐτοκράτωρ ὀργανώνει τίς ἡμέρες ἐκεῖνες ἑορτές μεγάλες γιά τή νίκη τοῦ ἐναντίον τῶν Δακῶν. Ἕνα μέρος τῶν ἑορτῶν εἶναι οἱ θηριομαχίες. Οἱ ἄνθρωποι — δοῦλοι στήν πλειοψηφία τους — μάχονται μέ τά θηρία. Πολλές χιλιάδες θεατές. Ἀρέσκονται πολύ σέ τέτοιου εἴδους θεάματα. Ἀμέτρητοι θανατώνονται ἀπό τά θηρία. Τό χῶμα τοῦ Κολοσσαίου ζυμώνεται μέ τό αἷμα τους. Τό ἡμερολόγιο δείχνει 20 Δεκεμβρίου. Οἱ ἑορτές συνεχίζονται. Ἡ σειρά τοῦ Μάρτυρος πλησιάζει. Ἀπό τή φυλακή του ὁδηγεῖται στό στάδιο. Μία πρόχειρη δίκη γίνεται ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος. Ἄκαμπτος, σταθερός στίς ἀρχές του ὁ λευκός πρεσβύτης τῶν 80 ἐτῶν. Καμμία ὑποχώρηση. Οἱ ὄχλοι ζητοῦν τόν ἄμεσο θάνατό του. Ἀλαλαγμός μέσα στό Κολοσσαῖο. Τόν Ἰγνάτιο στά θηρία, ἀπαιτοῦν τά μανιασμένα πλήθη. Ἡ κρίσιμη ὥρα φθάνει. Ἀνυπεράσπιστος ὁ Μάρτυς στή μέση τοῦ σταδίου. Τά θηρία ἐξαπολύονται, ἀφοῦ τά ἐρέθισαν οἱ θηριοδαμαστές. Μέ μερικά πηδήματα βρίσκονται πάνω του. Τά φοβερά τους δόντια κατακόβουν τίς σάρκες τοῦ μάρτυρα. Τό αἷμα τρέχει. Ποτίζεται τό στάδιο. Οἱ Χριστιανοί θαυμάζουν τήν τόλμη. Οἱ εἰδωλολάτρες μαίνονται. Τά περισσότερα ὀστά τσακίζονται, τρώγονται ἀπό τά θηρία. Λίγα λείψανα, τά μεγάλα ὀστά μένουν ἀπό τό Μάρτυρα. Ἡ ψυχή λουσμένη στό αἷμα τοῦ μαρτυρίου ἔχει πετάξει στόν οὐρανό. Τό στεφάνι τῆς νίκης τῆς προσφέρει ὁ στεφανοδότης. Οἱ Ἄγγελοι χαίρονται, ἡ Ἐκκλησία ἀγάλλεται· οἱ πιστοί πανηγυρίζουν. Ἄρτος καθαρός ὁ θριαμβευτής προσφέρεται στόν Θεό. Τά λείψανά του συστέλλονται ἀπό τούς πιστούς καί διαμέσου τῶν πόλεων, πού ἀκολούθησε ὁ μάρτυρας καθώς ὁδηγοῦνταν στή Ρώμη, μεταφέρονται μέ πομπή στήν Ἀντιόχεια. Ἀργότερα στόν τόπο πού ἐναποτέθηκαν, κτίστηκε περικαλλής Ναός στό ὄνομα τοῦ Ἁγίου. Τά προσκυνοῦν οἱ πιστοί καί ἀντλοῦν δύναμη καί χάρη. Ἡ Ἐκκλησία κατέχει τόν Μάρτυρα ὡς θησαυρό ἀνεκτίμητο. Καί τόν προβάλλει στίς γενιές τῶν πιστῶν ὡς πρότυπο ἀγωνιστῆ καί καλλίνικου Μάρτυρα.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»
Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου