ΑΓΙΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ Ο ΘΕΟΦΟΡΟΣ

Ο ΑΠΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ Ο ΘΕΟΦΟΡΟΣ

Α. Ὁ Ἐ­πί­σκο­πος Ἀν­τι­ο­χεί­ας.

    «Ἀ­πο­στο­λι­κός πα­τήρ» ὀ­νο­μά­ζε­ται καί εἶ­ναι ὁ ἅ­γιος Ἰ­γνά­τιος. Ὁ ἴ­διος στίς ἐ­πι­στο­λές τοῦ ὀ­νο­μά­ζει τόν ἑ­αυ­τό τοῦ Θε­ο­φό­ρο. Για­τί; Σύμ­φω­να μέ τό μαρ­τύ­ριό του, δι­ό­τι εἶ­χε τόν Χριστό στά στή­θη του, δη­λα­δή ἦ­ταν τε­λεί­ως ἀ­φω­σι­ω­μέ­νος στόν Χρι­στό, ἕ­τοι­μος νά προ­σφέ­ρει τά πάν­τα στήν ὑ­πα­κο­ή τοῦ Κυ­ρί­ου· καί κα­τά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κούς συγ­γρα­φεῖς, δι­ό­τι αὐ­τός ἦ­ταν τό παι­δί πού πῆ­ρε ὁ Κύ­ριος στήν ἀγ­κα­λιά του καί εἶ­πε στούς Ἀ­πο­στό­λους τόν βα­ρυ­σή­μαν­το λό­γο: «ἐ­άν μή στρα­φῆ­τε καί γέ­νη­σθε ὡς τά παι­δί­α, οὐ μή εἰ­σέλ­θη­τε εἰς τήν βα­σι­λεί­αν τῶν οὐ­ρα­νῶν». (Μάτθ. ἰ­η 3).

    Δέν γνω­ρί­ζου­με δυ­στυ­χῶς πα­ρά ἐ­λά­χι­στα γιά τή ζω­ή τοῦ με­γά­λου αὐ­τοῦ Πα­τρός καί Μάρ­τυ­ρος, ὁ ὁ­ποῖ­ος τή μαρ­τυ­ρί­α τῆς ἁ­γί­ας ζω­ῆς του ἐ­πι­σφρά­γι­σε μέ τό μαρ­τύ­ριό του μέ­σα στό πε­ρί­φη­μο Κο­λοσ­σαῖ­ο τῆς Ρώ­μης. Οἱ πλη­ρο­φο­ρί­ες πού ἔ­χου­με, ἀ­να­φέ­ρον­ται μό­νο στήν ὥ­ρι­μη ἠλι­κί­α του, κα­τά τήν ὁ­ποί­α ὡς ἐ­πί­σκο­πός της Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς με­γά­λης Ἀν­τι­ο­χεί­ας δί­νει συ­νε­χῶς μά­χες γιά τήν ἐ­πι­κρά­τη­ση τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στε­ως. Στήν Ἀν­τι­ό­χεια κα­τά πᾶ­σα πι­θα­νό­τη­τα γεν­νή­θη­κε ὁ Ἰ­γνά­τιος. Καί ἀ­ξι­ώ­θη­κε ἀ­πό τά μι­κρά του ἀκόμη χρό­νια νά γα­λου­χη­θεῖ ἀ­πό τά νά­μα­τα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας καί νά γί­νει μα­θη­τής τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων. Ρη­τῶς ὁ Ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος ἀ­να­φέ­ρει, ὅ­τι ὁ Ἰ­γνά­τιος ἀνα­τρά­φη­κε μέ τούς Ἀ­πο­στό­λους καί ἀ­πό­λαυ­σε τά πνευ­μα­τι­κά τούς νά­μα­τα. Ἀ­πό ἐ­κεί­νους γα­λου­χή­θη­κε, τούς ἀ­κο­λού­θη­σε καί ἄ­κου­σε κον­τά τους «ρη­τά καί ἀ­πόρ­ρη­τα». Δέν ἔχει ση­μα­σί­α ποι­οῦ ἤ ποι­ῶν Ἀ­πο­στό­λων χρη­μά­τι­σε μα­θη­τής. Ἴ­σως τοῦ Παύ­λου, ἴ­σως τοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου, ἴ­σως τοῦ Πέ­τρου, ἀ­φοῦ καί οἱ τρεῖς κή­ρυ­ξαν στήν Ἀν­τι­ό­χεια. Ἡ ἐ­πι­κρα­τέ­στε­ρη πάν­τως γνώ­μη εἶ­ναι, ὅ­τι ὑ­πῆρ­ξε μα­θη­τής τοῦ Θε­ο­λό­γου καί Εὐ­αγ­γε­λι­στου Ἰ­ω­άν­νου, κον­τά στόν ὁ­ποῖ­ο σπού­δα­σε τήν ὁ­λό­θερ­μη ἀ­γά­πη καί τήν ἀ­φο­σί­ω­ση στόν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ.

    Σύμ­φω­να μέ τίς ἐ­πί­ση­μες αὐ­τές πλη­ρο­φο­ρί­ες ὁ Ἰ­γνά­τιος ἔ­ζη­σε τόν πρῶ­το χρι­στι­α­νι­κό αἰ­ώ­να καί μαρ­τύ­ρη­σε στίς ἀρ­χές τοῦ δευ­τέ­ρου. Καί δέν μᾶς μέ­νει καμ­μί­α ἀμ­φι­βο­λί­α ὅ­τι ὁ μα­κά­ριος αὐ­τός μα­θη­τής τῶν Ἀ­πο­στό­λων καλ­λι­έρ­γη­σε πνευ­μα­τι­κῶς πο­λύ βα­θιά τόν ἑ­αυ­τό του καί με­τά τήν ἔ­ξο­δο τῶν Ἀ­πο­στό­λων ἀ­πό τόν κό­σμο αὐ­τό, χω­ρίς νά παραμέλησει καί τήν γε­νι­κό­τε­ρη μόρ­φω­ση, ἡ ὁ­ποί­α προ­σφε­ρό­ταν πλούσια τό­τε στήν Ἀν­τι­ό­χεια. Δι­ό­τι ἡ με­γά­λη καί πο­λυ­άν­θρω­πη ἐ­κεί­νη πό­λη ἀ­πο­τε­λοῦ­σε σπου­δαῖ­ο κέν­τρο γραμ­μά­των καί μορ­φώ­σε­ως, καί ἐ­κεῖ ἄ­κμα­ζαν ὀ­νο­μα­στές φι­λο­σο­φι­κές σχο­λές, στίς ὁ­ποῖ­ες ἔπαιρναν ποι­κί­λη καί πο­λυ­με­ρή μόρ­φω­ση ὅ­σοι εἶ­χαν βα­θύ τόν πό­θο τῆς μορφώσεως. Ὅ­ποι­ος με­λε­τᾶ τίς ἐ­πι­στο­λές τοῦ ἁ­γί­ου Πα­τρός καί Μάρ­τυ­ρος, μέ­νει ὁ­μο­λο­γου­μέ­νως ἔκ­θαμ­βος μπρο­στά στήν ὀ­μορ­φιά τῶν ἔρ­γων του καί τή λαμ­πρή ἀ­κτι­νο­βο­λί­α τους.

    Ἀλλά ἐ­άν πολ­λοί νέ­οι της ἐ­πο­χῆς του εἶχαν ὡς σκοπό τῆς ζωῆς τους τή μόρ­φω­ση καί τήν κο­σμι­κή λάμ­ψη, γιά τόν Ἰ­γνά­τιο ἡ μόρ­φω­ση δέν εἶ­χε ἄλ­λο σκο­πό, πα­ρά νά τόν βοηθή­σει νά ἐ­πι­τέ­λε­σει τό ὑ­ψη­λό ἔρ­γο, στό ὁ­ποῖ­ο ὁ Θε­ός τόν κα­λοῦ­σε. Καί τό ἔρ­γο αὐ­τό ἦ­ταν νά με­τα­δώ­σει τήν ἀ­λή­θεια σέ ὅ­σους βρί­σκον­ταν στήν ἄ­γνοι­α καί νά βο­η­θή­σει τούς ἐ­πι­δε­κτι­κούς νά γνω­ρί­σουν τό φῶς τῆς ἀ­λη­θεί­ας, πού σάν πο­τα­μός ὁ­λό­δρο­σος ἀ­να­πη­δᾶ ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή.

Καί πράγ­μα­τι ἡ ὑ­ψη­λή κλή­ση γιά τόν Ἰ­γνά­τιο δέν ἄρ­γη­σε νά γί­νει. Ὁ Θε­ός τόν κά­λε­σε στόν ἐ­πι­σκο­πι­κό θρό­νο τῆς Ἀν­τι­ο­χεί­ας σέ δι­α­δο­χή τοῦ πρώ­του της ἐ­πι­σκό­που, τοῦ Εὐοδίου. Δέν ἦ­ταν μι­κρό πράγ­μα ἡ κλή­ση του σ’ ἕ­να τέ­τοι­ο ἔρ­γο. Κίν­δυ­νοι τόν πε­ρι­έ­βαλ­λαν ἀ­πό παν­τοῦ. Εἰ­δω­λο­λά­τρες καί Ἰ­ου­δαῖ­οι ἦ­ταν ἕ­τοι­μοι νά τοῦ ἐ­πι­τε­θοῦν. Ἄς ἀναλογισθοῦ­με, γρά­φει ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος, πό­σο δύ­σκο­λοι ἦ­ταν οἱ και­ροί, κα­τά τούς ὁ­ποί­ους ἀ­να­λάμ­βα­νε τήν ὑ­πεύ­θυ­νη ἀρ­χή καί δι­οί­κη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Τό­τε… γκρε­μοί καί βά­ρα­θρα, καί πό­λε­μοι καί μά­χες καί κίν­δυ­νοι. Τό­τε ἄρ­χον­τες καί βα­σι­λεῖς καί δῆ­μοι καί πό­λεις καί ἔ­θνη καί οἰ­κεῖ­οι καί ξέ­νοι ἐ­πι­βου­λεύ­ον­ταν τή ζω­ή του. Καί ὅ­μως στήν ἔπαλξη αὐ­τή πού τόν ἔ­τα­ξε ὁ Θε­ός ἀ­να­δεί­χθη­κε ὄ­χι μό­νο σο­φός κυ­βερ­νή­της, ἀλ­λά καί ἀν­δρεῖ­ος καί ἀ­κα­τά­βλη­τος κή­ρυ­κας τῶν χρι­στι­α­νι­κῶν ἀ­λη­θει­ῶν. Ἐ­νέ­πνε­ε τούς πι­στούς μέ τό φωτεινό του πα­ρά­δειγ­μα καί τήν  ἁγία ζω­ή του, καί ἀ­πο­τε­λοῦ­σε ἔ­λεγ­χο γιά τούς ἀ­πί­στους. Ὁ ἀ­πο­στο­λι­κός του ζῆ­λος γιά τήν οἰ­κο­δο­μή τῶν πι­στῶν καί τή δι­ά­δο­ση τῆς χριστι­α­νι­κῆς ἀ­λη­θεί­ας τόν κα­τέ­στη­σαν πρό­τυ­πο κα­λοῦ ποι­μέ­νος. Ἀ­θλη­τής ὑ­πέ­ρο­χος ὁ Ἰ­γνά­τιος, πε­ρι­φρο­νών­τας κά­θε κίν­δυ­νο καί κά­θε ἀν­τί­δρα­ση, ἕ­τοι­μος σέ κά­θε στιγ­μή νά θυ­σια­σθεῖ γιά τόν Χρι­στό, ἀν­τι­πα­ρα­τάσ­σε­ται μέ πρω­το­φα­νή ἀν­δρεί­α καί δύ­να­μη στά σκο­τει­νά σχέ­δια τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας, κα­τα­λύ­ει τά ἀ­πόρ­θη­τα τεί­χη τοῦ ἐ­θνι­σμοῦ καί ἀ­νε­γεί­ρει πε­ρί­λαμ­προ τό οἰ­κο­δό­μη­μα τῆς πί­στε­ως. Καί ἔ­τσι ἡ πό­λη, πού εὐ­τύ­χη­σε νά δώ­σει τό ὄ­νο­μα «Χρι­στια­νός» στούς πιστούς τοῦ Κυ­ρί­ου, καυ­χᾶ­ται, δι­ό­τι ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά ἔ­χει τέ­τοι­ον ποι­μέ­να, ποι­μέ­να πού εἶ­ναι ἕ­τοι­μος νά θυ­σιά­σει τά πάν­τα γιά τόν Χρι­στό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α του. Πλέ­κον­τας τό ἐγ­κώ­μιό του ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος ἔ­πει­τα ἀ­πό τρεῖς πε­ρί­που αἰῶνες ση­μει­ώ­νει γιά τόν ἅ­γιο ἐ­πί­σκο­πο τῆς ἰ­δι­αί­τε­ρής του πα­τρί­δος: «Προ­έ­στη τῆς πάρ ἡ­μῖν Ἐκ­κλη­σί­ας γεν­ναί­ως καί με­τά το­σαύ­της ἀ­κρι­βεί­ας, μέθ’ ὅ­σης ὁ Χρι­στός βού­λε­ται. Ἀ­φι­λάρ­γυ­ρος, ὅ­σιος, δί­και­ος, ἐγ­κρα­τής, ἀν­τε­χό­με­νος τοῦ κα­τά τήν δι­δα­χήν πι­στοῦ λό­γου, νη­φά­λιος, σώ­φρων, κό­σμιος». Τί ἄλ­λο πε­ρισ­σό­τε­ρο θά μπο­ροῦ­σε νά ζη­λέ­ψει ἕ­νας ἅγιος ἐ­πί­σκο­πος;

Β. Τό μαρ­τύ­ριό του.

    Δια­ρκῶς μέ τήν ἰ­δέ­α τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου ζοῦ­σε ὁ μα­κά­ριος Ἰ­γνά­τιος. Σέ μί­α ἐ­πι­στο­λή του, τήν ὁ­ποί­α ἔ­στει­λε στούς Χρι­στια­νούς τῆς Ρώ­μης, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ὀ­νο­μά­ζει τόν ἑ­αυ­τό του «σι­τά­ρι τοῦ Θε­οῦ», πού πρέ­πει νά ἀ­λε­σθεῖ μέ τό μαρ­τύ­ριο, γιά νά βρε­θεῖ «κα­θα­ρός ἄρ­τος τοῦ Θε­οῦ». Καί σ’ ἄλ­λο ση­μεῖ­ο τῆς ἴ­διας ἐ­πι­στο­λῆς βε­βαι­ώ­νει: «Πῦρ καί σταυ­ρός, θηρί­ων τέ συ­στά­σεις (μά­χες), ἀ­να­το­μαί (δι­α­με­λι­σμοί), δι­αι­ρέ­σεις, σκορ­πι­σμοί ὀ­στέ­ων, συγ­κο­παί με­λῶν, ἀ­λε­σμοί ὅ­λου του σώ­μα­τος, καί κό­λα­σις τοῦ δι­α­βό­λου ἐπ’ ἐ­μέ ἐρ­χέ­σθω, μό­νον ἵνα Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ ἐ­πι­τύ­χω».

    Καί τό μαρ­τύ­ριο ἔρ­χε­ται, πλη­σιά­ζει. Ὁ Τρα­ϊ­α­νός εἶ­ναι αὐ­το­κρά­τωρ τῆς Ρώ­μης καί κηρύττει δι­ωγ­μό κα­τά τῶν Χρι­στια­νῶν. Γύ­ρω στά 107 ὁ δι­ωγ­μός μαι­νό­ταν κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά στήν Ἀν­τι­ό­χεια. Γέ­ροντας εἶ­ναι πλέ­ον ὁ Ἰ­γνά­τιος. Ἡ γε­μά­τη φρον­τί­δες, κό­πους καί θυ­σί­ες ποι­μαν­τι­κή ζω­ή, πού δέν ἦ­ταν καί ὀ­λι­γο­χρό­νια — ἴ­σως νά ἔ­φθα­σε τά 40 ἔ­τη — τόν ἔ­χει σω­μα­τι­κῶς κα­τα­βά­λει. Λί­γες σω­μα­τι­κές δυ­νά­μεις τοῦ ἔ­χουν ἀ­κό­μη ἀ­πο­μεί­νει. Ὅ­μως ἡ ψυ­χή δι­α­τη­ρεῖ ὅ­λες τίς δυ­νά­μεις της, τή νε­α­νι­κό­τη­τά της. Δέν πε­ρι­μέ­νει νά τόν συλλάβουν. Σπεύ­δει ὁ ἴ­διος στόν ἐκ­πρό­σω­πο τοῦ Ρω­μαί­ου αὐ­το­κρά­το­ρος στήν Ἀν­τι­ό­χεια καί δι­α­μαρ­τύ­ρε­ται ἔν­το­να γιά τούς ἄ­δι­κους κα­τά τῶν Χρι­στια­νῶν δι­ωγ­μούς, γιά τά μαρ­τύ­ρια, στά ὁ­ποῖ­α ὑ­πο­βάλ­λον­ταν τά πρό­βα­τα τῆς ποί­μνης του. Ἀλ­λά με­τά τήν ἔν­το­νη δι­α­μαρ­τυ­ρί­α συλ­λαμ­βά­νε­ται. Συλ­λαμ­βά­νε­ται καί ὁ­δη­γεῖ­ται σέ δί­κη. Ὁ δι­κα­στής στήν ἕδρα του. Ὁ λευ­κός πρε­σβύ­της ὑ­πό­δι­κος. Οἱ Χρι­στια­νοί προ­σεύ­χον­ται ἐ­κτε­νῶς νά γλυ­τώ­σει ὁ ἐ­πί­σκο­πός τους. Νά πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με λί­γο τή δί­κη;

    Ποί­ος εἶ­σαι σύ, κα­κό­δαι­μον, πού ἀ­θε­τεῖς τίς δι­α­τά­ξεις μας καί πα­ρα­σύ­ρεις καί τούς ἄλ­λους, γιά νά κα­τα­στρα­φοῦν; ρω­τᾶ ὁ δι­κα­στής.

    Κα­νείς δέν ὀ­νο­μά­ζει κα­κο­δαί­μο­να τόν Θε­ο­φό­ρο, ἀ­παν­τᾶ ὁ Ἰ­γνά­τιος.

    Καί ποι­ός εἶ­ναι ὁ Θε­ο­φό­ρος;, ρω­τᾶ πά­λι ὁ ἡ­γε­μών.

    Ὁ Χρι­στόν ἔ­χων ἐν στέρ­νοις, ἀ­παν­τᾶ ὁ γεν­ναῖ­ος ἐ­πί­σκο­πος.

    Νο­μί­ζεις, λοι­πόν, ὅ­τι ἐ­μεῖς δέν πι­στεύ­ου­με σέ θε­ούς; Δέν γνω­ρί­ζεις ὅ­τι ἐ­πι­κα­λού­μα­στε τή συμ­μα­χί­α τους ἐ­ναν­τί­ον τῶν ἐ­χθρῶν μας;

    Πλα­νᾶ­σαι, δι­ό­τι ὀ­νο­μά­ζεις θε­ούς τά δαι­μό­νια τῶν ἐ­θνῶν. Ἕ­νας εἶ­ναι ὁ Θε­ός, πού δη­μι­ούρ­γη­σε τόν οὐ­ρα­νό, τή γῆ, τή θά­λασ­σα, καί «πάν­τα τά ἐν αὐ­τοῖς». Καί ἕ­νας ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ὁ μο­νο­γε­νής Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ, τοῦ ὁ­ποί­ου τή βα­σι­λεί­α πο­θῶ νά κα­τα­κτή­σω.

    Ὀ­νο­μά­ζεις Θε­ό Ἐ­κεῖ­νον πού σταύ­ρω­σε ὁ Πόν­τιος Πι­λά­τος;

    Ὀ­νο­μά­ζω Θε­όν Ἐ­κεῖ­νον πού σταύ­ρω­σε τήν ἁ­μαρ­τί­α μου καί κα­τα­δί­κα­σε κά­θε δαι­μο­νι­κή πλά­νη.

    Ὥ­στε λοι­πόν φέ­ρεις ἐσύ στήν καρ­διά σου αὐ­τόν πού σταυ­ρώ­θη­κε;

    Ναί· «γέ­γρα­πται γάρ ἐ­νοι­κή­σω ἐν αὐ­τοῖς καί ἐμ­πε­ρι­πα­τή­σω», συμ­πλη­ρώ­νει ὁ με­γά­λος ὁ­μο­λο­γη­τής.

    Ἡ δί­κη στα­μα­τᾶ ἐ­δῶ. Ἡ ἀ­πό­φα­ση δι­α­τυ­πώ­νε­ται. Ὁ Ἰ­γνά­τιος θά ὁ­δη­γη­θεῖ στή Ρώ­μη, γιά νά ρι­χθεῖ στά λι­ον­τά­ρια. Νά κα­τα­σπα­ρα­χθεῖ ἀ­π’ αὐ­τά, γιά νά ἀ­πο­τε­λέ­σει τό θέ­α­μα, τή χα­ρά καί τήν τέρ­ψη τοῦ δή­μου. Πῶς ἀντιδρᾶ ὁ ἅ­γιος στήν ἀ­πό­φα­ση; Ση­μει­ώ­νει τό μαρ­τύ­ριό του: Ὅ­ταν ὁ ἅ­γιος μάρ­τυς ἄ­κου­σε τήν ἀ­πό­φα­ση, μέ χα­ρά φώ­να­ξε. «Εὐ­χα­ρι­στῶ σοί, Δέ­σπο­τα, ὅ­τι μέ τε­λεί­ᾳ τῇ πρός ἐ­μέ ἀ­γά­πῃ τι­μῆ­σαι κα­τη­ξί­ω­σας, τῷ ἀ­πο­στό­λῳ σου Παύ­λῳ δε­σμοῖς συν­δή­σας σι­δη­ροῖς». Ἔ­τσι ὁ μάρ­τυς πα­ρα­δί­δε­ται στούς στρα­τι­ῶ­τες, γιά νά ὁ­δη­γη­θεῖ στή Ρώ­μη καί νά ρι­χθεῖ στά θη­ρί­α.

    Δέν θά κου­ρά­σου­με τόν ἀ­να­γνώ­στη πε­ρι­γρά­φον­τας τό τα­ξί­δι τοῦ Μάρ­τυ­ρος δι­α­μέ­σου τῆς Μι­κρας Ἀ­σί­ας, τῆς Μα­κε­δο­νί­ας καί τῆς Ἰλ­λυ­ρί­ας στό Δυρ­ρά­χιο, ἀπ’ ὅ­που ἡ συνοδεί­α πέ­ρα­σε στό Βριν­δή­σιο καί ἀ­πό ἐ­κεῖ στή Ρώ­μη. Αὐ­τό μό­νο ση­μει­ώ­νου­με ἐ­δῶ, ὅ­τι δη­λα­δή ἡ με­γά­λη καί ἐ­πί­πο­νη ἐ­κεί­νη πο­ρεί­α ἔ­δει­ξε γιά μί­α ἀ­κό­μη φο­ρά ὄ­χι μό­νο τόν με­γά­λο πό­θο τοῦ Μάρ­τυ­ρος γιά τό μαρ­τύ­ριο, προ­κει­μέ­νου νά συ­νάν­τη­σει τόν πο­λυ­πό­θη­το Σω­τή­ρα καί Λυ­τρω­τή, ἀλ­λά καί τήν ἀ­γά­πη του πρός τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἤ μᾶλ­λον πρός τίς Ἐκ­κλη­σί­ες, ἀ­πό τήν πε­ρι­ο­χή τῶν ὁ­ποί­ων περ­νοῦ­σε. Πρός τίς Ἐκ­κλη­σί­ες αὐ­τές ἔ­γρα­ψε σύν­το­μες ἐ­πι­στο­λές, γε­μά­τες ἀ­πό συμ­βου­λές καί νου­θε­σί­ες, μέ­σα στίς ὁ­ποῖ­ες φαίνεται κα­θα­ρά ἡ με­γά­λη του, ἡ ἐ­ξαι­ρε­τι­κή του προ­σω­πι­κό­τη­τα.

    Ἔ­φθα­σαν τέ­λος στή Ρώ­μη. Εἶ­ναι Δε­κέμ­βριος τοῦ ἔ­τους 107 μ.Χ. Στό με­γά­λο στά­διο, τό Κο­λοσ­σαῖ­ο, ὁ αὐ­το­κρά­τωρ ὀρ­γα­νώ­νει τίς ἡ­μέ­ρες ἐ­κεῖ­νες ἑ­ορ­τές με­γά­λες γιά τή νί­κη τοῦ ἐ­ναν­τί­ον τῶν Δα­κῶν. Ἕ­να μέ­ρος τῶν ἑ­ορ­τῶν εἶ­ναι οἱ θη­ρι­ο­μα­χί­ες. Οἱ ἄν­θρω­ποι — δοῦ­λοι στήν πλει­ο­ψη­φί­α τους — μά­χον­ται μέ τά θη­ρί­α. Πολ­λές χι­λιά­δες θε­α­τές. Ἀρέσκον­ται πο­λύ σέ τέ­τοι­ου εἴ­δους θε­ά­μα­τα. Ἀ­μέ­τρη­τοι θα­να­τώ­νον­ται ἀ­πό τά θη­ρί­α. Τό χῶ­μα τοῦ Κο­λοσ­σαί­ου ζυ­μώ­νε­ται μέ τό αἷ­μα τους. Τό ἡ­με­ρο­λό­γιο δεί­χνει 20 Δεκεμβρίου. Οἱ ἑ­ορ­τές συ­νε­χί­ζον­ται. Ἡ σει­ρά τοῦ Μάρ­τυ­ρος πλη­σιά­ζει. Ἀ­πό τή φυ­λα­κή του ὁ­δη­γεῖ­ται στό στά­διο. Μί­α πρό­χει­ρη δί­κη γί­νε­ται ἐ­νώ­πιον τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος. Ἄκαμπτος, στα­θε­ρός στίς ἀρ­χές του ὁ λευ­κός πρε­σβύ­της τῶν 80 ἐ­τῶν. Καμ­μί­α ὑ­πο­χώ­ρη­ση. Οἱ ὄ­χλοι ζη­τοῦν τόν ἄ­με­σο θά­να­τό του. Ἀ­λα­λαγ­μός μέ­σα στό Κο­λοσ­σαῖ­ο. Τόν Ἰγνά­τιο στά θη­ρί­α, ἀ­παι­τοῦν τά μα­νι­α­σμέ­να πλή­θη. Ἡ κρί­σι­μη ὥ­ρα φθά­νει. Ἀ­νυ­πε­ρά­σπι­στος ὁ Μάρ­τυς στή μέ­ση τοῦ στα­δί­ου. Τά θη­ρί­α ἐ­ξα­πο­λύ­ον­ται, ἀ­φοῦ τά ἐ­ρέ­θι­σαν οἱ θηρι­ο­δα­μα­στές. Μέ με­ρι­κά πη­δή­μα­τα βρί­σκον­ται πά­νω του. Τά φο­βε­ρά τους δόν­τια κα­τα­κό­βουν τίς σάρ­κες τοῦ μάρ­τυ­ρα. Τό αἷ­μα τρέ­χει. Πο­τί­ζε­ται τό στά­διο. Οἱ Χρι­στια­νοί θαυμά­ζουν τήν τόλ­μη. Οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες μαί­νον­ται. Τά πε­ρισ­σό­τε­ρα ὀ­στά τσα­κί­ζον­ται, τρώ­γον­ται ἀ­πό τά θη­ρί­α. Λί­γα λεί­ψα­να, τά με­γά­λα ὀ­στά μέ­νουν ἀ­πό τό Μάρ­τυ­ρα. Ἡ ψυ­χή λου­σμέ­νη στό αἷ­μα τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου ἔ­χει πε­τά­ξει στόν οὐ­ρα­νό. Τό στε­φά­νι τῆς νί­κης τῆς προ­σφέ­ρει ὁ στε­φα­νο­δό­της. Οἱ Ἄγ­γε­λοι χαί­ρον­ται, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­γάλ­λε­ται· οἱ πι­στοί πανηγυ­ρί­ζουν. Ἄρ­τος κα­θα­ρός ὁ θρι­αμ­βευ­τής προ­σφέ­ρε­ται στόν Θε­ό. Τά λεί­ψα­νά του συ­στέλ­λον­ται ἀ­πό τούς πι­στούς καί δι­α­μέ­σου τῶν πό­λε­ων, πού ἀ­κο­λού­θη­σε ὁ μάρ­τυ­ρας κα­θώς ὁ­δη­γοῦ­ν­­ταν στή Ρώ­μη, με­τα­φέ­ρον­ται μέ πομ­πή στήν Ἀν­τι­ό­χεια. Ἀρ­γό­τε­ρα στόν τό­πο πού ἐ­να­πο­τέ­θη­καν, κτί­στη­κε πε­ρι­καλ­λής Να­ός στό ὄ­νο­μα τοῦ Ἁ­γί­ου. Τά προσκυνοῦν οἱ πι­στοί καί ἀν­τλοῦν δύ­να­μη καί χά­ρη. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κα­τέ­χει τόν Μάρ­τυ­ρα ὡς θη­σαυ­ρό ἀ­νε­κτί­μη­το. Καί τόν προ­βάλ­λει στίς γε­νι­ές τῶν πι­στῶν ὡς πρό­τυ­πο ἀγωνιστῆ καί καλ­λί­νι­κου Μάρ­τυ­ρα.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου