«Ἐπτώχευσεν»

    Μέσα σὲ λίγες λέξεις ὁ ἀπόστολος Παῦλος περικλείει ὅλο τὸ ἀνεξιχνίαστο μυστήριο τῆς ἄμετρης συγκαταβάσεως καὶ ἀπερινόητης κενώσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἑορτάζουμε τὶς ἡμέρες τῶν Χριστουγέννων. «Δι’ ἡμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν», γράφει (Β΄ Κορ. η΄ 9). Γιὰ μᾶς ἐπτώχευσε ὁ Θεός, ἐνῶ ἦταν πλούσιος.
    Ἀνέκφραστο, ἀκατάληπτο μυστήριο ἡ θεία ἐνανθρώπηση. Ἡ κένωση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἡ «μείωσή» Του, ἡ ταπείνωσή Του, ἡ πτώχευσή Του εἶναι ἄπειρη, ἀβυσσαλέα, ἐντελῶς ἀκατάληπτη στὸν ἀνθρώπινο νοῦ, καθ’ ὅσον μάλιστα καὶ ὁ πλοῦτος, ἡ δόξα τῆς θεότητος, τὸ ἀπαστράπτον μεγαλεῖο μέσα στὸ ὁποῖο βρίσκεται ὁ Θεός, πάλι ἐντελῶς ἀνέκφραστα, ἀκατάληπτα καὶ ἀπερινόητα εἶναι στὸν φτωχό, ἀδύναμο ἄνθρωπο.
    Ἐπτώχευσε λοιπὸν ὁ πλούσιος Θεός! Κι αὐτή Του τὴν πτωχεία τὴν εἴδαμε οἱ ἄνθρωποι σὲ ὅλη τὴν ἐπὶ γῆς ζωή Του, ἀπὸ αὐτὴ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς θείας Του ἐνανθρωπήσεως. Διότι ποῦ ἐπέλεξε νὰ γεννηθεῖ ὁ Χριστός; Μήπως σὲ καν­ένα παλάτι; Ἀλλὰ οὔτε ἕνα ἁπλὸ σπίτι δὲν βρέθηκε νὰ φιλοξενήσει τὴν ἔγκυο μητέρα Του, τὴν Παναγία Παρθένο, προκειμένου νὰ γεννήσει. Τόσο ἐκ­φραστικὰ τὸ ἀναφέρει στὴ σχετικὴ διήγησή του ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς: «καὶ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (β΄ 7). Σπάργανα φτωχικὰ καὶ σταῦλος καὶ παχνὶ τῶν ζώων, προκειμένου νὰ ἀνακλιθεῖ ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων· Αὐτὸς μπρο­στὰ στὸν Ὁποῖο ὑποκλίνονται μὲ φόβο καὶ δέος οὐράνια καὶ ἐπίγεια καὶ καταχθόνια!
    «Τί δὲ εἴπω, ἢ τί λαλήσω;», ἀναφωνεῖ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. «Τέκτονα καὶ φάτνην ὁρῶ, καὶ βρέφος καὶ σπάργανα, λοχὸν παρθένου τῶν χρειῶν ἔρημον, ὅλα πτωχείας ἐχόμενα, ὅλα πενίας γέ­μον­τα. Εἶδες πλοῦτον ἐν πενίᾳ πολλῇ; πῶς πλούσιος ὢν δι’ ἡμᾶς ἐπτώχευσε; πῶς οὔτε κλίνην, οὔτε στρωμνὴν εἶχεν, ἀλλ’ ἐπὶ ξηρᾶς ἔρριπτο φάτνης;». Τί νὰ πῶ καὶ τί νὰ λαλήσω; Μαραγκὸ βλέπω καὶ φάτνη, βρέφος καὶ σπάργανα, παρθένο λεχώνα χωρὶς οὔτε τὰ ἀπαραίτητα, ὅλα μέσα στὴ φτώχεια, ὅλα μέσα στὴν ἀνέχεια. Εἶδες πλοῦτο μέσα στὴν τόση φτώχεια; Πῶς, ἐνῶ εἶναι πλούσιος, ἐπτώ­χευσε γιὰ μᾶς; Πῶς οὔτε κρεβάτι, οὔτε στρῶμα εἶχε, ἀλλὰ μέσα σ’ ἕνα ξερὸ παχνὶ εἶχε τοποθετηθεῖ; (ΕΠΕ 35, 484).
    Ἀπερινόητη ἡ πτωχεία τοῦ πλουσίου Θεοῦ…
    Καὶ παρέχει πλοῦτο πολὺ σ’ ἐκεῖνον ποὺ θὰ θελήσει νὰ τὴν ἀκολουθήσει κι ὁ ἴδιος στὴ ζωή του.
    Ἀληθινά, ὑπάρχει κάποιος μυστηριώδης πλοῦτος μέσα στὴ χριστομίμητη φτώχεια. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐμακάρισε τοὺς φτωχούς. «Μακάριοι οἱ πτωχοί», εἶπε (Λουκ. ς΄ 20). Εἶναι μακάριοι οἱ φτωχοί, ὄχι ἐπειδὴ αὐτὴ καθεαυτὴν ἡ φτώχεια ἀποτελεῖ θεία εὐλογία, ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐτὴ ὁδηγεῖ τοὺς φτωχοὺς στὸ νὰ θέτουν τὸν ἑαυτό τους, τὴν ὅλη ὕπαρξή τους, τὴν οἰκογένεια καὶ τὴν περιουσία τους σὲ ἄμεση ἐξάρτηση ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ φτώχεια βοηθεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ προδιαθέτει τὴν ψυχή του στὴν ἁγία ταπείνωση, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸν κυριότερο ἀγωγὸ τῆς Χάριτος καὶ εὐλογίας τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Ὁ φτωχός, ὅταν τὴ φτώχεια του τὴ δέχεται καὶ τὴν ἀντιμετωπίζει κατὰ Θεόν, πολὺ εὔκολα καθίσταται καὶ ταπεινός, καὶ ἄρα ἀμέσως πλούσια εὐλογημένος καὶ χαριτωμένος ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ ἅγιος Θεὸς ποτὲ δὲν ἐγκαταλείπει τὸν ταπεινό, ἐκεῖνον ποὺ δὲν στηρίζεται μὲ αὐτοπεποίθηση στὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ὅλη τὴ ζωή του τὴν ἐξαρτᾶ μὲ ἀκλόνητη πίστη καὶ ἐλπίδα ἀπὸ τὴ θεία Πρόνοια.
    Φέτος, ποὺ ἡ πατρίδα μας βρίσκεται σὲ τόσο δύσκολη οἰκονομικὴ συγκυρία, ἔ­χουμε τὰ ἐχέγγυα νὰ γιορτάσουμε τὰ πιὸ κοντινὰ στὸ ἀληθινὸ νόημά τους Χριστούγεννα· ὄχι ὅπως τὰ γιορτάζαμε μέχρι τώρα, μὲ τὸν εὐρωπαϊκό, ἄκρως ἀντιπνευματικὸ τρόπο, βυθισμένοι σὲ μιὰ παραμυθένια γοητεία ὑλιστικῆς αὐ­τάρκειας καὶ φαντασμαγορίας, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἦρθε ὁ Χριστὸς στὴ γῆ μας.
    Ἐν πτωχείᾳ!
   Καὶ ὑλική: Νὰ περάσουμε τὶς γιορτὲς μὲ ἐλαχιστοποίηση τῶν ὑλικῶν μας ἀπαιτήσεων, μὲ λιτότητα στὸ φαγητό, τὸν ρουχισμὸ καὶ τοὺς στολισμούς μας. Ὅ,τι τυχὸν μᾶς περισσεύσει, νὰ τὸ δώσουμε σ’ ἐκείνους ποὺ στεροῦνται καὶ τῶν βασικῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν.
Ἀλλὰ κυρίως μὲ πνευματικὴ πτωχεία: ταπείνωση, μετάνοια, ὁμολογία τῆς ἐνο­χῆς μας, τῆς ἀποστασίας μας ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ ἅγιο θέλημά Του, ὁλόθερμη προσευχή, ἐκζήτηση τοῦ θείου ἐλέους γιὰ τὶς οἰκογένειες καὶ τὴν πατρίδα μας, ὑπομονὴ καὶ ἐγκαρτέρηση.
    Ἔτσι θὰ γιορτάσουμε ἀληθινὰ Χριστούγεννα. Μόνο ἔτσι θὰ καταλάβουμε τὴν παρηγοριὰ ποὺ ἦρθε νὰ φέρει ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, τὴν ἀγάπη Του, τὴ χαρά Του, τὴν ἐλπίδα Του.
    Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῶν Χριστουγέννων. Αὐτὸς ὁ ἀληθινὸς πλοῦτος, ποὺ προκύπτει μέσα ἀπὸ τὴν κατὰ Θεὸν πτωχεία, τὴν ὁποία μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του ὁ Κύριος Ἰησοῦς μᾶς ἐδίδαξε.