Ὁ ὅσιος Παῦλος ὑπῆρξε Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Νεοκαισαρείας καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ σκληροῦ διώκτη τῶν Χριστιανῶν, τοῦ Λικίνιου (307-321). Μὲ τὴν ὁσιότητα τοῦ βίου του καὶ τὴν πλούσια ποιμαντικὴ καὶ φιλανθρωπική του δράση ἐνέπνεε καὶ στήριζε δυναμικὰ τὸ ποίμνιό του στὸ δρόμο τῆς ὀρθῆς Πίστεως καὶ ἁγίας ζωῆς.
Ἡ φήμη τῆς ἔντονης χριστιανικῆς δράσεως τοῦ ἁγίου Ἱεράρχου δὲν ἄργησε νὰ φθάσει στὸν σκληρὸ αὐτοκράτορα. Καὶ τὸν κάλεσε σὲ ἀπολογία.
Ὁ θαρραλέος ἐπίσκοπος Παῦλος δὲν δίστασε νὰ ὁμολογήσει μπροστὰ στὸ διώκτη βασιλέα τὴ βαθιά του πίστη στὸν Πανάγιο Τριαδικὸ Θεό, τὸν Ὁποῖο, ὅπως εἶπε, καὶ θὰ προσκυνᾶ καὶ θὰ λατρεύει καὶ θὰ ὑπηρετεῖ μέχρι τελευταίας του ἀναπνοῆς.
Προσπάθησε ὁ χριστιανομάχος τύραννος μὲ ἀπειλὲς νὰ τὸν φοβίσει, ἀλλὰ ἦταν ἀδύνατο. Ὁ ἐπίσκοπος ἔστεκε ὄρθιος καὶ ἀσυμβίβαστος, δηλώνοντας ὅτι εἶναι ἕτοιμος νὰ πάθει ὁποιαδήποτε παθήματα. Ἀκόμα καὶ νὰ θυσιασθεῖ γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Ντροπιασμένος τότε ὁ Λικίνιος ἀπὸ τὴν περιφρόνηση ποὺ δέχθηκε, διέταξε τοὺς δημίους νὰ μαστιγώσουν σκληρὰ τὸν Ἱεράρχη μὲ βούνευρα. Καὶ ἐνῶ τὰ αἵματα ἀπὸ τὶς ἀνοικτὲς πληγὲς αὐλάκωναν τὸ σῶμα του καὶ οἱ πόνοι τὸν ἔσφιγγαν, ἐκεῖνος, ὁ θαυμαστὸς ἄνδρας, διατηροῦσε σπάνια πραότητα καὶ ἀπέραντη ἀνεξικακία πρὸς τοὺς δημίους του, ποὺ κατέπληξε ὅλους.
Στὴ συνέχεια ὁ αὐτοκράτορας διέταξε τὸν Ἱεράρχη νὰ ἀνοίξει τὶς παλάμες του καὶ νὰ τοῦ ρίξουν πάνω σ’ αὐτὲς καυτὸ λιωμένο μέταλλο, καὶ ἕνας δήμιος νὰ τοῦ ἀλείφει μὲ τὸ μεῖγμα αὐτὸ τὰ χέρια του, μέχρι τὸ μεῖγμα νὰ κρυώσει. Τὸ μαρτύριο ἦταν φοβερὸ καὶ πρωτοφανές. Στὴν ὑψηλὴ θερμοκρασία τὸ δέρμα κατακάηκε, καὶ ἔμειναν τὰ ἄκρα τῶν χεριῶν τοῦ Ἱεράρχου Παύλου νεκρὰ καὶ καμένα.
Καὶ στὴν ἄθλια αὐτὴ κατάσταση εὑρισκόμενο, τὸν ἔστειλαν ἐξορία στὶς ἄκρες τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτη. Δὲν παρέμεινε ὅμως πολλὰ χρόνια ἐκεῖ ὁ Ἱεράρχης. Γιατὶ σὲ λίγο καιρὸ ἔπνευσε ὁ ἀέρας τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀνεξιθρησκίας. Μὲ τὸ διάταγμα τῶν Μεδιολάνων (313) ποὺ ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ὑπέγραψε, ἔπαυσαν ὅλοι οἱ διωγμοί. Οἱ Χριστιανοὶ βγῆκαν ἀπὸ τὶς κατακόμβες. Καὶ μποροῦσαν ἐλεύθερα τώρα νὰ λατρεύουν τὸν Θεό, νὰ κτίζουν ναούς, νὰ προσκυνοῦν τὶς ἅγιες εἰκόνες, νὰ χαίρονται μὲ ἀσφάλεια τὴν πίστη τους.
Τότε λοιπὸν ἄνοιξαν οἱ φυλακὲς καὶ τὰ φρούρια τῶν ἐξοριῶν καὶ ἐλευθερώθηκαν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ γενναῖοι τῆς Ἐκκλησίας ἀθλητές. Ὅσοι εἶχαν ἐπιζήσει ἀπὸ τὴ λαίλαπα τῶν φρικτῶν διωγμῶν βγῆκαν φλογισμένοι ἀπὸ θεία πνοή, φέροντες ἐκτὸς ἀπὸ τὰ στίγματα τῶν μαρτυρίων καὶ τὸν τίτλο τοῦ «ὁμολογητοῦ».
Τότε ἦταν ποὺ καὶ ὁ γενναῖος Ἱεράρχης Παῦλος ἄφησε τὸν τόπο τῆς ἐξορίας καὶ ἐπέστρεψε πάλι στὴν ἀγαπημένη του Νεοκαισάρεια, τὴν ἐπισκοπή του.
Μὲ τί ἀγαλλίαση καὶ συγκίνηση τὸν ὑποδέχθηκαν οἱ πιστοί του! Μὲ πόση ἀνακαινισμένη ὁρμὴ συνέχισε τὸ μεγαλόπνοο ἔργο του, ποὺ ἦταν ἕνα: νὰ συνδέονται οἱ ἄνθρωποι μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἀκτινοβολοῦν τὸ φῶς τῆς ἀληθινῆς πίστεως ἀνόθευτο!
Τὸν ὁμολογητὴ Ἀρχιεπίσκοπο Νεοκαισαρείας Παῦλο τὸν συναντοῦμε ξανὰ στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς 318 Θεοφόρους Πατέρες τῆς Ἁγίας Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ συγκροτήθηκε τὸ 325 μὲ τὴν πρωτοβουλία τοῦ εὐσεβεστάτου βασιλέως Μεγάλου Κωνσταντίνου, γιὰ νὰ καταδικασθοῦν οἱ αἱρετικὲς διδασκαλίες τοῦ χριστομάχου Ἀρείου.
Στὴν ἱερὴ αὐτὴ Σύναξη τῶν Ἱεραρχῶν τὸ θέαμα ὑπῆρξε μοναδικό. Οἱ περισσότεροι ἔφεραν νωπὰ τὰ «στίγματα» τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ «ἐν τῷ σώματι αὐτῶν».
Ἐκεῖ ἔβλεπες ἀπὸ τὸν ἕνα νὰ τοῦ λείπει ἡ μύτη καὶ ἀπὸ τὸν ἄλλον νὰ τοῦ ἔχουν ἀκρωτηριάσει τὰ αὐτιά. Ἄλλοι εἶχαν κομμένα τὰ χέρια τους ἢ ἔφεραν σημάδια ἐγκαυμάτων στὸ πρόσωπο. Ἄλλοι εἶχαν ἐξορυγμένα τὰ μάτια καὶ ἄλλοι μέλη τοῦ σώματος πρησμένα καὶ μελανιασμένα ἀπὸ μαστιγώσεις. Καὶ ὁ μακάριος Παῦλος ἔστεκε καὶ αὐτὸς στὶς συνεδριάσεις μὲ τὰ κατακαμένα καὶ κατάξηρα χέρια του, ποὺ κρέμονταν ἄνευρα σὰν ὥριμοι καρποὶ προσφορᾶς στὸ Θεό!
Αὐτὰ τὰ χέρια τοῦ ὁσίου Παύλου ὁ Μέγας Κωνσταντίνος, σὲ κάποια ἀπὸ τὶς συνεδριάσεις, μὲ εὐλάβεια τὰ ἀσπάσθηκε καὶ τὰ ἔβαλε συγκινημένος ἀνάμεσα στὶς παλάμες του λέγοντας: «Δὲν χορταίνω νὰ καταφιλῶ τὰ χέρια αὐτὰ ποὺ κατακάηκαν γιὰ τὸν Χριστό».
Μετὰ τὸ τέλος τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου καὶ τὴ λαμπρὴ δόξα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Ἱεράρχης ἐπέστρεψε στὸ ποίμνιό του καὶ συνέχισε νὰ τὸ ποιμαίνει μὲ ἱερὸ ἐνθουσιασμό. Ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια, μέσα σὲ κλίμα βαθιᾶς συγκινήσεως, παρέδωσε τὴν ψυχή του εἰρηνικὸς στὸν Κύριο.
Εἴθε μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ ἁγίου Παύλου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Νεοκαισαρείας, νὰ πληθαίνουν στὴν Ἁγία μας Ἐκκλησία ποιμένες ἀντάξιοι τοῦ δικοῦ του ἤθους καὶ τῆς δικῆς του παρρησίας, γιὰ νὰ δοξάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Παναγίου Θεοῦ.