Πάνω ἀπὸ εἴκοσι πέντε χρόνια δυὸ ἀγαπημένα ἀδέλφια εἶχαν μαζὶ ἕνα κατάστημα στὸ κέντρο τοῦ Πειραιᾶ κι ἔκαμναν χρυσὲς δουλειές. Κανένα σύννεφο δὲν ὑπῆρχε ἀνάμεσά τους ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια. Καὶ πλησίαζαν νὰ πάρουν καὶ τὴ σύνταξή τους. Χαρούμενοι πάντα. Καὶ οἱ συννυφάδες σὰν ἀδελφὲς μεταξύ τους. Τὸ ἴδιο καὶ τὰ πρωτεξαδέλφια. Ὅσοι τοὺς γνώριζαν, τοὺς χαιρόντουσαν καὶ τοὺς καμάρωναν. Τοὺς εἶχαν γιὰ παράδειγμα ὁμόνοιας καὶ ἀγάπης. Καὶ ἐξηγοῦσαν τὴ θαυμαστὴ αὐτὴ συμπεριφορά τους, διότι τοὺς ἔβλεπαν κάθε Κυριακὴ καὶ μεγάλη γιορτὴ στὸν ἐνοριακό τους Ναό.
Κάποιος ὅμως φθόνησε τὴν εὐτυχία τους. Ἔστω καὶ ἀργὰ βάλθηκε ὁ Σατανᾶς νὰ τοὺς χωρίσει, καὶ τὸ πέτυχε ὁ ραδιοῦργος. Ἄρχισε νὰ ψυλλιάζει τὸ μυαλὸ τοῦ μεγαλύτερου, τοῦ Γιώργου, μὲ διάφορες καχυποψίες ἐναντίον τοῦ νεότερου, τοῦ Ἀνέστη, καὶ τὰ πράγματα ἐξελίχθηκαν ἀπρόσμενα καὶ ραγδαῖα.
–Ἄκου, Ἀνέστη, τοῦ ᾿πε κάποια μέρα ὁ Γιῶργος, ἀρκετὰ τόσα χρόνια μαζί! Χωρίζουμε! Φτάνει πλέον! Ἂς δεῖ καθένας τὸν ἑαυτό του καὶ τὰ δικά του.
–Μὰ γιατί, ἀδελφέ μου; ρώτησε ξαφνιασμένος ὁ μικρότερος.
–Δὲν ὑπάρχει γιατί. Κάποτε ἔπρεπε νὰ γίνει αὐτό. Ἀργήσαμε, καὶ πολὺ μάλιστα!
–Καλά, ἀδελφέ, ἀφοῦ ἐπιμένεις. Σκέψου το ὅμως καλύτερα.
–Τὸ ἔχω σκεφτεῖ ἀπὸ καιρὸ καὶ προχωροῦμε ἐπὶ τὸ ἔργον. Θὰ πᾶμε στὸ γνωστό μου Συμβολαιογράφο καὶ ὅλα θὰ τελειώσουν μεταξύ μας.
–Γιῶργο, ἀδελφέ μου, πῶς ἔτσι ξαφνικά;
–Ἄσε τοὺς συναισθηματισμούς, Ἀνέστη! Αὐτὸ ἔπρεπε νὰ γίνει ἀπὸ καιρό, εἴπαμε…
Προχώρησαν σύντομα οἱ νομικὲς διαδικασίες, καὶ τελικὰ ὁ Ἀνέστης βγῆκε πολὺ ἀδικημένος. Αὐτὸ τοῦ στοίχισε πολύ. Δὲν εἶχε πιὰ θέση στὴν ἐπιχείρηση καὶ μὲ κάποια ἀποζημίωση ποὺ πῆρε, ἄνοιξε δικό του μικρὸ κατάστημα σὲ μιὰ ἀπόμερη γωνιὰ τῆς πόλης. Δὲν ἤθελε νὰ κινήσει δικαστικὸ ἀγώνα ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του, γιὰ νὰ μὴν ντροπιαστεῖ τὸ ὄνομά τους. Τὸ θλιβερὸ ὅμως γεγονὸς ἄφησε βαθιὰ τὰ σημάδια του μέσα του. Ἡ καρδιά του τὸν ἀνάγκαζε νὰ ἐπισκέπτεται συχνὰ τὸν καρδιολόγο καὶ τὸ Νοσοκομεῖο. Ὁ ψυχικός του πόνος ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἀδελφοῦ του ἔφερνε κάποτε-κάποτε τὴν καρδιά του σὲ ὁριακὰ σημεῖα. Οἱ γιατροὶ τὸν συμβούλευαν νὰ εἶναι ἤρεμος καὶ νὰ παίρνει κανονικὰ τὰ φάρμακά του.
Ἡ γυναίκα του, ἡ Ἐλπίδα, τοῦ συμπαραστεκόταν πάντοτε μὲ χαρούμενη διάθεση καὶ ὑπομονή. Τὸ ἴδιο καὶ τὰ τέσσερα παιδιά τους. Προσπαθοῦσαν νὰ μὴν ποῦν ποτὲ κακὸ λόγο γιὰ τοὺς συγγενεῖς τους. Τοὺς τὸ εἶχε ὑποδείξει ὁ σεβαστὸς Πνευματικός τους.
–Ξέρετε, πάτερ, ὅταν ρωτοῦν τὸν γαμπρό μου· «ποῦ εἶναι ὁ ἀδελφός σου;» ἀπαντᾶ: «εἶναι ἄρρωστος, πῆρε σύνταξη»· καὶ ὅταν τὸ μαθαίνω, ἀντιδρῶ μέσα μου, εἶπε κάποτε ἡ Ἐλπίδα στὸν Πνευματικό.
Κι ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε:
–Νὰ λὲς καλὰ λόγια γι’ αὐτούς. Κι ἂν οἱ πελάτες τους εἶναι τρεῖς, νὰ παρακαλᾶς τὸν Θεὸ νὰ τοὺς κάνει δεκατρεῖς!
Μ’ αὐτοὺς τοὺς τρόπους, ποὺ ἡ ἐκδίκηση τῆς ἀγάπης ἔφερνε στὰ χείλη τους, περνοῦσαν τὶς μέρες καὶ τὰ χρόνια τους οἱ ἀδικημένοι συγγενεῖς. Ἐν τῷ μεταξὺ τὰ δύο ἀδέλφια εἶχαν πέντε χρόνια νὰ μιλήσουν ὁ ἕνας στὸν ἄλλον, καὶ τὰ δυὸ σπιτικά, ποὺ ἔλαμπαν ἄλλοτε ἀπὸ χαρά, ἦταν τώρα παγωμένα μεταξύ τους. Ἡ κατάσταση τῆς καρδιᾶς τοῦ Ἀνέστη μέρα μὲ τὴ μέρα βάραινε πολύ. Ὅλοι, ἀκόμη καὶ οἱ γιατροί, περίμεναν τὸ τέλος…
Ξαφνικὰ ἕνα ἀπόγευμα ἐπισκέφθηκε ἀπρόσμενα στὸ σπίτι του τὸν Ἀνέστη ὁ γέροντας Πνευματικός τους. Ὁ ἄρρωστος ἀνασηκώθηκε στὸ κρεβάτι του. Ἡ γυναίκα του στάθηκε δίπλα του. Ὁ ἱερέας φόρεσε τὸ ἐπιτραχήλι του, ἔβγαλε ἕνα σταυρό, τὸν σταύρωσε καὶ τοῦ εἶπε σταθερά:
–Προσευχήθηκα πολὺ γιὰ τὸ θέμα σας, Ἀνέστη. Συνάντησα καὶ τὸν ἀδελφό σου καὶ μιλήσαμε ἀρκετά. Τὸν εἶδα πολὺ μαλακωμένο. Λοιπόν, θέλεις νὰ γίνεις καλά, παιδί μου Ἀνέστη;
–Θέλω, πάτερ μου, μὲ τὶς εὐχές σας!
–Πάρε λοιπὸν τώρα ἀμέσως τὸν ἀδελφό σου στὸ τηλέφωνο νὰ ἔλθει ἐδῶ, νὰ συγχωρεθεῖτε! Ἐλπίζω ὅτι θὰ ἔρθει.
Αὐτὸ καὶ ἔγινε. Καὶ σὲ λίγη ὥρα ἔφτασε ὁ Γιῶργος μὲ τὴ γυναίκα του καὶ τὶς δυὸ κόρες τους.
Τὸ τί ἔγινε δὲν περιγράφεται. Τὰ δυὸ ἀδέλφια ἔπεσαν ὁ ἕνας στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἄλλου μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ ἀλληλοασπαζόντουσαν ἀδιάκοπα.
–Συγχώρησέ με, Ἀνέστη μου, ἀκουγόταν μέσα ἀπὸ λυγμοὺς ἡ φωνὴ τοῦ Γιώργου.
–Συγχωρῆστε μας, Ἐλπίδα μου, φώναζε κλαίγοντας καὶ ἡ συννυφάδα της καὶ τὴ γλυκοφιλοῦσε. Τὸ ἴδιο καὶ τὰ ξαδέλφια. Ἦταν μιὰ συγκλονιστικὴ στιγμὴ συμφιλιώσεως!
–Νὰ σκάσει ὁ ἐξαποδῶ, εἶπε ὁ γέροντας Πνευματικὸς καὶ σταυροκοπιόταν συνέχεια.
Ἡ συμφιλίωση αὐτὴ ἐπηρέασε τὴν κατάσταση τῆς καρδιᾶς τοῦ Ἀνέστη. Οἱ γιατροὶ ποὺ τὸν ἐξέτασαν πολλὲς φορές, μιλοῦν μὲ θαυμασμὸ γιὰ τὸ γεγονός. Καὶ ὁ πρώην καρδιοπαθής, χωρὶς νὰ πάθει κάτι κακὸ ἀπὸ τὴ μεγάλη συγκίνηση, ζεῖ ἀκόμη, χρόνια τώρα, χωρὶς κανένα ἀπολύτως καρδιακὸ πρόβλημα. Καὶ ἡ δουλειά του μέρα μὲ τὴ μέρα προοδεύει.