ΑΓΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ

Ο ὅ­σιος Σε­ρα­φεὶμ τοῦ Σάρωφ εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς δη­μο­φι­λέ­στε­ρους ἁ­γί­ους τοῦ πο­λυ­δο­κι­μα­σθέ­ντος ρω­σι­κοῦ ὀρ­θο­δό­ξου λα­οῦ. Γεν­νή­θη­κε στὶς 19 Ἰ­ου­λί­ου τοῦ ἔ­τους 1759 στὴν πό­λη Κοὺρ­σκ τῆς Ρω­σί­ας ἀ­πὸ γο­νεῖς εὐ­πό­ρους καὶ θε­ο­σε­βεῖς, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­νέ­θρε­ψαν τὸ μι­κρὸ παι­δί τους — Πρό­χο­ρο τὸ ὀ­νό­μα­σαν — «ἐν παι­δε­ί­ᾳ καὶ νου­θε­σί­ᾳ Κυ­ρί­ου» (Ἐφ. Ϛ΄ 4). Αὐ­τοὶ τοῦ ἐ­νέ­πνευ­σαν τὴν ἀ­γά­πη πρὸς τὸν Χρι­στὸ καὶ τὴν ἁ­γί­α μας ᾿Ορ­θό­δο­ξη ᾿Εκ­κλη­σί­α… Μι­κρὸς ἦ­ταν ὁ Πρό­χο­ρος ὅ­ταν δέ­χθη­κε σὲ ὥ­ρα ἀ­σθε­νε­ί­ας του τὴν θαυματουργικὴ ἐ­πέμ­βα­ση τῆς ῾Υ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου. Ἀ­πὸ ἐ­κε­ί­νη τὴν ὥ­ρα ὁ ἅ­γιος θὰ τὴν ὑ­πε­ρευ­λα­βεῖ­ται μέ­χρι τὸ Ἀ­μὴν τῆς ζω­ῆς του.

Ἀ­πὸ τὴ μι­κρή του ἀ­κό­μη ἡ­λι­κί­α ὁ Ἅ­γιος αἰ­σθάν­θη­κε μέ­σα του με­γά­λη φλό­γα ἀ­γά­πης πρὸς τὸν Κύριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Λίγα χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα θὰ κλη­θεῖ ἀ­πὸ τὸν Νυμ­φί­ο Χρι­στὸ νὰ βα­δί­σει τὸν δρό­μο τῆς μο­να­χι­κῆς πο­λι­τε­ί­ας. Ἔ­τσι μὲ τὴν εὐ­χὴ τῆς εὐ­σε­βοῦς μη­τέ­ρας του Ἀ­γά­θης σὲ ἡ­λι­κί­α 17 ἐ­τῶν θὰ ἀ­παρ­νη­θεῖ τὰ ἐγ­κό­σμια καὶ θὰ εἰ­σέλ­θει ὡς δό­κι­μος — γιὰ 8 χρό­νια — Μο­να­χὸς στὴ μο­νὴ τοῦ Σάρωφ τῆς ἐ­παρ­χί­ας Ταμ­πώφ. Μὲ πολ­λὴ χα­ρὰ ἀ­να­δέ­χε­ται ἐ­κεῖ τὰ δυ­σκο­λό­τε­ρα δι­α­κο­νή­μα­τα. Γίνεται πρό­τυ­πο γιὰ τοὺς ἄλ­λους συμμοναστές του. Νη­στε­ύ­ει αὐ­στη­ρά, ὥ­στε νὰ δα­μά­ζει τὶς νε­α­νι­κὲς ὁρ­μὲς τοῦ πα­λαι­οῦ ἑ­αυ­τοῦ του. Ἀ­γρυ­πνεῖ καὶ προ­σε­ύ­χε­ται θε­ο­φι­λῶς. ῞Ο­μως σὲ λί­γο και­ρὸ πά­λι θὰ ἀσθενήσει, καὶ μά­λι­στα βα­ριά. Πιὸ πά­νω ἀ­πὸ τὰ φάρ­μα­κα ἐμ­πι­στε­ύ­ε­ται τὴ ζωή του στὸν με­γά­λο Ἰ­α­τρὸ τῶν ψυ­χῶν καὶ τῶν σω­μά­των, τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Μὲ ἰ­σχυ­ρὴ πί­στη προσέρ­χε­ται στὴ θε­ί­α Κοι­νω­νί­α καὶ θε­ρα­πε­ύ­ε­ται τε­λε­ί­ως. Πα­ροῦ­σα εἶ­ναι καὶ πά­λι στὴν ὥ­ρα τῆς δο­κι­μα­σί­ας του ἡ ῾Υ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κος ποὺ τοῦ λέ­ει σὲ ὅ­ρα­μα: «Αὐ­τὸς ἐ­δῶ (ἐννο­οῦ­σε τὸν ἴ­διο) εἶ­ναι ἀ­πὸ τὸ δι­κό μας γέ­νος».

Ἔ­φθα­σε ὅ­μως καὶ ἡ ὥ­ρα νὰ κα­ρεῖ Μο­να­χός. Ἀ­πὸ τώ­ρα θὰ φέ­ρει ἐ­πά­ξια τὸ ὄ­νο­μα Σε­ρα­φε­ίμ, ποὺ ση­μα­ί­νει «ὅ­λος φλό­γα, πυρ­φό­ρος». Αὐ­τὰ τὰ Σε­ρα­φε­ίμ, «τὰ ἔμ­πυ­ρα στό­μα­τα», τὶς ἄυ­λες αὐ­τὲς οὐ­ρά­νι­ες δυ­νά­μεις τοῦ Τρι­σα­γί­ου Θε­οῦ, βι­ά­ζε­ται νὰ μι­μη­θεῖ σὲ κα­θα­ρό­τη­τα, σὲ προ­σευ­χή, σὲ δι­α­κο­νί­α ἀ­γά­πης… Λίγο ἀρ­γό­τε­ρα χει­ρο­το­νεῖ­ται δι­ά­κο­νος… Συμμετέ­χει στὴ θε­ί­α Λει­τουρ­γί­α μὲ ἄ­κρα εὐ­λά­βεια. Γιὰ κά­θε θεί­α Λει­τουρ­γί­α προ­ε­τοι­μά­ζε­ται αὐ­στη­ρὰ μέ­ρες πρὶν μὲ ὁ­λο­νύ­κτι­ες προ­σευ­χές… Ὁ Κύριος τὸν ἀ­με­ί­βει γι᾿ αὐ­τὴν τὴν ἀ­γά­πη του. Τὸν ἐ­πι­σκέ­πτε­ται μὲ κα­τα­νυ­κτι­κοὺς γλυ­κα­σμοὺς στὴν ψυ­χή του, μὲ πλο­ύ­σια ἐ­σω­τε­ρι­κὴ εἰ­ρή­νη, μὲ ὁ­ρά­σεις θεῖ­ες καὶ οὐ­ρά­νι­ες ἀ­πο­κα­λύ­ψεις. ῞Ο­λα αὐ­τὰ τὰ δέ­χε­ται τα­πει­νά. Καὶ μὲ συ­να­ί­σθη­ση τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τός του ὁ­μο­λο­γεῖ πρὸς ὅ­λους τὴν ἀ­θλι­ό­τη­τά του.

Σύντομα λαμ­βά­νει καὶ τὸν δε­ύ­τε­ρο βαθ­μὸ τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης. Γίνεται ἱ­ε­ρε­ύς. Τώρα θέλ­γε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τὴν ἐ­ρη­μί­α τοῦ δά­σους. ᾿Ε­κεῖ θὰ πα­ρα­με­ί­νει μέ­σα σὲ ξύ­λι­νη κα­λύ­βα. Θὰ καλ­λι­ερ­γεῖ μι­κρὸ πε­ρι­βο­λά­κι. Θὰ ὀ­νο­μά­σει τὸν μι­κρὸ αὐ­τὸ λό­φο «ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ». Καὶ κά­θε Κυ­ρια­κὴ καὶ τὶς ἡ­μέ­ρες τῶν ἑ­ορ­τῶν θὰ ἔρ­χε­ται στὴ Μο­νὴ γιὰ νὰ συμ­με­τέ­χει στὴ λα­τρε­ί­α τοῦ Θε­οῦ καὶ νὰ με­τα­λαμ­βά­νει τὰ Ἄ­χραν­τα Μυ­στή­ρια. Καὶ πά­λι θὰ ἐ­πι­στρέ­φει μὲ χα­ρὰ στὴν ἐ­ρη­μί­α του. ᾿Ε­κεῖ ἐν­τρυ­φᾶ μὲ πο­λὺ πό­θο στὶς θε­ό­πνευ­στες σε­λί­δες τῆς Ἁγίας Γρα­φῆς. Τὸ προ­σω­πι­κό του χον­τρὸ ἅ­γιο Εὐ­αγ­γέ­λιο τὸ «κου­βα­λοῦ­σε» πά­ντο­τε μα­ζί του στὴν πλά­τη αἰ­σθα­νό­με­νος ὅ­τι βα­στά­ζει «τὰ βά­ρη τοῦ Χρι­στοῦ».

῾Η ζω­ὴ τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ τὸν εἶ­χε θέλ­ξει βα­θιά. Ζοῦ­σε πά­ντα μα­ζί Του. Ἤ­θε­λε νο­ε­ρὰ νὰ βα­δί­ζει στοὺς δι­κο­ύς του Ἁ­γί­ους Τόπους. Γι᾿ αὐ­τὸ στὴν εὐ­ρύ­τε­ρη πε­ρι­ο­χὴ τοῦ δά­σους σὲ συγ­κε­κρι­μέ­νους γύ­ρω τό­πους ἔ­δω­σε ὀ­νό­μα­τα ὅ­πως Βη­θλε­έμ, Ἰ­ορ­δά­νης, Θα­βώρ, Γολ­γο­θᾶς κτλ. Καὶ στὸν ἀν­τί­στοι­χο τό­πο με­λε­τοῦ­σε τὶς ἀ­νά­λο­γες πε­ρι­κο­πὲς ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ τοῦ Κυ­ρί­ου. Καὶ πα­ρέ­με­νε ἐ­κεῖ ἐ­πὶ ὧ­ρες στο­χα­ζό­με­νος καὶ ἐμ­βα­θύ­νον­τας μὲ συγ­κί­νη­ση στὰ θεῖ­α γε­γο­νό­τα.

Τε­λοῦ­σε μό­νος τὶς ἱ­ε­ρὲς Ἀ­κο­λου­θί­ες. Λέγεται ὅ­τι ἔ­κα­νε κά­θε μέ­ρα χί­λι­ες με­τά­νοι­ες. Τρε­φό­ταν μὲ λι­τὸ φα­γη­τὸ «ἀ­πὸ τὰ κη­πευ­τι­κὰ τοῦ πε­ρι­βο­λιοῦ του». ῾Η ὁ­σι­ό­τη­τά του εἶ­χε ἡμερέ­ψει τὴν ἄ­γρια φύ­ση. Ἔ­τρε­φε καὶ μί­α ἥ­συ­χη ἀρ­κο­ύ­δα τοῦ δά­σους ποὺ τὸν ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε.

Ἀλ­λὰ οἱ με­γά­λοι του ἀ­σκη­τι­κοὶ ἀ­γῶ­νες, ποὺ εἶ­χαν ὡς σκο­πὸ τὸν ἐ­ξα­γνι­σμό του καὶ τὴν ὁ­μο­ί­ω­σή του μὲ τὸν Θε­ό, κί­νη­σαν τὸν φθό­νο τοῦ πο­νη­ροῦ δι­α­βό­λου, ὁ ὁ­ποῖ­ος μὲ ταραχώ­δη ὄ­νει­ρα, ποι­κί­λους ἀ­γρί­ους θο­ρύ­βους καὶ ἐ­νο­χλη­τι­κοὺς λο­γι­σμοὺς προ­σπά­θη­σε νὰ τὸν ἀ­πο­σπά­σει ἀ­πὸ τὸν ἱ­ε­ρὸ σκο­πό του. Ὁ ὅ­σιος Σε­ρα­φεὶμ νι­κοῦ­σε μὲ ὅ­πλο τὸν Τίμιο Σταυ­ρὸ καὶ τὶς ὁ­λο­νύ­κτι­ες προ­σευ­χές του, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἐ­κε­ί­νη τὴν πε­ρί­ο­δο ἐ­γί­νον­το συ­νε­χῶς ἐ­πὶ 1000 ἡ­μέ­ρες. Καὶ αὐ­τὸς ὄρ­θιος ἢ ἄλ­λο­τε γο­να­τι­στὸς ἐ­πά­νω σὲ ἕ­να βρά­χο ἐπικαλοῦν­ταν τὸν Κύριο μὲ τὸν τε­λω­νι­κὸ στε­ναγ­μὸ «ὁ Θε­ός, ἱ­λά­σθη­τί μοι τῷ ἁ­μαρ­τω­λῷ».

Ὁ Ἅ­γιος ἀ­κό­μη δέ­χθη­κε τό­τε πει­ρα­σμὸ καὶ ἀ­πὸ ἐ­πί­θε­ση τρι­ῶν λη­στῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­πει­δὴ δὲν βρῆ­καν στὴν κα­λύ­βα του τοὺς ἐλ­πι­ζο­μέ­νους θη­σαυ­ρο­ύς, τὸν ἔ­δει­ραν σκλη­ρὰ μὲ ρό­πα­λα, τὸν κτύ­πη­σαν μὲ ἀ­νά­στρο­φο τσε­κο­ύ­ρι καὶ τὸν ἄ­φη­σαν στὸ τέ­λος αἱ­μό­φυρ­το καὶ μι­σο­πε­θα­μέ­νο!… ῾Η Πα­να­γί­α μας ὅ­μως τὸν βο­ή­θη­σε καὶ πά­λι θαυ­μα­τουρ­γι­κὰ μὲ νέ­α της ἐ­πέμ­βα­ση. ῞Ο­μως ἀ­πὸ τό­τε ὁ ῞Ο­σιος θὰ με­ί­νει γιὰ πά­ντα ὁ κυρ­τω­μέ­νος γέ­ρον­τας ἀ­σκη­τὴς καὶ θὰ κρα­τεῖ ἰ­σό­βια ἕ­να ρα­βδὶ στὸ χέ­ρι.

Οἱ ἀ­σκη­τι­κοὶ ἀ­γῶ­νες του θὰ συ­νε­χι­σθοῦν ἀ­κό­μη λί­γα χρό­νια μὲ ἁ­γί­α σι­ω­πὴ καὶ ὑ­πο­μο­νή… ῞Ο­ποι­ον συ­ναν­τοῦ­σε στὸ δά­σος «τοῦ ἔ­κα­νε τα­πει­νὰ ἐ­δα­φι­α­ί­α ὑ­πό­κλι­ση». Καὶ συνέχιζε τὸ δρό­μο του προ­σευ­χό­με­νος «ὑ­πὲρ ὅ­λου τοῦ κό­σμου».

Δὲν θὰ πα­ρα­με­ί­νει ὅ­μως ἀ­κό­μη γιὰ πο­λὺ στὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη ἐ­ρη­μί­α του. Ὁ Θε­ὸς θὰ κα­λέ­σει τὸν Ἅ­γιό του καὶ πά­λι στὴν ἱ­ε­ρὰ Μο­νή του.

Ἐ­πι­στρέ­φον­τας ὁ ὅ­σιος ἀ­πὸ τὴν ἐ­ρη­μί­α στὴν ἱ­ε­ρὰ Μο­νὴ δι­α­μέ­νει σὲ ἕ­να στε­νὸ κελ­λά­κι. Γιὰ πόρ­τα εἶ­χε το­πο­θε­τή­σει ὄρ­θιο ἕ­να φέ­ρε­τρο, τὸ δι­κό του. Γιὰ στρῶ­μα του εἶ­χε ἕ­να τσου­βά­λι ἀ­πὸ πέ­τρες καὶ γιὰ κά­θι­σμα ἕ­ναν κορ­μὸ δέν­δρου. Καὶ πά­ντα ἔ­και­γε ἕ­να ἀ­κο­ί­μη­το καν­τή­λι μπρο­στὰ στὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Γλυ­κο­φι­λο­ύ­σης ἢ «Τῆς πά­ντων χα­ρᾶς», ὅ­πως τοῦ ἄ­ρε­σε νὰ ὀ­νο­μά­ζει τὴν ῾Υ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κο. ῾Η ψυ­χὴ τοῦ ὁ­σί­ου Σε­ρα­φεὶμ ἦ­ταν πλημ­μυ­ρι­σμέ­νη ἀ­πὸ τοὺς καρ­ποὺς τοῦ Ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος, εἶ­χε μέ­σα της πλοῦ­το ἀ­ρε­τῶν καὶ θε­ί­ας Χάριτος. Τὸ πρό­σω­πό του ἦ­ταν καὶ αὐ­τὸ πά­ντα φω­τει­νὸ καὶ πρό­σχα­ρο… Εἶ­χε φθά­σει πλέ­ον ἡ ὥ­ρα νὰ ἀ­να­δει­χθεῖ καὶ «στά­ρετς», δη­λα­δὴ φω­τι­σμέ­νη μορ­φή! Με­γά­λος δι­δά­σκα­λος καὶ κα­θο­δη­γὸς τῆς Ρω­σί­ας, σύγ­χρο­νος Ἀ­πό­στο­λος Χρι­στοῦ… ῾Η Πα­να­γί­α μας ἦ­ταν αὐ­τὴ ποὺ τοῦ ἄ­νοι­ξε καὶ πά­λι τὸν νέ­ο δρό­μο αὐ­τῆς τῆς δι­α­κο­νί­ας.

Ἀ­πὸ τώ­ρα ὁ ὅ­σιος στά­ρετς Σε­ρα­φεὶμ τοῦ Σάρωφ γί­νε­ται ὁ πο­λύ­τι­μος κα­θο­δη­γὸς τοῦ κό­σμου ὅ­λου. Καὶ τῶν μο­να­χῶν καὶ τῶν λα­ϊ­κῶν. Τοὺς μο­να­χοὺς τοὺς συμ­βο­ύ­λευ­ε νὰ ἀγαποῦν τὴν ἄ­σκη­ση, νὰ ἔ­χουν ζῆ­λο καὶ προ­θυ­μί­α, νὰ ζοῦν μὲ ἀ­κρί­βεια τὸ ἀγ­γε­λι­κὸ ἦ­θος τοῦ μο­να­χι­κοῦ βί­ου. Ἔ­λε­γε στὶς μο­να­χὲς τῆς ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς τοῦ Ντι­βέ­γι­ε­βο· «Νὰ ἔ­χε­τε πά­ντα τὰ χέ­ρια στὸ ἐρ­γό­χει­ρο καὶ τὰ χε­ί­λη στὴν προ­σευ­χή». Ἀλ­λὰ καὶ πρὸς τὸν πο­νε­μέ­νο λα­ὸ τῆς Ρω­σί­ας ἦ­ταν πά­ντα ἀ­νοι­κτὸς γιὰ βο­ή­θεια. Εἶ­χε πά­ντα τὴν πόρ­τα τοῦ κελ­λιοῦ του ἀ­νοι­κτή. ῾Υ­πο­δε­χό­ταν ὅ­λους πά­ντα μὲ τὴ φρά­ση «Χα­ρά μου, Χρι­στὸς Ἀ­νέ­στη». Ἰ­δι­α­ί­τε­ρα στορ­γι­κὸς ἦ­ταν πρὸς ὅ­σους ἦ­σαν βα­ριὰ πλη­γω­μέ­νοι ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α.

Μὲ τὸν χα­ρι­τω­μέ­νο καὶ στορ­γι­κὸ λό­γο του καὶ μὲ τὴν πη­γα­ί­α καὶ εἰ­λι­κρι­νῆ ἀ­γά­πη του ἔ­καμ­πτε καὶ τοὺς πλέ­ον σκλη­ροὺς ἀν­θρώ­πους. Τοὺς ἄλ­λα­ζε τὶς προ­ο­πτι­κές. Με­τα­μόρ­φω­νε τὶς ψυ­χές τους. Καὶ τοὺς ὁ­δη­γοῦ­σε μέ τή με­τά­νοι­α στὸν Χρι­στό. Μὲ τὸ δι­ο­ρα­τι­κό του χά­ρι­σμα μπο­ροῦ­σε νὰ ἀ­παν­τᾶ σὲ προ­βλή­μα­τα τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ ἔ­γρα­φαν σὲ ἐ­πι­στο­λές, χω­ρὶς νὰ τὶς ἀ­νο­ί­ξει. Πα­ρα­δο­μέ­νος στὴ Χάρη τοῦ Θε­οῦ ὁ Ἅ­γιος καὶ φω­τι­σμέ­νος πλο­ύ­σια ἀ­πὸ τὸ Πα­νά­γιο Πνεῦ­μα κα­θο­δη­γοῦ­σε μὲ στα­θε­ρό­τη­τα, χω­ρὶς νὰ ἔ­χει ἐ­σω­τε­ρι­κὲς ἀμφιβο­λί­ες γιὰ τὶς συμ­βου­λὲς ποὺ ἔ­δι­νε. Σέ ἄλ­λους ἦ­ταν ἐ­πι­ει­κής, σέ ἄλ­λους αὐ­στη­ρός, σέ ἄλ­λους συγ­κα­τα­βα­τι­κὸς ἢ σι­ω­πη­λός. Ὅ­λοι ἔ­φευ­γαν συγ­κλο­νι­σμέ­νοι. Ἤ­ξε­ραν πὼς ὑπάρ­χει δί­πλα τους ἕ­νας Ἅ­γιος ποὺ τοὺς ὑ­πε­ρα­γα­πᾶ, ποὺ φρον­τί­ζει γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τους, ποὺ προ­σε­ύ­χε­ται μὲ χι­λι­ά­δες μνη­μο­νε­ύ­μα­τα «ζώ­ντων καὶ κε­κοι­μη­μέ­νων». Γιὰ κά­θε ἕνα ἀ­πὸ αὐ­τοὺς ἄ­να­βε καὶ ἕ­να κε­ρὶ στὸ κελ­λί του. Καὶ ἦ­ταν ἐ­κεῖ μέ­σα ὅ­λα πά­ντο­τε φω­τι­σμέ­να. Ὁ ὅ­σιος ἐ­πί­σης εἶ­χε χα­ρι­τω­θεῖ ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ μὲ τὸ χά­ρι­σμα τῆς θαυματουργίας. Πολ­λοὶ ἀ­σθε­νεῖς μὲ τὴν δύ­να­μη τῆς θερ­μῆς προ­σευ­χῆς του θε­ρα­πε­ύ­ον­ταν. Γνω­στὴ εἶ­ναι ἡ ἰ­α­μα­τι­κὴ χά­ρη τῆς «πη­γῆς τοῦ πα­τρὸς Σε­ρα­φε­ίμ».

Συ­νη­θι­σμέ­νη συμ­βου­λὴ τοῦ ὁ­σί­ου γέ­ρον­τος ἦ­ταν: «Χα­ρά μου, ἀ­πό­κτη­σε πνεῦ­μα εἰ­ρή­νης, καὶ τό­τε χι­λι­ά­δες ψυ­χὲς θὰ σω­θοῦν κον­τά σου». Μνη­μει­ώ­δης ἀ­κό­μη πα­ρέ­μει­νε καὶ ὁ δι­ά­λο­γος ποὺ εἶ­χε μὲ ἕ­ναν πλο­ύ­σιο γαι­ο­κτή­μο­να, τὸν Μο­το­βί­λωφ. Με­τα­ξὺ τῶν ἄλ­λων στὴν ἐ­ρώ­τη­ση τοῦ Μο­το­βί­λωφ «Ποῖ­ος εἶ­ναι ὁ σκο­πὸς τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς;» ὁ ἅ­γιος ἀπά­ντη­σε· «῾Η ἀ­πό­κτη­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος ποὺ λαμ­βά­νου­με μὲ τὰ ἀ­γα­θὰ ἔρ­γα ποὺ μᾶς συ­νι­στᾶ ἡ ᾿Εκ­κλη­σί­α καὶ προ­παν­τὸς μὲ τὴν προ­σευ­χή». Καὶ τό­τε ἀ­ξι­ώ­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ ὁ Μο­το­βί­λωφ νὰ δεῖ τὸν ὅ­σιο Σε­ρα­φεὶμ μέ­σα στὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος ὁ­λο­φώ­τει­νο καὶ ὁ­λό­λαμ­προ. Καὶ νὰ αἰ­σθαν­θεῖ, πα­ρό­λο ποὺ ἦ­ταν ὅ­λα γύ­ρω χι­ο­νι­σμέ­να, «μιὰ θέρ­μη καὶ μιὰ εὐ­ω­δί­α ποὺ δὲν εἶ­χε ξα­να­νι­ώ­σει πο­τέ», κα­θὼς ἐ­πί­σης καὶ «μιὰ ἄ­φα­τη χα­ρὰ καὶ μιὰ εἰ­ρή­νη καὶ γα­λή­νη» ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἐκ­φρά­σει μὲ λό­για. ῏Η­ταν ὅ­λα αὐ­τὰ μιὰ μο­να­δι­κὴ «αἰ­σθη­τὴ ἐμ­πει­ρί­α», ποὺ στε­ρέ­ω­σε τὸν Μο­το­βί­λωφ στὴν πνευ­μα­τι­κὴ ζωή.

Ἀ­ξί­ζει νὰ ση­μει­ω­θεῖ ἀ­κό­μη ὅ­τι ὁ ὅ­σιος Σε­ρα­φεὶμ προ­φή­τευ­σε μὲ πό­νο ψυ­χῆς τὴν ἐ­περ­χο­μέ­νη λα­ί­λα­πα τοῦ ἀ­θε­ϊ­σμοῦ, ποὺ θὰ ἔ­πλητ­τε γιὰ ἑ­βδο­μῆν­τα χρό­νια τὴν Ρω­σι­κὴ ᾿Εκκλησί­α.

Ἔ­φθα­σε ὅ­μως καὶ ἡ πο­λυ­πό­θη­τη γι᾿ αὐ­τὸν ὥ­ρα τῆς ἀ­να­χω­ρή­σε­ώς του ἀ­πὸ τὸν κό­σμο. Εἶ­χε λά­βει μά­λι­στα καὶ πλη­ρο­φο­ρί­α γιὰ τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τὸ ἀ­πὸ τὴν Πα­να­γί­α μας. Καὶ περίμε­νε μὲ χα­ρά… Ἀ­φοῦ κοι­νώ­νη­σε τὰ Ἄ­χραν­τα Μυ­στή­ρια καὶ προ­σκύ­νη­σε τὶς ἅ­γι­ες εἰ­κό­νες, εὐ­λό­γη­σε τοὺς ἀ­δελ­φοὺς τῆς Μο­νῆς του λέ­γον­τας: «Φρον­τί­στε γιὰ τὴν σω­τη­ρί­α σας. Ἀ­γρυ­πνεῖ­τε! Σᾶς ἑ­τοι­μά­ζον­ται στέ­φα­νοι». Καὶ ἐ­κοι­μή­θη σὲ ἡ­λι­κί­α 70 ἐ­τῶν γο­να­τι­στὸς ψέλ­νον­τας ὕ­μνους τοῦ Πάσχα, ὅ­πως τοῦ ἄ­ρε­σαν πά­ντο­τε. ῏Η­ταν τό­τε 1η Ἰ­α­νου­α­ρί­ου τοῦ ἔ­τους 1833(*).

Στὶς 19 Ἰ­ου­λί­ου τοῦ 1903 ἀ­νε­κη­ρύ­χθη ἐ­πί­ση­μα Ἅ­γιος πα­ρου­σί­ᾳ τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν καὶ πο­λι­τι­κῶν ἀρ­χό­ντων τῆς Ρω­σί­ας καὶ μυ­ρι­ά­δων κό­σμου ποὺ κα­τέ­φθα­σε νὰ τι­μή­σει τὸν ὅ­σιο Πα­τέ­ρα του. Τὶς ἡ­μέ­ρες μά­λι­στα ἐ­κεῖ­νες ἔ­γι­ναν πολ­λὰ θα­ύ­μα­τα τοῦ Ἁ­γί­ου σὲ ἀ­σθε­νεῖς… Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως τὰ χα­ρι­τό­βρυ­τα ἱ­ε­ρὰ του Λε­ί­ψα­να κα­τὰ τὴν πε­ρί­ο­δο τοῦ ἀ­θε­ϊ­σμοῦ (ἀ­πὸ τὸ 1926) κλά­πη­καν. ῾Η ἀ­γά­πη ὅ­μως τοῦ Θε­οῦ τὰ φα­νέ­ρω­σε. Τὸ 1991 βρέ­θη­καν ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­να στὶς ἀ­πο­θῆ­κες τοῦ Μου­σε­ί­ου Ἀ­θε­ΐ­ας στὴν Ἁ­γί­α Πε­τρο­ύ­πο­λη. Ἀνεκλάλητη ἦ­ταν τό­τε ἡ χα­ρὰ ὅ­λου τοῦ μαρ­τυ­ρι­κοῦ ρω­σι­κοῦ λα­οῦ. Μέσα σὲ ἕ­να κλῖ­μα παλ­λα­ϊ­κῆς συγ­κι­νή­σε­ως καὶ πα­νη­γυ­ρι­κῶν ἑ­ορ­τα­σμῶν, ἀ­φοῦ τὰ λι­τά­νευ­σαν μέ­σα ἀ­πὸ μεγά­λες πό­λεις τῆς Ρω­σί­ας, τὰ ἐ­να­πέ­θε­σαν μὲ εὐ­λά­βεια στὴν ἱ­ε­ρὰ γυ­ναι­κε­ί­α Μο­νὴ τοῦ Ντι­βέ­γι­ε­βο, ποὺ ὁ ἴ­διος εἶ­χε ἱ­δρύ­σει κον­τὰ στὴν πε­ρι­ο­χὴ Σάρωφ.

Ὁ ὅ­σιος Σε­ρα­φεὶμ τοῦ Σάρωφ μὲ τὴ ζωή του μᾶς ἀ­πέ­δει­ξε πὼς κά­θε ἄν­θρω­πο, σ᾿ ὅ­ποι­α ἐ­πο­χὴ καὶ ἂν γεν­νη­θεῖ καὶ ὁ­που­δή­πο­τε κι ἂν ζεῖ, ἂν ἀ­γα­πή­σει τὸν Θε­ὸ ἀ­λη­θι­νά, ὁ Θε­ὸς τὸν πλημ­μυ­ρί­ζει μὲ τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος. Καὶ τοῦ δί­νει τὰ πα­νά­κρι­βα δῶ­ρα του τῆς δι­κῆς του χα­ρᾶς καὶ εἰ­ρή­νης. Γίνεται τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς πρό­τυ­πο γιὰ τοὺς συ­ναν­θρώ­πους τῆς ἐ­πο­χῆς του, ἀλ­λὰ καὶ στή­ριγ­μα γιὰ τὶς με­τέ­πει­τα γε­νε­ές. Ἀ­πο­κτᾶ φή­μη παγ­κό­σμια, καὶ δό­ξα καὶ τι­μή.

Ἄς πα­ρα­κα­λοῦ­με τὸν Θε­ὸ νὰ ἀ­να­δει­κνύ­ει καὶ σή­με­ρα μέ­σα στὴν πα­γω­μέ­νη ἐ­πο­χή μας ἁ­γί­ους ὁ­λο­φώ­τει­νους σὰν τὸν ὅ­σιο Σε­ρα­φεὶμ τοῦ Σάρωφ! Τοὺς ἔ­χου­με ἀ­πό­λυ­τη ἀ­νά­γκη!

 Ἀ­πό τό πε­ρι­ο­δι­κό «Ο ΣΩΤΗΡ»