Εἶναι τόσο συνηθισμένο, καὶ εὐγενικὸ συνάμα, ἡ ἀνταλλαγὴ εὐχῶν τὶς πρῶτες ἡμέρες κάθε νέου ἔτους.
Καὶ παράλληλα τόσο συνηθισμένο καὶ ἐπαναλαμβανόμενο τὸ ἄκουσμα μιᾶς εὐχῆς, μὲ τὴν ὁποία συνήθως κατακλείουμε ἄλλες, ποὺ ἔχουμε ἤδη προαναφέρει: «…καὶ ὅ,τι ἐπιθυμεῖς».
«Ὅ,τι ἐπιθυμεῖς»! Ἀλλὰ τί ἐπιθυμοῦν συνήθως οἱ ἄνθρωποι στὶς ἡμέρες μας;
Ἔχουν μείνει ἀνεπίστροφες οἱ ἡμέρες ἐκεῖνες ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴ φύτρα τῆς Φυλῆς μας πνεῦμα ἡρωικό. Τὰ παιδιά, ἀπὸ τὰ γεννοφάσκια τους ἀκόμη, μεγάλωναν σὲ ἀτμόσφαιρα ποὺ καλλιεργοῦσε μέσα τους ἰδέες μεγάλες. Ἦταν οἱ μεγάλες ἐκεῖνες ἰδέες ποὺ ἀνάσταιναν καὶ τοὺς μεγάλους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι, προκειμένου νὰ ὑπηρετήσουν τὶς μεγάλες ἰδέες, ἔτρεφαν μέσα τους μεγάλες ἐπιθυμίες: νὰ κάνουν στὴ ζωή τους, νὰ πετύχουν κάτι ὑψηλό, μεγάλο, ὡραῖο, ἀληθινό…
Ἔπειτα τὰ πράγματα ἔγιναν πιὸ «ἁπλά», τουτέστι πιὸ πεζά. Ὑποβαθμίστηκαν οἱ μεγάλες ἰδέες, τὸ ἴδιο καὶ οἱ μεγάλες ἐπιθυμίες. Γιατὶ οἱ ἰδέες καὶ οἱ ἐπιθυμίες ἐκεῖνες εἴχανε κόστος, στοίχιζαν, κάποτε καὶ ἀκριβά, σὲ ὅσους τὶς ἐπώαζαν μέσα τους. Κάποτε τὸ τίμημα μπορεῖ νὰ ἦταν καὶ αὐτὴ ἡ ζωή…
Ἀφοῦ λοιπὸν μπορούσαμε νὰ ζοῦμε πιὸ ἀσφαλῶς, πιὸ ἄνετα, μὲ λιγότερο κόπο, γιὰ ποιὸν λόγο νὰ διακινδυνεύουμε μεγάλες ἰδέες καὶ ἐπιθυμίες; Καὶ ἔγινε λοιπὸν ἡ ἐποχή μας ἀντιηρωικὴ καὶ τὸ πνεῦμα ἀντιιδεαλιστικό.
Φτάσαμε νὰ μιλοῦμε μὲ ὑποκοριστικά: τὸ σπιτάκι μας, ἡ δουλίτσα μας, μιὰ θεσούλα… Ἦταν ὅλα ἔτσι τόσο ὡραῖα, τόσο βολικά. Γιὰ ποιὸ λόγο ν’ ἀνησυχοῦμε γιὰ κάτι πέρα ἀπ’ αὐτά;
Μέχρι ποὺ ἀλλάξαν καὶ πάλι οἱ καιροί, καὶ τώρα οὔτε αὐτὰ τὰ μικρά, τὰ αὐτονόητα κατέχουμε. Φεύγουν μέσα ἀπὸ τὰ χέρια μας, κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μας. Τί θὰ γίνουμε ὅμως χωρὶς αὐτά; Ἐμεῖς πλέον δὲν ξέρουμε νὰ ἐπιθυμοῦμε κάτι ἄλλο, ὅλη τὴ ζωή μας τὴν κρεμάσαμε σ’ αὐτά, ἐκεῖ στηριχθήκαμε, καὶ τώρα ποὺ τὰ χάνουμε… χανόμαστε.
Κατάφεραν νὰ μᾶς κάνουν νὰ τριβόμαστε μέσα στὶς ἰδιοτέλειές μας, τὰ μικρόλογα, τὰ στενὰ αἰσθήματα, τὰ μικροφιλότιμα καὶ τὶς συμφεροντολογικὲς ἐπιδιώξεις μας. Πῶς ὅμως ἔτσι νὰ βλαστήσουν μεγάλοι ἄνθρωποι καὶ πῶς οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ νὰ μπορέσουν νὰ ἐπιθυμοῦν μεγάλα γιὰ τὸν ἑαυτό τους; Σήμερα καὶ αὐτὲς οἱ ἐπιθυμίες εἶναι κατευθυνόμενες, προδιαγεγραμμένες καὶ ἑτοιμασμένες ἀπὸ ἄλλους, καὶ περιορίζονται στὴν ἐξασφάλιση ὑλικῶν παροχῶν, τοῦ ἄκρατου εὐδαιμονισμοῦ καὶ τῆς ἀχαλίνωτης ἡδονοθηρίας. Τί ἄνθρωποι ὅμως βγαίνουν μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, ἂν ὄχι χειραγωγούμενοι, νωθροί, χωρὶς ἀνδρεία σκέψη, χωρὶς δυνατὴ θέληση, χωρὶς μεγάλες ἐπιθυμίες!
Ἄραγε ὑπάρχει σήμερα ἐκεῖνος ποὺ θὰ τολμοῦσε νὰ ἐπιθυμήσει κάτι σὰν αὐτὸ ποὺ ἐπεθύμησε μιὰ φορὰ ὁ Δαβίδ; ἢ ἔστω ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ κατανοήσει τὸ ὕψος καὶ τὴν εὐγένεια ἐκείνης τῆς ἐπιθυμίας του καὶ δὲν θὰ τὴ χλεύαζε;
Βρισκόταν σὲ πόλεμο ὁ Δαβὶδ μὲ τοὺς Φιλισταίους. Οἱ ἀλλόφυλοι εἶχαν καταλάβει τὴ Βηθλεέμ – γενέτειρά του – καὶ τὰ περίχωρα. Καὶ ἑτοιμάζονταν γιὰ τὴν τελικὴ ἐπίθεση ἐναντίον τῆς Ἱερουσαλήμ.
Τότε λοιπόν, ἕνα πρωινό, προτοῦ ἀκόμα ἀρχίσουν οἱ ἐχθροπραξίες, εἶδαν οἱ στρατιῶτες του τὸ βασιλιά τους σιωπηλό, μελαγχολικό, μὲ τὸ κεφάλι σκυμμένο πρὸς τοὺς λόφους τῆς Βηθλεέμ, τῆς πατρίδας του. Διστακτικοὶ οἱ ἴδιοι νὰ τὸν ρωτήσουν γιὰ τὴν αἰτία τῆς περισυλλογῆς του, τὸν ἄκουσαν κάποια στιγμὴ ν’ ἀφήνει ἀναστεναγμὸ καὶ νὰ μονολογεῖ: «Ποιὸς θὰ μοῦ δώσει νὰ πιῶ νερὸ ἀπ’ τὸ πηγάδι τῆς Βηθλεέμ; ‘‘Καὶ ἐπεθύμησε Δαυῒδ καὶ εἶπε· τίς ποτιεῖ με ὕδωρ ἐκ τοῦ λάκκου τοῦ ἐν Βηθλεέμ;’’» (Β΄ Βασ. κγ΄ [23] 15). Τόσο νερὸ ὑπῆρχε γύρω του. Ἀλλὰ ἐκεῖνος δίψασε ἐκεῖνο τὸ νερό, ποὺ βρισκόταν στὴν ἀλύτρωτη πατρίδα του. Τί ἀλλόκοτη, ἀληθινά, δίψα! Κι ὅταν τρεῖς γενναῖοι ἄνδρες μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους κατάφεραν νὰ τοῦ φέρουν ἀπὸ κεῖνο τὸ νερό, ὁ μεγάλος αὐτὸς ἄνδρας δὲν θέλησε νὰ τὸ πιεῖ, παρὰ τὸ ἔχυσε κάτω στὸ χῶμα, θυσία στὸν Κύριο, λέγοντας· «αὐτὸ δὲν εἶναι νερό, τὸ αἷμα τῶν ἀνδρῶν μου εἶναι, πῶς νὰ τὸ πιῶ; “ἵλεώς μοι, Κύριε… εἰ αἷμα τῶν ἀνδρῶν τῶν πορευθέντων ἐν ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν πίομαι… καὶ οὐκ ἠθέλησε πιεῖν αὐτὸ καὶ ἔσπεισεν αὐτὸ τῷ Κυρίῳ”» (στίχ. 17, 16).
Ἀκατανόητα πράγματα γιὰ τὴ στενόκαρδη, τεχνοκρατική, ὑλόφρονα κοινωνία μας. Γιατί νὰ ἐπιθυμήσεις κάτι τόσο δύσκολο, τόσο κοπιαστικό, τόσο ἐπικίνδυνο, τὴ στιγμὴ ποὺ μπορεῖς νὰ τὸ ἔχεις εὔκολα, ἄκοπα, μὲ ἀσφάλεια;
Ἀλλὰ ἂν σκέφτονταν ἔτσι οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι οἱ μεγάλοι, ἁπλούστατα… δὲν θὰ ἦταν μεγάλοι. Ἂν σκεφτόταν ἔτσι ὁ Λεωνίδας καὶ οἱ τριακόσιοι του, δὲν θὰ θρυλοῦνταν μέχρι σήμερα οἱ Θερμοπύλες! Ἂν σκέφτονταν ἔτσι οἱ Μεσολογγίτες στὴν πολιορκία τους ἀπὸ τοὺς Τουρκοαιγυπτίους, ἡ Ἱστορία δὲν θὰ τοὺς ὀνόμαζε «Ἐλεύθερους Πολιορκημένους» κι οὔτε θὰ ἔγραφε μὲ χρυσὰ γράμματα τὴν Ἔξοδό τους! Κι ἂν τό ’40 δὲν σκέφτονταν ἔτσι οἱ Ἕλληνες, δὲν θὰ εἴχαμε τὴν ἐποποιία ἐκείνη ποὺ ἄφησε ἄφωνο ὅλο τὸν κόσμο!
Μιὰ μέθη χρειάζεται. Ἕνας ἐνθουσιασμός. Μιὰ τρέλα. Θεία τρέλα! Ποιὸς θὰ βρεθεῖ νὰ πιεῖ ἀπ’ αὐτὸ τὸ θεϊκὸ κρασί; Νὰ ἀναστήσει στὶς συνειδήσεις μας τὰ ἰδανικὰ ἐτοῦτα τῆς Φυλῆς μας; Ποιὸς θὰ θελήσει νὰ μπεῖ μπροστάρης σ’ ἕναν χορό, ἴσως σὰν ἐκεῖνο τοῦ Ζαλόγγου, νὰ θυσιαστεῖ ὁ ἴδιος, γιὰ νὰ ζήσει ὁ τόπος ἐτοῦτος;
Μεγάλες ἐπιθυμίες, ἐπιθυμίες ὑψηλές, εὐγενικές. Ἐπιθυμίες ποὺ δὲν ἔχουν νὰ κάνουν μὲ κανένα κέρδος γήινο, ὑλικό, ἀνθρώπινο. Ἀνταποδότη τους ἔχουν τὸν Θεὸ καὶ τὰ δῶρα ποὺ ὁ Ἴδιος κομίζει στὶς ψυχὲς ἐκεῖνες ποὺ τολμοῦν νὰ ἐπιθυμοῦν τὰ μεγάλα.
Γιὰ νὰ ἀποκτήσουν αὐτὲς φτερά. Νὰ πάρουν ἐπάνω τους νέες δυνάμεις καὶ νὰ «πτεροφυήσουν ὡς ἀετοί»! (Ἡσ. μ΄ 31).