ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (31/12)

Σήμερα 31/12 εορτάζουν:

  • Οσία Μελάνη η Ρωμαία
  • Άγιος Ζωτικός ο Ορφανοτρόφος
  • Όσιος Γελάσιος
  • Όσιος Γάιος
  • Άγιες Δέκα Παρθένες
  • Αγία Ολυμπιοδώρα
  • Άγιος Βούσιρις
  • Αγία Νέμη
  • Άγιος Γαυδέντιος
  • Άγιος Γεώργιος ο Θαυματουργός ο λεγόμενος μαχαιρωμένος
  • Όσιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ο Χαλκιδεύς
  • Απόδοση της εορτής των Χριστουγέννων
  • Άγιος Μέιλογκ

Η ΟΣΙΑ ΜΕΛΑΝΗ Η ΡΩΜΑΙΑ

31.Osia-Melani

1) Ἱ­ε­ροί πό­θοι.

Στίς μέ­ρες τῶν με­γά­λων καί σω­τη­ρί­ων ἑ­ορ­τῶν ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α μας προ­βάλ­λει ἐ­νώ­πιόν μας ἕ­να ἐ­ξαί­ρε­το πρό­τυ­πο ἀ­γά­πης καί φι­λαν­θρω­πί­ας, τήν ὁ­σί­α Με­λά­νη τήν Ρωμαί­α. Τό ὄ­νο­μά της τό βρί­σκου­με στήν τε­λευ­ταί­α σει­ρά τοῦ ἡ­με­ρο­λο­γί­ου, στίς 31 Δε­κεμ­βρί­ου. Πολ­λοί ἀ­γνο­οῦν ποι­ά εἶ­ναι ἡ ὁ­σί­α. Ἀ­ξί­ζει ὅ­μως νά μά­θουν, γιά νά τή θαυμάσουν, ἀλ­λά καί νά ἀ­γω­νι­στοῦν νά τήν μι­μη­θοῦν.

Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά της ἦ­ταν ἐ­ξαι­ρε­τι­κά ἐ­πι­φα­νής. Κα­τα­γό­ταν ἡ ὁ­σί­α ἀ­πό τίς πιό ἔν­δο­ξες καί ἀ­ρι­στο­κρα­τι­κές ρω­μα­ϊ­κές οἰ­κο­γέ­νει­ες τῶν Βα­λε­ρί­ων Μα­ξί­μων, στίς ὁ­ποῖ­ες ἀ­νῆ­καν ἀξιωμα­τοῦ­χοι πού κατεῖχαν ἀ­νώτατες πο­λι­τι­κές καί κοι­νω­νι­κές θέ­σεις. Ἀλ­λά καί ὁ πλοῦ­τος τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς της ἦ­ταν ἀ­νυ­πο­λό­γι­στος καί ἀ­μύ­θη­τος. Ἀ­πέ­ραν­τες ἐ­κτά­σεις στή Βρεταν­νί­α, Γα­λα­τί­α καί Ἱ­σπα­νί­α, στήν Ἀ­φρι­κή καί Νου­μη­δί­α, πολ­λές ἀ­πό τίς ὁ­ποῖ­ες πε­ρι­λάμ­βα­ναν με­ταλ­λω­ρυ­χεῖ­α καί χρυ­σω­ρυ­χεῖ­α, ἦ­ταν κτή­μα­τα τῶν Βα­λε­ρί­ων. Καί ἡ μεγαλοπρε­πής ἔ­παυ­λή τους στή Ρώ­μη ἦ­ταν κι αὐ­τή ἄ­φθα­στης πο­λυ­τέ­λει­ας. Εἶ­χε τό­ση ἀ­ξί­α, ὥ­στε ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα δι­α­τέ­θη­κε γιά πώ­λη­ση, κα­νείς ἀ­πό τούς πλού­σιους Ρω­μαί­ους μπό­ρε­σε νά τήν ἀ­γο­ρά­σει. Ἑ­κα­τον­τά­δες καί χι­λιά­δες δού­λοι ὑ­πη­ρε­τοῦ­σαν τούς Βα­λε­ρί­ους καί τήν πε­ρι­ου­σί­α τους, στήν ὁ­ποί­α καί στη­ρι­ζό­ταν ἡ ρω­μαι­κή αὐ­το­κρα­το­ρί­α, ὅ­σες φο­ρές τήν ἀ­πει­λοῦ­σε οἰ­κο­νο­μι­κή κρί­ση.

Τό ἐκ­πλη­κτι­κό μά­λι­στα εἶ­ναι ὅ­τι ἡ μό­νη κλη­ρο­νό­μος τοῦ ἀ­νυ­πο­λό­γι­στου αὐ­τοῦ πλού­του ἦ­ταν ἡ Με­λά­νη, ἡ ὁ­ποί­α γεν­νή­θη­κε τό 383 μ.Χ. Μα­ζί ὅ­μως μέ τήν ὑ­λι­κή αὐ­τή πε­ρι­ου­σί­α εὐ­τύ­χη­σε νά κλη­ρο­νο­μή­σει ἀ­πό τούς γο­νεῖς της κι ἕ­ναν ἄλ­λο ἀ­σύγ­κρι­το πνευ­μα­τι­κό θη­σαυ­ρό. Χρι­στια­νοί εὐ­σε­βεῖς δη­λα­δή ὁ Βα­λέ­ριος Πουμ­πλι­κό­λας καί ἡ σύ­ζυ­γός του Ἀλ­βί­να φρόν­τι­σαν ἀ­πό τήν πρώ­τη στιγ­μή νά μορ­φώ­σουν τήν κό­ρη τους μέ Πνεῦ­μα Χρι­στοῦ καί νά ἐμ­φυ­τεύ­σουν στήν ἁ­πα­λή καί λε­πτή ψυ­χή της τό θεῖ­ο θέ­λη­μα. Αὐ­τό κυ­ρί­ως καί ὄ­χι ἡ πο­λυ­τέ­λεια καί τά πλού­τη συγ­κί­νη­σαν ἀ­πό τήν παι­δι­κή ἀ­κό­μη ἡ­λι­κί­α τήν Με­λά­νη. Ἡ καρ­διά της ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε τή ζω­ή τοῦ Χρι­στοῦ καί ἡ πρώ­τη της ἐ­πι­δί­ω­ξη ἦ­ταν ἡ χρι­στι­α­νι­κή μόρ­φω­ση καί ὁ ἁ­για­σμός. Δι­α­κα­ής της πό­θος ἦ­ταν νά γί­νει φι­λάν­θρω­πη καί νά μι­μη­θεῖ τόν Κύ­ριο, ὁ ὁ­ποῖ­ος «δι­ῆλ­θεν εὐ­ερ­γε­τῶν καί ἰ­ώ­με­νος πάν­τας» (Πρά­ξ. ι΄ 38). Ὁραματιζόταν τόν ἑ­αυ­τό της πλή­ρως ἀ­φω­σι­ω­μέ­νη σέ ἔρ­γα ἀ­γά­πης καί κοι­νῆς ὠ­φέ­λειας, κα­τά μί­μη­ση καί τῆς εὐ­σε­βοῦς μάμ­μης της.

Ἀλ­λά ὅ­λα τά με­γά­λα ἔρ­γα καί οἱ ἱ­ε­ροί πό­θοι στό δρό­μο τῆς πραγ­μα­το­ποι­ή­σε­ώς τους βρί­σκουν συ­νή­θως ἐμ­πό­δια καί δυ­σκο­λί­ες. Τί λοι­πόν τό ἐκ­πλη­κτι­κό, ἐ­άν καί οἱ δι­κοί της πόθοι συ­νάν­τη­σαν δυ­σκο­λί­ες καί μά­λι­στα ἀ­πό τούς γο­νεῖς της; Αὐ­τοί πα­ρό­λο πού ἦ­ταν εὐ­σε­βεῖς καί πι­στοί, δέν εἶ­χαν συλ­λά­βει τό βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς καί δέν εἶ­χαν ἀν­τι­λη­φθεῖ τή χα­ρά τῆς φι­λαν­θρω­πί­ας. Εἶ­χαν τήν ἀ­ξί­ω­ση ἡ βα­θύ­πλου­τη κό­ρη τους νά συ­νε­χί­σει τήν κοι­νω­νι­κή ζω­ή τῆς ἀ­ρι­στο­κρα­τί­ας μέ τίς δε­ξι­ώ­σεις καί τά γεύ­μα­τα, τίς  ἑ­ορ­τές καί τά συμ­πό­σια. Γι’ αὐ­τό καί ὅ­ταν ἀν­τι­λή­φθη­καν τίς δι­α­θέ­σεις τῆς κό­ρης τους, τήν δέ­σμευ­σαν νά μήν ἔ­χει τό δι­καί­ω­μα νά δι­α­θέ­σει τήν πε­ρι­ου­σί­α της ὅ­πως ἤ­θε­λε. Συγ­χρό­νως τήν ἀ­νάγ­κα­σαν πα­ρά τή θέ­λη­σή της νά παν­τρευ­θεῖ, γιά νά δη­μι­ουρ­γή­σει οἰ­κο­γέ­νεια, στήν ὁ­ποί­α καί μό­νο νά ἀ­φο­σι­ω­θεῖ. Ὁ Θε­ός ὅ­μως, ὁ ὁ­ποῖ­ος κά­νει τίς ἱ­ε­ρές κλήσεις στόν ἄν­θρω­πο καί φυ­τεύ­ει στίς καρ­δι­ές τούς εὐ­σε­βεῖς πό­θους, ἔ­χει τή δύ­να­μη καί νά τούς ἐκ­πλη­ρώ­νει, ὅ­πως ἔ­κα­νε καί στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή τῆς Με­λά­νης. Δι­ό­τι τήν ἀξί­ω­σε νά πά­ρει ὡς σύ­ζυ­γο ἕ­ναν ἐ­πι­φα­νή Ρω­μαῖ­ο ἀλ­λά καί εὐ­σε­βή Χρι­στια­νό, τόν Πί­νιο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­φο­σι­ώ­θη­κε πλή­ρως σ’ αὐ­τήν καί τήν κα­τα­νό­η­σε σέ ὅ­λα, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο καί ἀ­πό τούς γο­νεῖς της. Συγ­χρό­νως δέν ἀρ­γεῖ νά ἐμ­πνεύ­σει ὁ Θε­ός στόν πα­τέ­ρα της τήν κα­τα­νό­η­ση καί ἀ­να­γνώ­ρι­ση τοῦ σφάλ­μα­τός του. Καί στό κρεβ­βά­τι τῆς ἀ­σθέ­νειάς του ὁ Βα­λέ­ριος Πουμ­πλι­κό­λας κα­λεῖ τόν Πί­νιο καί τήν Με­λά­νη καί τούς ἀ­παλ­λάσ­σει, ἀ­πό κά­θε δέ­σμευ­ση. Τούς δί­νει τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τόν πλοῦ­το καί τήν πε­ρι­ου­σί­α ὅ­πως αὐ­τοί θέ­λουν, σέ φι­λαν­θρω­πί­α, σέ ἀ­να­κού­φι­ση τοῦ πό­νου, σέ βο­ή­θεια τῶν πα­σχόν­των. Καί αὐ­τός τό­τε ἤ­ρε­μος καί ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος με­τα­φέρ­θη­κε στή δό­ξα τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Ἀ­πό τή στιγ­μή ἐ­κεί­νη ἡ ζω­ή τῶν δυ­ό νέ­ων συ­ζύ­γων παίρ­νει ἄλ­λη μορ­φή.

Πό­ση, ἀ­λή­θεια, με­γά­λη εὐ­τυ­χί­α θά ἦ­ταν γιά τήν κοι­νω­νί­α, ἄν καί σή­με­ρα ὑ­πῆρ­χαν πολ­λοί πλού­σιοι μέ τίς  δι­α­θέ­σεις αὐ­τές! Ἄνθρω­ποι δη­λα­δή πού δέν θά ἦ­ταν προ­ση­λω­μέ­νοι στά ἀ­γα­θά τους, ὥ­στε αὐ­τοί καί μό­νοι νά τά ἀ­πο­λαμ­βά­νουν ἐ­γω­ϊ­στι­κά, ἤ δέν θά τά σπα­ταλοῦ­σαν σέ χλι­δή, πο­λυ­τέ­λεια καί ἀ­σω­τί­α. Πό­ση εὐ­λο­γί­α γιά τήν κοι­νω­νί­α, ἄν κά­θε εὔπο­ρος εἶ­χε τήν ἁ­γί­α ἐ­πι­θυ­μί­α καί κα­τέ­βαλ­λε τήν προ­σπά­θεια νά θέ­τει τά ἀ­γα­θά του στήν ὑ­πη­ρε­σί­α καί τή δι­ά­θε­ση τῶν συ­ναν­θρώ­πων, ἐ­κεί­νων πού ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη! Θά ἦ­ταν τό­τε δυ­να­τόν νά μήν ὑ­πάρ­χει κα­νέ­νας ρα­κέν­δυ­τος καί πει­να­σμέ­νος, θά εἶ­χαν τή δυ­να­τό­τη­τα ἀ­κό­μη καί οἱ ἴ­διοι οἱ πλού­σιοι νά ἦ­ταν βα­βύ­τε­ρα καί οὐ­σι­α­στι­κό­τε­ρα εὐ­τυ­χεῖς καί χαρού­με­νοι. Αὐ­τό ὅ­μως προ­ϋ­πο­θέ­τει καλ­λι­έρ­γεια καρ­διᾶς, ὕ­παρ­ξη τῆς βα­σί­λισ­σας τῶν ἀ­ρε­τῶν, τῆς ἀ­γά­πης, κυ­ρι­αρ­χί­α ὄ­χι τῆς ὕ­λης στήν ψυ­χή, ἀλ­λά τοῦ Χρι­στοῦ. Ἄς πα­ρα­καλοῦ­με τόν φι­λάν­θρω­πο Κύ­ριο, τόν Θε­ό τῆς ἀ­γά­πης νά πλη­θύ­νει τούς ἀν­θρώ­πους αὐ­τούς καί στή ση­με­ρι­νή κοι­νω­νί­α μας.

2) Ἡ ἁ­γί­α ἐκ­πλή­ρω­ση τῶν πό­θων.

Τό ἔ­δα­φος πλέ­ον εἶ­ναι μπρο­στά τους ἐ­λεύ­θε­ρο. Μπο­ροῦν οἱ δυ­ό σύ­ζυ­γοι Με­λά­νη καί Πί­νιος νά πραγ­μα­το­ποι­ή­σουν τούς ἱ­ε­ρούς καί ὡ­ραί­ους ὁ­ρα­μα­τι­σμούς τους. Ἡ πρώ­τη τους ἐ­νέρ­γεια εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­χώ­ρη­σή τους ἀ­πό τήν πο­λυ­τε­λή ἔ­παυ­λη τῆς Ρώ­μης. Δέν θέ­λουν νά ἔ­χουν σχέ­ση στό ἑ­ξῆς μέ τή ζω­ή τῶν ἀ­ρι­στο­κρα­τι­κῶν κύ­κλων τῆς Ρώ­μης. Ὅ­λα αὐ­τά τά θε­ω­ροῦν σπα­τά­λη χρό­νου, χρη­μά­των καί δυ­νά­με­ων. Κα­τα­στρώ­νουν λοι­πόν μα­ζί ἕ­να με­γά­λο σχέ­διο ἀ­γά­πης καί φι­λαν­θρω­πί­ας.

Ἡ Ρώ­μη δέν ἀ­πο­τε­λεῖ­ται μό­νο ἀ­πό πο­λυ­τε­λεῖς ἐ­παύ­λεις καί ἀ­ρι­στο­κρά­τες τοῦ πλού­του. Στίς φτω­χι­κές της συ­νοι­κί­ες ἔ­χει θρο­νι­σθεῖ ἡ ἀ­σθέ­νεια, ἡ ἀ­κα­θαρ­σί­α, ἡ δυ­στυ­χί­α. Γέροντες, ὀρ­φα­νά καί χῆ­ρες πε­ρι­μέ­νουν στορ­γή, προ­στα­σί­α καί πα­ρη­γο­ρί­α. Στό πρό­σω­πο ὅ­λων αὐ­τῶν ἡ εὐ­σε­βής Με­λά­νη ἀ­τε­νί­ζει τή μορ­φή τοῦ πει­νασμένου, τοῦ ἀρ­ρώ­στου, τοῦ γυ­μνοῦ Ἰ­η­σοῦ, τοῦ Κυ­ρί­ου της, ὁ ὁ­ποῖ­ος δι­ε­βε­βαί­ω­σε: «ἐφ’ ὅ­σον ἐ­ποι­ή­σα­τε ἑ­νί τού­των τῶν ἀ­δελ­φῶν μου τῶν ἐ­λα­χί­στων, ἐ­μοί ἐ­ποι­ή­σα­τε» (Ματθ. κε΄ 40). Ἐ­πι­δί­δε­ται λοιπόν «σώ­μα­τι καί ψυ­χῇ» στή δι­α­κο­νί­α τῶν πτω­χῶν ἀ­δελ­φῶν τοῦ Κυ­ρί­ου. Ὅ­λοι βρί­σκουν κον­τά της τή στορ­γι­κή ἀ­δελ­φή τοῦ ἐ­λέ­ους. Οἱ φυ­λα­κι­σμέ­νοι, πολ­λοί ἀ­πό τούς ὁποίους ἦ­ταν δυ­στυ­χι­σμέ­να θύ­μα­τα τῶν ρω­μαί­ων κυ­ρί­ων τους, βρί­σκουν προ­στά­τη καί πα­ρή­γο­ρο. Καί ἡ πο­λυ­τε­λής ἔ­παυ­λη τῆς Ρώ­μης; Αὐ­τή μέ ἐ­πι­θυ­μί­α τῆς Με­λά­νης μέ­νει ἀνοικτή, γιά νά δέ­χε­ται τούς πε­ρα­στι­κούς, ὅ­σους εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη φι­λο­ξε­νί­ας καί τρο­φῆς, πε­ρι­ποι­ή­σε­ως καί στορ­γῆς.

Πα­ρά τήν φι­λάν­θρω­πη ὅ­μως καί πλού­σια δι­α­νο­μή τῶν ἀ­γα­θῶν της, ἡ πε­ρι­ου­σί­α ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ καί πα­ρα­μέ­νει ἀ­κό­μη τε­ρα­στί­α. Ἀλ­λά κι αὐ­τή δέν ἀρ­γεῖ νά ἐκ­ποι­η­θεῖ, πα­ρά τήν ἀρχι­κή ἄρ­νη­ση τῆς ρω­μαϊκῆς Συγ­κλή­του. Ἡ ἴ­δια ἡ Με­λά­νη ἐ­πι­σκέ­πτε­ται αὐ­το­προ­σώ­πως τήν αὐ­το­κρά­τει­ρα καί τήν πα­ρα­κα­λεῖ θερ­μά νά με­σο­λα­βή­σει νά δο­θεῖ ἡ ἄ­δεια τῆς ἐκποι­ή­σε­ως. Καί τε­λι­κά νι­κᾶ. Ὁ Ὀ­νώ­ριος τῆς δί­νει τό δι­καί­ω­μα. Οἱ ἀ­πέ­ραν­τες τώ­ρα ἐ­κτά­σεις τῆς Ἀ­φρι­κῆς δι­α­νέ­μον­ται στά φι­λό­ξε­να κέν­τρα τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ, δη­λα­δή στά Μοναστή­ρια, σέ Ἱ­ε­ρούς Να­ούς καί ξε­νῶ­νες. Ἀλ­λά κτή­μα­τα που­λι­οῦν­ται καί με­τα­τρέ­πον­ται σέ χρυ­σά καί ἀρ­γυ­ρά νο­μί­σμα­τα γιά νά δι­α­τε­θοῦν στορ­γι­κά στή θε­ρα­πεί­α τοῦ πό­νου, στή δι­α­κο­νί­α τῶν ἀ­δελ­φῶν τῆς Αἰ­γύ­πτου, τῆς Θη­βα­ΐ­δος, τῆς Ἀν­τι­ο­χεί­ας, τῆς Πα­λαι­στί­νης. Σέ ὀ­κτώ χι­λιά­δες ὑ­πο­λο­γί­ζον­ται οἱ αἰχ­μά­λω­τοι τῶν λη­στῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­ξα­γο­ρά­ζον­ται καί ἐ­λευ­θε­ρώ­νον­ται. Ἀλ­λά καί σ’ ὅ­λους τούς δού­λους τῶν ἐ­κτε­τα­μέ­νων κτη­μά­των της προ­σφέ­ρει ἡ Με­λά­νη τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α, ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως φρον­τί­ζει γιά τήν οἰ­κο­νο­μι­κή καί κοι­νω­νι­κή τα­κτο­ποί­η­σή τους. Πολ­λοί ἀ­π’ αὐ­τούς συγ­κι­νη­μέ­νοι ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη τῆς φι­λάν­θρω­πης ὁ­σί­ας δέν θέ­λουν νά φύ­γουν ἀ­πό κον­τά της. Ὅ­λα τά με­τα­ξω­τά της τά προσφέρει ἡ ἀρ­χόν­τισ­σα στούς με­γα­λο­πρε­πεῖς ἱ­ε­ρούς Να­ούς πού κτί­ζει ἤ ἐ­πι­δι­ορ­θώ­νει, γιά νά λα­τρεύ­ε­ται μέ με­γα­λο­πρέπεια ὁ φι­λάν­θρω­πος Κύ­ριος καί νά ὁ­δη­γοῦν­ται οἱ ψυχές κον­τά Του.

Αὐ­τή ζεῖ πτω­χι­κά. Εἶ­ναι σπου­δαῖ­ο πράγ­μα, ἔ­λε­γε, νά τρώ­ω μέ λι­τό­τη­τα, ὅ­ταν ἄλ­λοι μέ­νουν ἐ­πί μέ­ρες νη­στι­κοί; Καί εἶ­ναι ἀξιόλογο τό ὅ­τι ἐ­λευ­θε­ρώ­σα­με με­ρι­κούς δυστυχισμένους, ὅ­ταν σκε­φθοῦ­με πό­σοι ἀ­κό­μη στε­ροῦν­ται τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τους; Μέ τίς σκέ­ψεις αὐ­τές περ­νᾶ τίς μέ­ρες της. Ἡ ψυ­χή της εἶ­ναι γε­μά­τη ἀ­πό πλοῦ­το μεγάλης χα­ρᾶς καί ἀ­γαλ­λι­ά­σε­ως, ὅ­ταν ἀν­τι­κρύ­ζει νά περ­νοῦν νο­ε­ρῶς ἀ­πό μπρο­στά της ντυ­μέ­νοι, χορ­τά­τοι καί ὑ­γι­εῖς, πα­ρη­γο­ρη­μέ­νοι καί ἐ­λεύ­θε­ροι, οἱ χι­λιά­δες ἄνθρωποι, τούς ὁ­ποί­ους εὐεργέ­τη­σε μέ τά ἀ­γα­θά της καί τήν ἀ­γά­πη τῆς. Δέν δί­νει μό­νον, ἀλ­λά δι­α­κο­νεῖ καί ἡ ἴ­δια. Τό πρό­τυ­πο τοῦ Κυ­ρί­ου καί ἡ ἐν­το­λή του «καί ὑ­μεῖς ὀ­φεί­λε­τε ἀλ­λή­λων νί­πτειν τούς πόδας» (Ἰ­ω­άν. ιγ΄ 14) βρί­σκει σ’ αὐ­τήν πλή­ρη καί ἐγ­κάρ­δια ἐ­φαρ­μο­γή. Ἡ ἀ­ρε­τή τῆς τα­πει­νο­φρο­σύ­νης τῆς συγ­κι­νεῖ ἐ­ξί­σου, ὅ­σο καί ἡ ἀ­γά­πη της.

Ἀ­ξί­ζει ἀ­κό­μη νά προ­σέ­ξου­με ἰ­δι­αι­τέ­ρως κι αὐ­τό: Ὅ­τι πα­­ράλ­λη­λα μέ τήν ὑ­λι­κή βο­ή­θεια ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται καί φρον­τί­ζει ἡ ὁ­σί­α καί γιά τήν πνευ­μα­τι­κή ὠ­φέ­λεια τῶν Χρι­στια­νῶν. Ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα ἐγ­κα­θί­στα­ται στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, μό­νη της καλ­λι­γρα­φεῖ οἰ­κο­δο­μη­τι­κά βι­βλί­α γιά νά με­λε­τοῦν οἱ Χρι­στια­νοί καί νά ὠ­φε­λοῦν­ται. Ἀ­να­λαμ­βά­νει ἀ­κό­μη εἰ­δι­κό τα­ξί­δι στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, γιά νά ὁ­δη­γή­σει στόν Χρι­στό τόν θεῖ­ο της πού βρι­σκό­ταν ἐ­κεῖ. Ἀ­γω­νί­ζε­ται συγ­χρό­νως σθε­να­ρά ἐ­ναν­τί­ον τῆς αἰ­ρέ­σε­ως τῶν Πε­λα­για­νῶν, γιά νά ἀ­σφα­λί­σει τούς ὀρ­θο­δό­ξους καί τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α ἀ­πό τό μί­α­σμα καί τήν νο­θεί­α.

Ὁ πο­λύς ὅ­μως κό­πος τῆς φι­λαν­θρω­πί­ας καί ἱ­ε­ρα­πο­στο­λής ἔ­καμ­ψε πρό­ω­ρα τόν ὀρ­γα­νι­σμό τῆς ὁ­σί­ας. Τόν τε­λευ­ταῖ­ο και­ρό πα­ρα­μέ­νει μέ πε­ρι­συλ­λο­γή, προ­σευ­χή καί με­λέ­τη, μέ τε­λεί­α ἀ­φο­σί­ω­ση στόν Θε­ό. Συμ­βου­λεύ­ει, κα­θο­δη­γεῖ καί πα­ρο­τρύ­νει τίς νέ­ες πού τήν πε­ρι­βάλ­λουν καί τήν μι­μοῦν­ται. Ὡς νέ­α Τα­βι­θά «πλή­ρης ἀ­γα­θῶν ἔρ­γων καί ἐ­λε­η­μο­συ­νῶν» (Πράξ. θ΄ 36) πα­ρέ­δω­σε τήν ἁ­γί­α ψυ­χή της στόν Θε­ό τοῦ ἐ­λέ­ους καί τῆς φι­λαν­θρω­πί­ας σέ ἡ­λι­κί­α 56 ἐ­τῶν στίς 31 Δε­κεμ­βρί­ου τοῦ ἔ­τους 439.

Συγ­κι­νού­μα­στε ἀ­σφα­λῶς ἀ­πό τή ζω­ή της. Μᾶς συγ­κι­νεῖ ἡ ἀ­γά­πη τῆς ὁ­σί­ας, ἡ ὁ­ποί­α δέν θέ­λει ἀ­σφα­λῶς μό­νο θαυ­μα­στές, ἀλ­λά καί μι­μη­τές. Ἐ­άν ἔ­χου­με αὐ­τή τήν ἀ­γά­πη, δέν εἶναι ἀ­πα­ραί­τη­το νά κα­τέ­χου­με τήν τε­ρά­στια πε­ρι­ου­σί­α τῆς Με­λά­νης. Ἡ ἀ­γά­πη μας, μέ ὅ­σα ἔ­χου­με, θά μᾶς ὁ­δη­γή­σει νά κά­νου­με τό πᾶν γιά νά ἀ­να­κου­φί­σου­με τόν ὑ­λι­κό καί ψυ­χι­κό πό­νο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὑ­πάρ­χει καί σή­με­ρα πο­λύς στήν κοι­νω­νί­α. Θά μᾶς κι­νεῖ νά γι­νό­μα­στε μι­μη­τές της ὁ­σί­ας πάν­το­τε, καί ἰ­δι­αι­τέ­ρως στίς με­γά­λες καί ἱ­ε­ρές ἡ­μέ­ρες τῶν ἑορτῶν, πού ὁ πό­νος τοῦ φτω­χοῦ γί­νε­ται πιό αἰ­σθη­τός καί με­γά­λος.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ο ΑΓΙΟΣ ΖΩΤΙΚΟΣ (ὁ Ὀρ­φα­νο­τρό­φος)

31.Agios-Zotikos

Ἀ­πό τήν κο­σμο­κρά­τει­ρα Ρώ­μη κα­τα­γό­ταν ὁ Ζω­τι­κός. Ἦ­ταν βλα­στός μιᾶς ἔν­τι­μης, εὐ­γε­νι­κῆς καί πι­στῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Ἀ­πό μι­κρός πα­ρου­σί­α­σε πλού­σια τήν ἀ­ρε­τή τῆς ἀ­γά­πης καί τό εἰ­δι­κό χά­ρι­σμα τῆς ἀ­γα­θο­ερ­γί­ας. Χα­ρά καί εὐ­φρο­σύ­νη του ἦ­ταν νά πε­ρι­ποι­εῖ­ται τούς φτω­χούς, τούς ἀρ­ρώ­στους καί ἰ­δι­αί­τε­ρα τούς λε­προύς.

Τό εἰ­δι­κό αὐ­τό χά­ρι­σμα καί οἱ κό­ποι του πού ἔ­φθα­ναν μέ­χρι θυ­σί­ας, τόν ἔ­κα­ναν πο­λύ ἀ­γα­πη­τό. Γρή­γο­ρα ἔ­γι­νε γνω­στός στόν αὐ­το­κρά­το­ρα, τόν Μέ­γα Κων­σταν­τῖ­νο. Ὅ­ταν ἀργότε­ρα ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας ἔ­κτι­ζε τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη γιά νά τήν κά­νει πρω­τεύ­ου­σα τοῦ κρά­τους, κά­λε­σε μα­ζί μέ ἄλ­λους εἰ­δι­κούς καί τόν Ζω­τι­κό νά βο­η­θή­σει στήν ὀργάνωση τῆς φι­λαν­θρω­πί­ας στή Βα­σι­λεύ­ου­σα.

Ἐ­δῶ ὁ Ζω­τι­κός ἀ­νέ­πτυ­ξε ὅ­λη του τή δρά­ση στήν ἔκ­φρα­ση τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­γά­πης. Γνή­σιος μι­μη­τής τοῦ Χρι­στοῦ πό­θο καί κέν­τρο τῆς προ­σπά­θειάς του εἶ­χε τή φρον­τί­δα καί πε­ρι­ποί­η­ση τῶν ἀρ­ρώ­στων καί κυ­ρί­ως τῶν λε­πρῶν. Καί δέν ἦ­ταν λί­γοι ἐ­κεί­νη τήν ἐ­πο­χή οἱ λε­προί. Ἡ χρι­στι­α­νι­κή ἀ­γά­πη του τόν ἔ­κα­νε νά τούς πλη­σιά­ζει χω­ρίς δι­σταγ­μό, χωρίς τήν πα­ρα­μι­κρή ἀ­πο­στρο­φή πού ἐν­δε­χο­μέ­νως θά μπο­ροῦ­σε νά προ­κα­λέ­σει ἡ μορ­φή τοῦ προ­σώ­που καί τῶν ἄλ­λων με­λῶν τοῦ σώ­μα­τός τους. Τούς πε­ρι­ποι­ό­ταν ὁ ἴ­διος σάν ἀ­δελ­φός καί σάν πα­τέ­ρας τους. Τούς ἔ­δι­νε ὅ,τι χρει­ά­ζον­ταν καί τούς πα­ρη­γο­ροῦ­σε μέ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή ἀ­φο­σί­ω­ση. Καί ὅ­λα αὐ­τά μέ τή συμ­πα­ρά­στα­ση καί τήν ἔν­θερ­μη ὑποστή­ρι­ξη τοῦ Χρι­στια­νοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα, ὁ ὁ­ποῖ­ος πε­ρί­με­νε μί­α ὅ­σο τό δυ­να­τόν κα­λύ­τε­ρη ὀρ­γά­νω­ση καί ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς φι­λαν­θρω­πί­ας.

Ὅ­ταν ὁ Μέ­γας Κων­σταν­τῖ­νος πέ­θα­νε καί δι­ά­δο­χος του ἀ­νέ­βη­κε στό θρό­νο ὁ γι­ός τοῦ Κων­στάν­τιος, στό ἔρ­γο τοῦ Ζω­τι­κοῦ ἐ­κτός ἀ­πό τόν γνω­στό κα­θη­με­ρι­νό κό­πο προ­στέ­θη­κε καί με­γά­λη ἀ­γω­νί­α. Ὁ νέ­ος αὐ­το­κρά­το­ρας ἀν­τί­θε­τα ἀ­πό τόν πα­τέ­ρα του πῆ­ρε σκλη­ρά μέ­τρα ἐ­ναν­τί­ον τῶν λε­πρῶν. Ὅ­ταν δη­λα­δή δι­α­πί­στω­σε ὅ­τι ἡ λέ­πρα δι­α­δι­δό­ταν πο­λύ ἐπικίν­δυ­να καί γι­νό­ταν ἀ­πει­λη­τι­κή γιά τήν αὐ­το­κρα­το­ρί­α, ἀν­τί νά ἐν­τεί­νει τίς προ­σπά­θει­ες γιά ἀ­να­κού­φι­ση τῶν πα­σχόν­των, δι­έ­τα­ξε νά ρί­χνουν τούς λε­προύς στή θά­λασ­σα. Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό νό­μι­ζε ὅ­τι θά ἐ­ξου­δε­τέ­ρω­νε τή μά­στι­γα αὐ­τή ἀ­πό τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη. Ἔ­τσι δυ­στυ­χῶς σκέ­πτον­ται ὅ­σοι ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν τόν ἄρ­ρω­στο ὄ­χι ὡς εἰ­κό­να Θε­οῦ, ὄχι ὡς ἀ­δελ­φό τοῦ Χρι­στοῦ ἀλ­λά ὡς ἀ­νε­πι­θύ­μη­το καί ἐ­πι­κίν­δυ­νο ἀν­τι­κεί­με­νο ἤ ζῶ­ο.

Κα­τα­λυ­πη­μέ­νος καί ἀ­γα­να­κτι­σμέ­νος ὁ Ζω­τι­κός ἀ­πό τήν ἀ­πάν­θρω­πη ἀ­πό­φα­ση τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα σο­φί­στη­κε ἕ­να τέ­χνα­σμα, τό ὁ­ποῖ­ο τοῦ ἐ­νέ­πνευ­σε ἡ ἀ­γά­πη του πρός τούς λεπρούς. Γρά­φουν τά ἱ­ε­ρά συ­να­ξά­ρια ὅ­τι πα­ρου­σι­ά­σθη­κε στόν Κων­στάν­τιο καί ζή­τη­σε χρή­μα­τα πολ­λά, γιά νά τοῦ προ­μη­θεύ­σει ὡς εἰ­δι­κός πο­λύ­τι­μους μαρ­γα­ρί­τες γιά τήν αὐτοκρα­το­ρί­α. Μέ αὐ­τήν τήν πρό­φα­ση πῆ­ρε με­γά­λα χρη­μα­τι­κά πο­σά. Τά χρή­μα­τα ὅ­μως αὐ­τά κά­θε φο­ρά πού τά ἔ­παιρ­νε, τά δι­έ­θε­τε γιά τή δι­ά­σω­ση τῶν λε­πρῶν. Πλή­ρω­νε τούς ἀν­θρώ­πους πού εἶ­χαν ἐν­το­λή νά πνί­γουν τούς λε­προύς. Στή συ­νέ­χεια μέ πολ­λή στορ­γή τούς ὁ­δη­γοῦ­σε σέ εἰ­δι­κό χῶ­ρο καί ἐ­κεῖ μέ­σα σέ πρό­χει­ρες σκη­νές τούς πρό­σφε­ρε τίς ἀ­πα­ραί­τη­τες πε­ρι­ποι­ή­σεις ὁ ἴ­διος καί τούς ἐ­νί­σχυ­ε.

Με­τά ἀ­πό κά­ποι­ο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας ζή­τη­σε ἀ­πό τόν Ζω­τι­κό νά τοῦ πα­ρου­σιά­σει τούς πο­λύ­τι­μους μαρ­γα­ρί­τες πού εἶ­χε ἀ­γο­ρά­σει. Τό­τε ὁ με­γά­λος αὐ­τός φιλάνθρω­πος ὁ­δή­γη­σε τόν αὐ­το­κρά­το­ρα στόν τό­πο πού ἦ­ταν οἱ λε­προί. Ἐ­κεῖ­νοι μέ ἀ­ναμ­μέ­νες λαμ­πά­δες βγῆ­καν νά πρού­παν­τη­σουν τό βα­σι­λιά τους. Τήν ὥ­ρα πού ὁ Ζω­τι­κός πα­ρου­σί­α­ζε τούς λε­προύς του, μέ παλ­λό­με­νη φω­νή προ­σφώ­νη­σε τόν Κων­στάν­τιο λέ­γον­τας:

— Αὐ­τοί, βα­σι­λιά, εἶ­ναι οἱ πο­λύ­τι­μοι μαρ­γα­ρί­τες τούς ὁ­ποί­ους μέ πο­λύ κό­πο συγ­κέν­τρω­σα. Εἶ­ναι πο­λυ­τι­μό­τε­ροι καί ἀ­πό τά πιό πο­λύ­τι­μα μαρ­γα­ρι­τά­ρια τοῦ κό­­σμου. Σ αὐ­τούς ἔστρε­ψε στορ­γι­κά τό ἐν­δι­α­φέ­ρον του καί ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς καί τούς θε­ρά­πευ­σε.

Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας ἀν­τί νά συγ­κι­νη­θεῖ ἀ­πό τό συγ­κλο­νι­στι­κό θέ­α­μα καί νά ἐ­κτι­μή­σει τό φι­λαν­θρω­πι­κό ἔρ­γο, τόν κό­πο καί τή θυ­σί­α τοῦ Ζω­τι­κοῦ, τό θε­ώ­ρη­σε εἰρωνεί­α καί ἐμ­παιγ­μό. Ὀρ­γί­σθη­κε καί δι­έ­τα­ξε ἀ­μέ­σως μαρ­τύ­ριο φρι­κτό. Τό­τε ἔ­δε­σαν τόν Ἅ­γιο πί­σω ἀ­πό ἕ­ναν ἐ­ξα­γρι­ω­μέ­νο ἠ­μί­ο­νο. Ἔ­τσι κα­θώς ἔ­τρε­χε τό ἄ­γριο ζῶ­ο, ἔ­σερ­νε πίσω του τό σῶ­μα τοῦ Ζω­τι­κοῦ. Τό γέ­μι­σε ἀ­πό πλη­γές, τό πα­ρα­μόρ­φω­σε καί τέ­λος τό ἄ­φη­σε νε­κρό.

Τό συγ­κλο­νι­στι­κό αὐ­τό θέ­α­μα, τό φρι­κτό μαρ­τύ­ριο καί ὁ θά­να­τος τοῦ Ζω­τι­κοῦ ἔ­καμ­ψαν τήν καρ­διά τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα. Ὁ Κων­στάν­τιος με­τα­νό­η­σε γιά τό φρι­κτό ἐγ­κλη­μά του καί πῆ­ρε τήν ἀ­πό­φα­ση, ἔ­στω καί με­τά θά­να­τον, νά τι­μή­σει τή μνή­μη τοῦ ἁ­γί­ου Ζω­τι­κοῦ. Δι­έ­τα­ξε καί ἔ­κτι­σαν στόν τό­πο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου του νο­σο­κο­μεῖ­ο γιά τούς φτω­χούς. Τό ἵ­δρυ­μα τῆς πό­λε­ως πῆ­ρε τό ὄ­νο­μα Μέ­γα Ὀρ­φα­νο­τρο­φεῖ­ον. Καί ὁ Ζω­τι­κός ὀ­νο­μά­σθη­κε ὀρ­φα­νο­τρό­φος, ἐ­πει­δή φρόν­τι­ζε τούς φτω­χούς, τά ὀρ­φα­νά καί τούς λε­προύς. Ἔ­τσι μᾶς εἶ­ναι γνω­στός ἐ­δῶ στή γῆ. Στόν οὐ­ρα­νό ὅ­μως ὁ Ζω­τι­κός, ὁ μάρ­τυ­ρας τῆς ἀ­γά­πης, ἔ­λα­βε τό μι­σθό τόν ὁ­ποῖ­ο ὑ­πο­σχέ­θη­κε ὁ Κύ­ριος σέ ὅ­σους μέ τα­πεί­νω­ση καί ἀ­γά­πη θά ὑπηρετήσουν τούς ἀ­δελ­φούς του (Μάτθ. κ΄ 26-27, κε΄ 34-40).

Ὁ Ζω­τι­κός ἀν­τέ­γρα­ψε στή ζω­ή του τό με­γά­λο καί μο­να­δι­κό πρό­τυ­πο, τόν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­κλι­νεν οὐ­ρα­νούς καί ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος. Οὐκ ἦλ­θε δι­α­κο­νη­θῆ­ναι, ἀλ­λά διακονῆσαι καί­ δοῦ­ναι τήν ψυ­χήν αὐ­τοῦ λύ­τρον ἀν­τί πολ­λῶν (Ματθ. κ΄ 28).

Ἄς τόν μι­μη­θοῦ­με καί ἐ­μεῖς στό μέ­τρο τῶν δυ­νά­με­ών μας μέ δι­ά­φο­ρες ἐκ­δη­λώ­σεις ἀ­γά­πης. Καί ὑ­πάρ­χουν πολ­λοί τρό­ποι προ­σφο­ρᾶς καί ἀ­γά­πης στούς φτω­χούς καί ἀ­σθε­νεῖς ἀ­δελ­φούς μας. Ἰ­δι­αί­τε­ρα αὐ­τή ἡ ἀ­γά­πη θά πρέ­πει νά ἐκ­δη­λώ­νε­ται στίς με­γά­λες γι­ορ­τές τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ πρός τόν ἄν­θρω­πο.

Ἀπό τό βιβλίο «Καλλίνικοι Μάρτυρες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ὁ Ὅσιος Γελάσιος

Ἦταν Ἀββᾶς τῆς ἐρήμου, τοῦ ὁποίου διήγημα περὶ κλοπῆς κάποιου βιβλίου βρίσκεται στὸν Εὐεργετινό. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ὅσιος Γάιος

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Οἱ Ἁγίες δέκα (10) Παρθένες

Αὐτὲς μαρτύρησαν στὴ Νικομήδεια (ἴσως ἐπὶ Μαξιμιανοῦ (286-305), τότε ποὺ πλῆθος χριστιανῶν μαρτύρησε σ΄ αὐτὴ τὴν πόλη). Αὐτὲς λοιπόν, ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλαν τὰ μάτια, κατόπιν ἔγδαραν τὸ σῶμα τους καὶ ἔτσι παρέδωσαν τὸ πνεῦμα τους στὸ Θεό.

Ἡ Ἁγία Ὀλυμπιοδώρα

Μαρτύρησε διὰ πυρὸς.

Ὁ Ἅγιος Βούσιρις

Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν θανάτωσαν γυναῖκες μὲ σαΐτες ποὺ ὑφαίνουν.

Ἡ Ἁγία Νέμη

Μαρτύρησε διὰ ξίφους. (Κάτ΄ ἄλλους Ἅγιος Νέμης).

Ὁ Ἅγιος Γαυδέντιος

Δὲν βρίσκουμε πουθενὰ βιογραφικά του στοιχεῖα.

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Θαυματουργὸς καὶ λεγόμενος μαχαιρωμένος

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές, γνωστὸς ὅμως τοπικὸς Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου στὸν Ἀναλιόντα (Πατμιακὸς Κώδικας 266).