ΣΑΒΒΑΤΟ 2 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ

Σήμερα 2/1/2016 εορτάζουν:

  • Ὁ Ἅγιος Σίλβεστρος Πάπας Ῥώμης
  •  Ὁ Ἅγιος Θεαγένης ἱερομάρτυρας
  •  Ὁ Ἅγιος Θεόπεμπτος
  • Ἡ Ἁγία Θεοδότη μητέρα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων
  • Ὁ Ὅσιος Μᾶρκος ὁ κωφός
  • Ὁ Ἅγιος Βασίλειος μάρτυρας ἐξ Ἀγκύρας
  • Ὁ Ἅγιος Σέργιος
  • Ὁ Ἅγιος Θεόπιστος
  • Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Α´ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
  • Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἢ Ζώρζης ἢ Γκιουρτζὴς ὁ Ἴβηρ
  • Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ
  • Ὁ Ὅσιος Σίλβεστρος Ῥῶσος τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου

Ὁ Ἅγιος Σίλβεστρος Πάπας Ῥώμης

2.-Agios-Silbestros

Μὲ τὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία ἔχουμε κοινοὺς ἀρκετοὺς ἁγίους, μέχρι τὸ χωρισμό της ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶναι καὶ ὁ Σίλβεστρος. Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἦταν γιὸς τοῦ Ῥουφίνου, γεννημένος στὴ Ῥώμη. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία εἰσχωρεῖ στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ ἡλικία δὲ τριάντα χρόνων χειροτονεῖται ἀπὸ τὸν Πάπα Μαρκελῖνο· γίνεται Πάπας τὸ 314 καὶ διαδέχεται τὸν Ἅγιο Μελχιάδη ἢ Μιλτιάδη. Ἐνδιαφέρθηκε καὶ πολέμησε πολὺ τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου καὶ θέσπισε τοὺς λειτουργικοὺς κανόνες γιὰ τὸν καθαγιασμὸ τοῦ μύρου τοῦ ἁγίου χρίσματος. Ἀλλὰ μεταξὺ τῶν καλύτερων ἔργων τοῦ πάπα Σιλβέστρου, ξεχωρίζει τὸ ἔργο τῆς μέριμνας γιὰ τὴν βιοτικὴ συντήρηση τῶν φτωχότερων κληρικῶν καὶ τῶν μοναχῶν γυναικῶν, ὥστε οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ τῆς πνευματικῆς διακονίας καὶ προσευχῆς νὰ μὴν ἀποσπῶνται ἀπὸ τὸ κυρίως ἔργο τους. Ὁ Ἅγιος Σίλβεστρος πέθανε εἰρηνικὰ σὲ βαθιὰ γεράματα τὴν 31η Δεκεμβρίου τοῦ 335 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Θεαγένης ἱερομάρτυρας

Ὁ ἅγιος Ἱερομάρτυρας Θεαγένης ἦταν ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Πάριο· τὴν ὀνομασία της πῆρε ἐπειδὴ εἶχε κτισθεῖ ἀπὸ τοὺς Πάριους, κατοίκους τῆς νήσου Πάρου. Ἡ πόλη αὐτὴ βρισκόταν μεταξὺ τῆς Κυζίκου καὶ τῆς Λαμψάκου. Αὐτὸς λοιπὸν ὁδηγήθηκε στὸν Τριβοῦνο Ζηλικίνθιο καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ Θεὸ ἀληθινό. Ὁπότε τὸν ἔδειραν ἀνελέητα καὶ ἀφοῦ τὸν ἔδεσαν χειροπόδαρα τὸν ἔῤῥιξαν στὸ βυθὸ τῆς θάλασσας. Ἔτσι τελείωσε τὸ δρόμο τοῦ μαρτυρίου καὶ πῆρε ἀπὸ τὸν Κύριο τὸ ἀμάραντο στεφάνι τῆς αἰώνιας δόξας.

Ὁ Ἅγιος Θεόπεμπτος

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ἡ Ἁγία Θεοδότη μητέρα τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων

Ἦταν μητέρα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ὅσιος Μᾶρκος ὁ κωφός

Ἦταν ἀσκητὴς καὶ ἔζησε ζωὴ ὅσια. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος μάρτυρας ἐξ Ἀγκύρας

Ὁ Ἅγιος αὐτὸς μαρτύρησε στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ του Παραβάτη (360- 363 μ.Χ.). Κατηγορήθηκε ὅτι πίστευε στὸν Χριστὸ καὶ προσπαθοῦσε νὰ παρασύρει στὴ χριστιανικὴ πίστη εἰδωλολάτρες. Βασανίστηκε ἀπὸ τὸν διοικητὴ τῆς Ἄγκυρας Σατουρνίνο, καὶ τὰ βασανιστήρια ἐπαναλήφθηκαν στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ἔστειλαν δέσμιο στὴν Καισαρεία, ὅπου τὸν καταδίκασαν σὲ θηριομαχία. Σὲ κάποια ἐθνικὴ (εἰδωλολατρική) γιορτὴ λοιπόν, ἔστησαν ἀπέναντί του ἕνα κλουβί, ἀπ᾿ ὅπου ἐξόρμησε μία πεινασμένη λέαινα. Ὁ μάρτυρας δὲν θηριομάχησε. Σὲ στάση θερμῆς προσευχῆς κατασπαράχθηκε ἀπὸ τὸ θηρίο. Οἱ συγγενεῖς του παρέλαβαν τὰ λίγα ἐναπομείναντα λείψανά του καὶ τὰ ἔθαψαν μὲ τιμές. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ στὴν πόλη τοῦ μαρτυρίου του, κτίσθηκε ἐκκλησία στὸ ἅγιο ὄνομά του.

Ὁ Ἅγιος Σέργιος

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.

Ὁ Ἅγιος Θεόπιστος

Μαρτύρησε διὰ λιθοβολισμοῦ.

Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Α´ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια· ἐπωνομάσθηκε Ἱεροσολυμίτης, ἐπειδὴ ἔμεινε ἀρκετὸ καιρὸ στὴν ἁγία Πόλη. Ἀπὸ ἐκεῖ ἦλθε καὶ μόνασε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὑστεροῦσε σὲ γραμματικὴ μόρφωση. Τὸν στόλιζε ὅμως ἄδολη εὐσέβεια καὶ βαθειὰ καὶ εἰλικρινὴς ἀρετή, καὶ τὸν ἀγαποῦσαν γιὰ τὴν εὐθύτητα τοῦ χαρακτῆρα του καὶ τὴν ἁπλότητα τῶν ἠθῶν του. Ὅταν στὶς 2 Αὐγούστου 1075 πέθανε ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης ὁ Η´, ὁ αὐτοκράτωρ Μιχαὴλ Δούκας ἔφερε στὸ θρόνο τὸν Κοσμᾶ, ἂν καὶ ἦταν ἤδη πολὺ γέρος. Ἐπὶ τῆς πατριαρχείας του ἡ ἀρχιεπισκοπὴ Πατρῶν προήχθη σὲ Μητρόπολη μὲ τρεῖς ἐπισκοπὲς στὴ δικαιοδοσία της. Ἐπίσης ὁ ἴδιος – ὁ Κοσμᾶς – χειροτόνησε καὶ ἔστειλε τὸ 1080 Μητροπολίτη Ῥωσίας τὸν Ἕλληνα Ἰωάννη, ἄνδρα κάτοχο μεγάλης μόρφωσης καὶ πολλῶν ἀρετῶν. Οἱ δυσκολίες ὅμως τῆς διοίκησης τῆς πατριαρχείας, ἔκαναν τὸν ἁπλοϊκο χαρακτῆρα τοῦ Κοσμᾶ, νὰ ἐπιθυμήση τὴν ἡσυχία καὶ τὴν γαλήνη τῆς πρώην μοναχικῆς του ζωῆς. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, στὶς 8 Μαΐου τοῦ 1081, ἀφοῦ λειτούργησε στὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἔφυγε μαζὶ μὲ τὸν ὑπηρέτη του καὶ ἀποσύρθηκε στὴ Μονὴ Καλλίου στὴν Κωνσταντινούπολη. Μάταια τὸν παρακάλεσαν νὰ ἐπιστρέψει. Αὐτὸς ἔμενε ἀμετάπειστος καὶ πέθανε στὴ Μονὴ ἐκείνη. 

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἢ Ζώρζης ἢ Γκιουρτζὴς ὁ Ἴβηρ

Στὴν καταγωγὴ ἦταν Ἴβηρ. Σὲ νεαρὴ ἡλικία τὸν ἀγόρασε κάποιος Τοῦρκος σὰ σκλάβο καὶ ἀφοῦ τοῦ ἔκανε περιτομή, τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Σαλής. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἀφέντη
του παρέμεινε στὴ Μυτιλήνη, ἄγαμος, καὶ ζοῦσε εἰρηνικὰ σὲ κάποιο ἐργαστήρι, πουλώντας καὶ ἀγοράζοντας διάφορα εἴδη. Κάποια μέρα, καὶ σὲ ἡλικία πάνω ἀπὸ 70 χρονῶν, ὁ Γεώργιος παρουσιάστηκε αὐθόρμητα μπροστὰ στὸν κριτὴ καὶ πέταξε μπροστὰ τοῦ τὸ σαρίκι ποὺ φοροῦσε στὸ κεφάλι του, καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ τοὺς φοβερισμούς, τὴ διαπόμπευση μέσα στοὺς δρόμους καὶ τὰ χτυπήματα μὲ ξύλα καὶ μαχαίρια, ὁ Γεώργιος παρέμεινε ἀμετάθετος, ὁμολογώντας τὴν πίστη τῶν πατέρων του. Τέλος, ὁδηγήθηκε ἀπὸ τοὺς δήμιούς του στὴν τοποθεσία Παρμὰ-κάπου, ὅπου καὶ ἔλαβε μαρτυρικὸ τέλος δι᾿ ἀγχόνης. Ἦταν 2 Ἰανουαρίου 1770. Ὁ δὲ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, τοποθετεῖ τὸ μαρτύριο τοῦ Ζώρζη τὸ ἔτος 1777.

Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ

2.-Agios-Serafeim-Sarof

Ο ὅ­σιος Σε­ρα­φεὶμ τοῦ Σάρωφ εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς δη­μο­φι­λέ­στε­ρους ἁ­γί­ους τοῦ πο­λυ­δο­κι­μα­σθέ­ντος ρω­σι­κοῦ ὀρ­θο­δό­ξου λα­οῦ. Γεν­νή­θη­κε στὶς 19 Ἰ­ου­λί­ου τοῦ ἔ­τους 1759 στὴν πό­λη Κοὺρ­σκ τῆς Ρω­σί­ας ἀ­πὸ γο­νεῖς εὐ­πό­ρους καὶ θε­ο­σε­βεῖς, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­νέ­θρε­ψαν τὸ μι­κρὸ παι­δί τους — Πρό­χο­ρο τὸ ὀ­νό­μα­σαν — «ἐν παι­δε­ί­ᾳ καὶ νου­θε­σί­ᾳ Κυ­ρί­ου» (Ἐφ. Ϛ΄ 4). Αὐ­τοὶ τοῦ ἐ­νέ­πνευ­σαν τὴν ἀ­γά­πη πρὸς τὸν Χρι­στὸ καὶ τὴν ἁ­γί­α μας ᾿Ορ­θό­δο­ξη ᾿Εκ­κλη­σί­α… Μι­κρὸς ἦ­ταν ὁ Πρό­χο­ρος ὅ­ταν δέ­χθη­κε σὲ ὥ­ρα ἀ­σθε­νε­ί­ας του τὴν θαυ­μα­τουρ­γι­κὴ ἐ­πέμ­βα­ση τῆς ῾Υ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου. Ἀ­πὸ ἐ­κε­ί­νη τὴν ὥ­ρα ὁ ἅ­γιος θὰ τὴν ὑ­πε­ρευ­λα­βεῖ­ται μέ­χρι τὸ Ἀ­μὴν τῆς ζω­ῆς του.

Ἀ­πὸ τὴ μι­κρή του ἀ­κό­μη ἡ­λι­κί­α ὁ Ἅ­γιος αἰ­σθάν­θη­κε μέ­σα του με­γά­λη φλό­γα ἀ­γά­πης πρὸς τὸν Κύριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Λίγα χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα θὰ κλη­θεῖ ἀ­πὸ τὸν Νυμ­φί­ο Χρι­στὸ νὰ βα­δί­σει τὸν δρό­μο τῆς μο­να­χι­κῆς πο­λι­τε­ί­ας. Ἔ­τσι μὲ τὴν εὐ­χὴ τῆς εὐ­σε­βοῦς μη­τέ­ρας του Ἀ­γά­θης σὲ ἡ­λι­κί­α 17 ἐ­τῶν θὰ ἀ­παρ­νη­θεῖ τὰ ἐγ­κό­σμια καὶ θὰ εἰ­σέλ­θει ὡς δό­κι­μος — γιὰ 8 χρό­νια — Μο­να­χὸς στὴ μο­νὴ τοῦ Σάρωφ τῆς ἐ­παρ­χί­ας Ταμ­πώφ. Μὲ πολ­λὴ χα­ρὰ ἀ­να­δέ­χε­ται ἐ­κεῖ τὰ δυ­σκο­λό­τε­ρα δι­α­κο­νή­μα­τα. Γίνεται πρό­τυ­πο γιὰ τοὺς ἄλ­λους συμ­μο­να­στές του. Νη­στε­ύ­ει αὐ­στη­ρά, ὥ­στε νὰ δα­μά­ζει τὶς νε­α­νι­κὲς ὁρ­μὲς τοῦ πα­λαι­οῦ ἑ­αυ­τοῦ του. Ἀ­γρυ­πνεῖ καὶ προ­σε­ύ­χε­ται θε­ο­φι­λῶς. ῞Ο­μως σὲ λί­γο και­ρὸ πά­λι θὰ ἀ­σθε­νή­σει, καὶ μά­λι­στα βα­ριά. Πιὸ πά­νω ἀ­πὸ τὰ φάρ­μα­κα ἐμ­πι­στε­ύ­ε­ται τὴ ζωή του στὸν με­γά­λο Ἰ­α­τρὸ τῶν ψυ­χῶν καὶ τῶν σω­μά­των, τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Μὲ ἰ­σχυ­ρὴ πί­στη προ­σέρ­χε­ται στὴ θε­ί­α Κοι­νω­νί­α καὶ θε­ρα­πε­ύ­ε­ται τε­λε­ί­ως. Πα­ροῦ­σα εἶ­ναι καὶ πά­λι στὴν ὥ­ρα τῆς δο­κι­μα­σί­ας του ἡ ῾Υ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κος ποὺ τοῦ λέ­ει σὲ ὅ­ρα­μα: «Αὐ­τὸς ἐ­δῶ (ἐν­νο­οῦ­σε τὸν ἴ­διο) εἶ­ναι ἀ­πὸ τὸ δι­κό μας γέ­νος».

Ἔ­φθα­σε ὅ­μως καὶ ἡ ὥ­ρα νὰ κα­ρεῖ Μο­να­χός. Ἀ­πὸ τώ­ρα θὰ φέ­ρει ἐ­πά­ξια τὸ ὄ­νο­μα Σε­ρα­φε­ίμ, ποὺ ση­μα­ί­νει «ὅ­λος φλό­γα, πυρ­φό­ρος». Αὐ­τὰ τὰ Σε­ρα­φε­ίμ, «τὰ ἔμ­πυ­ρα στό­μα­τα», τὶς ἄυ­λες αὐ­τὲς οὐ­ρά­νι­ες δυ­νά­μεις τοῦ Τρι­σα­γί­ου Θε­οῦ, βι­ά­ζε­ται νὰ μι­μη­θεῖ σὲ κα­θα­ρό­τη­τα, σὲ προ­σευ­χή, σὲ δι­α­κο­νί­α ἀ­γά­πης… Λίγο ἀρ­γό­τε­ρα χει­ρο­το­νεῖ­ται δι­ά­κο­νος… Συμ­με­τέ­χει στὴ θε­ί­α Λει­τουρ­γί­α μὲ ἄ­κρα εὐ­λά­βεια. Γιὰ κά­θε θεί­α Λει­τουρ­γί­α προ­ε­τοι­μά­ζε­ται αὐ­στη­ρὰ μέ­ρες πρὶν μὲ ὁ­λο­νύ­κτι­ες προ­σευ­χές… Ὁ Κύριος τὸν ἀ­με­ί­βει γι᾿ αὐ­τὴν τὴν ἀ­γά­πη του. Τὸν ἐ­πι­σκέ­πτε­ται μὲ κα­τα­νυ­κτι­κοὺς γλυ­κα­σμοὺς στὴν ψυ­χή του, μὲ πλο­ύ­σια ἐ­σω­τε­ρι­κὴ εἰ­ρή­νη, μὲ ὁ­ρά­σεις θεῖ­ες καὶ οὐ­ρά­νι­ες ἀ­πο­κα­λύ­ψεις. ῞Ο­λα αὐ­τὰ τὰ δέ­χε­ται τα­πει­νά. Καὶ μὲ συ­να­ί­σθη­ση τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τός του ὁ­μο­λο­γεῖ πρὸς ὅ­λους τὴν ἀ­θλι­ό­τη­τά του.

Σύντομα λαμ­βά­νει καὶ τὸν δε­ύ­τε­ρο βαθ­μὸ τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης. Γίνεται ἱ­ε­ρε­ύς. Τώρα θέλ­γε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τὴν ἐ­ρη­μί­α τοῦ δά­σους. ᾿Ε­κεῖ θὰ πα­ρα­με­ί­νει μέ­σα σὲ ξύ­λι­νη κα­λύ­βα. Θὰ καλ­λι­ερ­γεῖ μι­κρὸ πε­ρι­βο­λά­κι. Θὰ ὀ­νο­μά­σει τὸν μι­κρὸ αὐ­τὸ λό­φο «ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ». Καὶ κά­θε Κυ­ρια­κὴ καὶ τὶς ἡ­μέ­ρες τῶν ἑ­ορ­τῶν θὰ ἔρ­χε­ται στὴ Μο­νὴ γιὰ νὰ συμ­με­τέ­χει στὴ λα­τρε­ί­α τοῦ Θε­οῦ καὶ νὰ με­τα­λαμ­βά­νει τὰ Ἄ­χραν­τα Μυ­στή­ρια. Καὶ πά­λι θὰ ἐ­πι­στρέ­φει μὲ χα­ρὰ στὴν ἐ­ρη­μί­α του. ᾿Ε­κεῖ ἐν­τρυ­φᾶ μὲ πο­λὺ πό­θο στὶς θε­ό­πνευ­στες σε­λί­δες τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς. Τὸ προ­σω­πι­κό του χον­τρὸ ἅ­γιο Εὐ­αγ­γέ­λιο τὸ «κου­βα­λοῦ­σε» πά­ντο­τε μα­ζί του στὴν πλά­τη αἰ­σθα­νό­με­νος ὅ­τι βα­στά­ζει «τὰ βά­ρη τοῦ Χρι­στοῦ».

῾Η ζω­ὴ τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ τὸν εἶ­χε θέλ­ξει βα­θιά. Ζοῦ­σε πά­ντα μα­ζί Του. Ἤ­θε­λε νο­ε­ρὰ νὰ βα­δί­ζει στοὺς δι­κο­ύς του Ἁ­γί­ους Τόπους. Γι᾿ αὐ­τὸ στὴν εὐ­ρύ­τε­ρη πε­ρι­ο­χὴ τοῦ δά­σους σὲ συγ­κε­κρι­μέ­νους γύ­ρω τό­πους ἔ­δω­σε ὀ­νό­μα­τα ὅ­πως Βη­θλε­έμ, Ἰ­ορ­δά­νης, Θα­βώρ, Γολ­γο­θᾶς κτλ. Καὶ στὸν ἀν­τί­στοι­χο τό­πο με­λε­τοῦ­σε τὶς ἀ­νά­λο­γες πε­ρι­κο­πὲς ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ τοῦ Κυ­ρί­ου. Καὶ πα­ρέ­με­νε ἐ­κεῖ ἐ­πὶ ὧ­ρες στο­χα­ζό­με­νος καὶ ἐμ­βα­θύ­νον­τας μὲ συγ­κί­νη­ση στὰ θεῖ­α γε­γο­νό­τα.

Τε­λοῦ­σε μό­νος τὶς ἱ­ε­ρὲς Ἀ­κο­λου­θί­ες. Λέγεται ὅ­τι ἔ­κα­νε κά­θε μέ­ρα χί­λι­ες με­τά­νοι­ες. Τρε­φό­ταν μὲ λι­τὸ φα­γη­τὸ «ἀ­πὸ τὰ κη­πευ­τι­κὰ τοῦ πε­ρι­βο­λιοῦ του». ῾Η ὁ­σι­ό­τη­τά του εἶ­χε ἡ­με­ρέ­ψει τὴν ἄ­γρια φύ­ση. Ἔ­τρε­φε καὶ μί­α ἥ­συ­χη ἀρ­κο­ύ­δα τοῦ δά­σους ποὺ τὸν ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε.

Ἀλ­λὰ οἱ με­γά­λοι του ἀ­σκη­τι­κοὶ ἀ­γῶ­νες, ποὺ εἶ­χαν ὡς σκο­πὸ τὸν ἐ­ξα­γνι­σμό του καὶ τὴν ὁ­μο­ί­ω­σή του μὲ τὸν Θε­ό, κί­νη­σαν τὸν φθό­νο τοῦ πο­νη­ροῦ δι­α­βό­λου, ὁ ὁ­ποῖ­ος μὲ τα­ρα­χώ­δη ὄ­νει­ρα, ποι­κί­λους ἀ­γρί­ους θο­ρύ­βους καὶ ἐ­νο­χλη­τι­κοὺς λο­γι­σμοὺς προ­σπά­θη­σε νὰ τὸν ἀ­πο­σπά­σει ἀ­πὸ τὸν ἱ­ε­ρὸ σκο­πό του. Ὁ ὅ­σιος Σε­ρα­φεὶμ νι­κοῦ­σε μὲ ὅ­πλο τὸν Τίμιο Σταυ­ρὸ καὶ τὶς ὁ­λο­νύ­κτι­ες προ­σευ­χές του, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἐ­κε­ί­νη τὴν πε­ρί­ο­δο ἐ­γί­νον­το συ­νε­χῶς ἐ­πὶ 1000 ἡ­μέ­ρες. Καὶ αὐ­τὸς ὄρ­θιος ἢ ἄλ­λο­τε γο­να­τι­στὸς ἐ­πά­νω σὲ ἕ­να βρά­χο ἐ­πι­κα­λοῦν­ταν τὸν Κύριο μὲ τὸν τε­λω­νι­κὸ στε­ναγ­μὸ «ὁ Θε­ός, ἱ­λά­σθη­τί μοι τῷ ἁ­μαρ­τω­λῷ».

Ὁ Ἅ­γιος ἀ­κό­μη δέ­χθη­κε τό­τε πει­ρα­σμὸ καὶ ἀ­πὸ ἐ­πί­θε­ση τρι­ῶν λη­στῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­πει­δὴ δὲν βρῆ­καν στὴν κα­λύ­βα του τοὺς ἐλ­πι­ζο­μέ­νους θη­σαυ­ρο­ύς, τὸν ἔ­δει­ραν σκλη­ρὰ μὲ ρό­πα­λα, τὸν κτύ­πη­σαν μὲ ἀ­νά­στρο­φο τσε­κο­ύ­ρι καὶ τὸν ἄ­φη­σαν στὸ τέ­λος αἱ­μό­φυρ­το καὶ μι­σο­πε­θα­μέ­νο!… ῾Η Πα­να­γί­α μας ὅ­μως τὸν βο­ή­θη­σε καὶ πά­λι θαυ­μα­τουρ­γι­κὰ μὲ νέ­α της ἐ­πέμ­βα­ση. ῞Ο­μως ἀ­πὸ τό­τε ὁ ῞Ο­σιος θὰ με­ί­νει γιὰ πά­ντα ὁ κυρ­τω­μέ­νος γέ­ρον­τας ἀ­σκη­τὴς καὶ θὰ κρα­τεῖ ἰ­σό­βια ἕ­να ρα­βδὶ στὸ χέ­ρι.

Οἱ ἀ­σκη­τι­κοὶ ἀ­γῶ­νες του θὰ συ­νε­χι­σθοῦν ἀ­κό­μη λί­γα χρό­νια μὲ ἁ­γί­α σι­ω­πὴ καὶ ὑ­πο­μο­νή… ῞Ο­ποι­ον συ­ναν­τοῦ­σε στὸ δά­σος «τοῦ ἔ­κα­νε τα­πει­νὰ ἐ­δα­φι­α­ί­α ὑ­πό­κλι­ση». Καὶ συ­νέ­χι­ζε τὸ δρό­μο του προ­σευ­χό­με­νος «ὑ­πὲρ ὅ­λου τοῦ κό­σμου».

Δὲν θὰ πα­ρα­με­ί­νει ὅ­μως ἀ­κό­μη γιὰ πο­λὺ στὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη ἐ­ρη­μί­α του. Ὁ Θε­ὸς θὰ κα­λέ­σει τὸν Ἅ­γιό του καὶ πά­λι στὴν ἱ­ε­ρὰ Μο­νή του.

Ἐ­πι­στρέ­φον­τας ὁ ὅ­σιος ἀ­πὸ τὴν ἐ­ρη­μί­α στὴν ἱ­ε­ρὰ Μο­νὴ δι­α­μέ­νει σὲ ἕ­να στε­νὸ κελ­λά­κι. Γιὰ πόρ­τα εἶ­χε το­πο­θε­τή­σει ὄρ­θιο ἕ­να φέ­ρε­τρο, τὸ δι­κό του. Γιὰ στρῶ­μα του εἶ­χε ἕ­να τσου­βά­λι ἀ­πὸ πέ­τρες καὶ γιὰ κά­θι­σμα ἕ­ναν κορ­μὸ δέν­δρου. Καὶ πά­ντα ἔ­και­γε ἕ­να ἀ­κο­ί­μη­το καν­τή­λι μπρο­στὰ στὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Γλυ­κο­φι­λο­ύ­σης ἢ «Τῆς πά­ντων χα­ρᾶς», ὅ­πως τοῦ ἄ­ρε­σε νὰ ὀ­νο­μά­ζει τὴν ῾Υ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κο. ῾Η ψυ­χὴ τοῦ ὁ­σί­ου Σε­ρα­φεὶμ ἦ­ταν πλημ­μυ­ρι­σμέ­νη ἀ­πὸ τοὺς καρ­ποὺς τοῦ Ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος, εἶ­χε μέ­σα της πλοῦ­το ἀ­ρε­τῶν καὶ θε­ί­ας Χάριτος. Τὸ πρό­σω­πό του ἦ­ταν καὶ αὐ­τὸ πά­ντα φω­τει­νὸ καὶ πρό­σχα­ρο… Εἶ­χε φθά­σει πλέ­ον ἡ ὥ­ρα νὰ ἀ­να­δει­χθεῖ καὶ «στά­ρετς», δη­λα­δὴ φω­τι­σμέ­νη μορ­φή! Με­γά­λος δι­δά­σκα­λος καὶ κα­θο­δη­γὸς τῆς Ρω­σί­ας, σύγ­χρο­νος Ἀ­πό­στο­λος Χρι­στοῦ… ῾Η Πα­να­γί­α μας ἦ­ταν αὐ­τὴ ποὺ τοῦ ἄ­νοι­ξε καὶ πά­λι τὸν νέ­ο δρό­μο αὐ­τῆς τῆς δι­α­κο­νί­ας.

Ἀ­πὸ τώ­ρα ὁ ὅ­σιος στά­ρετς Σε­ρα­φεὶμ τοῦ Σάρωφ γί­νε­ται ὁ πο­λύ­τι­μος κα­θο­δη­γὸς τοῦ κό­σμου ὅ­λου. Καὶ τῶν μο­να­χῶν καὶ τῶν λα­ϊ­κῶν. Τοὺς μο­να­χοὺς τοὺς συμ­βο­ύ­λευ­ε νὰ ἀ­γα­ποῦν τὴν ἄ­σκη­ση, νὰ ἔ­χουν ζῆ­λο καὶ προ­θυ­μί­α, νὰ ζοῦν μὲ ἀ­κρί­βεια τὸ ἀγ­γε­λι­κὸ ἦ­θος τοῦ μο­να­χι­κοῦ βί­ου. Ἔ­λε­γε στὶς μο­να­χὲς τῆς ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς τοῦ Ντι­βέ­γι­ε­βο· «Νὰ ἔ­χε­τε πά­ντα τὰ χέ­ρια στὸ ἐρ­γό­χει­ρο καὶ τὰ χε­ί­λη στὴν προ­σευ­χή». Ἀλ­λὰ καὶ πρὸς τὸν πο­νε­μέ­νο λα­ὸ τῆς Ρω­σί­ας ἦ­ταν πά­ντα ἀ­νοι­κτὸς γιὰ βο­ή­θεια. Εἶ­χε πά­ντα τὴν πόρ­τα τοῦ κελ­λιοῦ του ἀ­νοι­κτή. ῾Υ­πο­δε­χό­ταν ὅ­λους πά­ντα μὲ τὴ φρά­ση «Χα­ρά μου, Χρι­στὸς Ἀ­νέ­στη». Ἰ­δι­α­ί­τε­ρα στορ­γι­κὸς ἦ­ταν πρὸς ὅ­σους ἦ­σαν βα­ριὰ πλη­γω­μέ­νοι ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α.

Μὲ τὸν χα­ρι­τω­μέ­νο καὶ στορ­γι­κὸ λό­γο του καὶ μὲ τὴν πη­γα­ί­α καὶ εἰ­λι­κρι­νῆ ἀ­γά­πη του ἔ­καμ­πτε καὶ τοὺς πλέ­ον σκλη­ροὺς ἀν­θρώ­πους. Τοὺς ἄλ­λα­ζε τὶς προ­ο­πτι­κές. Με­τα­μόρ­φω­νε τὶς ψυ­χές τους. Καὶ τοὺς ὁ­δη­γοῦ­σε μέ τή με­τά­νοι­α στὸν Χρι­στό. Μὲ τὸ δι­ο­ρα­τι­κό του χά­ρι­σμα μπο­ροῦ­σε νὰ ἀ­παν­τᾶ σὲ προ­βλή­μα­τα τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ ἔ­γρα­φαν σὲ ἐ­πι­στο­λές, χω­ρὶς νὰ τὶς ἀ­νο­ί­ξει. Πα­ρα­δο­μέ­νος στὴ Χάρη τοῦ Θε­οῦ ὁ Ἅ­γιος καὶ φω­τι­σμέ­νος πλο­ύ­σια ἀ­πὸ τὸ Πα­νά­γιο Πνεῦ­μα κα­θο­δη­γοῦ­σε μὲ στα­θε­ρό­τη­τα, χω­ρὶς νὰ ἔ­χει ἐ­σω­τε­ρι­κὲς ἀμ­φι­βο­λί­ες γιὰ τὶς συμ­βου­λὲς ποὺ ἔ­δι­νε. Σέ ἄλ­λους ἦ­ταν ἐ­πι­ει­κής, σέ ἄλ­λους αὐ­στη­ρός, σέ ἄλ­λους συγ­κα­τα­βα­τι­κὸς ἢ σι­ω­πη­λός. Ὅ­λοι ἔ­φευ­γαν συγ­κλο­νι­σμέ­νοι. Ἤ­ξε­ραν πὼς ὑ­πάρ­χει δί­πλα τους ἕ­νας Ἅ­γιος ποὺ τοὺς ὑ­πε­ρα­γα­πᾶ, ποὺ φρον­τί­ζει γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τους, ποὺ προ­σε­ύ­χε­ται μὲ χι­λι­ά­δες μνη­μο­νε­ύ­μα­τα «ζώ­ντων καὶ κε­κοι­μη­μέ­νων». Γιὰ κά­θε ἕ­να ἀ­πὸ αὐ­τοὺς ἄ­να­βε καὶ ἕ­να κε­ρὶ στὸ κελ­λί του. Καὶ ἦ­ταν ἐ­κεῖ μέ­σα ὅ­λα πά­ντο­τε φω­τι­σμέ­να. Ὁ ὅ­σιος ἐ­πί­σης εἶ­χε χα­ρι­τω­θεῖ ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ μὲ τὸ χά­ρι­σμα τῆς θαυ­μα­τουρ­γί­ας. Πολ­λοὶ ἀ­σθε­νεῖς μὲ τὴν δύ­να­μη τῆς θερ­μῆς προ­σευ­χῆς του θε­ρα­πε­ύ­ον­ταν. Γνω­στὴ εἶ­ναι ἡ ἰ­α­μα­τι­κὴ χά­ρη τῆς «πη­γῆς τοῦ πα­τρὸς Σε­ρα­φε­ίμ».

Συ­νη­θι­σμέ­νη συμ­βου­λὴ τοῦ ὁ­σί­ου γέ­ρον­τος ἦ­ταν: «Χα­ρά μου, ἀ­πό­κτη­σε πνεῦ­μα εἰ­ρή­νης, καὶ τό­τε χι­λι­ά­δες ψυ­χὲς θὰ σω­θοῦν κον­τά σου». Μνη­μει­ώ­δης ἀ­κό­μη πα­ρέ­μει­νε καὶ ὁ δι­ά­λο­γος ποὺ εἶ­χε μὲ ἕ­ναν πλο­ύ­σιο γαι­ο­κτή­μο­να, τὸν Μο­το­βί­λωφ. Με­τα­ξὺ τῶν ἄλ­λων στὴν ἐ­ρώ­τη­ση τοῦ Μο­το­βί­λωφ «Ποῖ­ος εἶ­ναι ὁ σκο­πὸς τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς;» ὁ ἅ­γιος ἀ­πά­ντη­σε· «῾Η ἀ­πό­κτη­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος ποὺ λαμ­βά­νου­με μὲ τὰ ἀ­γα­θὰ ἔρ­γα ποὺ μᾶς συ­νι­στᾶ ἡ ᾿Εκ­κλη­σί­α καὶ προ­παν­τὸς μὲ τὴν προ­σευ­χή». Καὶ τό­τε ἀ­ξι­ώ­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ ὁ Μο­το­βί­λωφ νὰ δεῖ τὸν ὅ­σιο Σε­ρα­φεὶμ μέ­σα στὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος ὁ­λο­φώ­τει­νο καὶ ὁ­λό­λαμ­προ. Καὶ νὰ αἰ­σθαν­θεῖ, πα­ρό­λο ποὺ ἦ­ταν ὅ­λα γύ­ρω χι­ο­νι­σμέ­να, «μιὰ θέρ­μη καὶ μιὰ εὐ­ω­δί­α ποὺ δὲν εἶ­χε ξα­να­νι­ώ­σει πο­τέ», κα­θὼς ἐ­πί­σης καὶ «μιὰ ἄ­φα­τη χα­ρὰ καὶ μιὰ εἰ­ρή­νη καὶ γα­λή­νη» ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἐκ­φρά­σει μὲ λό­για. ῏Η­ταν ὅ­λα αὐ­τὰ μιὰ μο­να­δι­κὴ «αἰ­σθη­τὴ ἐμ­πει­ρί­α», ποὺ στε­ρέ­ω­σε τὸν Μο­το­βί­λωφ στὴν πνευ­μα­τι­κὴ ζωή.

Ἀ­ξί­ζει νὰ ση­μει­ω­θεῖ ἀ­κό­μη ὅ­τι ὁ ὅ­σιος Σε­ρα­φεὶμ προ­φή­τευ­σε μὲ πό­νο ψυ­χῆς τὴν ἐ­περ­χο­μέ­νη λα­ί­λα­πα τοῦ ἀ­θε­ϊ­σμοῦ, ποὺ θὰ ἔ­πλητ­τε γιὰ ἑ­βδο­μῆν­τα χρό­νια τὴν Ρω­σι­κὴ ᾿Εκ­κλη­σί­α.

Ἔ­φθα­σε ὅ­μως καὶ ἡ πο­λυ­πό­θη­τη γι᾿ αὐ­τὸν ὥ­ρα τῆς ἀ­να­χω­ρή­σε­ώς του ἀ­πὸ τὸν κό­σμο. Εἶ­χε λά­βει μά­λι­στα καὶ πλη­ρο­φο­ρί­α γιὰ τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τὸ ἀ­πὸ τὴν Πα­να­γί­α μας. Καὶ πε­ρί­με­νε μὲ χα­ρά… Ἀ­φοῦ κοι­νώ­νη­σε τὰ Ἄ­χραν­τα Μυ­στή­ρια καὶ προ­σκύ­νη­σε τὶς ἅ­γι­ες εἰ­κό­νες, εὐ­λό­γη­σε τοὺς ἀ­δελ­φοὺς τῆς Μο­νῆς του λέ­γον­τας: «Φρον­τί­στε γιὰ τὴν σω­τη­ρί­α σας. Ἀ­γρυ­πνεῖ­τε! Σᾶς ἑ­τοι­μά­ζον­ται στέ­φα­νοι». Καὶ ἐ­κοι­μή­θη σὲ ἡ­λι­κί­α 70 ἐ­τῶν γο­να­τι­στὸς ψέλ­νον­τας ὕ­μνους τοῦ Πάσχα, ὅ­πως τοῦ ἄ­ρε­σαν πά­ντο­τε. ῏Η­ταν τό­τε 1η Ἰ­α­νου­α­ρί­ου τοῦ ἔ­τους 1833(*).

Στὶς 19 Ἰ­ου­λί­ου τοῦ 1903 ἀ­νε­κη­ρύ­χθη ἐ­πί­ση­μα Ἅ­γιος πα­ρου­σί­ᾳ τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν καὶ πο­λι­τι­κῶν ἀρ­χό­ντων τῆς Ρω­σί­ας καὶ μυ­ρι­ά­δων κό­σμου ποὺ κα­τέ­φθα­σε νὰ τι­μή­σει τὸν ὅ­σιο Πα­τέ­ρα του. Τὶς ἡ­μέ­ρες μά­λι­στα ἐ­κεῖ­νες ἔ­γι­ναν πολ­λὰ θα­ύ­μα­τα τοῦ Ἁ­γί­ου σὲ ἀ­σθε­νεῖς… Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως τὰ χα­ρι­τό­βρυ­τα ἱ­ε­ρὰ του Λε­ί­ψα­να κα­τὰ τὴν πε­ρί­ο­δο τοῦ ἀ­θε­ϊ­σμοῦ (ἀ­πὸ τὸ 1926) κλά­πη­καν. ῾Η ἀ­γά­πη ὅ­μως τοῦ Θε­οῦ τὰ φα­νέ­ρω­σε. Τὸ 1991 βρέ­θη­καν ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­να στὶς ἀ­πο­θῆ­κες τοῦ Μου­σε­ί­ου Ἀ­θε­ΐ­ας στὴν Ἁ­γί­α Πε­τρο­ύ­πο­λη. Ἀ­νε­κλά­λη­τη ἦ­ταν τό­τε ἡ χα­ρὰ ὅ­λου τοῦ μαρ­τυ­ρι­κοῦ ρω­σι­κοῦ λα­οῦ. Μέσα σὲ ἕ­να κλῖ­μα παλ­λα­ϊ­κῆς συγ­κι­νή­σε­ως καὶ πα­νη­γυ­ρι­κῶν ἑ­ορ­τα­σμῶν, ἀ­φοῦ τὰ λι­τά­νευ­σαν μέ­σα ἀ­πὸ με­γά­λες πό­λεις τῆς Ρω­σί­ας, τὰ ἐ­να­πέ­θε­σαν μὲ εὐ­λά­βεια στὴν ἱ­ε­ρὰ γυ­ναι­κε­ί­α Μο­νὴ τοῦ Ντι­βέ­γι­ε­βο, ποὺ ὁ ἴ­διος εἶ­χε ἱ­δρύ­σει κον­τὰ στὴν πε­ρι­ο­χὴ Σάρωφ.

Ὁ ὅ­σιος Σε­ρα­φεὶμ τοῦ Σάρωφ μὲ τὴ ζωή του μᾶς ἀ­πέ­δει­ξε πὼς κά­θε ἄν­θρω­πο, σ᾿ ὅ­ποι­α ἐ­πο­χὴ καὶ ἂν γεν­νη­θεῖ καὶ ὁ­που­δή­πο­τε κι ἂν ζεῖ, ἂν ἀ­γα­πή­σει τὸν Θε­ὸ ἀ­λη­θι­νά, ὁ Θε­ὸς τὸν πλημ­μυ­ρί­ζει μὲ τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος. Καὶ τοῦ δί­νει τὰ πα­νά­κρι­βα δῶ­ρα του τῆς δι­κῆς του χα­ρᾶς καὶ εἰ­ρή­νης. Γίνεται τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς πρό­τυ­πο γιὰ τοὺς συ­ναν­θρώ­πους τῆς ἐ­πο­χῆς του, ἀλ­λὰ καὶ στή­ριγ­μα γιὰ τὶς με­τέ­πει­τα γε­νε­ές. Ἀ­πο­κτᾶ φή­μη παγ­κό­σμια, καὶ δό­ξα καὶ τι­μή.

Ἄς πα­ρα­κα­λοῦ­με τὸν Θε­ὸ νὰ ἀ­να­δει­κνύ­ει καὶ σή­με­ρα μέ­σα στὴν πα­γω­μέ­νη ἐ­πο­χή μας ἁ­γί­ους ὁ­λο­φώ­τει­νους σὰν τὸν ὅ­σιο Σε­ρα­φεὶμ τοῦ Σάρωφ! Τοὺς ἔ­χου­με ἀ­πό­λυ­τη ἀ­νά­γκη!

 Ἀ­πό τό πε­ρι­ο­δι­κό «Ο ΣΩΤΗΡ»

Ὁ Ὅσιος Σίλβεστρος (Ῥῶσος)

τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου (+ 12ος αἰ.).