ΔΕΥΤΕΡΑ 4 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ

Σήμερα 4/1/2016 εορτάζουν:

  • Ἡ Σύναξις τῶν Ἁγίων 70 Ἀποστόλων
  • Οἱ Ἅγιοι Ζώσιμος ὁ μοναχὸς καὶ Ἀθανάσιος ὁ κομενταρήσιος
  • Ὁ Ὅσιος Θεόκτιστος ἡγούμενος Κουκουμίου
  • Ἡ Ὁσία Ἀπολλιναρία ἡ Συγκλητική
  • Οἱ Ἅγιοι ἓξ Μάρτυρες
  • Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ νέος
  • Οἱ Ἅγιοι Χρύσανθος καὶ Εὐφημία
  • Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἡγούμενος Βατοπεδίου καὶ οἱ Δώδεκα Μοναχοί Βατοπεδινοί
  • Ὁ Νέος Ὁσιομάρτυς Ὀνούφριος
  • Ὁ Ἅγιος Γάϊος ὁ Μακεδὼν ἀπόστολος ἀπὸ τοὺς 70
  • Ὁ Ὅσιος Θεόπροβος ἐπίσκοπος Καρπασίας Κύπρου
  • Ὁ Ὅσιος Εὐστάθιος ὁ Α´ Ἀρχιεπίσκοπος Ζερβῶν
  • Ὁ Ὅσιος Ἀχιλλέας ὁ Διάκονος τῆς Λαύρας Κιέβου

 

Ὁ ἅ­γιος νέ­ος ὁ­σι­ο­μάρ­τυς Ὀ­νού­φριος ὁ ἐν Χί­ῳ

Μέ­σα στὸν λαμ­πρὸ πα­νη­γυ­ρι­σμὸ τῶν με­γά­λων Δε­σπο­τι­κῶν Ἑ­ορ­τῶν τοῦ ἁ­γί­ου Δω­δε­κα­η­μέ­ρου δὲν πρέ­πει νὰ λη­σμο­νοῦ­με καὶ τὶς ἑ­ορ­τὲς τῶν Ἁ­γί­ων μας. Κά­θε μέ­ρα στὸν οὐ­ρα­νὸ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας προ­βάλ­λουν σὰν ἀ­στέ­ρια ἀ­θό­ρυ­βα ὁ κα­θέ­νας μὲ τὴ σει­ρά τους οἱ Ἅ­γιοί μας. Καὶ μὲ τὸ φῶς ποὺ παίρ­νουν ἀ­πὸ τὸν ἀ­στέ­ρα τὸν λαμ­πρὸ τὸν πρω­ι­νό, τὸν Κύ­ριό μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, τὸν ἥ­λιο τῆς Δι­και­ο­σύ­νης, φω­τί­ζουν τοὺς δρό­μους τῆς ζω­ῆς μας.

Στὴν ἀ­να­το­λὴ τοῦ νέ­ου χρό­νου, ποὺ ὅ­λοι ἐ­πι­θυ­μοῦ­με νὰ τὸν ξε­κι­νοῦ­με μὲ δυ­να­τὰ συν­θή­μα­τα καὶ συγ­κε­κρι­μέ­νες προ­ο­πτι­κές, οἱ Ἅ­γιοι μπο­ροῦν νὰ μᾶς βο­η­θή­σουν.

Ἕ­νας ἀ­πὸ αὐ­τοὺς εἶ­ναι καὶ ὁ ἅ­γιος νέ­ος ὁ­σι­ο­μάρ­τυς Ὀ­νού­φριος ἀ­πὸ τὴ Βουλ­γα­ρί­α, ποὺ θυ­σι­ά­στη­κε γιὰ τὸν Χρι­στὸ σὲ ἡ­λι­κί­α 32 ἐ­τῶν στὴ Χί­ο, στὶς 4 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου τοῦ 1818.

Ὁ ἅ­γιος Ὀ­νού­φριος γεν­νή­θη­κε τὸ 1786 στὸ χω­ριὸ Κάμ­προ­βα τοῦ Με­γά­λου Τουρ­νό­βου τῆς Βουλ­γα­ρί­ας ἀ­πὸ εὐ­σε­βεῖς γο­νεῖς, τὸν Δέτ­ζιο καὶ τὴν Ἄν­να. Ὁ πα­τέ­ρας του μά­λι­στα στὸ τέ­λος τῆς ζω­ῆς του ἔ­γι­νε μο­να­χὸς μὲ τὸ ὄ­νο­μα Δα­νι­ήλ.

Στὴν ἡ­λι­κί­α τῶν 9 ἐ­τῶν στὸν μι­κρὸ Ματ­θαῖ­ο (αὐ­τὸ ἦ­ταν τὸ βα­πτι­στι­κὸ ὄ­νο­μα τοῦ ἁ­γί­ου) συ­νέ­βη κά­ποι­ο πε­ρι­στα­τι­κὸ ποὺ τραυ­μά­τι­σε τὴν εὐ­αί­σθη­τη ψυ­χή του. Οἱ γο­νεῖς του τὸν ἔ­δει­ραν γιὰ κά­ποι­α ἄ­γνω­στη αἰ­τί­α, ἴ­σως παι­δι­κὴ ἀ­τα­ξί­α. Καὶ ἐ­κεῖ­νος θύ­μω­σε πο­λὺ καὶ ἀ­πὸ παι­δι­κὴ ἀν­τί­δρα­ση εἶ­πε μπρο­στὰ σὲ Τούρ­κους ποὺ βρέ­θη­καν ἐ­κεῖ, ὅ­τι θέ­λει νὰ τουρ­κέ­ψει, νὰ γί­νει δη­λα­δὴ μω­α­με­θα­νός. Ἔ­δω­σε μιὰ ὑ­πό­σχε­ση, εἶ­πε λό­γο ποὺ ὅ­μως πο­τὲ δὲν πραγ­μα­το­ποί­η­σε. Πα­ρὰ ταῦ­τα καὶ κα­θὼς με­γά­λω­νε ὁ Ἅ­γιος, δὲν ἡ­σύ­χα­ζε στὴ συ­νεί­δη­σή του. Θε­ω­ροῦ­σε τὸν ἑ­αυ­τό του ἔ­στω καὶ μὲ ἀ­κού­σια στιγ­μια­ία πρό­θε­ση ἀρ­νη­τὴ τοῦ Θε­οῦ, ἔ­νο­χο, μο­λυ­σμέ­νο. Γι’ αὐ­τὸ σὲ νε­α­νι­κὴ ἡ­λι­κί­α ἀ­να­χω­ρεῖ γιὰ τὸ ἁ­γι­ώ­νυ­μο Ὄ­ρος. Φθά­νει στὴ Σερ­βι­κὴ Μο­νὴ τοῦ Χι­λαν­δα­ρί­ου. Ζη­τεῖ συγ­χώ­ρη­ση ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Ἐ­ξα­γνί­ζε­ται καὶ ἁ­γι­ά­ζε­ται μέ­σα στὴν ἀ­τμό­σφαι­ρα τοῦ μο­να­στη­ριοῦ. Ζεῖ πο­λι­τεί­α ἀ­σκή­σε­ως. Ἐ­πει­δὴ μά­λι­στα εἶ­χε με­γά­λη εὐ­λά­βεια καὶ ἀ­γά­πη στὸν Θε­ό, χει­ρο­το­νή­θη­κε ἐ­κεῖ Δι­ά­κο­νος μὲ τὸ ὄ­νο­μα Μα­νασ­σῆς.

Χαί­ρε­ται ἐ­δῶ γιὰ ὅ­σα ὁ Θε­ὸς τοῦ χα­ρί­ζει. Ὅ­μως βα­θιά του ἕ­νας ἱ­ε­ρὸς πό­θος – λο­γι­σμὸς τὸν βα­σα­νί­ζει: Θέ­λει νὰ ξε­πλύ­νει τε­λεί­ως μὲ τὸ αἷ­μα τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου του τὸν ρύ­πο τῆς ψυ­χῆς του ἀ­πὸ τὴν ἀ­κού­σια, ἐ­πι­πό­λαι­η καὶ ἀ­πραγ­μα­το­ποί­η­τη ὑ­πό­σχε­ση γιὰ ἄρ­νη­ση. Πα­ρα­κα­λεῖ λοι­πὸν τὸν Θε­ὸ νὰ τὸν ἐ­νι­σχύ­σει.

Γνω­ρί­ζει πὼς στὴ σκή­τη τοῦ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς τῶν Ἰ­βή­ρων ὑ­πάρ­χει ὁ ἔμ­πει­ρος Πνευ­μα­τι­κός, ὁ πα­πα-Νι­κη­φό­ρος, αὐ­τὸς ποὺ εἶ­χε προ­ε­τοι­μά­σει γιὰ τὸ μαρ­τύ­ριο καὶ τοὺς ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρες Ἀ­κά­κιο, Ἰ­γνά­τιο καὶ Εὐ­θύ­μιο. Σ’ αὐ­τὸν τὸν ἅ­γιο Πνευ­μα­τι­κὸ πα­τέ­ρα ἐμ­πι­στεύ­ε­ται ὁ δι­ά­κο­νος Μα­νασ­σῆς τὸν πό­θο του. Ὁ Νι­κη­φό­ρος δι­έ­κρι­νε εἰ­λι­κρί­νεια στὶς προ­θέ­σεις τοῦ ὑ­πο­ψη­φί­ου μάρ­τυ­ρος. Τὸν κα­θο­δη­γεῖ καὶ τοῦ λέ­γει «νὰ ἀ­γω­νι­σθεῖ πρὸ τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου σὰν νὰ εἶ­ναι στὰ βά­σα­να τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου».

Σὲ κά­ποι­ο λοι­πὸν κελ­λὶ μό­νος του ὁ Μα­νασ­σῆς, κα­θο­δη­γού­με­νος ἀ­πὸ τὸν πα­πα-Νι­κη­φό­ρο, ἀ­πε­ρί­σπα­στος ἀ­πὸ γή­ι­νες ὑ­πο­θέ­σεις καὶ ἀ­πὸ συ­ζη­τή­σεις μὲ ἄλ­λους μο­να­χούς, ἑ­τοι­μά­ζε­ται ἐ­πὶ τέσ­σε­ρις μῆ­νες γι’ αὐ­τὴ τὴ με­γά­λη του ὥ­ρα. Ἐ­δῶ ζεῖ μὲ ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή, προ­σφέ­ρον­τας στὸν Θε­ὸ «τοὺς κρου­νοὺς τῶν δα­κρύ­ων του μὲ με­τά­νοι­ες γο­νυ­κλι­τές», ποὺ κά­πο­τε ἔ­φθα­ναν κα­θη­με­ρι­νὰ μέ­χρι καὶ 4.000, μα­ζὶ καὶ κομ­πο­σχοί­νια.

Ἐ­δῶ, λέ­ει ὁ βι­ο­γρά­φος του, «τὸ πέν­θος, ἡ συν­τρι­βὴ καὶ ἡ κα­τά­νυ­ξις ἦ­ταν ἀ­χώ­ρι­στα ἀ­πὸ τὴν καρ­δί­α του». Ὁ Ἅ­γιος εἶ­χε πλέ­ον ἑ­τοι­μα­σθεῖ. Εἶ­χε γί­νει καὶ με­γα­λό­σχη­μος μὲ νέ­ο ὄ­νο­μα πλέ­ον, τό: Ὀ­νού­φριος. Ἡ ψυ­χή του εἶ­ναι πυ­ρα­κτω­μέ­νη ἀ­πὸ τὴ θεί­α ἀ­γά­πη. Τί­πο­τε δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἀν­τι­στα­θεῖ στὸν οὐ­ρά­νιο πό­θο του.

Καὶ ξε­κι­νᾶ πρὸς τὴν τε­λι­κὴ δό­ξα μὲ τὴ συ­ναί­σθη­ση – ὅ­πως γρά­φει ὁ βι­ο­γρά­φος του – «ὅ­τι εἶ­ναι ὁ ἁ­μαρ­τω­λό­τε­ρος πάν­των ἀν­θρώ­πων καὶ ἀ­νά­ξιος τῆς κλή­σε­ως τῶν Χρι­στια­νῶν».

Στί­βος ἀ­θλή­σε­ως καὶ τό­πος ὁ­μο­λο­γί­ας γιὰ τὸν μάρ­τυ­ρα θὰ εἶ­ναι ἡ Χί­ος. Ἐ­δῶ ἔ­φθα­σε ἀ­νή­με­ρα Χρι­στού­γεν­να τοῦ ἔ­τους 1817 συ­νο­δευ­ό­με­νος ἀ­πὸ τὸν σε­βά­σμιο καὶ συ­νε­τὸ μο­να­χὸ Γρη­γό­ριο Πε­λο­πον­νή­σιο. Αὐ­τὸς θὰ στη­ρί­ξει τὸν μάρ­τυ­ρα στὶς δύ­σκο­λες ὧ­ρες, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς τὸ ἔ­πρα­ξε καὶ μὲ τοὺς ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρες Ἀ­κά­κιο, Εὐ­θύ­μιο καὶ Ἰ­γνά­τιο. Μέ­νουν λί­γες μέ­ρες μό­νοι τους σὲ κά­ποι­ο ἔμ­πι­στο σπί­τι, μα­κριὰ ἀ­πὸ τὰ βλέμ­μα­τα τοῦ κό­σμου. Κά­τω ἀ­πὸ τὸ βλέμ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Ὁ Ἅ­γιος νη­στεύ­ει, προ­σεύ­χε­ται, με­λε­τᾶ τοὺς βί­ους νέ­ων μαρ­τύ­ρων, λαμ­βά­νει τὴ «μαρ­τυ­ρο­πλά­στρα τρο­φή», τὴ θεί­α Κοι­νω­νί­α. Ὁ Ὀ­νού­φριος δί­δει ἀ­πὸ τὶς οἰ­κο­νο­μί­ες ποὺ εἶ­χε, σὲ πτω­χούς. Ἐ­πι­σκέ­πτε­ται τὰ ἱ­ε­ρὰ Προ­σκυ­νή­μα­τα τοῦ νη­σιοῦ. Μὲ συν­τρι­βὴ ἀ­σπά­ζε­ται ἱ­ε­ρὰ Λεί­ψα­να ἁ­γί­ων καὶ εἰ­κό­νες νε­ο­μαρ­τύ­ρων, τοὺς ὁ­ποί­ους καὶ ἱ­κε­τεύ­ει δυ­να­τὰ νὰ τὸν ἐ­νι­σχύ­σουν. Ἀλ­λὰ καὶ ὁ Γρη­γό­ριος δὲν παύ­ει νὰ τὸν στη­ρί­ζει σὲ στιγ­μὲς ποὺ ἐ­σω­τε­ρι­κὰ κλο­νί­ζε­ται. Τὸν συμ­βου­λεύ­ει νὰ προ­χω­ρή­σει μὲ πί­στη καὶ μὲ τα­πεί­νω­ση, χω­ρὶς φο­βί­α, καὶ νὰ δι­ώ­χνει λο­γι­σμοὺς κε­νο­δο­ξί­ας.

Ἡ­μέ­ρα γιὰ τὸ μαρ­τύ­ριο ἐ­πέ­λε­ξε ὁ Ἅ­γιος τὴν Πα­ρα­σκευ­ὴ 4 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου. Εἶ­χε ἀ­να­τεί­λει πλέ­ον ὁ και­νούρ­γιος χρό­νος, τὸ 1818. Τρί­α χρό­νια πρὶν ξε­κι­νή­σει ἡ ἐ­πα­νά­στα­ση τοῦ 1821. Λί­γες ἀ­κό­μη ὧ­ρες ὁ Ἅ­γιος θὰ μεί­νει στὴ γῆ. Προ­χω­ρεῖ μὲ πλή­ρη νη­φα­λι­ό­τη­τα. Ἀ­φοῦ κοι­νώ­νη­σε γιὰ τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ τὰ ἄ­χραν­τα Μυ­στή­ρια, φό­ρε­σε ροῦ­χα τουρ­κι­κὰ σὲ ἔν­δει­ξη τῆς ἐ­πι­πό­λαι­ης παι­δι­κῆς ἀρ­νή­σε­ως καὶ κα­τευ­θύν­θη­κε στὴ συ­νέ­χεια στὸν Να­ὸ τῆς Ἁ­γί­ας Μα­τρώ­νας, ὅ­που καὶ προ­σκύ­νη­σε. Με­τὰ ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο τῆς πό­λε­ως ἀ­φή­νον­τας τὶς τε­λευ­ταῖ­ες ἐ­λε­η­μο­σύ­νες του, καὶ ἔ­φθα­σε καὶ στὸν Να­ὸ τῆς Θε­ο­τό­κου Κε­χα­ρι­τω­μέ­νης, ὅ­που καὶ πα­ρα­κά­λε­σε νὰ τε­λε­σθεῖ ἐ­κεῖ εἰ­δι­κὰ γι’ αὐ­τὸν Πα­ρά­κλη­σις στὴν Ὑ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κο γιὰ νὰ τὸν ἐν­δυ­να­μώ­σει.

Καὶ ἔ­τσι ἀ­πε­ρί­σπα­στος, δυ­να­τός, ἐ­λεύ­θε­ρος, ἔ­φυ­γε γιὰ τὴν ὁ­μο­λο­γί­α του. Ἡ πρώ­τη του προ­σπά­θεια ἀ­πέ­τυ­χε, δι­ό­τι δὲν ὑ­πῆρ­χε «φετ­φάς», γνω­μο­δό­τη­ση τοῦ μου­φτῆ (αὐ­θεν­τι­κοῦ ἑρ­μη­νευ­τῆ τοῦ Κο­ρα­νί­ου). Ὅ­μως με­τὰ τόλ­μη­σε αὐ­τό­κλη­τος νὰ ἀ­νοί­ξει τὴν πόρ­τα καὶ νὰ εἰ­σέλ­θει σὲ σύ­να­ξη ἀ­γά­δων καὶ νὰ πεῖ: «Ἐ­γὼ πρὶν ἀ­πὸ 15 χρό­νια ἔ­λα­βα μιὰ πλη­γή. Γύ­ρι­σα πολ­λοὺς τό­πους, ἀλ­λὰ δὲν μπό­ρε­σα νὰ τὴ θε­ρα­πεύ­σω. Οἱ για­τροὶ μοῦ εἶ­παν ὅ­τι ἔ­πρε­πε νὰ ἔρ­θω ἐ­δῶ, σὲ τό­πο ὅ­που πλη­γώ­θη­κα, γιὰ νὰ θε­ρα­πευ­θεῖ ἡ πλη­γή μου».

Ὁ κα­τής (Τοῦρ­κος δι­κα­στής) ἀ­πό­ρη­σε ἀ­πὸ τὰ λε­γό­με­να τοῦ πα­ρά­δο­ξου ἐ­πι­σκέ­πτη. Ὅ­μως ὁ μάρ­τυς προ­χώ­ρη­σε σὲ ἐ­ξη­γή­σεις ξε­κά­θα­ρες καὶ θαρ­ρα­λέ­ες: «Σὲ μι­κρὴ ἡ­λι­κί­α ἀ­πὸ ἀ­γνω­σί­α ἀρ­νή­θη­κα τὸν Χρι­στὸ καὶ ὁ­μο­λό­γη­σα ὅ­τι θέ­λω τὴ δι­κή σας θρη­σκεί­α. Πο­τὲ ὅ­μως δὲν τὴν ἐ­λά­τρευ­σα. Τὴν ὁ­μο­λο­γί­α αὐ­τὴ ποὺ ἔ­κα­να τό­τε τὴ θε­ω­ρῶ ἀ­κό­μη μέ­σα μου θα­νά­σι­μη πλη­γὴ τῆς ψυ­χῆς μου. Πα­ρε­κά­λε­σα τὸν Θε­ὸ νὰ μὲ συγ­χω­ρή­σει, ἀλ­λὰ οἱ λο­γι­σμοὶ δὲν ἡ­συ­χά­ζουν για­τὶ ὁ­μο­λό­γη­σα ψευ­δὴ πί­στη σὲ σᾶς. Ὁ­μο­λο­γῶ σή­με­ρα μὲ παρ­ρη­σί­α μπρο­στά σας ὅ­τι εἶ­μαι Χρι­στια­νός! Καὶ ἀρ­νοῦ­μαι καὶ ἀ­να­θε­μα­τί­ζω τὴ δι­κή σας πί­στη».

Ἔ­πει­τα ὁ μάρ­τυς πέ­τα­ξε κά­τω τὸ πρά­σι­νο σα­ρί­κι (τουρ­κι­κὸ κά­λυμ­μα κε­φα­λιοῦ) ποὺ φο­ροῦ­σε. Οἱ ἀ­γά­δες τὸν δι­έ­τα­ξαν νὰ σε­βα­στεῖ τὴν πί­στη τους καὶ νὰ ξα­να­φο­ρέ­σει τὸ «ἅ­γιον αὐ­τὸ πρᾶγ­μα» ποὺ πέ­τα­ξε. Ὁ Ὀ­νού­φριος ἀρ­νεῖ­ται νὰ ὑ­πα­κού­σει. Μιλᾶ τα­πει­νω­τι­κὰ γιὰ τὴ θρη­σκεί­α τοῦ Μω­ά­μεθ. Ὅ­λοι τό­τε θυ­μώ­νουν ἐ­ναν­τί­ον του. Καὶ φω­νά­ζουν δυ­να­τὰ νὰ μὴ ζή­σει. Τὸν δέ­νουν πά­νω στὸ βα­σα­νι­στι­κὸ ξύ­λο «τομ­πρού­κι». Ἀ­κο­λου­θοῦν βί­αι­α ρα­πί­σμα­τα καὶ ξυ­λο­δαρ­μοί. Καὶ μὲ πολ­λὲς κα­κώ­σεις στὸ σῶ­μα του καὶ ἐ­ξαν­τλη­μέ­νο τὸν φυ­λα­κί­ζουν. Ὁ μάρ­τυς πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρὸς στὴν πί­στη του. Τοῦ προ­σφέ­ρουν μιὰ εὐ­και­ρί­α νὰ ἀ­παρ­νη­θεῖ ὅ­σα ὁ­μο­λό­γη­σε. Ἀλ­λὰ μά­ται­α ἐ­πι­μέ­νουν οἱ ἐ­χθροὶ τοῦ Χρι­στοῦ. Σὲ λί­γο ἀ­κού­στη­κε ἡ ἐ­πί­ση­μη δι­α­τα­γή: «Ὁ Ὀ­νού­φριος νὰ ἀ­πο­κε­φα­λι­σθεῖ μὲ ξί­φος, καὶ τὸ σῶ­μα του μα­ζὶ μὲ τὸ μαρ­τυ­ρι­κό του αἷ­μα, ὅ­λα μα­ζὶ νὰ ρι­φθοῦν στὴ θά­λασ­σα».

Στὴν πε­ρι­ο­χὴ Βου­νά­κι τῆς Χί­ου, ἐ­κεῖ ὅ­που πρὶν ἀ­πὸ 17 χρό­νια εἶ­χε μαρ­τυ­ρή­σει ὁ νε­ο­μάρ­τυς Μάρ­κος (1801), ἐ­κεῖ ἀ­κρι­βῶς καὶ ὁ Ὀ­νού­φριος τὴν Πα­ρα­σκευ­ὴ 4 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου τοῦ 1818 στὶς 9 τὸ πρω­ὶ πα­ρέ­δω­σε τὸν τρά­χη­λό του στὸν δή­μιο καὶ «ἐ­σφά­γη γιὰ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Ἀρ­νί­ου Χρι­στοῦ». Τὸ πρό­σω­πό του με­τὰ τὸ μαρ­τύ­ριο, γρά­φει ὁ βι­ο­γρά­φος του, «εἶ­χε οὐ­ρα­νί­αν τι­νὰ φαι­δρό­τη­τα καὶ χά­ριν».

Ὅ­μως, κα­τὰ τὴ δι­α­τα­γή, ἔ­πρε­πε τὸ ἱ­ε­ρὸ λεί­ψα­νο νὰ ἐ­ξα­φα­νι­σθεῖ. Οἱ λί­γοι Χρι­στια­νοὶ ποὺ ἔ­φθα­σαν στὸν τό­πο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου ἐμ­πο­δί­στη­καν νὰ πά­ρουν κά­τι ὡς εὐ­λο­γί­α ἀ­πὸ τὸ μαρ­τυ­ρι­κό του σῶ­μα. Γρή­γο­ρα οἱ Ἀ­γα­ρη­νοὶ ἀ­χθο­φό­ροι πε­ρι­συ­νέ­λε­ξαν τὸ σῶ­μα τοῦ Ἁ­γί­ου καὶ μα­ζὶ μὲ τὰ αἱ­μα­το­βαμ­μέ­να χώ­μα­τα τὸ ἔ­βα­λαν σὲ ἕ­να ζεμ­πί­λι καὶ μὲ πλοιά­ριο τὰ ἔ­ρι­ξαν ὅ­λα στὰ βα­θιὰ τῆς θά­λασ­σας.

Τό­σο ἦ­ταν τὸ μί­σος τῶν ἀλ­λο­φύ­λων, ὥ­στε στὴν ἐ­πι­στρο­φὴ ἔ­πλυ­ναν κα­λὰ τὸ πλοιά­ριο γιὰ νὰ μὴν ἀ­σπα­σθοῦν οἱ Χρι­στια­νοὶ τὰ μέ­ρη ὅ­που ἀ­κουμ­ποῦ­σε τὸ πο­λύ­τι­μο αἱ­μα­το­βαμ­μέ­νο φορ­τί­ο μὲ τὸ σῶ­μα τοῦ Μάρ­τυ­ρος!

Ἡ εἴ­δη­ση τοῦ σε­πτοῦ μαρ­τυ­ρί­ου τοῦ ὁ­σί­ου Ὀ­νου­φρί­ου δι­α­δό­θη­κε ἀ­στρα­πια­ῖα σ’ ὅ­λο τὸ νη­σί. Ἡ αἱ­μα­το­βαμ­μέ­νη καὶ ἁ­γι­α­σμέ­νη Χί­ος εἶ­χε προ­σφέ­ρει πρὶν ἀ­πὸ λί­γη ὥ­ρα στὸν Κύ­ριο καὶ Θε­ό μας ἄλ­λο ἕ­να «ἐ­θε­λό­θυ­το θῦ­μα». Ἕ­νας ἀ­κό­μη νε­ο­μάρ­τυ­ράς της τό­σο ἔν­δο­ξος καὶ λαμ­πρὸς προ­σε­τέ­θη στὴ χρυ­σὴ ἁ­λυ­σί­δα τῶν Νε­ο­μαρ­τύ­ρων. Μπο­ρεῖ βέ­βαι­α ὁ μάρ­τυς αὐ­τὸς νὰ χά­θη­κε ἀ­πὸ τὴ γῆ μας. Ἀλ­λὰ ἡ ὁ­σί­α μνή­μη του καὶ τὸ πα­ρά­δειγ­μα τῆς εὐ­αγ­γε­λι­κῆς πο­λι­τεί­ας του σφρα­γί­στη­κε ἀ­νε­ξί­τη­λα στὶς καρ­δι­ὲς τῶν πι­στῶν ὄ­χι μό­νο τῆς ἐ­πο­χῆς του ἀλ­λὰ καὶ ὅ­λων τῶν ἐ­πο­χῶν.

Ὁ ὁ­σι­ο­μάρ­τυς Ὀ­νού­φριος, μὲ τὴν καλ­λι­έρ­γεια λε­πτῆς συ­νει­δή­σε­ως, μὲ τὴ βα­θιά του με­τά­νοι­α, μὲ τὴν ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νη ὑ­πα­κο­ή του σὲ ἐ­νά­ρε­το Πνευ­μα­τι­κό, μὲ τὴν εὐ­γνω­μο­σύ­νη του σὲ ὅ­σους τὸν ἐ­νί­σχυ­σαν, μὲ τὴν κα­τα­φυ­γή του στὴν Ὑ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κο καὶ στοὺς Ἁ­γί­ους, μὲ τὴν ἕ­ως θα­νά­του ἀ­πό­δει­ξη τῆς ἀ­γά­πης του πρὸς τὸν Κύ­ριο… μὲ ὅ­λα αὐ­τὰ μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὸν μυ­στι­κὸ θη­σαυ­ρὸ τῆς πνευ­μα­τι­κῆς του ζω­ῆς.

Πά­νω σ’ αὐ­τὰ τὰ βή­μα­τα τῆς ζω­ῆς του ἂς βα­δί­ζου­με κι ἐ­μεῖς στα­θε­ρὰ καὶ τὴ νέ­α χρο­νιά. Εἶ­ναι βή­μα­τα ποὺ μᾶς ὁ­δη­γοῦν στὸ φῶς, στὸν Πα­ρά­δει­σο, στὸν Χρι­στό.

«Χρι­στὸν πο­θή­σας Ὀ­νού­φριος ἐκ­θύ­μως θνῄ­σκει δι’ αὐ­τὸν τῷ ξί­φει χαί­ρων ὅ­λος».

«Ἀ­πό τό πε­ρι­ο­δι­κό «Ο ΣΩΤΗΡ»