Σήμερα 4/1/2016 εορτάζουν:
- Ἡ Σύναξις τῶν Ἁγίων 70 Ἀποστόλων
- Οἱ Ἅγιοι Ζώσιμος ὁ μοναχὸς καὶ Ἀθανάσιος ὁ κομενταρήσιος
- Ὁ Ὅσιος Θεόκτιστος ἡγούμενος Κουκουμίου
- Ἡ Ὁσία Ἀπολλιναρία ἡ Συγκλητική
- Οἱ Ἅγιοι ἓξ Μάρτυρες
- Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ νέος
- Οἱ Ἅγιοι Χρύσανθος καὶ Εὐφημία
- Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἡγούμενος Βατοπεδίου καὶ οἱ Δώδεκα Μοναχοί Βατοπεδινοί
- Ὁ Νέος Ὁσιομάρτυς Ὀνούφριος
- Ὁ Ἅγιος Γάϊος ὁ Μακεδὼν ἀπόστολος ἀπὸ τοὺς 70
- Ὁ Ὅσιος Θεόπροβος ἐπίσκοπος Καρπασίας Κύπρου
- Ὁ Ὅσιος Εὐστάθιος ὁ Α´ Ἀρχιεπίσκοπος Ζερβῶν
- Ὁ Ὅσιος Ἀχιλλέας ὁ Διάκονος τῆς Λαύρας Κιέβου
Ὁ ἅγιος νέος ὁσιομάρτυς Ὀνούφριος ὁ ἐν Χίῳ
Μέσα στὸν λαμπρὸ πανηγυρισμὸ τῶν μεγάλων Δεσποτικῶν Ἑορτῶν τοῦ ἁγίου Δωδεκαημέρου δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε καὶ τὶς ἑορτὲς τῶν Ἁγίων μας. Κάθε μέρα στὸν οὐρανὸ τῆς Ἐκκλησίας μας προβάλλουν σὰν ἀστέρια ἀθόρυβα ὁ καθένας μὲ τὴ σειρά τους οἱ Ἅγιοί μας. Καὶ μὲ τὸ φῶς ποὺ παίρνουν ἀπὸ τὸν ἀστέρα τὸν λαμπρὸ τὸν πρωινό, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τὸν ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, φωτίζουν τοὺς δρόμους τῆς ζωῆς μας.
Στὴν ἀνατολὴ τοῦ νέου χρόνου, ποὺ ὅλοι ἐπιθυμοῦμε νὰ τὸν ξεκινοῦμε μὲ δυνατὰ συνθήματα καὶ συγκεκριμένες προοπτικές, οἱ Ἅγιοι μποροῦν νὰ μᾶς βοηθήσουν.
Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι καὶ ὁ ἅγιος νέος ὁσιομάρτυς Ὀνούφριος ἀπὸ τὴ Βουλγαρία, ποὺ θυσιάστηκε γιὰ τὸν Χριστὸ σὲ ἡλικία 32 ἐτῶν στὴ Χίο, στὶς 4 Ἰανουαρίου τοῦ 1818.
Ὁ ἅγιος Ὀνούφριος γεννήθηκε τὸ 1786 στὸ χωριὸ Κάμπροβα τοῦ Μεγάλου Τουρνόβου τῆς Βουλγαρίας ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Δέτζιο καὶ τὴν Ἄννα. Ὁ πατέρας του μάλιστα στὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Δανιήλ.
Στὴν ἡλικία τῶν 9 ἐτῶν στὸν μικρὸ Ματθαῖο (αὐτὸ ἦταν τὸ βαπτιστικὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου) συνέβη κάποιο περιστατικὸ ποὺ τραυμάτισε τὴν εὐαίσθητη ψυχή του. Οἱ γονεῖς του τὸν ἔδειραν γιὰ κάποια ἄγνωστη αἰτία, ἴσως παιδικὴ ἀταξία. Καὶ ἐκεῖνος θύμωσε πολὺ καὶ ἀπὸ παιδικὴ ἀντίδραση εἶπε μπροστὰ σὲ Τούρκους ποὺ βρέθηκαν ἐκεῖ, ὅτι θέλει νὰ τουρκέψει, νὰ γίνει δηλαδὴ μωαμεθανός. Ἔδωσε μιὰ ὑπόσχεση, εἶπε λόγο ποὺ ὅμως ποτὲ δὲν πραγματοποίησε. Παρὰ ταῦτα καὶ καθὼς μεγάλωνε ὁ Ἅγιος, δὲν ἡσύχαζε στὴ συνείδησή του. Θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ἔστω καὶ μὲ ἀκούσια στιγμιαία πρόθεση ἀρνητὴ τοῦ Θεοῦ, ἔνοχο, μολυσμένο. Γι’ αὐτὸ σὲ νεανικὴ ἡλικία ἀναχωρεῖ γιὰ τὸ ἁγιώνυμο Ὄρος. Φθάνει στὴ Σερβικὴ Μονὴ τοῦ Χιλανδαρίου. Ζητεῖ συγχώρηση ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐξαγνίζεται καὶ ἁγιάζεται μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ μοναστηριοῦ. Ζεῖ πολιτεία ἀσκήσεως. Ἐπειδὴ μάλιστα εἶχε μεγάλη εὐλάβεια καὶ ἀγάπη στὸν Θεό, χειροτονήθηκε ἐκεῖ Διάκονος μὲ τὸ ὄνομα Μανασσῆς.
Χαίρεται ἐδῶ γιὰ ὅσα ὁ Θεὸς τοῦ χαρίζει. Ὅμως βαθιά του ἕνας ἱερὸς πόθος – λογισμὸς τὸν βασανίζει: Θέλει νὰ ξεπλύνει τελείως μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου του τὸν ρύπο τῆς ψυχῆς του ἀπὸ τὴν ἀκούσια, ἐπιπόλαιη καὶ ἀπραγματοποίητη ὑπόσχεση γιὰ ἄρνηση. Παρακαλεῖ λοιπὸν τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἐνισχύσει.
Γνωρίζει πὼς στὴ σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῶν Ἰβήρων ὑπάρχει ὁ ἔμπειρος Πνευματικός, ὁ παπα-Νικηφόρος, αὐτὸς ποὺ εἶχε προετοιμάσει γιὰ τὸ μαρτύριο καὶ τοὺς ὁσιομάρτυρες Ἀκάκιο, Ἰγνάτιο καὶ Εὐθύμιο. Σ’ αὐτὸν τὸν ἅγιο Πνευματικὸ πατέρα ἐμπιστεύεται ὁ διάκονος Μανασσῆς τὸν πόθο του. Ὁ Νικηφόρος διέκρινε εἰλικρίνεια στὶς προθέσεις τοῦ ὑποψηφίου μάρτυρος. Τὸν καθοδηγεῖ καὶ τοῦ λέγει «νὰ ἀγωνισθεῖ πρὸ τοῦ μαρτυρίου σὰν νὰ εἶναι στὰ βάσανα τοῦ μαρτυρίου».
Σὲ κάποιο λοιπὸν κελλὶ μόνος του ὁ Μανασσῆς, καθοδηγούμενος ἀπὸ τὸν παπα-Νικηφόρο, ἀπερίσπαστος ἀπὸ γήινες ὑποθέσεις καὶ ἀπὸ συζητήσεις μὲ ἄλλους μοναχούς, ἑτοιμάζεται ἐπὶ τέσσερις μῆνες γι’ αὐτὴ τὴ μεγάλη του ὥρα. Ἐδῶ ζεῖ μὲ ἀδιάλειπτη προσευχή, προσφέροντας στὸν Θεὸ «τοὺς κρουνοὺς τῶν δακρύων του μὲ μετάνοιες γονυκλιτές», ποὺ κάποτε ἔφθαναν καθημερινὰ μέχρι καὶ 4.000, μαζὶ καὶ κομποσχοίνια.
Ἐδῶ, λέει ὁ βιογράφος του, «τὸ πένθος, ἡ συντριβὴ καὶ ἡ κατάνυξις ἦταν ἀχώριστα ἀπὸ τὴν καρδία του». Ὁ Ἅγιος εἶχε πλέον ἑτοιμασθεῖ. Εἶχε γίνει καὶ μεγαλόσχημος μὲ νέο ὄνομα πλέον, τό: Ὀνούφριος. Ἡ ψυχή του εἶναι πυρακτωμένη ἀπὸ τὴ θεία ἀγάπη. Τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ ἀντισταθεῖ στὸν οὐράνιο πόθο του.
Καὶ ξεκινᾶ πρὸς τὴν τελικὴ δόξα μὲ τὴ συναίσθηση – ὅπως γράφει ὁ βιογράφος του – «ὅτι εἶναι ὁ ἁμαρτωλότερος πάντων ἀνθρώπων καὶ ἀνάξιος τῆς κλήσεως τῶν Χριστιανῶν».
Στίβος ἀθλήσεως καὶ τόπος ὁμολογίας γιὰ τὸν μάρτυρα θὰ εἶναι ἡ Χίος. Ἐδῶ ἔφθασε ἀνήμερα Χριστούγεννα τοῦ ἔτους 1817 συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν σεβάσμιο καὶ συνετὸ μοναχὸ Γρηγόριο Πελοποννήσιο. Αὐτὸς θὰ στηρίξει τὸν μάρτυρα στὶς δύσκολες ὧρες, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ἔπραξε καὶ μὲ τοὺς ὁσιομάρτυρες Ἀκάκιο, Εὐθύμιο καὶ Ἰγνάτιο. Μένουν λίγες μέρες μόνοι τους σὲ κάποιο ἔμπιστο σπίτι, μακριὰ ἀπὸ τὰ βλέμματα τοῦ κόσμου. Κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἅγιος νηστεύει, προσεύχεται, μελετᾶ τοὺς βίους νέων μαρτύρων, λαμβάνει τὴ «μαρτυροπλάστρα τροφή», τὴ θεία Κοινωνία. Ὁ Ὀνούφριος δίδει ἀπὸ τὶς οἰκονομίες ποὺ εἶχε, σὲ πτωχούς. Ἐπισκέπτεται τὰ ἱερὰ Προσκυνήματα τοῦ νησιοῦ. Μὲ συντριβὴ ἀσπάζεται ἱερὰ Λείψανα ἁγίων καὶ εἰκόνες νεομαρτύρων, τοὺς ὁποίους καὶ ἱκετεύει δυνατὰ νὰ τὸν ἐνισχύσουν. Ἀλλὰ καὶ ὁ Γρηγόριος δὲν παύει νὰ τὸν στηρίζει σὲ στιγμὲς ποὺ ἐσωτερικὰ κλονίζεται. Τὸν συμβουλεύει νὰ προχωρήσει μὲ πίστη καὶ μὲ ταπείνωση, χωρὶς φοβία, καὶ νὰ διώχνει λογισμοὺς κενοδοξίας.
Ἡμέρα γιὰ τὸ μαρτύριο ἐπέλεξε ὁ Ἅγιος τὴν Παρασκευὴ 4 Ἰανουαρίου. Εἶχε ἀνατείλει πλέον ὁ καινούργιος χρόνος, τὸ 1818. Τρία χρόνια πρὶν ξεκινήσει ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1821. Λίγες ἀκόμη ὧρες ὁ Ἅγιος θὰ μείνει στὴ γῆ. Προχωρεῖ μὲ πλήρη νηφαλιότητα. Ἀφοῦ κοινώνησε γιὰ τελευταία φορὰ τὰ ἄχραντα Μυστήρια, φόρεσε ροῦχα τουρκικὰ σὲ ἔνδειξη τῆς ἐπιπόλαιης παιδικῆς ἀρνήσεως καὶ κατευθύνθηκε στὴ συνέχεια στὸν Ναὸ τῆς Ἁγίας Ματρώνας, ὅπου καὶ προσκύνησε. Μετὰ ἐπισκέφθηκε τὸ νοσοκομεῖο τῆς πόλεως ἀφήνοντας τὶς τελευταῖες ἐλεημοσύνες του, καὶ ἔφθασε καὶ στὸν Ναὸ τῆς Θεοτόκου Κεχαριτωμένης, ὅπου καὶ παρακάλεσε νὰ τελεσθεῖ ἐκεῖ εἰδικὰ γι’ αὐτὸν Παράκλησις στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο γιὰ νὰ τὸν ἐνδυναμώσει.
Καὶ ἔτσι ἀπερίσπαστος, δυνατός, ἐλεύθερος, ἔφυγε γιὰ τὴν ὁμολογία του. Ἡ πρώτη του προσπάθεια ἀπέτυχε, διότι δὲν ὑπῆρχε «φετφάς», γνωμοδότηση τοῦ μουφτῆ (αὐθεντικοῦ ἑρμηνευτῆ τοῦ Κορανίου). Ὅμως μετὰ τόλμησε αὐτόκλητος νὰ ἀνοίξει τὴν πόρτα καὶ νὰ εἰσέλθει σὲ σύναξη ἀγάδων καὶ νὰ πεῖ: «Ἐγὼ πρὶν ἀπὸ 15 χρόνια ἔλαβα μιὰ πληγή. Γύρισα πολλοὺς τόπους, ἀλλὰ δὲν μπόρεσα νὰ τὴ θεραπεύσω. Οἱ γιατροὶ μοῦ εἶπαν ὅτι ἔπρεπε νὰ ἔρθω ἐδῶ, σὲ τόπο ὅπου πληγώθηκα, γιὰ νὰ θεραπευθεῖ ἡ πληγή μου».
Ὁ κατής (Τοῦρκος δικαστής) ἀπόρησε ἀπὸ τὰ λεγόμενα τοῦ παράδοξου ἐπισκέπτη. Ὅμως ὁ μάρτυς προχώρησε σὲ ἐξηγήσεις ξεκάθαρες καὶ θαρραλέες: «Σὲ μικρὴ ἡλικία ἀπὸ ἀγνωσία ἀρνήθηκα τὸν Χριστὸ καὶ ὁμολόγησα ὅτι θέλω τὴ δική σας θρησκεία. Ποτὲ ὅμως δὲν τὴν ἐλάτρευσα. Τὴν ὁμολογία αὐτὴ ποὺ ἔκανα τότε τὴ θεωρῶ ἀκόμη μέσα μου θανάσιμη πληγὴ τῆς ψυχῆς μου. Παρεκάλεσα τὸν Θεὸ νὰ μὲ συγχωρήσει, ἀλλὰ οἱ λογισμοὶ δὲν ἡσυχάζουν γιατὶ ὁμολόγησα ψευδὴ πίστη σὲ σᾶς. Ὁμολογῶ σήμερα μὲ παρρησία μπροστά σας ὅτι εἶμαι Χριστιανός! Καὶ ἀρνοῦμαι καὶ ἀναθεματίζω τὴ δική σας πίστη».
Ἔπειτα ὁ μάρτυς πέταξε κάτω τὸ πράσινο σαρίκι (τουρκικὸ κάλυμμα κεφαλιοῦ) ποὺ φοροῦσε. Οἱ ἀγάδες τὸν διέταξαν νὰ σεβαστεῖ τὴν πίστη τους καὶ νὰ ξαναφορέσει τὸ «ἅγιον αὐτὸ πρᾶγμα» ποὺ πέταξε. Ὁ Ὀνούφριος ἀρνεῖται νὰ ὑπακούσει. Μιλᾶ ταπεινωτικὰ γιὰ τὴ θρησκεία τοῦ Μωάμεθ. Ὅλοι τότε θυμώνουν ἐναντίον του. Καὶ φωνάζουν δυνατὰ νὰ μὴ ζήσει. Τὸν δένουν πάνω στὸ βασανιστικὸ ξύλο «τομπρούκι». Ἀκολουθοῦν βίαια ραπίσματα καὶ ξυλοδαρμοί. Καὶ μὲ πολλὲς κακώσεις στὸ σῶμα του καὶ ἐξαντλημένο τὸν φυλακίζουν. Ὁ μάρτυς παραμένει σταθερὸς στὴν πίστη του. Τοῦ προσφέρουν μιὰ εὐκαιρία νὰ ἀπαρνηθεῖ ὅσα ὁμολόγησε. Ἀλλὰ μάταια ἐπιμένουν οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ. Σὲ λίγο ἀκούστηκε ἡ ἐπίσημη διαταγή: «Ὁ Ὀνούφριος νὰ ἀποκεφαλισθεῖ μὲ ξίφος, καὶ τὸ σῶμα του μαζὶ μὲ τὸ μαρτυρικό του αἷμα, ὅλα μαζὶ νὰ ριφθοῦν στὴ θάλασσα».
Στὴν περιοχὴ Βουνάκι τῆς Χίου, ἐκεῖ ὅπου πρὶν ἀπὸ 17 χρόνια εἶχε μαρτυρήσει ὁ νεομάρτυς Μάρκος (1801), ἐκεῖ ἀκριβῶς καὶ ὁ Ὀνούφριος τὴν Παρασκευὴ 4 Ἰανουαρίου τοῦ 1818 στὶς 9 τὸ πρωὶ παρέδωσε τὸν τράχηλό του στὸν δήμιο καὶ «ἐσφάγη γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἀρνίου Χριστοῦ». Τὸ πρόσωπό του μετὰ τὸ μαρτύριο, γράφει ὁ βιογράφος του, «εἶχε οὐρανίαν τινὰ φαιδρότητα καὶ χάριν».
Ὅμως, κατὰ τὴ διαταγή, ἔπρεπε τὸ ἱερὸ λείψανο νὰ ἐξαφανισθεῖ. Οἱ λίγοι Χριστιανοὶ ποὺ ἔφθασαν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου ἐμποδίστηκαν νὰ πάρουν κάτι ὡς εὐλογία ἀπὸ τὸ μαρτυρικό του σῶμα. Γρήγορα οἱ Ἀγαρηνοὶ ἀχθοφόροι περισυνέλεξαν τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου καὶ μαζὶ μὲ τὰ αἱματοβαμμένα χώματα τὸ ἔβαλαν σὲ ἕνα ζεμπίλι καὶ μὲ πλοιάριο τὰ ἔριξαν ὅλα στὰ βαθιὰ τῆς θάλασσας.
Τόσο ἦταν τὸ μίσος τῶν ἀλλοφύλων, ὥστε στὴν ἐπιστροφὴ ἔπλυναν καλὰ τὸ πλοιάριο γιὰ νὰ μὴν ἀσπασθοῦν οἱ Χριστιανοὶ τὰ μέρη ὅπου ἀκουμποῦσε τὸ πολύτιμο αἱματοβαμμένο φορτίο μὲ τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρος!
Ἡ εἴδηση τοῦ σεπτοῦ μαρτυρίου τοῦ ὁσίου Ὀνουφρίου διαδόθηκε ἀστραπιαῖα σ’ ὅλο τὸ νησί. Ἡ αἱματοβαμμένη καὶ ἁγιασμένη Χίος εἶχε προσφέρει πρὶν ἀπὸ λίγη ὥρα στὸν Κύριο καὶ Θεό μας ἄλλο ἕνα «ἐθελόθυτο θῦμα». Ἕνας ἀκόμη νεομάρτυράς της τόσο ἔνδοξος καὶ λαμπρὸς προσετέθη στὴ χρυσὴ ἁλυσίδα τῶν Νεομαρτύρων. Μπορεῖ βέβαια ὁ μάρτυς αὐτὸς νὰ χάθηκε ἀπὸ τὴ γῆ μας. Ἀλλὰ ἡ ὁσία μνήμη του καὶ τὸ παράδειγμα τῆς εὐαγγελικῆς πολιτείας του σφραγίστηκε ἀνεξίτηλα στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν ὄχι μόνο τῆς ἐποχῆς του ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἐποχῶν.
Ὁ ὁσιομάρτυς Ὀνούφριος, μὲ τὴν καλλιέργεια λεπτῆς συνειδήσεως, μὲ τὴ βαθιά του μετάνοια, μὲ τὴν ὁλοκληρωμένη ὑπακοή του σὲ ἐνάρετο Πνευματικό, μὲ τὴν εὐγνωμοσύνη του σὲ ὅσους τὸν ἐνίσχυσαν, μὲ τὴν καταφυγή του στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ στοὺς Ἁγίους, μὲ τὴν ἕως θανάτου ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης του πρὸς τὸν Κύριο… μὲ ὅλα αὐτὰ μᾶς ἀποκαλύπτει τὸν μυστικὸ θησαυρὸ τῆς πνευματικῆς του ζωῆς.
Πάνω σ’ αὐτὰ τὰ βήματα τῆς ζωῆς του ἂς βαδίζουμε κι ἐμεῖς σταθερὰ καὶ τὴ νέα χρονιά. Εἶναι βήματα ποὺ μᾶς ὁδηγοῦν στὸ φῶς, στὸν Παράδεισο, στὸν Χριστό.
«Χριστὸν ποθήσας Ὀνούφριος ἐκθύμως θνῄσκει δι’ αὐτὸν τῷ ξίφει χαίρων ὅλος».
«Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»