«Ἂς κάνουμε μιὰ καινούργια ἀρχή!…»

    Τί χαρά, τί εὐτυχία πλημμύριζε τὶς καρδιές τους τὴν ὥρα τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου! Γύρω τους συγγενεῖς καὶ φίλοι πολλοὶ τοὺς παραστέκονταν στὴν εὐλογημένη ἀρχὴ τῆς οἰκογενειακῆς τους ζωῆς. Δυὸ νέοι ἄνθρωποι, ὁ Τάσος καὶ ἡ Μαρία, ξεκινοῦσαν τὸν δρόμο τῆς οἰκογενειακῆς τους ζωῆς μὲ τὶς Εὐχὲς καὶ τὴ Χάρη τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὶς προσευχὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ τοὺς ἀγαποῦσαν εἰλικρι­νὰ καὶ ποθοῦσαν τὴν εὐτυχία τους.
    Ἦταν ὑπάλληλοι σὲ διαφορετικὲς Δημό­σιες Ὑπηρεσίες καὶ δὲν εἶχαν πρόβλημα οἰκονομικό, οὔτε πρόβλημα ὑγείας. Τὸ σπίτι ὅπου ἔμεναν ἦταν τῆς Μαρίας, κληρονομιὰ ἀπὸ τὸν πατέρα της.
    Ὅλα κυλοῦσαν ἤρεμα. Ὅταν ἐπέστρεφαν στὸ σπίτι ἀπὸ τὶς δουλειές τους καὶ ἀλληλοασπαζόντουσαν, ξεχνοῦσαν τὸν κόπο τῆς μέρας. Ἦταν ἡ ὡραιότερη στιγμὴ τῆς μέρας τους αὐτή.
    Δὲν ἄργησαν ν’ ἀκουστοῦν καὶ τὰ πρῶ­τα κλαψουρίσματα τοῦ πρώτου παιδιοῦ τους, ποὺ μαζὶ μὲ τὰ δικά τους γέλια ἔμοια­ζαν σὰν μιὰ ὡραία συμφωνικὴ ὀρχήστρα στὸ σπίτι τους.
    Ὁ εὐτυχισμένος μπαμπὰς ἔπαιρνε στὴν ἀγκαλιά του τὸν πρωτογιό του, τὸν σήκωνε ψηλὰ καὶ τὸν καμάρωνε καὶ ἀσπαζόταν τὴ γυναίκα του ποὺ τοῦ χάρισε διάδοχο. Δὲν ἤξερε τί νὰ πρωτοκάνει γιὰ νὰ τὴν ξεκουράσει καὶ νὰ τὴν εὐχαριστήσει.
    Βάφτισαν σύντομα τὸ παιδί τους καὶ τὸ ὀνόμασαν Νικόλαο, γιὰ νὰ θυμοῦνται τὸν μακαρίτη τὸν πατέρα τοῦ Τάσου.
    Ἡ εὐτυχία εἶχε θρονιαστεῖ στὸ σπιτικό τους. Τὸ ζοῦσαν καθημερινά. Τὸ ἔνιωθαν ὅταν διασταυρώνονταν τὰ βλέμματά τους.
    Ξαφνικὰ ὅμως σὰ νὰ ράγισε τὸ γυαλί. Ὁ μισάνθρωπος καὶ μισόκαλος Σατανᾶς φθόνησε τὴν εὐτυχία τους καὶ ἔριξε ἕναν τρίτο ἄνθρωπο ἀνάμεσά τους. Μιὰ γυναίκα ἀπὸ τὴν Ὑπηρεσία, ὅπου ἐργαζόταν ὁ Τάσος, παρόλο ποὺ γνώριζε ὅτι ἦταν παν­τρεμένος καὶ μὲ παιδί, τὸν παρέσυρε στὸ κακό, κι ἔγινε ἄλλος ἄνθρωπος.
    Γύριζε στὸ σπίτι μὲ σκοτεινὸ πρόσωπο, ἀγνώριστος. Ὅλα τοῦ ἔφταιγαν. Τὰ φαγητά, οἱ φωνὲς τοῦ παιδιοῦ, ἡ παρουσία τῆς γυναίκας του…
    Ἡ Μαρία δὲν μποροῦσε νὰ ἐξηγήσει τὴν ἀλλαγή.
    –Τάσο μου, σοῦ ἔφταιξα τίποτε καὶ δὲν τὸ ἔχω καταλάβει; τόλμησε νὰ τὸν ρωτήσει κάποια μέρα. Συγγνώμη, ἄντρα μου. Δὲν ἤθελα νὰ σὲ στενοχωρήσω.
    –Ἄσε με ἥσυχο μὲ τὶς συγγνῶμες σου! Δὲν ἔχω ὄρεξη γιὰ κουβέντες, εἶπε ἐκεῖνος κοφτὰ καὶ πῆγε καὶ ξάπλωσε.
    –Δὲν θὰ φᾶμε;
    –Ὄχι! Φάε μόνη σου!
    Αὐτὸ ἐπαναλήφθηκε καὶ δυό-τρεῖς ἄλλες φορές, καὶ ἀναγκάστηκε ἡ Μαρία μὲ δάκρυα στὰ μάτια νὰ τοῦ πεῖ κάποτε:
    –Τί σοῦ συμβαίνει, Τάσο μου; Γιατί αὐτὴ ἡ ἀνεξήγητη γιὰ μένα συμπεριφορά σου; Φταίω ἐγώ;
    –Δὲν φταῖς, ἀλλὰ σὲ βαρέθηκα. Θὰ φύγω! Θὰ ἀνοίξω ἄλλη οἰκογένεια. Αὐτὸ εἶ­ναι ὅλο! καὶ ἄσε με ἥσυχο. Ἀπόψε στὶς 8 ἔκλεισα ραντεβοῦ στὸ γνωστό μας δικηγόρο, γιὰ νὰ κανονίσουμε τὰ χαρτιά.
    Ἡ Μαρία νιώθει τὸ πάτωμα νὰ φεύγει ἀπὸ τὰ πόδια της. Καὶ μὲ δάκρυα τοῦ λέει:
    –Γιατί, ἄντρα μου; Γιατί νὰ διαλύσουμε τὸ σπιτικό μας; Δὲν σκέφτεσαι τὸ παιδάκι μας ποὺ τόσο τὸ ἀγαπᾶς;
    –Ἄσε με ἥσυχο, σοῦ εἶπα, ἀπάντησε ἀ­πό­τομα ἐκεῖνος καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ δὲν ξαναγύρισε πλέον.
    Μὲ τὰ δάκρυα νὰ τρέχουν ποτάμι ἀπὸ τὰ μάτια της ἔγειρε λίγο στὴ μεγάλη πολυθρόνα τοῦ σαλονιοῦ, γιατὶ ἔνιωθε ζαλισμένη. Ὅταν συνῆλθε, ἔκανε τὴν προσευχή της, πῆρε στὴν ἀγκαλιά της τὸ μωρό της καὶ πῆγε νὰ συναντήσει τὴ θεία της τὴ Γεωργία, ποὺ ἔμενε λίγα τετράγωνα πιὸ πέρα. Ἡ θεία της αὐτὴ ἦταν πιστὴ χριστιανὴ καὶ μαζὶ μὲ ἄλλες φίλες της ἀνῆκαν σ’ ἕναν Ὀρθόδοξο Σύλλογο καὶ ἐπισκέπτονταν ἀρρώστους στὰ Νοσοκομεῖα, βοηθοῦσαν φτωχοὺς καὶ συμφιλίωναν ἀνδρόγυνα. Πῆγε λοιπὸν καὶ τῆς ἐμπιστεύθηκε τὸν πόνο τῆς καρδιᾶς της καὶ ὅτι κινδύνευε νὰ διαλυθεῖ ἡ οἰκογένειά της.
    Ἡ θεία της τὴν ἄκουσε μὲ προσοχὴ καὶ συμ­πάθεια, τὴν παρηγόρησε καὶ τὴν ὁδήγησε σ’ ἕνα γνωστό της Ἐξομολόγο. Ὁ Πνευματικός, ἀφοῦ ἄκουσε τὸ θέμα της καὶ τὰ ἁμαρτήματά της, τῆς ἔδωσε σοφὲς συμβουλές, τῆς διάβασε Εὐχὴ καὶ ἀνακουφίστηκε ἡ ψυχή της. Ἐπέστρεψαν ἔπειτα στὸ σπίτι τῆς θείας Γεωργίας καὶ διάβασαν τὴν Παράκληση στὴ Μεγαλόχαρη, κι ἔνιωσε οὐράνια γαλήνη μέσα της.
    Στὶς ὀκτὼ τὸ βράδυ μὲ τὸ μωρό της στὴν ἀγκαλιὰ μπῆκε στὸ γραφεῖο τοῦ γνωστοῦ τους δικηγόρου. Ἐκεῖ ἦταν καὶ ὁ Τάσος. Ὁ δικηγόρος ἄκουσε πρῶτα τὸν ἄντρα ποὺ ζήτησε μὲ ἐπιμονὴ τὸ διαζύγιο, ρώτησε ἔπειτα καὶ τὴ σύζυγο ἂν συμφωνεῖ, γιὰ νὰ κάνει ἐνέργειες γιὰ νὰ βγεῖ συναινετικὸ διαζύγιο. Ἐκείνη ὅμως ἀπάντησε ἤρεμα καὶ σταθερά:
    –Δὲν συμφωνῶ! Δὲν θέλω νὰ διαλυθεῖ ἡ οἰκογένειά μου!
    Ὁ δικηγόρος προσπάθησε νὰ τοὺς συμφιλιώσει, ἀλλὰ μπρὸς στὴν ἐπιμονὴ τοῦ Τάσου κατέληξαν νὰ ἀναβάλουν τὴν ὑπόθεση καὶ τὴ συνάντησή τους γιὰ ἕνα ἑξάμηνο.
    Ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα ἡ θεία Γεωργία μὲ τὶς φίλες της προσευχόντουσαν θερμὰ γιὰ νὰ μὴ διαλυθεῖ ἡ συγγενική της οἰκογένεια.
    Ἡ Μαρία πήγαινε συχνὰ στὸν καλὸ Πνευ­ματικὸ κι ἔμαθε νὰ κάνει ὑπομονὴ καὶ νὰ ἐμπιστεύεται τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ…
    Ἦταν παραμονὴ Πρωτοχρονιᾶς, ὅταν χτύ­πησε τὸ τηλέφωνό της, καὶ σηκώνον­τας τὸ ἀκουστικό, ἄκουσε μὲ ἔκπληξη τὴ φωνὴ τοῦ Τάσου ἀρκετὰ πεσμένη!
    –Μαρία, θέλεις νά ᾽ρθω αὔριο στὸ σπίτι; Θὰ μὲ δεχτεῖς, Μαρία; Εἶμαι ὁ Τάσος!
    –Καὶ τὸ συζητᾶς, Τάσο μου!
    Τὴν ἄλλη μέρα μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι, μὴν ἀντέχοντας ν’ ἀντικρίσει τὸ βλέμμα της, πέρασε τὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ του ὁ Τάσος. Μόνο ποὺ δὲν λιποθύμησε ἡ Μαρία βλέποντάς τον ἀδύνατο, χλωμὸ καὶ ἀξύριστο.
    –Συγγνώμη, Μαρία! Ἔφταιξα! Δὲν πρόσ­­εξα κι ἔμπλεξα ἄσχημα. Συγχώρησέ με γιὰ χάρη τοῦ παιδιοῦ μας! Ἂς κάνουμε μιὰ καινούργια ἀρχὴ στὴν οἰκογενειακή μας ζωή, τώρα στὴν ἀρχὴ τοῦ καινούργιου χρόνου! Κι ἂν δὲν μὲ θέλεις πλέον κοντά σου, πράγμα ποὺ δὲν τὸ ἀξίζω, τουλάχιστον νὰ δῶ καὶ νὰ φιλήσω τὸ παιδί μας καὶ νὰ φύγω!
    –Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λές, Τάσο μου! Ἐδῶ εἶναι τὸ σπίτι σου, τὸ δικό σου καὶ τὸ δικό μου, τὸ δικό μας! Θὰ πᾶμε μαζὶ νὰ γνωρίσεις καὶ ἕναν καλὸ Ἐξομολόγο ποὺ μὲ στήριζε στὴ δοκιμασία μου ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα. Θὰ ἐξομολογηθεῖς καὶ θὰ συμμορφωθοῦμε μὲ τὶς ὁδηγίες του. Θὰ κάνουμε ὅ,τι μᾶς πεῖ. Μόνο ἔτσι θὰ κάνουμε ἀληθινά, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, μιὰ νέα ἀρχὴ στὴν οἰκογενειακή μας ζωή. Ἔλα τώρα, ἠρέμησε! Ὅλα διορθώνονται, ὅταν ὑπάρχει ἀληθινὴ μετάνοια.
    Καὶ τὸν ἀγκάλιασε δακρυσμένη.