ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (7/1)

Σήμερα 7/1/2016 εορτάζουν:

  • Σύναξη του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου και Βαπτιστού
  • Άγιος Αθανάσιος εξ Ατταλείας
  • Μνήμη του υπό του τιμίου Προδρόμου γεγονότος θαύματος εν Χίω κατά των Αγαρηνών
  • Άγιος Cedd επίσκοπος Σκωτίας
  • Άγιος Ιουλιανός ο Διάκονος, ο εξ Αιγίνης
  • Άγιος Θεόδωρος ο Πρίγκιπας

 

Σύναξις (Πανήγυρις) Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου

7.-Agios-Ioannis-Prodromos

Ἦταν γιὸς τοῦ ἱερέα Ζαχαρία καὶ τῆς Ἐλισάβετ. Μέχρι τὰ τριάντα του χρόνια, ζεῖ ἀσκητικὴ ζωὴ στὴν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας, ἀφιερωμένη ὁλοκληρωτικὰ στὴν προσευχή, τὴν μελέτη καὶ τὴν πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ τελειοποίηση, ποὺ εἶναι βασικοὶ παράγοντες γιὰ τὴν ἐκτέλεση ὑψηλῶν καὶ θείων ὑπουργημάτων. Τὸ ῥοῦχο του ἦταν ἀπὸ τρίχες καμήλας, στὴ μέση του εἶχε δερμάτινη ζώνη καὶ τὴν τροφή του ἀποτελοῦσαν ἀκρίδες καὶ ἄγριο μέλι. Μὲ μορφὴ ἡλιοκαμένη, σοβαρός, ἀξιοπρεπὴς καὶ δυναμικός, ὁ Ἰωάννης φανέρωνε ἀμέσως φυσιογνωμία ἔκτακτη καὶ ὑπέροχη. Εἶχε ὅλα τὰ προσόντα μεγάλου καὶ ἐπιβλητικοῦ κήρυκα τοῦ θείου λόγου. Ἔτσι, μὲ μεγάλη χάρη κήρυττε «τὰ πλήθη». Κατακεραύνωνε καὶ κτυποῦσε σκληρὰ τὴν φαρισαϊκὴ ἀλαζονικὴ ἔπαρση, ποὺ κάτω ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ ἔνδυμα τῆς ψευτοαγιότητας ἔκρυβε τὶς πιὸ ἀηδιαστικὲς πληγὲς ψυχικῆς σκληρότητας καὶ ἀκαθαρσίας. Γενικά, ἡ διδασκαλία του συνοψίζεται στὴ χαρακτηριστικὴ φράση του: «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν», προετοιμάζοντας, ἔτσι, τὸ δρόμο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸ σωτήριο ἔργο Του. Ὅταν ὁ Χριστὸς ἄρχισε τὴν δημόσια δράση του, ὁ κόσμος ἄφηνε σιγὰ-σιγὰ τὸν Ἰωάννη καὶ ἀκολουθοῦσε Αὐτόν. Ἡ ἀντιστροφὴ αὐτή, βέβαια, θὰ προκαλοῦσε μεγάλη πίκρα καὶ θὰ γεννοῦσε ἀγκάθια ζήλειας καὶ φθόνου σ΄ ἕναν, ἐκτὸς χριστιανικοῦ πνεύματος, διδάσκαλο ἢ φιλόσοφο. Ἀντίθετα, στὸν Ἰωάννη προκάλεσε μεγάλη χαρὰ καὶ εὐφροσύνη. Ἡ γιορτὴ αὐτὴ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Κύριος εἶπε ὅτι κανεὶς ἄνθρωπος δὲ στάθηκε μεγαλύτερός του, καθιερώθηκε τὸν 5ο μ.Χ. αἰῶνα. Τὸ δὲ μαρτυρικό του τέλος γιορτάζουμε σὲ ἄλλη ἡμερομηνία, ὅπου καὶ θὰ ἀναφερθοῦμε. Θαῦμα Προδρόμου στὴ Χῖο κατὰ τῶν Ἀγαρηνῶν Συνεγράφη ἀπὸ τὸν Ἱεροδιδάσκαλο Ἀθανάσιο Πάριο. Βλέπε «Νέον Λειμωνάριον».

Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ἐξ Ἀτταλείας

Στὸ τέ­λος τῶν ἑ­ορ­τῶν τοῦ ἁ­γί­ου Δω­δε­κα­η­μέ­ρου, στὶς 7 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου, μα­ζὶ μὲ τὴ μνή­μη τοῦ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου ἡ ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α τι­μᾶ καὶ τὴ μνή­μη τοῦ νε­ο­μάρ­τυ­ρος Ἀθανασίου ἀ­πὸ τὴν Ἀτ­τά­λεια τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας, ποὺ πρὶν ἀ­πὸ 300 πε­ρί­που χρό­νια προ­σέ­φε­ρε τὸ αἷ­μα του σπον­δὴ στὸν λα­τρευ­τό μας Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό.

Τὸ Συ­να­ξά­ριό του, ὅ­πως μᾶς τὸ δι­έ­σω­σε μὲ γλα­φυ­ρό­τη­τα ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της στὸ «Νέ­ον Μαρ­τυ­ρο­λό­γιόν» του, εἶ­ναι μι­κρό. Ἀλ­λὰ τὸ δί­δαγ­μα ποὺ μᾶς ἄ­φη­σε, μεγάλο.

Ἡ κα­τα­γω­γὴ τοῦ Ἀ­θα­να­σί­ου ἦ­ταν ἀ­πὸ τὴν Ἀτ­τά­λεια τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας. Λό­γοι ὅ­μως ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κοὶ τὸν εἶ­χαν φέ­ρει στὴ Σμύρ­νη. Ἐ­δῶ ἐρ­γα­ζό­ταν μὲ τι­μι­ό­τη­τα, χω­ρὶς νὰ βλά­πτει κα­νέ­ναν καὶ ἀ­να­στρε­φό­ταν μὲ κα­λο­σύ­νη καὶ ἁ­πλό­τη­τα πρὸς ὅ­λους. Ζοῦ­σε ἀ­λη­θι­νὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ πί­στη ἐ­κτε­λών­τας μὲ πι­στό­τη­τα τὰ χρι­στι­α­νι­κά του κα­θή­κον­τα. Εἶ­χε ὅ­μως ἕ­να δια­ρκὴ πει­ρα­σμό. Κά­ποι­οι Ὀ­θω­μα­νοί, ἄλ­λο­τε μὲ ἀ­στεῖ­ο τρό­πο καὶ ἄλ­λο­τε αὐ­στη­ρά, τὸν πε­ρι­γε­λοῦ­σαν καὶ τὸν εἰ­ρω­νεύ­ον­ταν γιὰ τὴν πί­στη του, χω­ρὶς ὁ ἴ­διος νὰ τοὺς προ­κα­λεῖ. Ὁ Ἀ­θα­νά­σιος δὲν ἔ­με­νε σι­ω­πη­λός. Μπο­ρεῖ νὰ μὴ γνώ­ρι­ζε γράμ­μα­τα, ἀλ­λὰ γνώ­ρι­ζε τὴν πραγ­μα­τι­κὴ γνώ­ση, τὴ σο­φί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἀ­νέ­δει­ξε «παν­σό­φους τοὺς ἁ­λι­εῖς» ἔ­δι­δε χά­ρη καὶ πνεῦ­μα σο­φί­ας στὸ δοῦ­λο του καὶ ἀ­πο­στό­μω­νε μὲ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα καὶ πάν­το­τε μὲ συ­νε­τὸ καὶ γλυ­κὸ λό­γο τοὺς ἀν­τι­λέ­γον­τες.

Καὶ αὐ­τοὶ ἔ­με­ναν «ἀ­να­πο­λό­γη­τοι» καὶ ἔ­νι­ω­θαν ντρο­πὴ γιὰ τὰ «σα­θρὰ δόγ­μα­τα» τῆς θρη­σκεί­ας τους. Συσ­σώ­ρευ­αν ὅ­μως μέ­σα τους ἐ­χθρό­τη­τα. Ζη­τοῦ­σαν εὐ­και­ρί­α γιὰ νὰ τὸν πο­λε­μή­σουν καὶ νὰ τὸν ἐ­ξον­τώ­σουν… Καὶ ἡ ἀ­φορ­μὴ δό­θη­κε.

Μό­λις εἶ­χε ἀ­να­τεί­λει τὸ νέ­ο ἔ­τος 1700. Κά­ποι­α μέ­ρα ὁ Ἀ­θα­νά­σιος εἶ­πε αὐ­θόρ­μη­τα τὴ μου­σουλ­μα­νι­κὴ δο­ξο­λο­γί­α «λα­ϊ­λα­λὰ» στὴ δι­κή του δι­ά­λε­κτο, ποὺ ση­μαί­νει «Δό­ξα τῷ Θε­ῷ». Βέ­βαι­α μὲ τὴ μι­κρὴ αὐ­τὴ φρά­ση ὁ Ἀ­θα­νά­σιος δο­ξο­λο­γοῦ­σε τὸ δι­κό του Θε­ό, τὸν ἀ­λη­θι­νὸ Τρι­α­δι­κὸ Θε­ὸ τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Πί­στε­ώς μας. Ἀ­κού­γον­τας ὅ­μως τὰ λό­για αὐ­τὰ οἱ Ὀθωμα­νοὶ ἔ­τρε­ξαν χαι­ρέ­κα­κα καὶ συ­νέ­λα­βαν τὸ θύ­μα τους καὶ τὸ ὁ­δή­γη­σαν ἀ­μέ­σως στὸ κρι­τή­ριο λέ­γον­τας ὅ­τι ὁ Ἀ­θα­νά­σιος «ἀ­πο­δέ­χθη­κε δη­μό­σια τὴ θρη­σκεί­α τους καὶ ἀσπάσθη­κε τὴν πί­στη τῶν Ὀ­θω­μα­νῶν». Ὁ μάρ­τυ­ρας ἀ­τά­ρα­χος ὁ­μο­λο­γοῦ­σε ὅ­τι αὐ­τὸ ποὺ εἶ­πε εἶ­ναι μιὰ γε­νι­κὴ δο­ξο­λο­γί­α καὶ τὴν ἀ­πηύ­θυ­νε στὸ Θε­ὸ ποὺ πι­στεύ­ει, καὶ ἡ φρά­ση ποὺ εἶ­πε δὲν εἶ­ναι ἀ­πο­κλει­στι­κὰ «μό­νο τῆς πί­στε­ως τῶν Τούρ­κων».

Ἀ­δύ­να­τον ὅ­μως νὰ πει­σθοῦν οἱ ἐ­χθροί του. Ὅ­λοι μα­ζὶ ἀν­τι­δροῦ­σαν καὶ φώ­να­ζαν ὅ­τι «δέ­χθη­κε ἔ­στω καὶ ἀ­κού­σια τουρ­κι­σμό (δη­λα­δὴ τούρ­κε­ψε), ἑ­πο­μέ­νως ἀρ­νή­θη­κε τὸν Χριστό. Ἂν τώ­ρα πά­λι Τὸν ὁ­μο­λο­γεῖ, γί­νε­ται ἐ­ξω­μό­της καὶ πρέ­πει νὰ τι­μω­ρη­θεῖ».

Ὁ μάρ­τυ­ρας στα­θε­ρὰ ὁ­μο­λο­γοῦ­σε: «Ὅ­λα αὐ­τὰ ποὺ λέ­τε εἶ­ναι ψέ­μα­τα. Προ­τι­μῶ κα­λύ­τε­ρα νὰ λά­βω μυ­ρί­ους θα­νά­τους πα­ρὰ νὰ ἀρ­νη­θῶ τὴν πί­στη μου». Καὶ ἐ­πει­δὴ πα­ρέ­με­νε πι­στὸς χρι­στια­νός, τὸν φυ­λά­κι­σαν, τὸν χτυ­ποῦ­σαν βί­αι­α καὶ τὸν ρά­βδι­ζαν μὲ μα­νί­α. Τὸ αἷ­μα κυ­λοῦ­σε ἄ­φθο­νο ἀ­πὸ τὸ ἱ­ε­ρὸ σῶ­μα του.

Μά­ται­α προ­σπα­θοῦ­σαν οἱ ἐ­ξορ­γι­σμέ­νοι ἐ­χθροὶ νὰ με­τα­βά­λουν τὴ σκέ­ψη τοῦ μάρ­τυ­ρος ἄλ­λο­τε μὲ ὑ­πο­σχέ­σεις δώ­ρων καὶ τι­μῶν καὶ ἄλ­λο­τε μὲ φο­βε­ρὲς ἀ­πει­λές. Ὁ μάρ­τυ­ρας τοῦ Χρι­στοῦ Ἀ­θα­νά­σιος εἶ­χε στραμ­μέ­να τὰ βλέμ­μα­τα τῆς ψυ­χῆς του σὲ μιὰ μό­νο ἀ­γά­πη: τὸν ΧΡΙΣΤΟΝ. Καὶ ἔ­λε­γε εἰ­ρη­νι­κά: «Εἶ­μαι Χρι­στια­νός»!

Ἄλ­λο πε­ρι­θώ­ριο ὑ­πο­μο­νῆς δὲν ὑ­πῆρ­χε στὸν κα­τὴ καὶ στοὺς δη­μί­ους. Ἡ δι­α­τα­γὴ πλέ­ον ἀ­κού­σθη­κε κα­θα­ρά: «Ὁ Ἀ­θα­νά­σιος νὰ ἀ­πο­κε­φα­λι­σθεῖ».

Ὁ­δή­γη­σαν λοι­πὸν τὸν μάρ­τυ­ρα «ὡς πρό­βα­τον ἐ­πὶ σφα­γήν», στὸν τό­πο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου. Ἐ­κεῖ ὁ Ἀ­θα­νά­σιος, ὁ πι­στὸς δοῦ­λος τοῦ Κυ­ρί­ου, ἔ­σκυ­ψε τα­πει­νὰ τὸν αὐ­χέ­να του κά­τω ἀ­πὸ τὸ σπα­θὶ τοῦ δη­μί­ου. Καὶ δέ­χθη­κε ὅ­λος χα­ρὰ νὰ θυ­σια­στεῖ καὶ νὰ προ­στε­θεῖ στὴ χρυ­σὴ ἁ­λυ­σί­δα τῶν ἁ­γί­ων Νε­ο­μαρ­τύ­ρων. Τὸ ἱ­ε­ρό του λεί­ψα­νο τὸ ἄ­φη­σαν ἐ­κτε­θει­μέ­νο καὶ πε­ρι­φρο­νη­μέ­νο γιὰ τρεῖς ἡ­μέ­ρες, σὲ τό­πο ὅ­που πε­ρι­φέ­ρον­ταν ἀ­δέ­σπο­τοι σκύ­λοι. Κα­νέ­να ὅ­μως ἀ­πὸ τὰ ζῶ­α αὐ­τὰ δὲν βε­βή­λω­σε τὸ σῶ­μα τοῦ μάρ­τυ­ρος. Τὴν τρί­τη ἡ­μέ­ρα ἀ­πὸ τὸν θά­να­το τοῦ Ἁ­γί­ου εὐ­σε­βεῖς χρι­στια­νοὶ μὲ εἰ­δι­κὴ ἄ­δεια τοῦ κα­τῆ κή­δευ­σαν καὶ ἐν­τα­φί­α­σαν μὲ τι­μὲς τὸ σῶ­μα τοῦ μάρ­τυ­ρος στὸν Ἱ­ε­ρὸ Να­ὸ Ἁ­γί­ας Πα­ρα­σκευ­ῆς.

Μιὰ αὐ­θόρ­μη­τη μι­κρὴ δο­ξο­λο­γί­α στὴν ἀρ­χὴ τοῦ νέ­ου ἔ­τους στά­θη­κε ἡ ἀ­φορ­μὴ γιὰ νὰ ὁ­δη­γή­σει τὸν Ἀ­θα­νά­σιο στὴ δό­ξα τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ. Ἀ­πὸ τὴ δο­ξο­λο­γί­α τῆς γῆς στὰ Ἀλ­λη­λού­ϊ­α τοῦ Πα­ρα­δεί­σου…

Ἀλ­λὰ καὶ ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ζω­ὴ τοῦ μάρ­τυ­ρος Ἀ­θα­να­σί­ου ἦ­ταν μιὰ δια­ρκὴς δο­ξο­λο­γί­α στὸ Θε­ό. Ὁ ἀ­γώ­νας του νὰ πα­ρα­μέ­νει κά­θε μέ­ρα πι­στὸς σὲ ὅ,τι ὁ Κύ­ριος τόν πρό­στα­ζε ἀλ­λὰ καὶ τὸ μα­κά­ριο τέ­λος του αὐ­τὸ φα­νε­ρώ­νουν.

Ἂς εἶ­ναι καὶ ἡ δι­κή μας ζω­ὴ τοῦ­το τὸ ἔ­τος ἕ­νας δο­ξο­λο­γη­τι­κὸς ὕ­μνος στὸν παν­τευ­ερ­γέ­τη Κύ­ριο καὶ Θε­ό μας. Μιὰ δο­ξο­λο­γί­α μὲ τὴν ἐ­νά­ρε­τη ζω­ή μας, μὲ ὕ­μνους στά χεί­λη μας καὶ μὲ τέ­λος σφρα­γι­σμέ­νο ἀ­πὸ γνή­σια ἀ­γά­πη πρὸς τὸν Κύ­ριο καὶ Θε­ό μας· μὲ τὶς εὐ­χὲς καὶ τὶς πρε­σβεῖ­ες ὅ­λων τῶν Νε­ο­μαρ­τύ­ρων τῆς πα­τρί­δος μας καὶ μά­λι­στα τοῦ ἁ­γί­ου ἐνδόξου νε­ο­μάρ­τυ­ρος Ἀ­θα­να­σί­ου ἀ­πὸ τὴν Ἀτ­τά­λεια.

«Ἀ­πό τό πε­ρι­ο­δι­κό «Ο ΣΩΤΗΡ»

Ὁ Ἅγιος Cedd ἐπίσκοπος (Σκωτίας)

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου της Ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων» τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.