ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (10/1)

Σήμερα 10/1/2016 εορτάζουν:

  • Άγιος Γρηγόριος Επίσκοπος Νύσσης
  • Όσιος Δομετιανός Επίσκοπος Μελιτηνής
  • Όσιος Αμμώνιος
  • Άγιος Μαρκιανός
  • Αγία Θεοσεβία η Διακόνισσα
  • Όσιος Αντίπας ο Αθωνίτης
  • Όσιος Μακάριος ο εκ Ρωσίας
  • Όσιος Παύλος ο εκ Ρωσιάς
  • Μνήμη Οικογένειας Μεγάλου Βασιλείου
  • Αγίες Παρθενομάρτυρες Νεολλίνα, Δομνίνα και Παρθένα η Εδεσσαία

 

Ο Α­ΓΙΟΣ ΜΑΡ­ΚΙΑ­ΝΟΣ

10.-Agios-Markianos

Ὁ ἅ­γιος Μαρ­κια­νός εἶ­ναι εὐ­γε­νής, ὄν­τως ἁ­γί­α ψυ­χή, καί καί ἀ­νή­κει στή με­γά­λη πα­ρά­τα­ξη τῶν Ἁ­γί­ων τῆς ἀ­γα­θο­ερ­γί­ας. Ἔ­ζη­σε στά χρό­νια τῶν αὐ­το­κρα­τό­ρων Μαρ­κια­νοῦ καί Πουλ­χε­ρί­ας καί Λέ­ον­τος τοῦ Θρα­κός (450 – 474 μ.Χ.­).

Κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τή Ρώ­μη, νω­ρίς ὅ­μως μέ τούς γο­νεῖς του ἦλ­θε καί ἐγ­κα­τε­στά­θη­κε στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη. Ὁ πό­θος του, καί μά­λι­στα ἔν­το­νος, ἦ­ταν νά μορ­φω­θεῖ. Πό­θος, ὁ ὁποῖ­ος ἐκ­πλη­ρώ­θη­κε ἀ­συγ­κρί­τως πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ὅ­τι ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε στή φω­τει­νή πρω­τεύ­ου­σα τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου, ὅ­που ὑ­πῆρ­χαν ὅ­λα τά ἀ­πα­ραί­τη­τα μέ­σα καί ἐ­φό­δια. Ἐ­δῶ γνώρισε πο­λύ κα­λύ­τε­ρα καί τόν Χρι­στι­α­νι­σμό καί δι­α­φω­τί­σθη­κε πλη­ρέ­στε­ρα στήν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη. Ὑ­πο­στη­ρί­ζε­ται δη­λα­δή ἀ­πό ὁ­ρι­σμέ­νους ὅ­τι προ­η­γου­μέ­νως ἀ­νῆ­κε στήν αἵρεση τῶν Νο­βα­τια­νῶν. Καί οἱ Νο­βα­τια­νοί ἦ­ταν ὑ­πε­ραυ­στη­ροί Χρι­στια­νοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν δέ­χον­ταν γιά τούς «πε­πτω­κό­τες» καμ­μί­α δυ­να­τό­τη­τα σω­τη­ρί­ας. Οὔ­τε στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἔδι­ναν τό δι­καί­ω­μα νά συγ­χω­ρεῖ τίς ἁ­μαρ­τί­ες τους. Ἦ­ταν δη­λα­δή μιά κα­κό­δο­ξη καί αἱ­ρε­τι­κή δο­ξα­σί­α. Ὅ­μως, ὅ­ταν ὁ Μαρ­κια­νός ἦλ­θε στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, ἐν­δι­α­φέρ­θη­κε μέ ζῆ­λο, με­λέ­τη­σε, δι­α­φω­τί­σθη­κε καί τοῦ δό­θη­κε ἡ εὐ­και­ρί­α νά ἀ­πο­βά­λει τίς κα­κό­δο­ξες πε­ποι­θή­σεις του καί νά γί­νει Ὀρ­θό­δο­ξος πι­στός μέ πλή­ρη γνώ­ση καί ἐ­πί­γνω­ση.

Δι­α­φω­τι­σμέ­νος πλέ­ον στά δόγ­μα­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, μέ μόρ­φω­ση πλα­τειά, γνω­στός στούς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κούς κύ­κλους τῆς Βα­σι­λεύ­ου­σας, χει­ρο­το­νεῖ­ται ἱ­ε­ρεύς καί παίρ­νει τήν τιμητι­κή καί ὑ­πεύ­θυ­νη θέ­ση καί τόν τίτ­λο τοῦ Οἰ­κο­νό­μου τῆς Με­γά­λης Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἀ­κρι­βῶς τήν ἐ­πο­χή αὐ­τή πε­θαί­νουν οἱ εὐ­γε­νεῖς καί πλού­σιοι γο­νεῖς του καί ἀ­φή­νουν στή δι­κή του ἀ­πό­λυ­τη ἐ­ξου­σί­α μί­α τε­ρα­στί­α πε­ρι­ου­σί­α.

Ἡ ἀ­να­γεν­νη­μέ­νη ψυ­χή του τώ­ρα στρέ­φε­ται μέ πό­θο στήν φι­λαν­θρω­πί­α. Θε­ω­ρεῖ ὅ­τι ἡ με­γά­λη αὐ­τή πε­ρι­ου­σί­α δέν τοῦ ἀ­νή­κει. Ὡς Ἱ­ε­ρεύς καί οἰ­κο­νό­μος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας πού εἶ­ναι, θε­ω­ρεῖ τόν ἑ­αυ­τό του δι­α­χει­ρι­στή τῶν ἀ­γα­θῶν τοῦ Θε­οῦ, πού ἔ­φθα­σαν στά χέ­ρια του. Τόν συγ­κι­νοῦν καί τόν ἐμ­πνέ­ουν οἱ σχε­τι­κοί λό­γοι καί τά ἔρ­γα τῶν με­γά­λων Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τοῦ Βα­σι­λεί­ου, τοῦ Χρυ­σο­στό­μου κλπ. Γι’ αὐ­τό ἀ­να­ζη­τᾶ τούς πράγ­μα­τι πτω­χούς, πού δέν ἦ­ταν λί­γοι, καί δί­νει. Ὅ­λοι αὐ­τοί τόν θε­ω­ροῦ­σαν καί τόν αἰ­σθά­νον­ταν ὡς πα­τέ­ρα καί ἀ­δελ­φό, κι αὐτός τούς ἔδειχνε ἀ­γά­πη πλού­σια καί γνή­σια. Ἀ­να­φέ­ρε­ται μά­λι­στα ἀ­πό τόν ἱ­ε­ρό Συ­να­ξα­ρι­στή, ὅ­τι κά­πο­τε, στά ἐ­πί­ση­μα ἐγ­καί­νια τοῦ Να­οῦ τῆς ἁ­γί­ας Ἀναστα­σί­ας, τόν πλη­σί­α­σε κά­ποι­ος ἐ­παί­της, κι ὅ­ταν ὁ Ἅ­γιος δι­α­πί­στω­σε τήν πραγ­μα­τι­κή του ἀ­νάγ­κη, συγ­κι­νή­θη­κε βα­θύ­τα­τα. Ἀλ­λά ἐ­πει­δή μα­ζί του δέν εἶ­χε χρή­μα­τα, τοῦ ἔδωσε κρυ­φά τά ροῦ­χα του κι αὐ­τός φό­ρε­σε βι­α­στι­κά τά ἄμ­φια του, γιά νά μή γί­νει ἀν­τι­λη­πτός ἀ­πό τούς γύ­ρω.

Ἐ­κεῖ­νο ὅ­μως, τό ὁ­ποῖ­ο δι­α­κρί­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο τόν Μαρ­κια­νό, εἶ­ναι ὁ θερ­μουρ­γός καί ἀ­σί­γα­στος ζῆ­λος καί ἡ φρον­τί­δα του νά κτί­ζει, νά ἀ­να­και­νί­ζει καί νά ἐ­ξω­ρα­ΐ­ζει Να­ούς, τό­σο στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, ὅ­σο καί στήν ἀ­να­το­λι­κή Θρά­κη. Πρω­τί­στως ἔ­κτι­σε στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη τόν Να­ό τῆς ἁ­γί­ας Ἀ­να­στα­σί­ας. Ἐ­κεῖ, πο­λύ κον­τά στόν μι­κρό ἱ­στο­ρι­κό ναΐσκο, ὅ­που πρίν ἀ­πό χρό­νια ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος ἐκ­φώ­νι­σε τούς πε­ρί­φη­μους θε­ο­λο­γι­κούς του λό­γους καί κα­τή­σχυ­νε τούς αἱ­ρε­τι­κούς, τώ­ρα ὁ Μαρ­κια­νός μέ δι­κά του ἔ­ξο­δα κτί­ζει νέ­ο Να­ό. Αὐ­τόν τόν πε­ρι­καλ­λῆ Να­ό ἐγ­και­νί­α­σε πα­ρου­σί­ᾳ καί τῶν Βα­σι­λέ­ων καί ἄλ­λων ἀρ­χόν­των καί πλή­θους λα­οῦ ὁ Πα­τριά­ρχης Γεν­νά­διος ὁ Α΄. Ἀντιλαμβανόμα­στε τή χα­ρά καί εὐ­φρο­σύ­νη τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων πι­στῶν, ἀλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο τοῦ δω­ρη­τῆ, τοῦ κτί­το­ρος Μαρ­κια­νοῦ. Λέ­γε­ται ὅ­τι ἐ­δῶ, τή μέ­ρα ἐ­κεί­νη τή λαμ­πρή ἔ­γι­νε καί τό πε­ρι­στα­τι­κό μέ τόν ἐ­παί­τη. Ἱ­στο­ρεῖ­ται ἀ­κό­μη, ὅ­τι ὁ Ἅ­γιος δι­έ­σω­σε ἀρ­γό­τε­ρα τόν Να­ό αὐ­τό ἀ­πό τήν πυρ­κα­γιά. Δη­λα­δή κά­πο­τε ἡ φω­τιά πε­ρι­έ­ζω­σε τόν Να­ό. Κι αὐ­τός μέ πίστη πολ­λή κα­τέ­φυ­γε στόν Θε­ό, νά κά­νει Ἐ­κεῖ­νος τό θαῦμα του. Ἀ­νέ­βη­κε στήν ὀ­ρο­φή καί μέ τό ἱ­ε­ρό Εὐ­αγ­γέ­λιο στά χέ­ρια προ­σευ­χό­ταν ἐ­κτε­νῶς. Καί πράγ­μα­τι ἡ φω­τιά σταμάτη­σε ἀ­μέ­σως μέ τρό­πο θαυ­μα­στό καί ὁ Να­ός δι­α­σώ­θη­κε.

Ἕ­κτος ἀ­πό τόν ἱ­ε­ρό Να­ό τῆς ἁ­γί­ας Ἀ­να­στα­σί­ας οἰ­κο­δό­μη­σε ὁ Ἅ­γιος καί τόν Να­ό τῆς ἁ­γί­ας Εἰ­ρή­νης κον­τά στήν θά­λασ­σα, καί κά­τω ἀ­π’ αὐ­τόν τόν Να­ό τοῦ μάρ­τυ­ρος Ἰ­σι­δώ­ρου καί τοῦ ἁ­γί­ου Στρα­το­νί­κου.

Πα­ράλ­λη­λα μέ τή φι­λαν­θρω­πί­α καί τήν ἀ­νοι­κο­δό­μη­ση τῶν Να­ῶν, ὁ πρε­σβύ­τε­ρος καί Οἰ­κο­νό­μος τῆς Με­γά­λης τοῦ Χρι­στοῦ Ἐκ­κλη­σί­ας Μαρ­κια­νός φρόν­τι­σε καί γιά τήν πνευματική οἰ­κο­δο­μή τῶν πι­στῶν. Τό οἰ­κο­δο­μη­τι­κό του κή­ρυγ­μα καί οἱ κατ΄ ἰ­δί­αν νου­θε­σί­ες σέ κά­θε ἕ­να πι­στό ξε­χω­ρι­στά τόν ἔ­κα­ναν δι­δα­κτι­κό καί ἀ­γα­πη­τό, τόν ἀ­νέ­δει­ξαν «τύπο τῶν πι­στῶν», ἄ­ξιο καί ἅ­γιο λει­τουρ­γό τῶν ἱ­ε­ρῶν Μυ­στη­ρί­ων καί τοῦ θεί­ου κη­ρύγ­μα­τος.

Γιά τόν ἅ­γιο Μαρ­κια­νό ἰ­σχύ­ει ὁ ψαλ­μι­κός λό­γος: «ἐ­σκόρ­πι­σεν, ἔ­δω­κε τοῖς πέ­νη­σιν ἡ δι­και­ο­σύ­νη αὐ­τοῦ μέ­νει εἰς τόν αἰ­ώ­να» (Ψαλμ. ρια΄ [111] 9). Ἀλ­λά καί τοῦ Θε­οῦ ἡ ὑπόσχεση: «τούς δο­ξά­ζον­τας με δο­ξά­σω» (Α΄ Βασ. δ΄ 30).

«Πλή­ρης ἀ­γα­θῶν ἔρ­γων καί ἐ­λε­η­μο­συ­νῶν ὧν ἐ­ποί­ει», «με­τέ­στη ἐκ τῆς γῆς εἰς τά οὐ­ρά­νια», σέ ἐ­πο­χή πού δέν γνω­ρί­ζου­με ἀ­κρι­βῶς. Γνω­ρί­ζου­με ὅ­μως, ὅ­τι ἡ ἁ­γί­α του ζω­ή καί τό πο­λύ­πτυ­χο ἔρ­γο του, ἐ­νέ­πνευ­σε τούς Πα­τέ­ρες νά τόν ἀ­να­κη­ρύ­ξουν Ἅ­γιο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας καί νά τόν προ­βά­λουν ὡς ὑ­πό­δειγ­μα ἐ­νά­ρε­του καί ἁ­γί­ου κλη­ρι­κοῦ, «δέν­δρον πλῆ­ρες καρ­πῶν πί­στε­ως καί ἀ­γά­πης».

Ἀπό τό βιβλίο «Ἄνθοι τοῦ Παραδείσου»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη