ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ Ο ΚΟΙΝΟΒΙΑΡΧΗΣ

Μέ­σα στήν ἱ­ε­ρή καί πο­λύ­πα­θη πα­ρά­τα­ξη τῶν Ἁ­γί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας μο­να­χῶν ἐ­ξέ­χου­σα θέ­ση κα­τέ­χει ὁ ὅ­σιος Θε­ο­δό­σιος. Λαμ­πρός φω­το­στέ­φα­νος πε­ρι­βάλ­λει τήν ὁ­σί­α του μορ­φή ὡς ἀ­παύ­γα­σμα τῆς ἁ­γί­ας βι­ο­τῆς καί τοῦ ἔρ­γου τῆς ἀ­γά­πης, τό ὁ­ποῖ­ο πρό­σφε­ρε μέ­χρι τά βα­θιά γε­ρά­μα­τά του στούς συ­ναν­θρώ­πους του.

Ἄ­σκή­ση καί ἀ­γά­πη

Στά μέ­σα πε­ρί­που τοῦ πέμ­πτου αἰ­ώ­να γεν­νή­θη­κε ὁ Θε­ο­δό­σιος στό χω­ριό Μω­γα­ρισ­σός τῆς Καπ­πα­δο­κί­ας ἀ­πό γο­νεῖς εὐ­σε­βεῖς, τόν Προ­αι­ρέ­σιο καί τήν Εὐ­λο­γί­α. Κα­λε­σμέ­νος ἀπό τόν Θε­ό αἰ­σθα­νό­ταν ἀ­πό νε­α­ρή ἡ­λι­κί­α ἰ­δι­αί­τε­ρο πό­θο καί ζῆ­λο νά ἀ­κο­λου­θή­σει τή μο­να­χι­κή πο­λι­τεί­α. Εἵλ­κυ­σε τήν ψυ­χή του ἡ τε­λει­ό­τη­τα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς καί ἡ ὁλοκλη­ρω­τι­κή ἀ­φο­σί­ω­ση στόν Θε­ό. Καί μα­ζί μέ αὐ­τά, μα­ζί μέ τήν προ­σευ­χή, τή με­λέ­τη, τήν ἀ­γρυ­πνί­α, πό­θη­σε νά προ­σφέ­ρει τίς δυ­νά­μεις του στήν πα­ρη­γο­ρί­α, τήν ἐ­νί­σχυ­ση, τήν πνευ­μα­τι­κή οἰ­κο­δο­μή τῶν ἀν­θρώ­πων καί ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐ­κεί­νων πού δέν εἶ­χαν δε­χθεῖ ἀ­κό­μη τή χρι­στι­α­νι­κή πί­στη.

Αὐτός ὁ πό­θος μα­ζί μέ τήν ἄλ­λη θε­ο­φι­λῆ του ἐ­πι­θυ­μί­α νά ἐ­πι­σκε­φθεῖ τούς Ἁ­γί­ους Τό­πους, τόν ὁ­δή­γη­σε στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Τίς ἡ­μέ­ρες πού προ­σκυ­νοῦ­σε τούς ἱ­ε­ρούς τό­πους, ὅταν ἀ­σπα­ζό­ταν τά ἱ­ε­ρά σύμ­βο­λα, αἰ­σθάν­θη­κε βα­θύ­τα­τη συγ­κί­νη­ση. Ἔ­φε­ρε στή σκέ­ψη του καί βί­ω­σε ὅ­σα ὁ Κύ­ριος ἔ­πα­θε ἐ­κεῖ γιά τή σω­τη­ρί­α καί τή λύ­τρω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που. Αἰ­σθάν­θη­κε βα­θύ­τα­τη εὐ­γνω­μο­σύ­νη. Τό­τε ἀ­κρι­βῶς πῆ­ρε τήν ὁ­ρι­στι­κή ἀ­πό­φα­ση νά ἀ­φι­ε­ρώ­σει ὁ­λό­κλη­ρη τή ζω­ή του γιά τή δό­ξα τοῦ Κυ­ρί­ου.

Ἀ­να­χω­ρεῖ λοι­πόν ἀ­μέ­σως γιά τήν Ἀν­τι­ό­χεια, γιά νά γνω­ρί­σει τόν φη­μι­σμέ­νο τό­τε Συ­με­ών τόν Στυ­λί­τη καί νά πα­ρα­κο­λου­θή­σει ἀ­πό κον­τά τήν ἀ­σκη­τι­κή του πο­λι­τεί­α. Καί πράγματι ἡ ὁ­σί­α ἀ­σκη­τι­κή ζω­ή τοῦ Στυ­λί­τη ἄ­σκη­σε ἐ­πά­νω του γο­η­τεί­α, ἡ ὁ­ποί­α τοῦ ἐ­νέ­πνευ­σε πολ­λές ἱ­ε­ρές ἀ­πο­φά­σεις. Ἀλ­λά καί ὁ Συ­με­ών δι­εῖ­δε στό πρό­σω­πο τοῦ Θεοδοσίου τό με­γά­λο ἀ­σκη­τῆ τοῦ μέλ­λον­τος, τόν ἐρ­γά­τη τοῦ Θε­οῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πρό­κει­το νά γί­νει σπου­δαῖ­ος πα­ρά­γον­τας ἐ­νι­σχύ­σε­ως καί δι­α­δό­σε­ως τῆς μο­να­στι­κῆς ζω­ῆς καί ἀσκή­σε­ως.

Ἀρ­γό­τε­ρα ὁ Θε­ο­δό­σιος ἐ­πέ­στρε­ψε στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα καί προ­σκολ­λή­θη­κε στόν ἐ­νά­ρε­το ἡ­συ­χα­στή Λογ­γί­νο. Κον­τά στόν εὐ­λα­βῆ αὐ­τό μο­να­χό θέ­λη­σε νά μα­θη­τεύ­σει ὁ Θε­ο­δό­σιος καί νά ἑ­τοι­μα­σθεῖ γιά τό με­τέ­πει­τα ἔρ­γο του. Χρει­ά­ζε­ται, πρίν ὁ ἐρ­γά­της τοῦ Θε­οῦ προ­χω­ρή­σει στή δρά­ση, νά αὐ­το­συγ­κεν­τρω­θεῖ, νά μα­θη­τεύ­σει, νά προ­σευ­χη­θεῖ, νά με­λε­τή­σει, νά ἐμ­πνευ­σθεῖ. Ἔ­τσι καί ὁ Θε­ο­δό­σιος κον­τά στό Λογ­γί­νο ἀ­σκή­θη­κε μέ πολ­λή αὐ­στη­ρό­τη­τα καί συγ­χρό­νως συ­ζη­τοῦ­σε μα­ζί του, προ­σευ­χό­ταν, με­λε­τοῦ­σε καί ἑ­τοι­μα­ζό­ταν.

Ἦρ­θε τέ­λος ὁ και­ρός νά ἐκ­πλη­ρώ­σει τήν ἱ­ε­ρή του ἀ­πό­φα­ση καί νά πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τό θε­ά­ρε­στο πό­θο του. Ἀ­πο­σύρ­θη­κε λοι­πόν μό­νος του σέ κά­ποι­ο ἡ­συ­χα­στή­ριο μα­κριά ἀπό τόν κό­σμο, σέ τό­πο ἔ­ρη­μο, γιά νά με­τα­τρέ­ψει τήν ἔ­ρη­μο σέ τό­πο ἀ­σκή­σε­ως, ὕ­μνου καί λα­τρεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Ἀ­κό­μη νά τήν κά­νει τό­πο ἀ­σκή­σε­ως καί ἀ­γά­πης μέ ὅ­λες της τίς μορ­φές.

Δέν ἄρ­γη­σαν νά πραγ­μα­το­ποι­η­θοῦν οἱ ἱ­ε­ροί του σκο­ποί, τοῦ Κυ­ρί­ου συ­νερ­γοῦν­τος, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τηύ­θυ­νε καί εὐ­λο­γοῦ­σε τόν ἀ­γώ­να του. Οἱ δι­α­βά­τες, οἱ ὁ­δοι­πό­ροι καί τα­ξι­δι­ῶ­τες ἄρ­χι­σαν νά πλη­ρο­φο­ροῦν­ται τήν ἐ­κεῖ ἐγ­κα­τά­στα­ση τοῦ Θε­ο­δο­σί­ου καί κου­ρα­σμέ­νοι στα­μα­τοῦ­σαν στό πρό­χει­ρο κα­τά­λυ­μά του, γιά νά προ­φυ­λα­χθοῦν ἀ­πό τίς και­ρι­κές συν­θῆ­κες καί νά ἀ­να­παυ­θοῦν ἀ­πό τόν κό­πο τῆς ὁ­δοι­πο­ρί­ας. Ὁ Ἅ­γιος χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε τήν εὐ­και­ρί­α αὐ­τή γιά νά πε­ρι­ποι­η­θεῖ ὡς κα­λός Σα­μα­ρεί­της αὐ­τούς πού ὁ Θε­ός τοῦ ἔ­στελ­νε. Ἔβλεπε ψυ­χές γιά τίς ὁ­ποῖ­ες Χρι­στός ἀ­πέ­θα­νε καί ἑ­τοί­μα­σε βα­σι­λεί­α οὐ­ρά­νια. Ἀ­φοῦ τούς ἔ­δι­νε ὅ,τι τοῦ ἦ­ταν δυ­να­τόν γιά νά τούς ἀ­να­κου­φί­σει ἀ­πό τίς ἀ­νάγ­κες τοῦ σώ­μα­τος, ὕστε­ρα τούς πα­ρέ­θε­τε τρά­πε­ζα πνευ­μα­τι­κή, γιά νά θρέ­ψει καί τήν ψυ­χή τους καί νά τούς οἰ­κο­δο­μή­σει ἐν Χρι­στῷ. Συ­ζη­τοῦ­σε μα­ζί τους σάν πα­τέ­ρας μέ παι­δί, σάν ἀ­δελ­φός μέ ἀδελ­φό. Ἡ πολ­λή του ἀ­γά­πη, ἀ­γά­πη Χρι­στοῦ, συν­δυ­α­σμέ­νη πάν­το­τε μέ σύ­νε­ση καί δι­ά­κρι­ση τοῦ ἔ­δει­χνε τόν τρό­πο μέ τόν ὁ­ποῖ­ο θά μπο­ροῦ­σε νά ἐ­πι­δρά­σει σέ κά­θε περίπτωση. Ἔ­τσι κά­θε του λό­γος καί κά­θε συμ­βου­λή πο­τι­σμέ­νη στό θεῖ­ο θέ­λη­μα ἔ­βρι­σκε εὐ­με­νῆ ἀ­πή­χη­ση στίς δι­ψα­σμέ­νες ψυ­χές. Ἐ­νέ­πνε­ε ἡ φυ­σι­ο­γνω­μί­α του, ἐ­νί­σχυ­ε ἡ συμβου­λή του, πα­ρη­γο­ροῦ­σε ὁ λό­γος του, οἰ­κο­δο­μοῦ­σε ἡ ἀ­γά­πη του. Ἔ­φευ­γαν οἱ ἄν­θρω­ποι ὠ­φε­λη­μέ­νοι μέ τή γλυ­κιά γεύ­ση τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­γά­πης.

Ποι­ός ξέ­ρει πό­σοι γνώ­ρι­σαν ἐ­κεῖ τόν Χρι­στό καί με­τα­νό­η­σαν! Τό βέ­βαι­ο εἶ­ναι ὅ­τι πο­λύ γρή­γο­ρα ὄ­χι μό­νο δι­α­βά­τες ἀλ­λά καί πολ­λοί ἄλ­λοι ἔρ­χον­ταν ἐ­πί­τη­δες καί ἀ­πό μα­κρι­νές ἀκό­μη ἀ­πο­στά­σεις, γιά νά δοῦν τόν Θε­ο­δό­σιο, νά τόν γνω­ρί­σουν, νά τοῦ ἐμ­πι­στευ­θοῦν τά προ­βλή­μα­τά τους, νά ζη­τή­σουν καί νά δε­χθοῦν τή συμ­βου­λή του. Καί ἐ­κεῖ­νος ὄ­χι μόνο συμ­με­τεῖ­χε ὁ­λό­ψυ­χα καί πρό­σφε­ρε ὅ,τι χρει­α­ζό­ταν κά­θε φο­ρά, ἀλ­λά καί γιά πολ­λές ὧ­ρες τό δι­ά­στη­μα τῆς νύ­χτας προ­σευ­χό­ταν στό Θε­ό γιά τά ζη­τή­μα­τά τους.

Ἀ­λή­θεια πό­ση ἀ­νάγ­κη ἔ­χουν οἱ ἄν­θρω­ποι γιά πα­ρη­γο­ριά καί ἐ­νί­σχυ­ση! Ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη ἀ­πό εἰ­λι­κρι­νῆ ἀ­γά­πη, τήν ὁ­ποί­α οἱ ἄν­θρω­ποι κά­θε ἐ­πο­χῆς ἐ­πι­ζη­τοῦν ὅ­που εἶ­ναι δυ­να­τόν νά τή βροῦν. Για­τί σέ κά­θε ἐ­πο­χή ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ὁ ἴ­διος, μέ τίς ἴ­δι­ες ἀ­νάγ­κες καί τίς ἴ­δι­ες δυ­σκο­λί­ες. Γι’ αὐ­τό εἶ­ναι πε­ρι­ζή­τη­τοι οἱ ἄν­θρω­ποι τῆς ἀ­γά­πης, οἱ ὁ­ποῖ­οι σάν τόν ἅ­γιο Θε­ο­δό­σιο γί­νον­ται μι­μη­τές του Χρι­στοῦ καί με­τα­δί­δουν στούς ἀ­δελ­φούς τους ὅ,τι ἡ ἀ­γά­πη τούς ἐμ­πνέ­ει. Ἄς αὐ­ξά­νει ὁ Θε­ός καί στήν ἐ­πο­χή μας τούς πο­λύ­τι­μους αὐ­τούς ἀνθρώπους καί ἄς εὐ­λο­γεῖ πλού­σια τό ἱ­ε­ρό ἔρ­γο τῆς ἐν Χρι­στῷ ἀ­γά­πης!

Κοι­νο­βιά­ρχης ἀ­γω­νι­στής

Γύ­ρω ἀ­πό τό ἡ­συ­χα­στή­ριο τοῦ ὁ­σί­ου Θε­ο­δο­σί­ου μέ τό πέ­ρα­σμα τοῦ χρό­νου ἄρ­χι­σαν νά ἐγ­κα­θί­σταν­ται πολ­λοί ἀ­πό ἐ­κεί­νους πού τόν γνώ­ρι­σαν. Εἶ­χαν στη­θεῖ στήν πε­ρι­ο­χή πολλές κα­λύ­βες μέ κέν­τρο καί ὁ­δη­γό τήν εὐ­γε­νῆ καί φω­το­βό­λο μορ­φή τοῦ ὁ­σί­ου. Φτω­χοί καί πλού­σιοι ἔ­βρι­σκαν γύ­ρω του καί κον­τά του γα­λή­νιο καί ἀ­σφα­λές λι­μά­νι.

Αὐ­τή ὅ­μως ἡ ὑ­περ­βο­λι­κή συγ­κέν­τρω­ση ἀν­θρώ­πων γύ­ρω του — Θε­οῦ ἐμ­πνεύ­ση καί θεῖ­ο δῶ­ρο — ἐ­νέ­πνευ­σε τόν Θε­ο­δό­σιο νά σκε­φθεῖ καί νά ἀ­πο­φα­σί­σει τήν ἵ­δρυ­ση κοινοβίου. Καί πραγ­μα­το­ποί­η­σε τό ἱ­ε­ρό σχέ­διο του ὁ Ὅ­σιος μέ ζῆ­λο πο­λύ. Ἔ­κτι­σε γρή­γο­ρα κοι­νό­βιο σέ πε­ρι­ο­χή πέ­ρα ἀ­πό τή Νε­κρά θά­λασ­σα. Κον­τά σ’ αὐ­τό κτί­σθη­καν μέ τό χρό­νο καί ἰ­δι­αί­τε­ρα δι­α­με­ρί­σμα­τα ὡς ξε­νῶ­νες γιά τούς πολ­λούς ἐ­πι­σκέ­πτες καί προ­σκυ­νη­τές. Ἀ­κό­μη καί νο­σο­κο­μεῖ­ο γιά τούς ἀ­σθε­νεῖς καί γέ­ρον­τες καί ὀρ­φα­νο­τρο­φεῖ­ο γιά τά ὀρ­φα­νά εἶ­χε ἀ­νοι­κο­δο­μή­σει. Χάρ­μα ὀ­φθαλ­μῶν ἦ­ταν τό εὐ­λο­γη­μέ­νο κοι­νο­βια­κό συγ­κρό­τη­μα στό κέν­τρο τοῦ ὁ­ποί­ου δέ­σπο­ζε ὁ ἱ­ε­ρός Να­ός του.

Ἀ­πό τό­τε ὁ Θε­ο­δό­σιος ἔ­λα­βε καί τό προ­σω­νύ­μιο κοι­νο­βιά­ρχης. Ἦ­ταν ὁ νοῦς πού κα­τηύ­θυ­νε, ὁ πα­τέ­ρας καί ἀ­δελ­φός πού συμ­πα­ρα­στε­κό­ταν, ὁ ἰα­τρός καί ὑ­πη­ρέ­της ὅ­λων. Συγχρό­νως ἦ­ταν δι­δά­σκα­λος τῆς εὐ­σε­βεί­ας, ὁ­δη­γός τῶν ψυ­χῶν, τύ­πος γε­νό­με­νος τῶν αὐ­τοῦ μα­θη­τῶν. Τό πνεῦ­μα πού ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε στό ἱ­ε­ρό κοι­νό­βιο με­τα­ξύ τῶν μο­να­χῶν καί ἐ­πι­σκε­πτῶν ἦ­ταν ἡ λα­τρεί­α τοῦ Θε­οῦ καί ἡ ἀ­γά­πη. Προ­σευ­χή καί ἐρ­γα­σί­α γιά τή σω­τη­ρί­α τῶν ψυ­χῶν.

Πε­ρί­που ἑ­κα­τό ἐ­πι­σκέ­πτες ἔρ­χον­ταν κά­θε μέ­ρα στό κοι­νό­βιο τοῦ Θε­ο­δο­σί­ου καί ἔ­φευ­γαν μέ τά ἀ­πα­ραί­τη­τα ὑ­λι­κά καί πνευ­μα­τι­κά ἐ­φό­δια. Πολ­λοί ἦ­ταν καί αὐ­τοί πού πρό­σφε­ραν πλού­σια ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά. Ἡ φή­μη τοῦ ὁ­σί­ου εἶ­χε κερ­δί­σει τήν ἐμ­πι­στο­σύ­νη πολ­λῶν πι­στῶν πλου­σί­ων. Ἔ­τσι ἐ­φερ­ναν οἱ ἴ­διοι ἤ ἔ­στελ­ναν μέ ἄλ­λους ἀ­πό τά ἀ­γα­θά τους, γιά νά τά δια­θέ­τει ὁ Ὅ­σιος κα­τά τήν κρί­ση του σ’ αὐ­τούς πού εἶ­χαν πραγ­μα­τι­κή ἀ­νάγ­κη.

Πρέ­πει ἀ­κό­μη νά ση­μει­ω­θεῖ ὅ­τι ὑ­πῆρ­ξαν ἐ­πο­χές πού ὁ Θε­ο­δό­σιος, ὁ πρα­ό­τα­τος καί ἤ­ρε­μος ἄν­θρω­πος, γι­νό­ταν μα­χη­τι­κός καί ὁρ­μη­τι­κός. Ἦ­ταν ἐ­πο­χές κα­τά τίς ὁ­ποῖ­ες τά δόγμα­τα τῆς πί­στε­ως δέ­χον­ταν σκλη­ρή πο­λε­μι­κή καί ἡ ἀ­λή­θεια καί ἡ εὐ­σέ­βεια δι­ω­κό­ταν. Συγ­κε­κρι­μέ­να ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας Ἀ­να­στά­σιος (428 – 518 μ.Χ.) ἦ­ταν ἀν­τί­θε­τος στίς ἀποφά­σεις τῆς Δ΄ Οἴ­κου­με­νι­κης Συ­νό­δου καί φί­λος τῆς αἱ­ρέ­σε­ως τῶν Εὐ­τυ­χοῦς, Δι­ο­σκό­ρου καί Σε­βή­ρου. Ἐ­κμε­ταλ­λευ­ό­ταν λοι­πόν τή θέ­ση του καί ὑ­πο­χρέ­ω­νε ἤ καί κο­λά­κευ­ε πολ­λούς νά ὑ­πο­γρά­φουν καί νά συμ­φω­νοῦν πρός τή μο­νο­φυ­σι­τι­κή αἵ­ρε­ση. Τό ἴ­διο θέ­λη­σε νά κά­νει καί μέ τόν Θε­ο­δό­σιο. Ἀ­πό αὐ­τόν ἄλ­λω­στε ἤλ­πι­ζε πολ­λά λό­γῳ τῆς φή­μης καί τῆς εὐ­λά­βειας πού ἀ­πο­λάμ­βα­νε ἀ­πό πλή­θη ἀν­θρώ­πων. Ἔ­στει­λε λοι­πόν πρός τόν Θε­ο­δό­σιο δῶ­ρα πλού­σια μέ τήν ἀ­παί­τη­ση νά ὑ­πο­γρά­ψει τήν αἵ­ρε­ση καί νά προ­σχω­ρή­σει σ αὐ­τή.

Οἱ με­γά­λοι ὅ­μως ἄν­δρες πού ἔ­χουν συ­ναί­σθη­ση τῆς θέ­σε­ώς τους δέν δε­λε­ά­ζον­ται ἀ­πό δῶ­ρα. Ὁ Θε­ο­δό­σιος ὕ­ψω­σε τό ἀ­νά­στη­μά του καί μέ πα­τε­ρι­κή παρ­ρη­σί­α ἤ­λεγ­ξε τόν αὐτο­κρά­το­ρα μέ καυ­στι­κές ἐ­πι­στο­λές, ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως τοῦ ἀ­πέ­δει­ξε ὅ­τι οἱ σκέ­ψεις του καί οἱ ἐ­νέρ­γει­ές του εἶ­ναι ὀ­λέ­θρι­ες γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί τό Ἔ­θνος. Δέν πε­ρι­ο­ρί­σθη­κε ὅ­μως μέ­χρις ἐ­δῶ. Μέ τή συ­ναί­σθη­ση τῆς κρι­σι­μό­τη­τας τῶν και­ρῶν συγ­κέν­τρω­σε τούς πι­στούς του καί τούς κα­τα­τό­πι­σε γιά τό με­γά­λο κίν­δυ­νο. Τούς συ­νέ­στη­σε νά εἶ­ναι προσεκτι­κοί σέ ὅ,τι ἀ­φο­ρᾶ τήν πί­στη καί τά δόγ­μα­τα. Τούς ἀ­νέ­πτυ­ξε ἀ­κό­μη ὅ­τι οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι τι­μοῦν δυ­ό φύ­σεις τοῦ Χρι­στοῦ, θεί­α καί ἀν­θρώ­πι­νη, ἑ­νω­μέ­νες σέ μί­α ὑ­πό­στα­ση ἀσυγχύτως, ἀ­τρέ­πτως, ἀ­χω­ρί­στως καί ἀ­δι­αι­ρέ­τως, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς δογ­μά­τι­σε ἡ Δ΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος. Συγ­χρό­νως ἀ­νέ­λα­βε πε­ρι­ο­δεί­α καί στή γύ­ρω πε­ρι­ο­χή μέ τήν ἴ­δια ἀποστο­λή καί τό ἴ­διο κή­ρυγ­μα.

Ἡ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ὅ­μως αὐ­τή τοῦ Θε­ο­δο­σί­ου, ὅ­πως ἦ­ταν φυ­σι­κό, ἐ­ξόρ­γι­σε τόν αὐ­το­κρά­το­ρα ὁ ὁ­ποῖ­ος τόν ἐ­ξό­ρι­σε ὅ­σο πιό μα­κριά μπο­ροῦ­σε, γιά νά τόν κα­τα­στή­σει ἀ­κίν­δυ­νο. Νέ­ο πα­ρά­ση­μο αὐ­τό γιά τόν ὅ­σιο ἄν­δρα, ὁ ὁ­ποῖ­ος δέν ἔ­παυ­σε νά ἐρ­γά­ζε­ται στόν τό­πο τῆς ἐ­ξο­ρί­ας του καί νά προ­σεύ­χε­ται γιά τή στή­ρι­ξη τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Βέ­βαι­α με­τά τό θάνα­το τοῦ δυσ­σε­βοῦς αὐ­το­κρά­το­ρα ὁ Θε­ο­δό­σιος ἐ­πα­νῆλ­θε στή θέ­ση του. Καί ἐ­πα­νῆλ­θε πιό λαμ­πρός καί πιό δυ­να­τός. Οἱ ἀρ­χι­ε­πί­σκο­ποι Ρώ­μης Ἀ­γά­πιος καί Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας Ἐφραίμ τοῦ ἀ­πέ­στει­λαν ἐ­πι­στο­λές μέ τίς ὁ­ποῖ­ες ἐ­ξυ­μνοῦ­σαν καί ἐ­παι­νοῦ­σαν τή στα­θε­ρή στά­ση του καί τό θαυ­μα­στό ἔρ­γο του. Νω­ρί­τε­ρα ὅ­μως εἶ­χε ἐγ­κω­μιά­σει τόν ὅ­σιο ὁ Θε­ός, για­τί ἀ­κο­λού­θη­σε πι­στά τήν πα­ραγ­γε­λί­α του: «ἕ­ως θα­νά­του ἀ­γώ­νι­σαι πε­ρί τῆς ἀ­λη­θεί­ας» (Σ. Σειρ. δ΄ 28).

Ὁ ὅ­σιος Θε­ο­δό­σιος δέ­χθη­κε ἀ­πό τόν Θε­ό καί ἄλ­λο χά­ρι­σμα. Τό χά­ρι­σμα τῆς θαυ­μα­τουρ­γί­ας. Ὡς ἐ­κλε­κτός του Θε­οῦ καί μέ τή θεί­α Του δύ­να­μη ἔ­κα­νε πολ­λά καί ποι­κί­λα θαύματα. Ἀ­πό αὐ­τά πολ­λά ἀ­να­φέ­ρον­ται στή θε­ρα­πεί­α ἀ­σθε­νῶν καί μά­λι­στα μέ βα­ρι­ές ἀ­σθέ­νει­ες. Ἀλ­λά στή γε­ωρ­γί­α, ὅ­πως ἡ δι­α­φύ­λα­ξη τῆς καλ­λι­έρ­γειας τοῦ σι­τα­ριοῦ ἤ ἡ φυγάδευ­ση τῆς ἀ­κρί­δας. Ἄλ­λα ἀ­να­φέ­ρον­ται στήν κα­τά­παυ­ση σει­σμοῦ ἤ τήν ἐ­ξεύ­ρε­ση τρο­φί­μων καί ἐν­δυ­μά­των γιά τίς ἀ­νάγ­κες τοῦ κοι­νο­βί­ου. Μέ ὅ­λα αὐ­τά, τίς δι­δα­σκα­λί­ες, τά θαύ­μα­τα καί τίς προ­σευ­χές, ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε τούς Χρι­στια­νούς ὡς ἄν­θρω­πος πί­στε­ως καί ἀ­γά­πης μέ κέν­τρο καί ὁρ­μη­τή­ριο τό εὐ­λο­γη­μέ­νο ἐ­ρη­μη­τή­ριο καί κοι­νό­βιό του.

Μέ­χρι τά βα­θιά γε­ρά­μα­τά του ἀ­ξι­ώ­θη­κε ὁ Θε­ο­δό­σιος νά προ­σφέ­ρει τίς πο­λύ­τι­μες ὑ­πη­ρε­σί­ες του γιά τή δό­ξα τοῦ Κυ­ρί­ου καί τήν ὠ­φέ­λεια τῶν ψυ­χῶν. Μυ­ριά­δες ἀν­θρώ­πων δέχθη­καν τούς καρ­πούς τῆς ἀ­γά­πης του. Ἀλ­λά καί πά­ρα πολ­λοί μα­θη­τές του μι­μή­θη­καν τίς με­γά­λες ἀ­ρε­τές του καί ἀ­κο­λού­θη­σαν τό δι­κό του πρό­γραμ­μα. Ἔ­τσι γρή­γο­ρα ἱδρύθη­καν κον­τά καί μα­κριά καί ἄλ­λα πα­ρό­μοι­α μο­να­στι­κά κέν­τρα πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς, χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­γά­πης, ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς καί φι­λαν­θρω­πί­ας. Καί αὐ­τός γε­μά­τος εὐ­γνω­μο­σύ­νη στό Θε­ό γιά τίς πλού­σι­ες εὐ­λο­γί­ες, πλή­ρης ἡ­με­ρῶν, σέ ἡ­λι­κί­α 105 ἐ­τῶν, στίς 11 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου τοῦ 529 μ.Χ. πα­ρέ­δω­σε τό πνεῦ­μα του. Ἔ­τσι ὡς δοῦ­λος ἀ­γα­θός καί πι­στός στόν Κύ­ριο καί Θε­ό του ἀ­να­μέ­νει ἀ­πό Ἐ­κεῖ­νον «τόν τῆς δι­και­ο­σύ­νης στέ­φα­νον» (Β΄ Τίμ. δ΄ 8).

Τέ­τοι­α πα­ρά­δο­ση ἔ­χει ὁ ἱ­ε­ρός μο­να­χι­κός βί­ος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Πα­ρά­δο­ση μέ δι­πλή ἀ­πο­στο­λή. Ἀ­πο­στο­λή δο­ξο­λο­γί­ας καί λα­τρεί­ας τοῦ Θε­οῦ καί συγ­χρό­νως φι­λαν­θρω­πί­ας καί ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς. Ἄς ἀ­ξι­ώ­νει ὁ Κύ­ριος καί στίς μέ­ρες μας νά ἀν­θοῦν τέ­τοι­ου εἴ­δους Μο­νές. Θά ἀ­πο­τε­λοῦν τό στή­ριγ­μα τῶν πι­στῶν καί τή δό­ξα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.

Οἶ­κος τοῦ Ἁ­γί­ου:

Ἄν­θρω­πος μέν τή φύ­σει ἐ­χρη­μά­τι­σας, πά­τερ, ἀλλ’ ὤ­φθης συμ­πο­λί­της Ἀγ­γέ­λων, ὡς γάρ ἄ­σαρ­κος ἐ­πί γῆς βι­ο­τεύ­σας, σο­φέ, τῆς σαρ­κός ἅ­πα­σαν τήν πρό­νοι­αν ἀ­πέρ­ρι­ψας διο καί πάρ’ ἡ­μῶν ἀ­κού­εις:

Χαί­ροις, τῆς ἐ­ρή­μου πο­λι­στής παγ­κό­σμιος

χαί­ροις, οἰ­κου­μέ­νης φω­στήρ ὁ πο­λύ­φω­τος.

Χαί­ροις, πολ­λούς ἐκ πλά­νης ρυ­σά­με­νος

χαί­ροις, κρου­νούς θαυ­μά­των δω­ρού­με­νος.

Χαί­ροις, πτω­χῶν τήν φρον­τί­δα ποι­ή­σας

χαί­ροις, ἡ­μῶν ὁ προ­στά­της καί ρύ­στης.

Χαί­ροις, πά­τερ Θε­ο­δό­σι­ε.

Ἀπό τό βιβλίο «Καλλίνικοι Μάρτυρες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη