Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης ὁ διὰ Χριστὸν πτωχός
Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὴν ἐποχὴ ποὺ βασίλευε ὁ Λέων ὁ Α΄ (457-474), ἀπὸ ἐπιφανεῖς καὶ ἀριστοκράτες γονεῖς, τὸν συγκλητικὸ Εὐτρόπιο καὶ τὴ Θεοδώρα.
Στὸ πλούσιο ἀρχοντικό του ὁ μικρὸς Ἰωάννης ἀπολάμβανε ὅλες τὶς ἀνέσεις. Τίποτε ὑλικὸ δὲν στερήθηκε. Ἀλλὰ καὶ στὴ γνώση μορφώθηκε ἀπὸ φημισμένους δασκάλους τῆς ἐποχῆς του. Ὅμως ὅλα αὐτὰ δὲν τὸν ἱκανοποιοῦσαν. Ἡ καρδιά του ἀλλοῦ στρεφόταν. Στὸ Θεό! Ἐκεῖ ἔβρισκε πλήρωμα εὐφροσύνης καὶ εὐτυχίας. Ὁ γνήσιος πόθος νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Κύριο ὅλο καὶ μεγάλωνε μέσα του. Μετὰ δὲ ἀπὸ μιὰ «τυχαία» ἐπικοινωνία ποὺ εἶχε μὲ μοναχὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀκοιμήτων, ἀποφάσισε νὰ ἐπισπεύσει τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὴ μοναχικὴ πολιτεία.
Πρὶν ὅμως ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸ σπίτι του, παρακάλεσε τοὺς γονεῖς του νὰ τοῦ δωρίσουν ἕνα Εὐαγγέλιο. Οἱ πλούσιοι γονεῖς του παρήγγειλαν ἀμέσως σὲ ἄριστο καλλιγράφο νὰ τοὺς ἑτοιμάσει ἕνα χειρόγραφο τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, μάλιστα ἐπιχρυσωμένο καὶ ποικιλμένο μὲ μαργαριτάρια καὶ πολύτιμους λίθους…
Μὲ τὸν πολύτιμο αὐτὸ πνευματικὸ θησαυρὸ στὰ χέρια του ὁ μικρὸς Ἰωάννης, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τοὺς γονεῖς του, ἀναχώρησε κρυφὰ γιὰ τὸ μοναστήρι τῶν Ἀκοιμήτων. Μὲ πόθο πολὺ μελετοῦσε ἐκεῖ καθημερινὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Διόρθωνε τὸ βίο του, χάραζε μέσα του ὅλο καὶ νέες πορεῖες τελειώσεως ἐφαρμόζοντας μὲ ἀκρίβεια τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου.
Ἡμέρα μὲ τὴν ἡμέρα προέκοπτε στὴ μοναχικὴ ζωή. Οἱ μοναχοὶ τὸν θαύμαζαν γιὰ τὴν ἀδολότητα καὶ τὴν εἰλικρίνειά του, πιὸ πολὺ ὅμως γιὰ τὴν ἄσκησή του καὶ τὴν ὑπακοή του. Γιὰ ὅλους ἦταν ἕνα ζηλευτὸ παράδειγμα πρὸς μίμηση…
Τὰ χρόνια κυλοῦσαν γιὰ τὸν Ἰωάννη μὲ νίκες πνευματικές. Δὲν ἄργησαν ὅμως νὰ φανοῦν καὶ οἱ πειρασμοί. Ἦλθαν λογισμοὶ γιὰ τοὺς γονεῖς του: «Τί νὰ κάνουν;… Σὲ περιμένουν!…» Μαζὶ ἦλθαν καὶ εἰδήσεις: «Ξέρεις, ὁ πατέρας σου ἀπὸ τότε ποὺ ἔφυγες σκληρύνθηκε… Ἡ μάνα σου εἶναι ἀπαρηγόρητη».
Ὁ καλὸς μοναχὸς ἐξαγόρευσε ὅλο τὸ θέμα στὸ Γέροντά του. Καὶ ὁ φωτισμένος ἡγούμενος ἔδωσε λύση εἰδικὴ γιὰ τὴν περίπτωση: νὰ πάει ὁ Ἰωάννης στὸ σπίτι του, χωρὶς ὅμως νὰ ἀφήσει τὴν ἄσκησή του.
Ἔτσι ὁ Ἰωάννης μὲ τὶς εὐχὲς τῶν πατέρων ἀναχώρησε γιὰ τὸ ἀρχοντικό τους πατρικὸ σπίτι. Ἔφθασε ἐκεῖ μὲ ροῦχα φτωχοῦ ζητιάνου, μὲ ὄψη καταπονημένη ἀπὸ τὴν ἄσκηση ἀλλὰ ἐξαγνισμένη καὶ φωτεινὴ ἀπὸ τὴ θεία Χάρη.
Οἱ γονεῖς του δὲν τὸν ἀναγνώρισαν. Ἔδωσαν ἐντολὴ στοὺς ὑπηρέτες νὰ τοῦ φτιάξουν μιὰ πρόχειρη καλύβα στὴν εἴσοδο τοῦ κτήματος, καὶ ἐκεῖ νὰ μένει σὰν ξένος… Ἐκεῖ ὁ Ἰωάννης, ὁ ἄσημος καὶ περιφρονημένος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ τόσο γνωστὸς καὶ ἀγαπητὸς στὸ Θεό, συνέχισε τὸν εὐλογημένο ἀλλὰ καὶ τόσο παράδοξο τρόπο ἀσκήσεως.
Καθὼς περνοῦσε ὁ καιρός, τὸ περίσσευμα τῆς ψυχικῆς του χαρᾶς καὶ εἰ ρήνης ἀβίαστα ἁπλωνόταν καὶ πρὸς τοὺς ἔξω. Κέρδιζε σιγά-σιγὰ τὴ συμπάθεια τῶν ὑπηρετῶν. Σ’ ὅλους ἀσκοῦσε μὲ τὴν πραότητά του μιὰ εὐεργετικὴ ἐπιρροή. Τὸ ἴδιο αἰσθάνονταν καὶ οἱ κύριοι τοῦ σπιτιοῦ. Ἡ μητέρα του ἄρχισε νὰ εἰρηνεύει· καὶ ὁ πατέρας του νὰ μαλακώνει καὶ νὰ ζεῖ πιὸ συνειδητὰ τὴ χριστιανικὴ ζωή. Πόσες ἄραγε μυστικὲς θερμὲς προσευχὲς δὲν θὰ εἶχε ἀπευθύνει γι’ αὐτοὺς στὸν Θεὸ ὁ γιός τους, ὁ πιστὸς Ἰωάννης!
Τρία χρόνια παρέμεινε ἐδῶ στὴν ἀπέριττη καλύβα του. Ζοῦσε μὲ προσευχή, μὲ ἱερὴ ἀδολεσχία, μὲ μελέτη τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου του, μὲ νηστεῖες ἀλλὰ καὶ μὲ φιλανθρωπία, ἀφοῦ ἀπὸ τὸ λιτὸ φαγητὸ ποὺ τοῦ ἔδιναν ξεχώριζε καὶ ἔδινε πάντα σὲ περαστικοὺς ζητιάνους. Κάποιες φορὲς οἱ κύριοί του τὸν καλοῦσαν νὰ φάει μαζί τους. Αὐτὸς εὐγενικὰ ἀρνιόταν… Καὶ συνέχιζε εἰρηνικὰ τὴν ἄσκησή του…
Πλησίαζε τώρα τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Μιὰ μέρα ἄκουσε μυστικὰ τὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου ποὺ τοῦ ἔλεγε: «Νὰ χαίρεσαι, Ἰωάννη, γιατὶ ἔμεινες σταθερὸς στὴν κλήση σου. Νίκησες μὲ τὴν ὑπομονή σου τὸν πονηρὸ διάβολο. Σὲ τρεῖς μέρες ἄγγελοι θὰ ἔλθουν γιὰ νὰ σὲ παραλάβουν καὶ νὰ σὲ φέρουν κοντά μου». Σκίρτησε τότε ἀπὸ χαρὰ ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ. Σκέφθηκε ὅμως πὼς τώρα ἦταν ἡ κατάλληλη ὥρα νὰ ἀποκαλύψει τὸν ἑαυτό του στοὺς δικούς του. Σὲ λίγο συγκινημένος ἔλεγε στὴν οἰκοδέσποινα:
–Εὐχαριστῶ θερμὰ γιὰ τὴ συγκατάβασή σας ποὺ μὲ εἴχατε αὐτὰ τὰ χρόνια κοντά σας. Σὲ λίγο θὰ φύγω ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. Θέλω νὰ ταφῶ μέσα σ’ αὐτὴν τὴν καλύβα μὲ τὰ ροῦχα ποὺ φορῶ.
Καὶ πρὶν τελειώσει ἅπλωσε τὰ χέρια του καὶ τῆς ἔδειξε καὶ τῆς παρέδωσε τὸ θησαυρό του, τὸ χρυσόδετο Εὐαγγέλιο ποὺ ἐδῶ καὶ δέκα χρόνια κρατοῦσε.
Ἔκπληκτη ἡ Θεοδώρα ἔτρεξε ἀμέσως στὸ σύζυγό της:
–Ἔλα νὰ δεῖς! τοῦ λέει, ὁ ζητιάνος κατέχει τὸ δῶρο ποὺ εἴχαμε δώσει κάποτε στὸ παιδί μας.
Φθάνοντας καὶ οἱ δυὸ γονεῖς μαζὶ στὴν καλύβα ρωτοῦν μὲ ἀγωνία τὸν καλοσυνάτο ξένο τους:
–Πές μας, ποῦ τὸ βρῆκες αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο;
Καὶ ἀκοῦνε ἔκπληκτοι:
–Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰωάννης ὁ γιός σας. Κράτησα σφιχτὰ αὐτὸ τὸ δῶρο ποὺ μοῦ εἴχατε δώσει, μένοντας πιστὸς στὰ προστάγματα τοῦ Κυρίου μας. Γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ παρέμεινα ξένος σηκώνοντας μὲ χαρὰ «τὸν χρηστὸ ζυγό του καὶ τὸ ἐλαφρὸ φορτίο του».
Πλημμυρισμένοι στὰ δάκρυα οἱ γονεῖς ἀγκάλιασαν σφιχτὰ τὸ παιδί τους.
Ἔμαθαν μετὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο ἀναλυτικὰ τὸ βίο του. Καὶ δόξασαν τὸν Θεό… Σὲ λίγο ὁ Ἰωάννης εἰρηνικὰ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο. Τὸ γεγονὸς διαδόθηκε ἀστραπιαῖα στὸν κόσμο. Ἡ Κωνσταντινούπολη συγκλονίστηκε ἀπὸ τὴν εἴδηση. Ἀνάμεσα στὰ σπίτια της ζοῦσε ἕνας κρυμμένος ὅσιος. Πλῆθος κόσμου ἔτρεξε στὴν κηδεία τοῦ ἀσήμου καὶ φτωχοῦ μοναχοῦ Ἰωάννου…
Στὸν ταπεινὸ τόπο ὅπου ἐτάφη, ὑψώθηκε ἀργότερα μεγαλοπρεπὴς ναὸς στὴ μνήμη του. Καὶ πολλὰ θαύματα γίνονταν μὲ τὶς πρεσβεῖες του… Οἱ γονεῖς τοῦ Ὁσίου ἀφιέρωσαν τὰ πλούτη τους στοὺς πτωχοὺς καὶ στὴν Ἐκκλησία.
«Ποθήσας σοφέ, πτωχείαν χριστομίμητον, γονέων τῶν σῶν, τὸν πλοῦτον ἐγκατέλιπες, καὶ τὸ Εὐαγγέλιον ἐν χερσί σου κρατῶν ἠκολούθησας, Χριστῷ τῷ Θεῷ, Ἰωάννη, πρεσβεύων ἀπαύστως, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν».
«Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»