Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
Α. Στύλος τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡρωίκωτερος τῶν ἁγίων καί ἁγιώτερος τῶν ἡρώων. Ἔτσι ὁνομάσθηκε — καί τόσο ἐπιτυχημένα — ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας καί μέγας ἀγωνιστής τῆς πίστεως Ἀθανάσιος. Ἀγωνίσθηκε ὅσο λίγοι γιά τήν ἐπικράτηση τῆς Ὀρθοδοξίας. Λίγες ματιές στή ζωή του θά μᾶς βοηθήσουν νά θαυμάσουμε τό ἀπαστράπτον μεγαλεῖο του καί νά ἀναβαπτισθοῦμε στήν κολυμβήθρα τῆς ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας.
Στήν Ἀλεξάνδρεια γεννήθηκε ὁ Ἀθανάσιος. Οἱ γονεῖς του ἐνάρετοι καί εὐσεβεῖς τοῦ μετέδωσαν τή φλόγα τῆς πίστεώς τους καί τήν θερμουργό ἀγάπη τους πρός τόν Κύριο. Ννωρίς ὅμως ἔφυγαν ἀπό τή ζωή αὐτή καί ὁ νεαρός Ἀθανάσιος βρέθηκε ὑπό τήν καθοδήγηση καί τήν πατρική παρακολούθηση τοῦ διαπρεποῦς καί ἐνάρετου ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἀλεξανδρείας, τοῦ Ἀλεξάνδρου. Κάτω ἀπό τήν ἄγρυπνη φροντίδα του μορφώνεται ὁ Ἀθανάσιος φιλοσοφικῶς, ἐνῶ παρακολουθεῖ ἀπό κοντά τόν ἐπιτυχῆ χειρισμό τῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων ἐκ μέρους τοῦ ἔμπειρου καί συνετοῦ Ἱεράρχου. Συνδυάζει ἔτσι μία θαύμαστη μόρφωση μέ μίαν πρακτική ἐξάσκηση στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐπρόκειτο ἀργότερα νά χρησιμεύσει τόσο πολύ. Ἄνθρωπος ὅμως φωτισμένος ὁ Ἀθανάσιος γνωρίζει, ὅτι οἱ ἐργάτες τῆς Ἐκκλησίας δέν καταρτίζονται μόνο μέ τή διανοητική μόρφωση καί τήν πρακτική πείρα. Χρειάζονται ἄλλο βαθύτερο καί οὐσιαστικότερο καταρτισμό. Καί αὐτόν τόν ἐπεζήτησε στήν ἔρημο. Κοντά στόν ἥρωα τῆς ἐρήμου τῆς Θηβαΐδος, τόν ὀνομαστό Ἀντώνιο, καταφεύγει. Καί ἐκεῖ μαζί του προσεύχεται καί μελετᾶ καί ἀσκεῖται καί ἐπικοινωνεῖ μέ τόν Θεό. Δέχεται τήν ὑπέροχη ἐπίδραση τοῦ ἀσκητοῦ, καί κάνει βίωμά του τή μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι ὅσο βαθύτερη ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό ἔχει ὁ ἐργάτης, τόσο καί οἱ ἀγῶνες του θά ἀποβοῦν περισσότερο ἀποτελεσματικοί.
Μέ τήν διπλή αὐτή μόρφωση ὁ Ἀθανάσιος ἐπιστρέφει στήν Ἀλεξάνδρεια. Εἶναι 23 ἐτῶν. Ὁ Πατριάρχης τόν κρίνει ἀρκετά ὥριμο νά τόν εἰσαγάγει στόν κλῆρο. Καί ὁ Ἀθανάσιος χειροτονεῖται διάκονος. Ἀπό αὐτήν τή μέρα γίνεται τό δεξί χέρι τοῦ Πατριάρχου καί ἑτοιμάζεται γιά τούς μεγάλους ἀγῶνες, στούς ὁποίους πρόκειται νά ἀποδυθεῖ καί οἱ ὁποῖοι θά τοῦ ἐξασφάλιζαν τόν τίτλο τοῦ μεγάλου.
Καί οἱ περιστάσεις γιά τούς ἀγῶνες δέν ἄργησαν νά παρουσιασθοῦν. Τήν ἤρεμη καί εἰρηνική ζωή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας ἦλθε νά ταράξει ἡ τρομερή μάστιγα τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου. Βλάσφημος καί φιλόδοξος ὁ Ἄρειος διεκήρυττε, ὅτι ὅπως ὅλα τά κτίσματα, ἔτσι καί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι κτίσμα καί δημιούργημα. Καί ὅπως ὅλα δέν ὑπῆρχαν πάντοτε καί ἐξ’ ἀρχῆς, ἄλλ ἔγιναν ὕστερα, ἔτσι καί αὐτός ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ὑπῆρχε κάποτε καιρός, πού δέν ὑπῆρχε, ἀλλ’ ἔχει καί αὐτός ἀρχή. Οἱ αἱρετικές αὐτές δοξασίες κηρύττονταν μέ πολλή τέχνη ἀπό τόν Ἄρειο, ὁ ὁποῖος σύντομα διέσπασε τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί παρέσυρε λαό πολύ μέ τό μέρος του. Τό κακό εἶναι, ὅτι καί πολλοί ἐπίσκοποι καί ἄλλοι κληρικοί τόν ἀκολούθησαν καί ἡ παράταξή του κατακτοῦσε διαρκῶς ἔδαφος. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀλέξανδρος σέ Σύνοδο τόν ἀνεθεμάτισε καί τόν ὑπεχρέωσε νά ἀναχώρησει ἀπό τήν Ἄλεξανδρεια. Ὁ Ἄρειος ἦλθε τότε στήν Παλαιστίνη, ὅπου συνέχισε τό διαβρωτικό του ἔργο καί παρέσυρε καί ἐκεῖ πολλούς ἐπισκόπους ἀπό τήν Παλαιστίνη, τή Συρία καί τή Φοινίκη. Τό πράγμα παρουσιαζόταν πολύ ἐπικίνδυνο γιά τήν ἑνότητα πλέον τοῦ κράτους. Καί γι’ αὐτό ὁ εὐσεβής αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος ἀποφασίζει νά συγκάλεσει τούς ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας ὅλης καί νά συζητήσουν τό μέγα ζήτημα. Τόπος συγκεντρώσεως τῶν ἐπισκόπων ὁρίσθηκε ἡ Νίκαια, μιά ὡραία πόλη τῆς Βιθυνίας. Χρονολογία: ἔτος 325, 14 Ἰουνίου. Ἀριθμός συγκεντρωθέντων ἐπισκόπων καί λοιπῶν κληρικῶν 318.
Δέν εἶναι εὔκολο νά περιγραφοῦν τά γεγονότα, πού ἐκτιλήχθηκαν στήν Σύνοδο. Αὐτό μόνο πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅτι δηλαδή τήν μεγαλύτερη μάχη τήν διεξήγαγε ὁ νεαρός διάκονος τοῦ Ἀλεξάνδρου, ὁ Ἀθανάσιος. Αὐτός στήν ἀρχή κατέστρωσε τό σχέδιο τῆς πορείας τῶν συζητήσεων. Αὐτός ἀργότερα θά γίνει, τό πρωτεῦον πρόσωπο τῆς Συνόδου. Ὁ Ἄρειος μέ πεῖσμα καί μανία, μέ ἐπιχειρήματα καί ρητορεία ἀναπτύσσει τίς θέσεις του. Μερικοί ἀπό τούς ἐπισκόπους κλονίζονται καί τόν ἀκολουθοῦν. Οἱ πλεῖστοι ὅμως τῶν πατέρων ἀντιστέκονται. Μιλοῦν γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη. Καταισχύνουν τόν αἱρεσιάρχη. Ἀλλά ἡ μάχη βρίσκεται ἀκόμη ἐν ἐξελίξει. Ὁπότε μέ ἐντολή τοῦ Ἀλεξάνδρου καταλαμβάνει τό βῆμα τῆς Συνόδου ὁ Ἀθανάσιος. Νέος εἶναι. Μικρότερος τῶν 30 ἐτῶν. Ἡ ἐμφάνισή του ὅμως, ἡ σεμνότητά του, ὁ λόγος του προσελκύουν τή γενική προσοχή. Ἀρχίζει τήν ὁμιλία του. Στά πομπώδη ἐπιχειρήματα τοῦ Ἀρείου ἀπαντᾶ μέ τή δύναμη τῆς ἀληθείας, τήν ὁποία ἀφήνει νά λάμψει ὡς διαμάντι. Ὁ λόγος του εἶναι πύρινος, διαυγής, καθαρός. Ἡ ἀλήθεια παρουσιάζεται. Τό σκοτάδι ὑποχωρεῖ. Θριαμβευτικές ἐπιδοκιμασίες ἀκούγονται ἀπό σεβαστούς ἀρχιερεῖς. Καταρρέει τό σαθρό οἰκοδόμημα τοῦ αἱρεσιάρχου. Τό ὀρθόδοξο δόγμα κατοχυρώνεται πλήρως. Καί ἐπιστέγασμα τῆς νίκης, ἡ σύνταξη τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Σύμφωνα μ’ αὐτό, ὁ Υἱός εἶναι «ὁμοούσιος τῷ Πατρί», καί γεννήθηκε «πρό πάντων τῶν αἰώνων». Ὁ θρίαμβος τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Ὀρθοδοξίας ὠφειλόταν κατά μέγα μέρος στόν ἅγιο καί θερμουργό ζῆλο τοῦ Ἀθανασίου.
Μετά τήν τόσο αἰσία λήξη τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου καί τόν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ Πατριάρχης Ἀλέξανδρος καί ὁ Ἀθανάσιος ἐπιστρέφουν στήν Ἀλεξάνδρειαν. Τά πλήθη τῶν Ὀρθοδόξων τούς ἐπιφυλάσσουν ἐγκάρδια καί θερμότατη ὑποδοχή. Ἀλλά καί οἱ δυό ἄνδρες ἑνώνονται ἀκόμη περισσότερο μεταξύ τους καί συνεχίζουν μέ ἕνα πνεῦμα καί μέ μία καρδιά τούς ὡραίους καί εὐγενεῖς ἀγῶνες τῆς προόδου τῆς Ἐκκλησίας πρός δόξαν Χριστοῦ. Τήν ἐξαιρετική συνεργασία πού γίνεται μέ πνεῦμα βαθέος σεβασμοῦ καί ἄδολης καί εἰλικρινοῦς ἀγάπης τήν χαίρεται ὁ λαός καί βαθύτατα ἱκανοποιεῖται ἀπό αὐτήν.
Ἀλλά ὁ Ἀλέξανδρος, γέροντας πλέον, αἰσθάνεται τίς δυνάμεις του μέρα μέ τή μέρα νά τόν ἐγκαταλείπουν. Γι’ αὐτό καί ἀρχίζει νά προετοιμάζει τό ἔδαφος γιά τή διαδοχή του. Ποιός ἄλλος θά ἦταν καταλληλότερος γιά νά τόν διαδεχθεῖ στόν ἱστορικό θρόνο, ἐκτός ἀπό τόν Ἀθανάσιο; Τή σκέψη του αὐτή ἄφησε νά τήν ἀντιληφθεῖ μία μέρα ὁ Ἀθανάσιος. Ἐκεῖνος θορυβήθηκε. Εἶμαι πολύ νέος καί πολύ ἀτελής, εἶπε. Ὁ Θεός θέλει ἐδῶ τήν ὡριμότητα ἑνός πρεσβύτου καί τίς ἀρετές ἑνός ἁγίου.
Τό 326 ὁ Ἀλέξανδρος ἄφησε τήν τελευταία του πνοή. Κίνησε γιά τελευταία φορά τά χείλη του καί εἶπε: Ἀθανάσιε! Ἀθανάσιε. Ἐκεῖνος ὅμως δέν φαινόταν πουθενά. Εἶχε κρυφτεῖ; Πιθανῶς καί νά ἀπουσίαζε ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια. Ἀθανάσιε, νομίζεις πῶς θά ξεφύγεις; Δέν θά ξεφύγεις ὅμως. Καί πράγματι δέν ξέφυγε. Κλῆρος μαζί καί λαός συγκεντρωμένος γύρω ἀπό τόν ναό τοῦ ἁγίου Μάρκου, σάν ἕνας ἄνθρωπος φώναζαν στούς ἐπισκόπους πού εἶχαν συγκεντρωθεῖ γιά τήν ἐκλογή: Θέλουμε ἐπίσκοπο τόν Ἀθανάσιο τόν σπουδαῖο, τόν εὐλαβή, τόν Χριστιανό, τόν μεγάλο ἀσκητή. Καί πράγματι ὁ Ἀθανάσιος μέ τήν ψήφο κλήρου καί λαοῦ ἐξελέγη πατριάρχης μέσα σέ ἀπερίγραπτο ἐνθουσιασμό. Ὑπῆρχε ἀμφιβολία, ὅτι κάτω ἀπό τέτοιες προϋποθέσεις θά ἄφηνε καί ὡς ἀρχιεπίσκοπος ὄνομα σπουδαῖο;
Β. Ὁ ἀκάματος ἀγωνιστής.
Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, λοιπόν, ὁ Ἀθανάσιος. Νέος ἀκόμη στήν ἡλικία, γεμάτος ὅμως ἀπό σύνεση καί μέ καρδία πού τήν θέρμαινε ἡ φλόγα τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης πρός τήν Ἐκκλησία, ρίχνεται μέ ὅλες του τίς δυνάμεις στήν ὀργάνωση καί οἰκοδομή της. Εἰρηνικά πέρασαν τά πρῶτα χρόνια της ἀρχιερατείας του. Ἡ ἀρειανή αἵρεση, ἔπειτα ἀπό τήν καταδίκη της στή Σύνοδο τῆς Νικαίας, δέν τόλμησε νωρίς νά ὑψώσει πάλι κεφάλι. Γι’ αὐτό καί διέθεσε τίς δυνάμεις του σέ ἔργα εἰρηνικά, ἔργα κηρυκτικά καί φιλανθρωπικά. Μέ πολλή ἐπιτυχία ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος περιγράφει τή δράση του κατά τήν περίοδον αὐτή. Στό πρόσωπο τοῦ Ἀθανασίου, λέει,
«εὗρον οἱ ἐν συμφοραῖς τήν παράκλησιν, τήν παιδαγωγίαν ἡ νεότης· ἡ πενία τόν ποριστήν, ἡ εὐπορία τόν οἰκονόμον, αἱ χῆραι τόν προστάτην, οἱ ὀρφανοί τόν πατέρα· οἱ πτωχοί τόν φιλόπτωχον, οἱ ξένοι τόν φιλόξενον, οἱ ἀδελφοί τόν φιλάδελφον, οἱ νοσοῦντες τόν ἰατρόν, οἱ πάντες τόν πᾶσι πάντα γινόμενον, ἵνα κερδήσῃ τούς πάντας».
Ἀλλά τά εἰρηνικά του ἔργα ἦλθε πάλι νά τά ἀνακόψει ἡ χριστομάχος αἵρεση. Ὁ ἀρειανισμός ἄρχισε καί πάλι νά ὀργανώνεται καί νά ἀπειλεῖ τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα. Τά πάντα μεταχειρίσθηκε γιά τήν ἐπικράτησή του: ψέματα, δόλους, συκοφαντίες, διωγμούς, πολιτική ἐξουσία. Στόχος οἱ ὀρθόδοξοι ἀρχιερεῖς, ἰδιαιτέρως ὅμως ὁ Ἀθανάσιος. Αὐτός πρέπει μέ κάθε τρόπο νά ἐξουδετερωθεῖ, νά λείψει. Ἀπό τότε πού τό σύνθημα αὐτό ρίχθηκε ἀνάμεσα στούς ἀρειανούς, συνήφθησαν μάχες κρατερές καί μακροχρόνιες. Σ’ αὐτές ὁ ἥρωας τῆς Ὀρθοδοξίας ὑπέστη τά πάνδεινα, ἐμεινε ὅμως ἄκαμπτος καί ἀμετακίνητος στίς ὀρθόδοξες θέσεις του καί ἀναδείχθηκε διαμέσου τῶν αἰώνων ὁ μεγαλύτερος ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ἄς παρακολουθήσουμε μερικές φάσεις τοῦ ἀγῶνα, ἀπό τίς πιό χαρακτηριστικές.
Κατόπινν ἐπεμβάσεως φίλων τοῦ Ἀρείου ἐπισκόπων στόν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο, ὁ τελευταῖος αὐτός δίνει ἐντολή νά ἐπιστρέψει ὁ Ἄρειος ἀπό τήν ἐξορία. Συγχρόνως διαβιβάζεται αὐτοκρατορική ἐπιθυμία στόν Ἀθανάσιο νά τόν δεχθεῖ σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία. Ὁ Ἀθανάσιος ἀρνεῖται. Γνωρίζει πόσο ὕπουλοι εἶναιο οἱ αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι παρέσυραν τόν βασιλέα καί γιά κανένα λόγο δέχεται τόν Ἄρειο. Ὁ αὐτοκράτωρ ὅμως ἐπιμένει. Στήν ἐπιστολή μάλιστα πού ἔστειλε στόν Πατριάρχη, ζητᾶ νά κάνει δεκτό ὄχι μόνο τόν Ἄρειον, ἀλλά καί ὅλους τους αἱρετικούς ἐπισκόπους. Ἡ ἐπιστολή περιέχει καί ἀπειλή σέ περίπτωση πού ἀρνοῦνταν. Ἔγραφε ὁ αὐτοκράτωρ: Ἐάν μάθω, ὅτι ἐμπόδισες μερικούς ἀπό αὐτούς, θά στείλω ἀμέσως τόν ἁρμόδιο, ὁ ὁποῖος θά σέ καθαιρέσει μέ διαταγή μου καί θά σέ ἐξορίσει ἀπό τούς τόπους, στούς ὁποίους τώρα μένεις.
Ὁ Ἀθανάσιος μένει ἀκλόνητος. Ὑψώνει τό ἠθικό του ἀνάστημα καί ἀπαντᾶ στόν βασιλέα τό ὄχι. Καμία κοινωνία, τοῦ γράφει, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς Χριστομάχου αἱρέσεως. Κειμήλιο εἶναι ἡ ἐπιστολή. Κειμήλιο πίστεως καί ἀνδρείας καί ἀγάπης πρός τήν ἀλήθεια, καί μεγάλη ἀπόδειξη σταθερότητος. Ὁ αὐτοκράτωρ πείθεται καί δέν ἐπιμένει στήν ἀπόφασή του. Οἱ ἐχθροί του ὅμως δέν σταματοῦν. Ἀφοῦ ἀπέτυχαν στό τέχνασμά τους αὐτό, συλλαμβάνουν ἄλλο σχέδιο. Νά συγκαλέσουν σύνοδο ἀπό δικούς τους ἐπισκόπους καί νά τόν θέσουν ὑπό κατηγορία μέ σκοπό νά τόν καθαιρέσουν. Καταστρώνουν λοιπόν τό σχέδιό τους: ἐνημερώνουν τούς ἐπισκόπους· διαδίδουν εὐρέως τίς κατηγορίες του ἐναντίον τοῦ Ἀθανασίου καί τέλος ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ ὑπευθύνου κυβερνήτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας συγκαλοῦν τήν σύνοδο. Ἡ σύνοδος συνῆλθε στήν Τύρο τό 335. Συγκροτεῖται ἀπό πολλούς ἐπισκόπους, πού εἶναι ἕτοιμοι νά κατηγορήσουν τόν πατριάρχη. Καλεῖται καί ὁ Ἀθανάσιος. Ἀπό τήν πρώτη στιγμή διαπιστώνει τό πνεῦμα τό ἐχθρικό, τό ὁποῖο ἐπικρατεῖ ἐναντίον του. Εἶναι κατηγορούμενος. Καί ὄχι ἁπλῶς γιά ἕνα· ἀλλά γιά πολλά ἐγκλήματα. Κατηγορεῖται γιά ἐγκλήματα ἠθικά, ὅτι εἶναι ἔνοχος φόνου· ὅτι ἐπιδιδόταν σέ πράξεις μαγικές· ὅτι τάχθηκε ἐναντίον τοῦ αὐτοκράτορος.
Παράνομη πέρα ὡς πέρα ἡ Σύνοδος, παρά τό ὅτι ὅλες οἱ κατηγορίες μία πρός μία ἔπεσαν καί ἀποδείχθηκαν συκοφαντικές, προχωρεῖ στήν προσχεδιασμένη ἀπόφασή της νά καταδικάσει καί νά καθαιρέσει τόν Ἀθανάσιο ὡς αἴτιο ἐκκλησιαστικῶν καί πολιτικῶν ἐγκλημάτων. Καί τόν καταδικάζει. Ἡ ἀπόφαση διαβιβάζεται στόν αὐτοκράτορα γιά νά ἔχει τήν ἔγκρισή του. ὁ αὐτοκράτωρ ἐπηρεασμένος καί ἀπό συνεχεῖς κατηγορίες τῶν αἱρετικῶν, ὅτι αὐτός εἶναι ὁ αἴτιος τῆς ἀναταραχῆς, ἐνδίδει καί δίνει ἐντολή νά ἐγκαταλείψει ὁ Ἀθανάσιος τήν Ἀλεξάνδρεια καί νά φύγει στόν ὁρισμένο τόπο τῆς ἐξορίας. Καί ὡς τόπος ἐξορίας ὁρίσθηκε ἡ πόλη Τρέβιρα τῆς Γαλλίας. Ἡ εἴδηση, ἀφοῦ διαδόθηκε στήν Ἀλεξάνδρεια, προκάλεσε πολύ μεγάλη λύπη στούς ἐπισκόπους πού ἦταν ἀφοσιωμένοι στόν Ἀθανάσιο καί στόν ὀρθόδοξο λαό. Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Ἀθανάσιος μέ λύπη πολλή, ἀλλά καί μέ ἀποφασιστικότητα μεγάλη ἐγκαταλείπει τήν Ἀλεξάνδρεια καί τό ἀγαπημένο του ποίμνιο. Καί ἀναλαμβάνει τό μακρινό ταξίδι μέσα στόν χειμώνα στόν τόπο τῆς ἐξορίας του. Θρηνεῖ ἡ Ἀλεξάνδρεια τόν ἄξιον ἐπίσκοπό της, ἐνῶ οἱ πιστοί ὑποφέρουν τά πάνδεινα ἐκ μέρους τῶν αἱρετικῶν.
Στό μεταξύ ὁ Ἄρειος παρουσιάζεται στόν αὐτοκράτορα καί, ψεύτης ὅπως ἦταν, ὁρκίζεται ἐνώπιόν του, ὅτι ἀποδέχεται πλήρως καί ὁμολογεῖ τήν Ὀρθόδοξη πίστη. Ὁ Κωνσταντῖνος δέχεται τήν ὁμολογία του. Κρατᾶ ὅμως καί τίς ἐπιφυλάξεις του. Διότι ἔχει λάβει κάποια πείρα τῆς δολιότητος τῶν αἱρετικῶν. Καί γι’ αὐτό ἀπαντᾶ μέ τά ἑξῆς λόγια, τά ὁποία ἀποδεικνύουν τή μεγάλη του εὐσέβεια: Ἔαν εἶναι ὀρθή ἡ πίστη σου, καλῶς ὁρκίσθηκες. Ἐάν ὅμως ἡ πίστη σου εἶναι ἀσεβής καί τόλμησες νά ὁρκισθεῖς, ὁ Θεός ἄς σέ κρίνει ὡς ψεύδορκο. Καί ὅτι ἡ ὁμολογία τοῦ αἱρεσιάρχου ἦταν ψευδής, κανείς δέν μποροῦσε νά ἀμφιβάλει ἀπό ὅσους τόν γνώριζαν. Ὅτι ὅμως τόσο γρήγορα θά ἐπερχόταν ἡ θεία δίκη καί τιμωρία, ἴσως πολλοί δέν τό περίμεναν. Καί ὅμως ἦλθε. Ἐνῶ ὁ Ἄρειος μετά ἀπό λίγες μέρες ἦταν ἕτοιμος νά προσέλθει στό Ναό, ὅπου θά λειτουργοῦσε ὁ Πατριάρχης, γιά νά συλλειτουργήσει μαζί του καί νά γίνει ἔτσι ἐπισήμως δεκτός σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία, κάθ’ ὁδόν κυριεύθηκε ἀπό πάρα πολύ ἰσχυρούς πόνους στό στομάχι του καί πέθανε ἄδοξα. Αὐτό οἱ πιστοί τό ἀπέδωσαν σέ παραδειγματική τιμωρία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ. Καί μέ τό τέλος τοῦ ἀρχηγοῦ τους οἱ αἱρετικοί κυριεύθηκαν ἀπό ἀμηχανία καί φόβο.
Καί ὁ Ἀθανάσιος; Παραμένει στήν ἐξορία. Ὄχι βέβαια ἀργός καί ἀδρανής. Ἐργάζεται δραστήρια πρός κάθε κατεύθυνση γιά νά γνωρισθεῖ ὁ Χριστός καί ἡ ἅγια του Ἐκκλησία. Εἶναι βεβαίως μακριά ἀπό τό ποίμνιό του. Εἶναι ὅμως διότι θέλει νά μένει πιστός στήν ὀρθή πίστη. Κανένα πράγμα, σκέπτεται, δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ τήν Ὀρθοδοξία. Καί γιά χάρη της ἀξίζει κανείς νά θυσιάζει καί τό θρόνο του καί τή ζωή του, ἄν χρειασθεῖ. Λίγη ἐλαστικότητα καί ὅλα θά τελείωναν. Θά ἐπανερχόταν θριαμβευτικά στό θρόνο του. Δέν θά ἦταν ὅμως τότε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Ἀλήθεια! Τί ἀγῶνες χρειάσθηκαν γιά νά ἐπικράτησει ἡ Ὀρθοδοξία μας! Τό αἰσθανόμαστε ἄραγε ὅσο πρέπει;
Γ. Πιστός μέχρι τέλους.
Γιά τήν ἐπικράτηση τῆς ὀρθῆς πίστεως, τῆς πίστεως στόν Κύριο ὡς Θεάνθρωπο, ὁ Ἀθανάσιος βρίσκεται στήν ἐξορία. Ἕνα γεγονός ὅμως ἀξιοσημείωτο γίνεται ἀφορμή νά ἐπανέλθει στήν Ἀλεξάνδρεια ἀνάμεσα στό ἀγαπητό του ποίμνιο. Ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος δηλαδή, ἀφοῦ δέχθηκε τό ἅγιο βάπτισμα τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του, πεθαίνει στή Νικομήδεια. Πρίν ὅμως φύγει ἀπό τόν κόσμο αὐτό ἀφήνει παραγγελία νά ἐπανέλθει ὁ ἐξόριστος Ἱεράρχης στό θρόνο του καί ἔτσι νά ἐπανορθωθεῖ μία ἀδικία, ἡ ὁποία ἔγινε σέ βάρος του. Πράγματι ὁ Ἀθανάσιος σέ λίγο κάποιο καιρό ἐπιστρέφει στήν Ἀλεξάνδρεια μετά ἀπό ἐνέργειες τοῦ γιοῦ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, πού ἦταν αὐτοκράτορας στή Δύση καί ὀνομαζόταν καί αὐτός Κωνσταντῖνος. Ὁ πιστός λαός μέ δάκρυα χαρᾶς καί ποικίλες ἐκδηλώσεις ἀγάπης καί ἀφοσιώσεως ὑποδέχεται τόν ποιμενάρχη του. Τό φρόνημά του, παρά τίς κακουχίες τῆς ἐξορίας, εἶναι ἡρωίκο καί ἀκμαῖο. Ἡ ἀλήθεια γιά μίαν ἀκόμη φορά θριάμβευσε. Οἱ Ἀρειανοί ταπεινωμένοι ἀπομακρύνονται καί σιωποῦν γιά κάποιο καιρό. Δέν θά ἀργήσουν ὅμως καί πάλι νά ἀναθαρρήσουν καί νά κινηθοῦν γιά νά ἐξοντώσουν τόν Ἀθανάσιο.
Καί πράγματι ἡ κατάλληλη ὥρα ἦλθε. Διάδοχός τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου στά ἀνατολικά διαμερίσματα τοῦ Κράτους ἔγινε ὁ γιός του Κωνστάντιος. Φιλαρειανός ὅμως αὐτός, ἀντέδρασε στήν ἐπάνοδο τοῦ Ἀθανασίου ἀπό τήν ἐξορία. Ἐνέδωσε ὅμως στήν πίεση τοῦ ἀδελφοῦ του καί δέχθηκε τήν ἐπιστροφή του. Ἀλλά οἱ Ἀρειανοί διαρκῶς τόν ἐπηρεάζουν καί διαδίδουν σέ βάρος τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἀνύπαρκτες κατηγορίες. Εἶναι καθηρημένος. Πῶς μπορεῖ νά εἶναι Πατριάρχης; τοῦ ἔλεγαν. Ὁ Ἀθανάσιος εἶναι φανερός ἐχθρός της αὐλῆς. Πῶς τόν ἀνέχεσαι; πρόσθεταν. Οἱ κατηγορίες αὐτές ἔβρισκαν ἀπήχηση στόν φιλύποπτο αὐτοκράτορα. Τό ἀποτέλεσμα ἦλθε. Ὁ Πατριάρχης ἀπομακρύνεται γιά δεύτερη φορά ἀπό τό θρόνο του, τόν ὁποῖο καταλαμβάνει αἱρετικός ἐπίσκοπος. Ἡ εἴδηση τάραξε τόν εὐσεβῆ λαό. Πλήθη πιστῶν γέμισαν τούς ναούς καί μέ δάκρυα προσεύχονταν νά μή χάσουν τόν πολυπόθητο ποιμενάρχη τους. Ὅμως ὁ ἔπαρχος, πιστό ὄργανο τοῦ αὐτοκράτορος, ἀπάντησε μέ βιαιότητες καί σφαγές. Αἱρετικοί, ἐθνικοί, Ἰουδαῖοι ὅρμησαν μέ ὅπλα καί ξίφη καί ρόπαλα ἐναντίον τῶν πιστῶν, πού προσεύχονταν σέ ἕνα ναό. Τραγικές σκηνές ἀκολούθησαν. Φόνοι διεπράχθησαν. Ὁ ναός γέμισε ἀπό αἵματα. Τά ἅγια τῶν ἁγίων βεβηλώθηκαν. Καί ὁ Ἀθανάσιος; Καθώς θυμήθηκε τά λόγια τοῦ Κυρίου «ὅταν σᾶς διώκουν ἀπό μία πόλη, νά φεύγετε στήν ἄλλη», ἐγκατέλειψε θεληματικά τήν Ἀλεξάνδρεια καί πῆρε πάλι τό δρόμο τῆς ἐξορίας.
Στή Ρώμη ἐξορίσθηκε τώρα ὁ Πατριάρχης. Καί δέχθηκε ἡ Ρώμη τόν ἐξόριστο μέ πολλή ἀγάπη. Ἐργάζεται ἐκεῖ ἀκαταπόνητα ὁ θερμουργός Ἱεράρχης. Ἡ λαμπάδα φωτίζει τή Δύση. Μέ τήν πολύπλευρη ἐργασία του γνωρίζει ὁ δυτικός Χριστιανικός κόσμος τό μεγαλεῖο τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Μεταφυτεύει ἐκεῖ τόν θεσμό τοῦ μοναχικοῦ βίου. Τιμᾶται ἀπό τούς ἐπισκόπους καί τόν λαό. Τό σπουδαιότερο, ἡ ἁγιότητα τῆς ζωῆς του καί ἡ εἰλικρινής ἀγάπη του πρός τήν Ἐκκλησία πείθουν τούς ἐπισκόπους της Δύσεως, ὅτι εἶναι ἀθῶος ἀπό τίς κατηγορίες, πού τοῦ ἀπέδιδαν οἱ ἐχθροί του. Σέ Συνόδους μάλιστα, οἱ ὁποῖες συγκροτήθηκαν στή Ρώμη καί στή Σαρδική, δικαιώνεται ὁ ἥρωας ἀγωνιστῆς. Ἔπειτα ἀπό ἐπέμβαση τέλος τοῦ ἄρχοντα τῆς Δύσεως Κώνσταντος ἀνακαλεῖται ἀπό τήν ἐξορία καί ἀποκαθίσταται πάλι στό θρόνο του. Ἡ ἐπιστροφή του στήν Ἀλεξάνδρεια ἔγινε τό 347. Ἐκεῖ ἀμέσως ἐπιδόθηκε στήν ἀνασύνταξη τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀλλά οἱ δοκιμασίες του δέν ἐπρόκειτο ἀκόμη νά λήξουν. Νέες συκοφαντίες ἐκ μέρους τῶν ἐχθρῶν του· νέοι διωγμοί. Καταδικάζεται καί πάλι ἀπό Σύνοδο ἀρειανῶν ἐπισκόπων. Καί δέν περιορίζονται οἱ ἐχθροί του στήν καταδίκη τή δική του. Κινοῦν διωγμό σκληρό ἐναντίον τῶν πιστῶν ὀπαδῶν του. Τραγικές σκηνές ἐκτυλίσσονται. Ἐνῶ ὁ Ἀθανάσιος τελεῖ παννυχίδα σέ ἕνα ναό τῆς πόλεως, χιλιάδες στρατιωτῶν περικυκλώνουν τόν ναό καί ἐπιτίθενται ἐναντίον τῶν πιστῶν πού προσεύχονται. Μόλις κατορθώνουν νά διασκορπισθοῦν καί νά σωθοῦν. Ὅλοι παρακαλοῦν τόν Ἀθανάσιο νά φύγει καί νά σωθεῖ. Ἐκεῖνος ἀρνεῖται. Ἐάν δέν φύγετε ὅλοι, ἀπαντᾶ, ἐγώ δέν πρόκειται νά ἐγκαταλείψω τόν ναό. Τέλος σώζεται καί ὁ ἴδιος. Ἀλλά γιά νά μή συνεχισθοῦν καί γενικευθοῦν οἱ ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρῶν του κατά τῶν πιστῶν, φεύγει καί πάλι ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια καί γίνεται γιά τρίτη φορά ἐξόριστος. Στήν ἔρημό τῆς Θηβαΐδος καταφεύγει κατά τή νέα του αὐτή ἐξορία. Ἕξι ὁλόκληρα ἔτη παρέμεινε ἐκεῖ μαζί μέ τούς ἀσκητές. Δέν μένει ὅμως ἀδρανής. Προσεύχεται μαζί τους, ἀλλά καί γράφει πλῆθος ἐπιστολῶν πρός ἐπισκόπους καί ἄλλους κληρικούς, στίς ὁποῖες συνιστᾶ καί παρακαλεῖ νά μείνουν πιστοί στήν ὀρθόδοξη πίστη. Συγγράφει ἀκόμη περισπούδαστα ἔργα. Ἔτσι ἀποδεικνύεται τόσο δραστήριος καί δημιουργικός καί σ’ αὐτήν ἀκόμη τήν ἐξορία του.
Μετά τόν θάνατο τοῦ Κωνσταντίου ἐπί τοῦ διαδόχου του Ἰουλιανοῦ ἐπιστρέφει καί πάλι στό ποίμνιό του, γιά νά ἀπομακρυνθεῖ ὅμως πάλι δυό φορές ἀπό αὐτό καί νά συμπλήρωσει 23 ὁλόκληρα χρόνια ζωῆς στήν ἐξορία. Καί εἶναι ὁμολογουμένως μοναδικό τό φαινόμενο Ἱεράρχου, ὁ ὁποῖος πέντε φορές ἐξορίσθηκε γιά νά κράτησει ἀναλλοίωτη καί ἀνόθευτη τή χριστιανική πιστη. Εἶναι ἀξιοσημείωτο, ὅτι, ὅταν γιά τετάρτη φορά ἐξοριζόταν καί ἔβλεπε τούς πιστούς νά ξεσποῦν σέ λυγμούς, ἐκεῖνος ἔμεινε ἀκλόνητος. Περιορίσθηκε μόνο νά πεῖ: «νεφύδριόν ἐστι καί θᾶττον παρελεύσεται».
Τέλος, ἔπειτα ἀπό ἀνεκδιήγητες ταλαιπωρίες στούς τόπους τῆς ἐξορίας ἐπιστρέφει ἀνάμεσα στόν πιστό λαό του, ἀπό τόν ὁποῖο δέν πρόκειται πιά νά χωρισθεῖ. Εἶναι τώρα 70 περίπου ἐτῶν. Καί ρίχνεται ἀκούραστος καί μέ νεανικές, θά ἔλεγε κανείς, δυνάμεις στό ἔργο τῆς ἀναπτύξεως καί ἀνασυγκροτήσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία, ἔπειτα ἀπό τόν σάλο πού πέρασε καί τίς μακρές περιπέτειες πού δοκίμασε ἀπό τούς ἀρειανίζοντες ἐπισκόπους, εἶχε ἄμεση ἀνάγκη ἀναδιοργανώσεως. Κάνει τό πᾶν. Κηρύττει. Γράφει ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν. Χειροτονεῖ κληρικούς. Περιοδεύει καί ἐποπτεύει τίς ἐπαρχίες. Νέα ζωή παρουσιάζει ἡ ταλαιπωρημένη Ἐκκλησία. ἈΛλά οἱ δυνάμεις του ἀρχίζουν νά τόν ἐγκαταλείπουν. Ἡ πέννα πέφτει ἀπό τό χέρι. Καί ἡ γλώσσα μέ δυσκολία κινεῖται. Ὁ μεγάλος ἀγωνιστής βρίσκεται στό τέλος του. Ρίχνει μιά ματιά στήν μακρά καί πολυκύμαντη ζωή του. Ἡ συνείδησή του εἶναι ἤρεμη. Τήν καλή παρακαταθήκη τῆς πίστεως τήν φύλαξε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ. Ἄς χρειάσθηκαν κόποι καί ἀγῶνες καί ἐξορίες. Τήν παρέδωσε στήν Ἐκκλησία ὡς τόν πολυτιμότερο θησαυρό.
2 Μαίου 373. Τά χείλη ψιθυρίζουν γιά τελευταία φορά: ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος. Τά μάτια κλείνουν ὁριστικά. Ὁ νικητής περνᾶ στήν ἄλλη ζωή. Τό στεφάνι τῆς νίκης τοῦ προσφέρεται ἀπό τόν ἀγωνοθέτη Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας τιμᾶ τήν ἔξοδο τοῦ ἥρωος ποιμενάρχου της. Ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη συγκινεῖται ἀπό τό ἄγγελμα τοῦ θανάτου του. Ἐξυμνεῖ Ἀνατολή καί Δύση τά μεγάλα κατορθώματα. Ἐκεῖνος ἔφυγε, ἀλλά τό τρόπαιο πού ἔστησε μέ τούς ἀγῶνες του, ἡ Ὀρθοδοξία, μένει.
Ἀλήθεια! Τί μεγάλος θησαυρός εἶναι ἡ Ὄρθοδοξια μας! Τό ἔχουμε ἄραγε κατανοήσει ὅσο πρέπει; Ἄς τό διακηρύξουμε παντοῦ. Τίποτε ἀνώτερο ἀπό τήν Ὀρθοδοξία. Μέ θυσίες μεγάλες διαφυλάχθηκε. Ἀξίζει κάθε κόπος καί κάθε θυσία γιά νά κρατηθεῖ ἀναλλοίωτη. Οἱ ἀγῶνες καί οἱ θυσίες τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου ἄς βρίσκουν ἀνά τούς αἰῶνες πολλούς μιμητές.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»
Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου