Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

Α. Στύ­λος τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας.

Ἡ­ρω­ί­κω­τε­ρος τῶν ἁ­γί­ων καί ἁ­γι­ώ­τε­ρος τῶν ἡ­ρώ­ων. Ἔ­τσι ὁ­νο­μάσθηκε — καί τό­σο ἐ­πι­τυ­χημένα — ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας καί μέ­γας ἀ­γω­νι­στής τῆς πί­στε­ως Ἀθανάσιος. Ἀ­γω­νίσθηκε ὅ­σο ­λί­γοι γιά τήν ἐ­πι­κρά­τη­ση τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Λί­γες μα­τι­ές στή ζω­ή του θά μᾶς βο­η­θή­σουν νά θαυ­μά­σου­με τό ἀ­πα­στρά­πτον με­γα­λεῖ­ο του καί νά ἀναβα­πτι­σθοῦ­με στήν κολυμβήθρα τῆς ἁ­γί­ας μας Ὀρ­θο­δο­ξίας.

Στήν Ἀ­λε­ξάν­δρεια ­γεν­νή­θηκε ὁ Ἀ­θα­νά­σιος. Οἱ γο­νεῖς του ἐ­νά­ρε­τοι καί εὐ­σε­βεῖς τοῦ με­τέ­δω­σαν τή φλό­γα τῆς πί­στε­ώς τους καί τήν θερ­μουρ­γό ἀ­γά­πη τους πρός τόν Κύ­ριο. Ννωρίς ὅ­μως ἔ­φυ­γαν ἀ­πό τή ζω­ή αὐ­τή καί ὁ νε­α­ρός Ἀ­θα­νά­σιος β­ρέ­θηκε ὑ­πό τήν κα­θο­δή­γη­ση καί τήν πα­τρι­κή πα­ρα­κο­λού­θη­ση τοῦ δι­α­πρε­ποῦς καί ἐ­νά­ρε­του ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που τῆς Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, τοῦ Ἀ­λε­ξάν­δρου. Κά­τω ἀ­πό τήν ἄ­γρυ­πνη φρον­τί­δα του μορ­φώ­νε­ται ὁ Ἀ­θα­νά­σιος φι­λο­σο­φι­κῶς, ἐ­νῶ πα­ρα­κο­λου­θεῖ ἀ­πό κον­τά τόν ἐ­πι­τυ­χῆ χει­ρι­σμό τῶν ἐκκλη­σι­α­στι­κῶν ζη­τη­μά­των ἐκ μέ­ρους τοῦ ἔμ­πει­ρου καί συ­νε­τοῦ Ἱ­ε­ράρ­χου. Συν­δυά­ζει ἔ­τσι μί­α θαύ­μα­στη μόρ­φω­ση μέ μί­αν πρα­κτι­κή ἐ­ξά­σκη­ση στή δι­οί­κη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­πρό­κει­το ἀρ­γό­τε­ρα νά χρη­σι­μεύ­σει τό­σο πολύ. Ἄν­θρω­πος ὅ­μως φω­τι­σμέ­νος ὁ Ἀ­θα­νά­σιος γνω­ρί­ζει, ὅ­τι οἱ ἐρ­γά­τες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δέν κα­ταρ­τί­ζον­ται μό­νο μέ τή διανοητική μόρ­φω­ση καί τήν πρα­κτι­κή πεί­ρα. Χρει­ά­ζον­ται ἄλ­λο βα­θύ­τε­ρο καί οὐ­σι­ασ­τι­κό­τε­ρο κα­ταρ­τι­σμό. Καί αὐ­τόν τόν ἐ­πε­ζή­τη­σε στήν ἔ­ρη­μο. Κον­τά στόν ἥ­ρω­α τῆς ἐρήμου τῆς Θη­βαΐ­δος, τόν ὀ­νο­μα­στό Ἀν­τώ­νιο, κα­τα­φεύ­γει. Καί ἐ­κεῖ μα­ζί του προ­σεύ­χε­ται καί με­λε­τᾶ καί ἀ­σκεῖ­ται καί ἐ­πι­κοι­νω­νεῖ μέ τόν Θε­ό. Δέ­χε­ται τήν ὑ­πέ­ρο­χη ἐ­πί­δρα­ση τοῦ ἀσκητοῦ, καί κά­νει βί­ω­μά του τή με­γά­λη ἀ­λή­θεια, ὅ­τι ὅ­σο βα­θύτερη ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ τόν Θε­ό ἔ­χει ὁ ἐρ­γά­της, τό­σο καί οἱ ἀ­γῶ­νες του θά ἀ­πο­βοῦν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κοί.

Μέ τήν δι­πλή αὐ­τή μόρ­φω­ση ὁ Ἀ­θα­νά­σιος ἐ­πι­στρέ­φει στήν Ἀ­λε­ξάν­δρεια. Εἶ­ναι 23 ἐ­τῶν. Ὁ Πα­τριά­ρχης τόν κρί­νει ἀρ­κε­τά ὥ­ρι­μο νά τόν εἰ­σα­γά­γει στόν κλῆ­ρο. Καί ὁ Ἀ­θα­νά­σιος χει­ρο­το­νεῖ­ται δι­ά­κο­νος. Ἀπό αὐτήν τή μέρα γί­νε­ται τό δε­ξί χέ­ρι τοῦ Πα­τριά­ρχου καί ἑ­τοι­μά­ζε­ται γιά τούς με­γά­λους ἀ­γῶ­νες, στούς ὁ­ποί­ους πρό­κει­ται νά ἀ­πο­δυ­θεῖ καί οἱ ὁ­ποῖ­οι θά τοῦ ἐ­ξα­σφά­λι­ζαν τόν τίτ­λο τοῦ με­γά­λου.

Καί οἱ πε­ρι­στά­σεις γιά τούς ἀ­γῶνες δέν ἄργησαν νά πα­ρου­σια­σθοῦν. Τήν ἤ­ρε­μη καί εἰ­ρη­νι­κή ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας ἦλ­θε νά τα­ρά­ξει ἡ τρο­με­ρή μά­στιγα τῆς αἱρέσε­ως τοῦ Ἀ­ρεί­ου. Βλά­σφη­μος καί φι­λό­δο­ξος ὁ Ἄ­ρει­ος δι­ε­κή­ρυτ­τε, ὅ­τι ὅ­πως ὅ­λα τά κτί­σμα­τα, ἔ­τσι καί ὁ Υἱός τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι κτί­σμα καί δημιούργημα. Καί ὅ­πως ὅ­λα δέν ὑπῆρχαν πάντοτε καί ἐξ’ ἀρ­χῆς, ἄλλ ἔ­γι­ναν ὕ­στε­ρα, ἔ­τσι καί αὐ­τός ὁ τοῦ Θε­οῦ Λό­γος ὑπῆρχε κά­πο­τε και­ρός, πού δέν ὑ­πῆρ­χε, ἀλλ’ ἔ­χει καί αὐ­τός ἀρ­χή. Οἱ αἱ­ρε­τι­κές αὐτές δοξασί­ες ­κη­ρύτ­τον­ταν μέ πολ­λή τέ­χνη ἀ­πό τόν Ἄ­ρει­ο, ὁ ὁ­ποῖ­ος σύντομα δι­έ­σπα­σε τήν ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί πα­ρέ­συ­ρε λα­ό πο­λύ μέ τό μέ­ρος του. Τό κα­κό εἶ­ναι, ὅ­τι καί πολ­λοί ἐ­πί­σκο­ποι καί ἄλ­λοι κλη­ρι­κοί τόν ἀ­κο­λού­θη­σαν καί ἡ πα­ρά­τα­ξή του κα­τα­κτοῦ­σε δια­ρκῶς ἔ­δα­φος. Ὁ ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Ἀ­λέ­ξαν­δρος σέ Σύ­νο­δο τόν ἀ­νε­θε­μά­τι­σε καί τόν ὑπεχρέ­ω­σε νά ἀ­να­χώ­ρη­σει ἀ­πό τήν Ἄ­λε­ξαν­δρεια. Ὁ Ἄ­ρει­ος ἦλ­θε τό­τε στήν Πα­λαι­στί­νη, ὅ­που συ­νέ­χι­σε τό δι­α­βρω­τι­κό του ἔρ­γο καί πα­ρέ­συ­ρε καί ἐ­κεῖ πολ­λούς ἐ­πι­σκό­πους ἀπό τήν Πα­λαι­στί­νη, τή Συ­ρί­α καί τή Φοι­νί­κη. Τό πράγ­μα πα­ρου­σιαζόταν πο­λύ ἐ­πι­κίν­δυ­νο γιά τήν ἑ­νό­τη­τα πλέ­ον τοῦ κρά­τους. Καί γι’ αὐ­τό ὁ εὐ­σε­βής αὐ­το­κρά­τωρ Κωνσταντῖνος ἀ­πο­φα­σί­ζει νά συγ­κά­λε­σει τούς ἐ­πι­σκό­πους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὅ­λης καί νά συ­ζη­τή­σουν τό μέ­γα ζή­τη­μα. Τό­πος συγ­κεν­τρώ­σε­ως τῶν ἐ­πι­σκό­πων ὁρίσθηκε ἡ Νί­και­α, μιά ὡ­ραί­α πόλη τῆς Βι­θυ­νί­ας. Χρο­νο­λο­γί­α: ἔ­τος 325, 14 Ἰ­ου­νί­ου. Ἀ­ριθ­μός συγ­κεν­τρω­θέν­των ἐ­πι­σκό­πων καί λοι­πῶν κλη­ρι­κῶν 318.

Δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νά πε­ρι­γρα­φοῦν τά γε­γο­νό­τα, πού ἐκτιλήχθηκαν στήν Σύ­νο­δο. Αὐτό μό­νο πρέ­πει νά ση­μει­ω­θεῖ, ὅ­τι δη­λα­δή τήν με­γα­λύτερη μά­χη ­τήν δι­ε­ξή­γα­γε ὁ νε­α­ρός διάκο­νος τοῦ Ἀ­λε­ξάν­δρου, ὁ Ἀ­θα­νά­σιος. Αὐ­τός στήν ἀρχή κα­τέ­στρω­σε τό σχέ­διο τῆς πο­ρεί­ας τῶν συ­ζη­τή­σε­ων. Αὐ­τός ἀρ­γό­τε­ρα θά γί­νει, τό πρω­τεῦ­ον πρό­σω­πο τῆς Συ­νό­δου. Ὁ Ἄ­ρει­ος μέ πεῖ­σμα καί μα­νί­α, μέ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα καί ρη­­το­ρεί­α ἀ­να­πτύσ­σει τίς θέ­σεις του. Με­ρι­κοί ἀπό τούς ἐπι­σκόπους κλο­νί­ζον­ται καί τόν ἀ­κο­λου­θοῦν. Οἱ πλεῖ­στοι ὅ­μως τῶν πα­τέ­ρων ἀντιστέκονται. Μιλοῦν γιά τήν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη. Κα­ται­σχύ­νουν τόν αἱ­ρε­σιά­ρχη. Ἀλλά ἡ μά­χη β­ρί­σκε­ται ἀ­κό­μη ἐν ἐ­ξε­λί­ξει. Ὁπότε μέ ἐν­το­λή τοῦ Ἀ­λε­ξάν­δρου καταλαμβάνει τό βῆ­μα τῆς Συ­νό­δου ὁ Ἀ­θα­νά­σιος. Νέ­ος εἶ­ναι. Μι­κρό­τε­ρος τῶν 30 ἐ­τῶν. Ἡ ἐμ­φά­νι­σή του ὅ­μως, ἡ σε­μνό­τητά του, ὁ λό­γος του προ­σελ­κύ­ουν τή γε­νι­κή προ­σο­χή. Ἀρ­χί­ζει τήν ὁ­μι­λί­α του. Στά πομ­πώ­δη ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα τοῦ Ἀ­ρεί­ου ἀ­παν­τᾶ μέ τή δύ­να­μη τῆς ἀ­λη­θεί­ας, τήν ὁ­ποί­α ἀ­φή­νει νά λάμ­ψει ὡς ­διαμάντι. Ὁ λό­γος του εἶ­ναι πύ­ρι­νος, διαυγής, κα­θα­ρός. Ἡ ἀ­λή­θεια πα­ρου­σι­ά­ζε­ται. Τό σκοτάδι ὑ­πο­χω­ρεῖ. Θρι­αμ­βευ­τι­κές ἐ­πι­δο­κι­μα­σί­ες ἀ­κούγ­ον­ται ἀπό σε­βαστούς ἀρ­χι­ε­ρεῖς. Κα­ταρ­ρέ­ει τό σα­θρό οἰ­κο­δό­μη­μα τοῦ αἱ­ρε­σιά­ρχου. Τό ὀρ­θό­δο­ξο δόγ­μα κα­το­χυ­ρώνε­ται πλή­ρως. Καί ἐ­πι­στέ­γα­σμα τῆς νί­κης, ἡ σύν­τα­ξη τοῦ Συμ­βό­λου τῆς Πί­στε­ως. Σύμ­φω­να μ’ αὐ­τό, ὁ Υἱός εἶ­ναι «ὁ­μο­ού­σιος τῷ Πα­τρί», καί γεν­νήθηκε «πρό πάν­των τῶν αἰ­ώ­νων». Ὁ θρί­αμ­βος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας ὠ­φει­λόταν κα­τά μέ­γα μέ­ρος στόν ἅ­γιο καί θερ­μουρ­γό ζῆ­λο τοῦ Ἀ­θα­να­σί­ου.

Με­τά τήν τό­σο αἰ­σί­α λή­ξη τῶν ἐρ­γα­σι­ῶν τῆς Συ­νό­δου καί τόν θρί­αμ­βο τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας ὁ Πα­τριά­ρχης Ἀ­λέ­ξαν­δρος καί ὁ Ἀ­θα­νά­σιος ἐ­πι­στρέ­φουν στήν Ἀ­λε­ξάν­δρειαν. Τά πλή­θη τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων τούς ἐ­πι­φυ­λάσ­σουν ἐγ­κάρ­δια καί θερ­μότα­τη ὑ­πο­δο­χή. Ἀλλά καί οἱ δυ­ό ἄν­δρες ἑνώνονται ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο με­τα­ξύ τους καί συ­νε­χί­ζουν μέ ἕ­να πνεῦ­­­μα καί μέ μί­α καρ­διά τούς ὡ­ραί­ους καί εὐ­γε­νεῖς ἀ­γῶ­νες τῆς προ­ό­δου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας πρός δό­ξαν Χρι­στοῦ. Τήν ἐ­ξαι­ρετική συ­νερ­γα­σί­α πού γίνεται μέ πνεῦμα βα­θέ­ος σε­βα­σμοῦ καί ἄδο­λης καί εἰ­λι­κρι­νοῦς ἀ­γά­πης τήν χαί­ρε­ται ὁ λα­ός καί βα­θύ­τα­τα ἱ­κα­νο­ποι­εῖ­ται ἀ­πό αὐ­τήν.

Ἀλλά ὁ Ἀ­λέ­ξαν­δρος, γέ­ροντας πλέ­ον, αἰ­σθά­νε­ται τίς δυ­νά­μεις του ­μέ­ρα μέ τή ­μέ­ρα νά τόν ἐγ­κα­τα­λεί­πουν. Γι’ αὐ­τό καί ἀρ­χί­ζει νά προ­ε­τοι­μά­ζει τό ἔ­δα­φος γιά τή δι­α­δο­χή του. Ποιός ἄλ­λος θά ἦ­ταν κα­ταλ­λη­λό­τε­ρος γιά νά τόν δι­α­δε­χθεῖ στόν ἱ­στο­ρι­κό θρό­νο, ἐκτός ἀ­πό τόν Ἀ­θα­νά­σιο; Τή σκέ­ψη του αὐ­τή ἄ­φη­σε νά τήν ἀν­τι­λη­φθεῖ μί­α ­μέ­ρα ὁ Ἀ­θα­νά­σιος. Ἐκεῖ­νος ­θο­ρυ­βή­θηκε. Εἶ­μαι πο­λύ νέ­ος καί πο­λύ ἀ­τε­λής, εἶ­πε. Ὁ Θε­ός θέ­λει ἐ­δῶ τήν ὡ­ρι­μό­τη­τα ἑ­νός πρε­σβύ­του καί τίς ἀ­ρε­τές ἑ­νός ἁ­γί­ου.

Τό 326 ὁ Ἀ­λέ­ξαν­δρος ἄφησε τήν τε­λευ­ταί­α του πνο­ή. Κί­νη­σε γιά τε­λευ­ταί­α φο­ρά τά χεί­λη του καί εἶ­πε: Ἀ­θα­νά­σι­ε! Ἀ­θα­νά­σι­ε. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως δέν ­φαινόταν που­θε­νά. Εἶ­χε κρυφτεῖ; Πι­θα­νῶς καί νά ἀ­που­σί­α­ζε ἀ­πό τήν Ἀ­λε­ξάν­δρεια. Ἀ­θα­νά­σι­ε, νο­μί­ζεις πῶς θά ξε­φύ­γεις; Δέν θά ξε­φύ­γεις ὅ­μως. Καί πράγ­μα­τι δέν ­ξέ­φυ­γε. Κλῆ­ρος μα­ζί καί λα­ός συγ­κεν­τρω­μέ­νος γύ­ρω ἀ­πό τόν να­ό τοῦ ἁ­γί­ου Μάρ­κου, σάν ἕ­νας ἄν­θρω­πος ­φώ­να­ζαν στούς ἐ­πι­σκό­πους πού εἶχαν συγ­κεν­τρωθεῖ γιά τήν ἐ­κλο­γή: Θέ­λου­με ἐ­πί­σκο­πο τόν Ἀ­θα­νά­σιο τόν σπουδαῖο, τόν εὐ­λα­βή, τόν Χρι­στια­νό, τόν μεγάλο ἀσκητή. Καί πράγ­μα­τι ὁ Ἀ­θα­νά­σιος μέ τήν ψή­φο κλή­ρου καί λα­οῦ ἐ­ξε­λέ­γη πα­τριά­ρχης μέσα σέ ἀ­πε­ρί­γρα­πτο ἐν­θου­σια­σμό. Ὑπῆρ­χε ἀμ­φι­βο­λί­α, ὅ­τι κάτω ἀπό τέτοιες προϋπο­θέ­σεις θά ἄ­φη­νε καί ὡς ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος ὄ­νο­μα σπου­δαῖο;

Β. Ὁ ἀ­κά­μα­τος ἀ­γω­νι­στής.

Πα­τριά­ρχης Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, λοι­πόν, ὁ Ἀ­θα­νά­σιος. Νέ­ος ἀ­κό­μη στήν ἡ­λι­κί­α, γε­μά­τος ὅ­μως ἀ­πό σύ­νε­ση καί μέ καρ­δί­α πού τήν θέρ­μαι­νε ἡ φλό­γα τῆς πί­στε­ως καί τῆς ἀ­γά­πης πρός τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ρί­χνε­ται μέ ὅλες του τίς δυ­νά­μεις στήν ὀρ­γά­νω­ση καί οἰ­κο­δο­μή της. Εἰ­ρη­νι­κά πέ­ρα­σαν τά πρῶ­τα χρό­νια της ἀρ­χι­ε­ρα­τεί­ας του. Ἡ ἀ­ρεια­νή αἵ­ρε­ση, ἔ­πει­τα ἀπό τήν κα­τα­δί­κη της στή Σύ­νο­δο τῆς Νι­καί­ας, δέν ­τόλ­μη­σε ­νω­ρίς νά ὑ­ψώ­σει πά­λι κε­φάλι. Γι’ αὐ­τό καί δι­έ­θε­σε τίς δυ­νά­μεις του σέ ἔρ­γα εἰ­ρη­νι­κά, ἔρ­γα κη­ρυ­κτι­κά καί φιλανθρωπι­κά. Μέ πολ­λή ἐ­πι­τυ­χί­α ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος πε­ρι­γρά­φει τή δρά­ση του κα­τά τήν πε­ρί­ο­δον αὐ­τή. Στό πρό­σω­πο τοῦ Ἀ­θα­να­σί­ου, λέ­ει,

«εὗρον οἱ ἐν συμ­φο­ραῖς τήν πα­ρά­κλη­σιν, τήν παι­δα­γω­γί­αν ἡ νε­ότ­ης· ἡ πε­νί­α τόν πο­ρι­στήν, ἡ εὐ­πο­ρί­α τόν οἰ­κο­νό­μον, αἱ χῆ­ραι τόν προ­στά­την, οἱ ὀρ­φα­νοί τόν πα­τέ­ρα· οἱ πτω­χοί τόν φι­λό­πτω­χον, οἱ ξέ­νοι τόν φι­λό­ξε­νον, οἱ ἀ­δελ­φοί τόν φι­λά­δελ­φον, οἱ νο­σοῦν­τες τόν ἰα­τρόν, οἱ πάν­τες τόν πᾶ­σι πάν­τα γι­νό­με­νον, ἵ­να κερ­δή­σῃ τούς πάν­τας».

Ἀλλά τά εἰ­ρη­νι­κά του ἔρ­γα ἦλ­θε πά­λι νά τά ἀ­να­κό­ψει ἡ χρι­στο­μά­χος αἵ­ρε­ση. Ὁ ἀ­ρει­α­νι­σμός ἄρ­χι­σε καί πάλι νά ὀρ­γα­νώ­νε­ται καί νά ἀ­πει­λεῖ τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἑ­νό­τη­τα. Τά πάν­τα με­ταχει­ρί­σθηκε γιά τήν ἐ­πι­κρά­τη­σή του: ψέματα, δό­λους, συ­κο­φαν­τίες, δι­ωγ­μούς, πο­λι­τι­κή ἐ­ξου­σί­α. Στό­χος οἱ ὀρ­θό­δο­ξοι ἀρ­χι­ε­ρεῖς, ἰδιαιτέρως ὅ­μως ὁ Ἀ­θα­νά­σιος. Αὐ­τός πρέ­πει μέ κά­θε τρό­πο νά ἐ­ξου­δε­τε­ρω­θεῖ, νά λεί­ψει. Ἀπό τότε πού τό σύν­θη­μα αὐ­τό ­ρίχθηκε ἀνάμεσα στούς ἀρει­ανούς, συ­νή­φθη­σαν μάχες κρα­τε­ρές καί μα­κρο­χρό­νιες. Σ’ αὐ­τές ὁ ἥρωας τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας ὑ­πέ­στη τά πάν­δει­να, ἐ­μει­νε ὅ­μως ἄ­καμ­πτος καί ἀ­με­τα­κί­νη­τος στίς ὀρ­θόδοξες θέ­σεις του καί ἀ­να­δεί­χθηκε διαμέσου τῶν αἰ­ώ­νων ὁ με­γα­λύ­τε­ρος ὑπέρμαχος τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως. Ἄς πα­ρα­κο­λου­θή­σουμε με­ρι­κές φά­σεις τοῦ ἀ­γῶ­να, ἀ­πό τίς πιό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές.

Κα­τό­πινν ἐ­πεμ­βά­σε­ως φί­λων τοῦ Ἀ­ρεί­ου ἐ­πι­σκό­πων στόν αὐ­το­κρά­το­ρα Κων­σταν­τῖ­νο, ὁ τε­λευ­ταῖ­ος αὐ­τός δί­νει ἐν­το­λή νά ἐ­πι­στρέ­ψει ὁ Ἄ­ρει­ος ἀ­πό τήν ἐ­ξο­ρί­α. Συγ­χρό­νως διαβι­βά­ζε­ται αὐ­το­κρα­το­ρι­κή ἐ­πι­θυ­μί­α στόν Ἀ­θα­νά­σιο νά τόν δε­χθεῖ σέ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή κοι­νω­νί­α. Ὁ Ἀ­θα­νά­σιος ἀρ­νεῖ­ται. Γνω­ρί­ζει πόσο ὕπουλοι εἶναιο οἱ αἱ­ρε­τι­κοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι παρέσυ­ραν τόν βα­σι­λέ­α καί γιά κανένα λόγο δέ­χε­ται τόν Ἄ­ρει­ο. Ὁ αὐ­το­κρά­τωρ ὅ­μως ἐ­πι­μέ­νει. Στήν ἐ­πι­στο­λή μάλιστα πού ἔ­στει­λε στόν Πα­τριά­ρχη, ζη­τᾶ νά κά­νει δε­κτό ὄ­χι μόνο τόν Ἄ­ρει­ον, ἀλ­λά καί ὅ­λους τους αἱ­ρε­τι­κούς ἐ­πι­σκό­πους. Ἡ ἐ­πι­στο­λή πε­ρι­έ­χει καί ἀ­πει­λή σέ πε­ρί­πτω­ση πού ἀρνοῦνταν. Ἔ­γρα­φε ὁ αὐ­το­κρά­τωρ: Ἐ­άν μά­θω, ὅ­τι ἐμπόδισες με­ρι­κούς ἀ­πό αὐ­τούς, θά ­στεί­λω ἀ­μέ­σως τόν ἁρ­μό­διο, ὁ ὁ­ποῖ­ος θά σέ κα­θαιρέσει μέ δι­α­τα­γή μου καί θά σέ ἐ­ξο­ρί­σει ἀ­πό τούς τό­πους, στούς ὁ­ποί­ους τώ­ρα μέ­νεις.

Ὁ Ἀ­θα­νά­σιος μέ­νει ἀ­κλό­νη­τος. Ὑ­ψώ­νει τό ἠ­θι­κό του ἀ­νά­στη­μα καί ἀ­παν­τᾶ στόν βα­σι­λέ­α τό ὄ­χι. Καμία κοι­νω­νί­α, τοῦ γρά­φει, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει με­τα­ξύ τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκκλη­σί­ας καί τῆς Χρι­στο­μά­χου αἱ­ρέ­σε­ως. Κει­μή­λιο εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­στο­λή. Κει­μή­λιο πί­στε­ως καί ἀν­δρεί­ας καί ἀ­γά­πης πρός τήν ἀ­λή­θεια, καί με­γά­λη ἀ­πό­δει­ξη στα­θε­ρό­τη­τος. Ὁ αὐτοκρά­τωρ πεί­θε­ται καί δέν ἐ­πι­μέ­νει στήν ἀ­πό­φα­σή του. Οἱ ἐ­χθροί του ὅ­μως δέν στα­μα­τοῦν. Ἀ­φοῦ ἀ­πέ­τυ­χαν στό τέ­χνα­σμά τους αὐ­τό, συλ­λαμ­βά­νουν ἄλ­λο σχέ­διο. Νά συγκαλέ­σουν σύ­νο­δο ἀ­πό ­δι­κούς τους ἐ­πι­σκό­πους καί νά τόν θέ­σουν ὑ­πό κα­τη­γο­ρί­α­ μέ σκο­πό ­νά τόν κα­θαι­ρέ­σουν. Κα­τα­στρώ­νουν λοι­πόν τό σχέ­διό τους: ἐ­νη­με­ρώ­νουν τούς ἐ­πι­σκό­πους· δι­α­δί­δουν εὐ­ρέ­ως τίς κατηγορίες του ἐναν­τίον τοῦ Ἀ­θα­να­σί­ου καί τέ­λος ἐν ἀ­γνοί­ᾳ τοῦ ὑ­πευ­θύ­νου κυ­βερ­νή­του τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας συγ­κα­λοῦν τήν σύνο­δο. Ἡ σύ­νο­δος συ­νῆλ­θε στήν Τύ­ρο τό 335. Συγ­κρο­τεῖ­ται ἀ­πό πολ­λούς ἐ­πι­σκό­πους, πού εἶ­ναι ἕ­τοι­μοι νά κα­τη­γο­ρή­σουν τόν πα­τριά­ρχη. Κα­λεῖ­ται καί ὁ Ἀ­θα­νά­σιος. Ἀ­πό τήν πρώ­τη­ στιγ­μή δι­α­πι­στώ­νει τό πνεῦ­μα τό ἐ­χθρι­κό, τό ὁ­ποῖ­ο ἐ­πι­κρα­τεῖ ἐ­ναν­τί­ον του. Εἶ­ναι κα­τη­γο­ρού­με­νος. Καί ὄ­χι ἁ­πλῶς γιά ἕ­να· ἀλ­λά γιά πολ­λά ἐγ­κλή­μα­τα. Κα­τη­γο­ρεῖ­ται γιά ἐγ­κλή­μα­τα ἠ­θι­κά, ὅ­τι εἶ­ναι ἔ­νο­χος φό­νου· ὅ­τι ἐ­πιδιδόταν σέ πρά­ξεις μα­γι­κές· ὅ­τι ­τά­χθηκε ἐ­ναν­τί­ον τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος.

Πα­ρά­νο­μη πέ­ρα ὡς πέ­ρα ἡ Σύ­νο­δος, πα­ρά τό ὅ­τι ὅλες οἱ κα­τη­γο­ρίες μί­α πρός μί­α ἔ­πε­σαν καί ἀ­πο­δεί­χθηκαν συ­κο­φαν­τι­κές, προ­χω­ρεῖ στήν προ­σχε­δι­α­σμέ­νη ἀ­πό­φα­σή της νά κα­τα­δι­κά­σει καί νά κα­θαιρέσει τόν Ἀ­θα­νά­σιο ὡς αἴ­τιο ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν καί πο­λι­τι­κῶν ἐγ­κλη­μά­των. Καί τόν κα­τα­δι­κά­ζει. Ἡ ἀ­πό­φα­ση δι­α­βι­βά­ζε­ται στόν αὐ­το­κρά­το­ρα γιά νά ἔχει τήν ἔγκρισή του. ὁ αὐ­το­κρά­τωρ ἐ­πη­ρε­α­σμέ­νος καί ἀ­πό συ­νε­χεῖς κα­τη­γο­ρί­ες τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν, ὅ­τι αὐ­τός εἶ­ναι ὁ αἴ­τιος τῆς ἀ­να­τα­ρα­χῆς, ἐν­δί­δει καί δί­νει ἐν­το­λή νά ἐγκα­τα­λείψει ὁ Ἀθα­νά­σιος τήν Ἀ­λε­ξάν­δρεια καί νά φύ­γει στόν ὁ­ρι­σμέ­νο τό­πο τῆς ἐ­ξο­ρί­ας. Καί ὡς τό­πος ἐ­ξο­ρί­ας ὁρίσθηκε ἡ πό­λη Τρέ­βι­ρα τῆς Γαλ­λί­ας. Ἡ εἴ­δη­ση, ἀ­φοῦ δι­α­δό­θηκε στήν Ἀλεξάν­δρεια, προ­κά­λε­σε πολύ μεγάλη λύ­πη στούς ἐ­πι­σκό­πους πού ἦταν ἀφοσιωμένοι στόν Ἀ­θα­νά­σιο καί στόν ὀρ­θόδοξο λαό. Ἀλλά καί ὁ ἴ­διος ὁ Ἀ­θα­νά­σιος μέ λύ­πη πολ­λή, ἀλ­λά καί μέ ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα με­γά­λη ἐγ­κα­τα­λεί­πει τήν Ἀ­λε­ξάν­δρεια καί τό ἀ­γα­πη­μέ­νο του ποί­μνιο. Καί ἀ­να­λαμ­βά­νει τό μα­κρινό τα­ξί­δι μέσα στόν χει­μώ­να στόν τό­πο τῆς ἐξορίας του. Θρη­νεῖ ἡ Ἀ­λε­ξάν­δρεια τόν ἄ­ξιον ἐ­πί­σκο­πό της, ἐ­νῶ οἱ πι­στοί ὑ­πο­φέ­ρουν τά πάν­δει­να ἐκ μέ­ρους τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν.

Στό με­τα­ξύ ὁ Ἄ­ρει­ος πα­ρου­σι­ά­ζε­ται στόν αὐ­το­κρά­το­ρα καί, ψεύτης ὅπως ἦ­ταν, ὁρ­κί­ζε­ται ἐ­νώ­πιόν του, ὅ­τι ἀ­πο­δέ­χε­ται πλή­ρως καί ὁ­μο­λο­γεῖ τήν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη. Ὁ Κωνσταντῖνος δέ­χε­ται τήν ὁ­μο­λο­γί­α του. Κρα­τᾶ ὅ­μως καί τίς ἐ­πι­φυ­λά­ξεις του. Δι­ό­τι ἔ­χει λά­βει κά­ποια πεί­ρα τῆς δο­λι­ό­τη­τος τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν. Καί γι’ αὐ­τό ἀ­παν­τᾶ μέ τά ἑξῆς λό­για, τά ὁ­ποί­α ἀ­πο­δει­κνύ­ουν τή μεγάλη του εὐ­σέ­βεια: Ἔ­αν εἶ­ναι ὀρ­θή ἡ πί­στη σου, κα­λῶς ὁρ­κί­σθηκες. Ἐ­άν ὅ­μως ἡ πί­στη σου εἶ­ναι ἀ­σε­βής καί ­τόλ­μη­σες νά ὁρ­κι­σθεῖς, ὁ Θε­ός ἄς σέ κρί­νει ὡς ψεύ­δορ­κο. Καί ὅ­τι ἡ ὁ­μο­λο­γί­α τοῦ αἱ­ρε­σιά­ρχου ἦ­ταν ψευ­δής, κα­νείς δέν μπο­ροῦσε νά ἀμ­φι­βά­λει ἀ­πό ὅ­σους τόν ­γνώ­ρι­ζαν. Ὅ­τι ὅ­μως τό­σο γρή­γο­ρα θά ἐ­περ­χό­ταν ἡ θεί­α δί­κη καί τι­μω­ρί­α, ἴ­σως πολ­λοί δέν τό ­πε­ρί­με­ναν. Καί ὅ­μως ἦλ­θε. Ἐ­νῶ ὁ Ἄ­ρει­ος μετά ἀπό λίγες ­μέ­ρες ἦ­ταν ἕ­τοι­μος νά προ­σέλ­θει στό Να­ό, ὅ­που θά ­λει­τουργοῦσε ὁ Πατριάρχης, γιά νά συλ­λει­τουρ­γή­σει μα­ζί του καί νά γί­νει ἔ­τσι ἐ­πι­σή­μως δε­κτός σέ ἐκ­κλη­σι­αστι­κή κοι­νω­νί­α, κάθ’ ὁ­δόν κυριεύθηκε ἀ­πό πάρα πολύ ἰσχυρούς πό­νους στό στομάχι του καί ­πέ­θα­νε ἄδοξα. Αὐτό οἱ πι­στοί τό ἀ­πέ­δω­σαν σέ πα­ρα­δειγ­μα­τι­κή τι­μω­ρί­α ἐκ μέ­ρους τοῦ Θε­οῦ. Καί μέ τό τέ­λος τοῦ ἀρ­χη­γοῦ τους οἱ αἱ­ρε­τι­κοί κυριεύθηκαν ἀ­πό ἀμη­χα­νί­α καί φό­βο.

Καί ὁ Ἀ­θα­νά­σιος; Πα­ρα­μέ­νει στήν ἐ­ξο­ρί­α. Ὄ­χι βέ­βαι­α ἀρ­γός καί ἀ­δρα­νής. Ἐρ­γά­ζε­ται δρα­στήρια πρός κάθε κα­τεύ­θυν­ση γιά νά γνω­ρι­σθεῖ ὁ Χρι­στός καί ἡ ἅ­για του Ἐκ­κλη­σί­α. Εἶναι βε­βαί­ως μα­κριά ἀπό τό ποί­μνιό του. Εἶ­ναι ὅ­μως δι­ό­τι θέ­λει νά μέ­νει πι­στός στήν ὀρ­θή ­πί­στη. Κα­νένα πράγ­μα, σκέ­πτε­ται, δέν μπο­ρεῖ νά συγ­κρι­θεῖ μέ τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Καί γιά χά­ρη της ἀ­ξί­ζει κα­νείς νά θυ­σιά­ζει καί τό θρό­νο του καί τή ζω­ή του, ἄν χρεια­σθεῖ. Λί­γη ἐ­λα­στι­κό­τητα καί ὅ­λα θά ­τε­λεί­ω­ναν. Θά ἐ­πα­νερχόταν θρι­αμ­βευ­τι­κά στό θρό­νο του. Δέν θά ἦ­ταν ὅ­μως τό­τε ὁ Μέ­γας Ἀ­θα­νά­σιος. Ἀ­λή­θεια! Τί ἀ­γῶ­νες ­χρει­ά­σθηκαν γιά νά ἐ­πι­κρά­τη­σει ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α μας! Τό αἰ­σθα­νό­μα­στε ἄ­ρα­γε ὅ­σο πρέ­πει;

Γ. Πι­στός μέ­χρι τέ­λους.

Γιά τήν ἐ­πι­κρά­τη­ση τῆς ὀρ­θῆς πί­στε­ως, τῆς πί­στε­ως στόν Κύ­ριο ὡς Θε­άν­θρω­πο, ὁ Ἀ­θα­νά­σιος β­ρί­σκε­ται στήν ἐ­ξο­ρί­α. Ἕ­να γε­γο­νός ὅ­μως ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το γί­νε­ται ἀφορ­μή νά ἐπανέλ­θει στήν Ἀλε­ξάν­δρεια ἀνάμεσα στό ἀ­γα­πη­τό του ποίμνιο. Ὁ αὐ­το­κρά­τωρ Κων­σταν­τῖ­νος δη­λα­δή, ἀ­φοῦ ­δέ­χθηκε τό ἅ­γιο βά­πτι­σμα τίς τε­λευ­ταῖες ἡ­μέ­ρες τῆς ζω­ῆς του, πεθαίνει στή Νι­κο­μή­δεια. Πρίν ὅ­μως φύγει ἀπό τόν κό­σμο αὐ­τό ἀ­φή­νει πα­ραγ­γε­λί­α νά ἐ­πα­νέλ­θει ὁ ἐ­ξό­ρι­στος Ἱ­ε­ράρ­χης στό θρό­νο του καί ἔ­τσι νά ἐ­πα­νορ­θω­θεῖ μί­α ἀ­δι­κί­α, ἡ ὁποί­α ἔ­γι­νε σέ βά­ρος του. Πράγ­μα­τι ὁ Ἀ­θα­νά­σιος σέ λίγο κάποιο και­ρό ἐ­πι­στρέ­φει στήν Ἀ­λε­ξάν­δρεια μετά ἀπό ἐνέργειες τοῦ γιοῦ τοῦ Με­γά­λου Κων­σταν­τί­νου, πού ἦταν αὐτοκρά­το­ρας στή Δύση καί ὀνομαζόταν καί αὐτός Κων­σταν­τῖνος. Ὁ πι­στός λα­ός μέ δά­κρυ­α χα­ρᾶς καί ποι­κί­λες ἐκ­δη­λώ­σεις ἀ­γά­πης καί ἀ­φο­σι­ώ­σε­ως ὑ­πο­δέ­χε­ται τόν ποιμενάρχη του. Τό φρό­νη­μά του, πα­ρά τίς κα­κου­χί­ες τῆς ἐ­ξο­ρί­ας, εἶ­ναι ἡ­ρω­ί­κο καί ἀ­κμαῖ­ο. Ἡ ἀ­λή­θεια γιά μί­αν ἀ­κό­μη φο­ρά ­θρι­άμ­βευ­σε. Οἱ Ἀ­ρεια­νοί τα­πει­νω­μέ­νοι ἀπομακρύνον­ται καί σι­ω­ποῦν γιά κάποιο και­ρό. Δέν θά ἀρ­γή­σουν ὅ­μως καί πάλι νά ἀ­να­θαρ­ρή­σουν καί νά κι­νη­θοῦν γιά νά ἐ­ξον­τώ­σουν τόν Ἀθανάσιο.

Καί πράγ­μα­τι ἡ κα­τάλ­λη­λη ὥ­ρα ἦλ­θε. Δι­ά­δο­χός τοῦ Μεγάλου Κων­σταν­τί­νου στά ἀ­να­το­λι­κά δι­α­με­ρί­σμα­τα τοῦ Κρά­τους ἔγι­νε ὁ γιός του Κων­στάν­τιος. Φι­λα­ρεια­νός ὅ­μως αὐ­τός, ἀν­τέ­δρα­σε ­στήν ἐ­πά­νο­δο τοῦ Ἀ­θα­να­σί­ου ἀπό τήν ἐ­ξο­ρί­α. Ἐνέ­δω­σε ὅ­μως στήν πί­ε­ση τοῦ ἀ­δελ­φοῦ του καί δέ­χθηκε τήν ἐ­πισ­τρο­φή του. Ἀλλά οἱ Ἀ­ρεια­νοί δια­ρκῶς τόν ἐπηρεάζουν καί δι­α­δί­δουν σέ βά­ρος τοῦ ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που ἀ­νύ­παρ­κτες κα­τη­γο­ρίες. Εἶ­ναι κα­θη­ρη­μέ­νος. Πῶς μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι Πα­τριά­ρχης; τοῦ ἔ­λε­γαν. Ὁ Ἀ­θα­νά­σιος εἶ­ναι φα­νε­ρός ἐ­χθρός της αὐ­λῆς. Πῶς τόν ἀ­νέ­χε­σαι; πρό­σ­θε­ταν. Οἱ κα­τη­γο­ρίες αὐτές ἔβρισκαν ἀ­πή­χη­ση στόν φι­λύ­πο­πτο αὐ­το­κρά­το­ρα. Τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἦλ­θε. Ὁ Πα­τριά­ρχης ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται γιά δεύ­τε­ρη φο­ρά ἀπό τό θρό­νο του, τόν ὁ­ποῖ­ο κα­τα­λαμ­βά­νει αἱ­ρε­τι­κός ἐ­πί­σκο­πος. Ἡ εἴ­δη­ση ­τά­ρα­ξε τόν εὐ­σε­βῆ λα­ό. Πλή­θη πι­στῶν ­γέ­μι­σαν τούς να­ούς καί μέ δά­κρυ­α προσεύ­χον­ταν νά μή χά­σουν τόν πο­λυ­πό­θη­το ποι­με­νάρ­χη τους. Ὅ­μως ὁ ἔ­παρ­χος, πι­σ­τό ὄρ­γα­νο τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος, ἀ­πάν­τη­σε μέ βι­αι­ό­τη­τες καί σφα­γές. Αἱ­ρε­τι­κοί, ἐ­θνι­κοί, Ἰου­δαῖ­οι ὅρ­μη­σαν μέ ὅ­πλα καί ξί­φη καί ρό­πα­λα ἐ­ναν­τί­ον τῶν πι­στῶν, πού προ­σεύ­χον­ταν σέ ἕ­να να­ό. Τρα­γι­κές σκη­νές ἀ­κο­λού­θη­σαν. Φό­νοι δι­ε­πρά­χθη­σαν. Ὁ να­ός γέ­μι­σε ἀ­πό αἵ­μα­τα. Τά ἅ­για τῶν ἁ­γί­ων βε­βη­λώ­θη­καν. Καί ὁ Ἀ­θα­νά­σιος; Καθώς θυμήθηκε τά λό­για τοῦ Κυ­ρί­ου «ὅ­ταν σᾶς δι­ώ­κουν ἀ­πό μί­α πό­λη, νά φεύ­γε­τε στήν ἄλ­λη», ἐγ­κα­τέ­λει­ψε θελημα­τι­κά τήν Ἀ­λε­ξάν­δρεια καί ­πῆ­ρε πάλι τό δρό­μο τῆς ἐ­ξο­ρί­ας.

Στή Ρώ­μη ἐ­ξο­ρί­σθηκε τώ­ρα ὁ Πα­τριά­ρχης. Καί ­δέ­χθηκε ἡ Ρώ­μη τόν ἐ­ξό­ρι­στο μέ πολ­λή ἀ­γά­πη. Ἐρ­γά­ζε­ται ἐ­κεῖ ἀ­κα­τα­πό­νη­τα ὁ θερ­μουρ­γός Ἱ­ε­ράρ­χης. Ἡ λαμ­πάδα φω­τί­ζει τή Δύ­ση. Μέ τήν πο­λύπλευ­ρη ἐρ­γα­σί­α του γνω­ρί­ζει ὁ δυ­τι­κός Χρι­στι­α­νι­κός κό­σμος τό με­γα­λεῖ­ο τῆς Ἀ­να­το­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Με­τα­φυ­τεύ­ει ἐ­κεῖ τόν θε­σμό τοῦ μο­να­χι­κοῦ βί­ου. Τι­μᾶ­ται ἀ­πό τούς ἐ­πι­σκό­πους καί τόν λα­ό. Τό σπου­δαι­ό­τε­ρο, ἡ ἁ­γι­ό­τητα τῆς ζω­ῆς του καί ἡ εἰ­λι­κρι­νής ἀ­γά­πη του πρός τήν Ἐκ­κλη­σί­α πεί­θουν τούς ἐ­πι­σκό­πους της Δύ­σε­ως, ὅ­τι εἶ­ναι ἀθῶ­ος ἀ­πό τίς κα­τη­γο­ρίες, πού τοῦ ἀ­πέ­δι­δαν οἱ ἐ­χθροί του. Σέ Συ­νό­δους μάλιστα, οἱ ὁ­ποῖες συγ­κρο­τή­θηκαν στή Ρώ­μη καί στή Σαρ­δι­κή, δι­και­ώ­νε­ται ὁ ἥ­ρωας ἀ­γω­νι­στῆς. Ἔπειτα ἀπό ἐπέμβαση τέ­λος τοῦ ἄρ­χον­τα τῆς Δύ­σε­ως Κών­σταν­τος ἀ­να­κα­λεῖ­ται ἀπό τήν ἐ­ξο­ρί­α καί ἀ­πο­κα­θί­στα­ται πάλι στό θρό­νο του. Ἡ ἐ­πι­στρο­φή του στήν Ἀ­λε­ξάν­δρεια ἔγινε τό 347. Ἐκεῖ ἀμέσως ἐπιδόθηκε στήν ἀ­να­σύν­τα­ξη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Ἀλλά οἱ δο­κι­μα­σίες του δέν ἐ­πρό­κει­το ἀ­κό­μη νά λή­ξουν. Νέ­ες συ­κο­φαν­τί­ες ἐκ μέ­ρους τῶν ἐ­χθρῶν του· νέ­οι δι­ωγ­μοί. Κα­τα­δι­κά­ζε­ται καί πάλι ἀ­πό Σύ­νο­δο ἀ­ρεια­νῶν ἐ­πι­σκό­πων. Καί δέν πε­ρι­ο­ρί­ζον­ται οἱ ἐ­χθροί του στήν κα­τα­δί­κη τή ­δι­κή του. Κι­νοῦν δι­ωγ­μό σκλη­ρό ἐ­ναν­τί­ον τῶν πι­σ­τῶν ὀ­πα­δῶν του. Τρα­γι­κές σκη­νές ἐκτυλίσσονται. Ἐνῶ ὁ Ἀ­θα­νά­σιος τελεῖ παν­νυ­χί­δα σέ ἕ­να να­ό τῆς πό­λε­ως, χι­λιά­δες στρα­τι­ω­τῶν πε­ρι­κυ­κλώ­νουν τόν να­ό καί ἐ­πι­τί­θεν­ται ἐ­ναν­τί­ον τῶν πιστῶν πού προσεύχονται. Μό­λις κα­τορ­θώ­νουν νά διασκορπι­σθοῦν καί νά σω­θοῦν. Ὅ­λοι πα­ρα­κα­λοῦν τόν Ἀ­θα­νά­σιο νά φύ­γει καί νά σω­θεῖ. Ἐ­κεῖ­νος ἀρ­νεῖ­ται. Ἐάν δέν φύ­γε­τε ὅ­λοι, ἀ­παν­τᾶ, ἐ­γώ δέν πρό­κει­ται νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψω τόν να­ό. Τέ­λος σώ­ζε­ται καί ὁ ἴ­διος. Ἀλλά γιά νά μή συ­νε­χι­σθοῦν καί γε­νι­κευ­θοῦν οἱ ἐ­πι­θέ­σεις τῶν ἐ­χθρῶν του κα­τά τῶν πι­στῶν, φεύ­γει καί πάλι ἀ­πό τήν Ἀ­λε­ξάν­δρεια καί γί­νε­ται γιά τρί­τη φο­ρά ἐ­ξό­ρι­στος. Στήν ἔ­ρη­μό τῆς Θη­βαΐ­δος κα­τα­φεύ­γει κα­τά τή νέ­α του αὐ­τή ἐ­ξο­ρί­α. Ἕξι ὁ­λό­κλη­ρα ἔ­τη πα­ρέ­μει­νε ἐ­κεῖ μα­ζί μέ τούς ἀ­σκη­τές. Δέν μέ­νει ὅ­μως ἀ­δρα­νής. Προ­σεύ­χε­ται μα­ζί τους, ἀλ­λά καί γρά­φει πλῆ­θος ἐ­πι­στο­λῶν πρός ἐ­πι­σκό­πους καί ἄλ­λους κλη­ρι­κούς, στίς ὁ­ποῖες συ­νι­στᾶ καί πα­ρα­κα­λεῖ νά μεί­νουν πι­στοί στήν ὀρ­θό­δο­ξη πίστη. Συγ­γρά­φει ἀ­κό­μη πε­ρι­σπού­δα­στα ἔρ­γα. Ἔ­τσι ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται τό­σο δρα­στή­ριος καί δη­μι­ουρ­γι­κός καί σ’ αὐ­τήν ἀ­κό­μη τήν ἐ­ξο­ρί­α του.

Με­τά τόν θά­να­το τοῦ Κων­σταν­τί­ου ἐ­πί τοῦ δι­α­δό­χου του Ἰ­ου­λια­νοῦ ἐ­πι­στρέ­φει καί πάλι στό ποί­μνιό του, γιά νά ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ ὅ­μως πάλι δυ­ό φο­ρές ἀ­πό αὐ­τό καί νά συμπλήρω­σει 23 ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια ζω­ῆς στήν ἐ­ξο­ρί­α. Καί εἶναι ὁμολογουμένως μοναδικό τό φαινόμενο Ἱεράρχου, ὁ ὁποῖος πέντε φορές ἐξορίσθηκε γιά νά κράτησει ἀναλλοίωτη καί ἀνόθευτη τή χριστιανική πιστη. Εἶναι ἀξιο­ση­μεί­ω­το, ὅτι, ὅταν γιά τετάρτη φορά ἐξοριζόταν καί ἔβλεπε τούς πιστούς νά ξεσποῦν σέ λυγμούς, ἐκεῖνος ἔμεινε ἀκλό­νη­τος. Περιορίσθηκε μόνο νά πεῖ: «νεφύδριόν ἐστι καί θᾶτ­τον παρελεύσεται».

Τέλος, ἔπειτα ἀπό ἀνεκδιήγητες ταλαιπωρίες στούς τόπους τῆς ἐξορίας ἐπιστρέφει ἀνάμεσα στόν πιστό λαό του, ἀπό τόν ὁποῖο δέν πρόκειται πιά νά χωρισθεῖ. Εἶναι τώρα 70 περίπου ἐτῶν. Καί ρίχνεται ἀκούραστος καί μέ νεανικές, θά ἔλεγε κανείς, δυνάμεις στό ἔργο τῆς ἀνα­πτύ­ξε­ως καί ἀνασυγκροτήσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία, ἔπει­τα ἀπό τόν σάλο πού πέρασε καί τίς μακρές περιπέτειες πού δοκίμασε ἀπό τούς ἀρειανίζοντες ἐπισκόπους, εἶχε ἄμεση ἀνάγκη ἀναδιοργανώσεως. Κάνει τό πᾶν. Κηρύττει. Γράφει ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν. Χειροτονεῖ κληρικούς. Πε­ριοδεύει καί ἐποπτεύει τίς ἐπαρχίες. Νέα ζωή παρου­σι­άζει ἡ ταλαιπωρημένη Ἐκκλησία. ἈΛλά οἱ δυνάμεις του ἀρχίζουν νά τόν ἐγκαταλείπουν. Ἡ πέννα πέφτει ἀπό τό χέρι. Καί ἡ γλώσσα μέ δυσκολία κινεῖται. Ὁ μεγάλος ἀγω­νιστής βρίσκεται στό τέλος του. Ρίχνει μιά ματιά στήν μα­κρά καί πολυκύμαντη ζωή του. Ἡ συνείδησή του εἶναι ἤρε­μη. Τήν καλή παρακαταθήκη τῆς πίστεως τήν φύλαξε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ. Ἄς χρειάσθηκαν κόποι καί ἀγῶνες καί ἐξορίες. Τήν παρέδωσε στήν Ἐκκλησία ὡς τόν πο­λυ­τι­μότερο θησαυρό.

2 Μαίου 373. Τά χείλη ψιθυρίζουν γιά τελευταία φορά: ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος. Τά μάτια κλείνουν ὁριστικά. Ὁ νικητής περνᾶ στήν ἄλλη ζωή. Τό στεφάνι τῆς νίκης τοῦ προσφέρεται ἀπό τόν ἀγωνοθέτη Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας τιμᾶ τήν ἔξοδο τοῦ ἥρωος ποιμενάρχου της. Ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη συγκινεῖται ἀπό τό ἄγγελμα τοῦ θανάτου του. Ἐξυμνεῖ Ἀνατολή καί Δύση τά μεγάλα κατορθώματα. Ἐκεῖνος ἔφυγε, ἀλλά τό τρόπαιο πού ἔστησε μέ τούς ἀγῶνες του, ἡ Ὀρθοδοξία, μένει.

Ἀλήθεια! Τί μεγάλος θησαυρός εἶναι ἡ Ὄρθοδοξια μας! Τό ἔχουμε ἄραγε κατανοήσει ὅσο πρέπει; Ἄς τό δια­κη­ρύ­ξουμε παντοῦ. Τίποτε ἀνώτερο ἀπό τήν Ὀρθοδοξία. Μέ θυσίες μεγάλες διαφυλάχθηκε. Ἀξίζει κάθε κόπος καί κάθε θυσία γιά νά κρατηθεῖ ἀναλλοίωτη. Οἱ ἀγῶνες καί οἱ θυ­σίες τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου ἄς βρίσκουν ἀνά τούς αἰῶ­νες πολ­λούς μιμητές.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου