O ΑΓΙΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ O ΜΕΓΑΣ
Ὁ ὅσιος Εὐθύμιος εἶναι ὁ μέγας τῆς Ἐκκλησίας μας ἀσκητής καί συγχρόνως Ἱεραπόστολος. Συνδύασε ἄριστα ζωή ἀσκήσεως καί ἱεραποστολῆς. Ζωή ὀρθοδόξου ἀγωνιστικότητος καί ἁγιότητος. Γι’ αὐτό καί ἔλαμψε ὡς ἀστήρ πρώτου μεγέθους στό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας μας, αἰώνιο παράδειγμα ὁλοκληρωτικῆς προσφορᾶς στόν Θεό.
1. Δῶρο Θεοῦ.
Στή Μελιτηνή τῆς Ἀρμενίας γεννήθηκε ὁ Εὐθύμιος τό ἔτος 377 μ.Χ. ἐπί αὐτοκράτορος Γρατιανοῦ καί χαρακτηρίσθηκε ὡς δῶρο Θεοῦ. Διότι ἡ γέννησή του ἦταν καρπός μακροχρόνιας καί θερμῆς προσευχῆς τῶν εὐσεβῶν γονέων τοῦ Παύλου καί Διονυσίας, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἐπί ἔτη πολλά ἄτεκνοι. Γιά τό λόγο αὐτό, ὅταν τόν ἀπέκτησαν, ἀποφάσισαν νά τόν ἀφιερώσουν μέ εὐγνωμοσύνη στόν Θεό, ὅπως ἔκανε παλιότερα ἡ Ἄννα γιά τόν γιό τῆς Σαμουήλ. Ἔτσι ἡ πιστή μητέρα ἀφοσιώθηκε μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς της στήν ἀνατροφή τοῦ παιδιοῦ της, γιά νά τοῦ δώσει ἀπό τήν πρώτη ἡλικία ἀγωγή θρησκευτική, μόρφωση χριστιανική. Καί ἡ φροντίδα αὐτή ἐντάθηκε ἀκόμη περισσότερο, ὅταν σέ ἡλικία μόλις τριῶν ἐτῶν ὁ Εὐθύμιος ἔχασε τόν πατέρα του καί ἔμεινε ὀρφανός.
Ἄν ὁ Θεός γιά λόγους πού ἡ πανσοφία του γνωρίζει, στέρησε τόν Εὐθύμιο ἀπό τήν παρουσία καί φροντίδα τοῦ πατέρα του, προνόησε ὅμως νά ἀναπληρώσει τήν ἀπουσία τοῦ πατέρα. Ἔτσι ὁ ὀρφανός Εὐθύμιος προστατεύθηκε, ἀλλά καί ὁ ἱερός πόθος τῶν εὐσεβῶν γονέων τοῦ πραγματοποιήθηκε. O Ἐπίσκοπος δηλαδή τῆς Μελιτηνῆς Εὐτρώιος πληροφορήθηκε ἀργότερα τήν περίπτωση τοῦ μικροῦ ὀρφανοῦ κι ἐπειδή διέκρινε καί τά ἰδιαίτερα πνευματικά χαρίσματα τοῦ παιδιοῦ, τό ἀνέλαβε ὑπό τήν προστασία του. Τό ἀνέθεσε στούς δυό ἔμπιστους Ἀναγνῶστες του, Ἀκάκιο καί Συνόδιο, μέ τήν ἐντολή νά φροντίσουν αὐτοί ἐκ μέρους του σ’ ὅλα γιά τόν Εὐθύμιο. Καί τόν ἀνέλαβαν πράγματι οἱ δυό συνετοί παιδαγωγοί μέ συναίσθηση τῆς εὐθύνης τους ἀπέναντι στό παιδί καί τό μέλλον του, ἀλλά καί ἀπέναντι στήν Ἐκκλησία.
Σέ δυό κυρίως τομεῖς στράφηκε ἡ φροντίδα τῶν ἐκλεκτῶν κηδεμόνων: στήν ἐν Χριστῷ ἀγωγή, τόν πνευματικό δηλαδή καταρτισμό τοῦ Εὐθυμίου, καί τήν θεολογική καί ἐκκλησιαστική μόρφωσή του. Καί ἀνταποκρίθηκε καί εὐδοκίμησε καί στά δυό ὁ Ἅγιος, ὥστε καί θεολογική μόρφωση ἀξιόλογη νά λάβει καί ἁγιότητα βίου νά παρουσιάσει. Σεμνός, ἠθικός, συνετός, ὀρθόδοξος στό φρόνημα, θερμός στό ζῆλο, κλήθηκε νωρίς ἀπό τόν Ἐπίσκοπο καί χειροτονήθηκε διαδοχικά διάκονος καί ἱερεύς. Ἡ ὅλη του ἀνατροφή τόν ἀπέδειξε ἱκανό νά τοῦ ἀνατεθοῦν γρήγορα καί τά καθήκοντα τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς Μελιτηνῆς, ἀλλά καί τοῦ Ἔξαρχου ὅλων τῶν Μοναστηριῶν τῆς περιοχῆς.
Δόθηκε τότε εὐκαιρία στόν φιλομαθή ἡγούμενο καί στράφηκε περισσότερο στή μελέτη, συμπλήρωσε καί ἀνέπτυξε τή θεολογική του μόρφωση. Ἀλλά συγχρόνως μέ τήν ἁγιότητα καί τήν δραστηριότητά του ἀνέδειξε τή Μονή πνευματικό φυτώριο, κέντρο ψυχικοῦ ἀνεφοδιασμοῦ καί δυνάμεως.
Σέ ὥριμη ἡλικία, τό ἔτος 406, ἔρχεται στά Ἱεροσόλυμα, γιά νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Τούς τόπους, ὅπου ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἔζησε ὡς ἄνθρωπος, δίδαξε καί πέθανε γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Τό ὅλο περιβάλλον ἐδῶ τόν συγκίνησε βαθύτατα καί τόν εἵλκυσε. Μέ θερμό λοιπόν πόθο γιά τήν ἁγιότητα καί μέ ἀγάπη πολλή γιά τήν ἄσκηση, κλείσθηκε στό σπήλαιο τοῦ ὁσίου Θεοκτίστου καί κοντά στόν ἅγιο Γέροντα ἀσκοῦνταν στίς μοναχικές ἀρετές καί μάλιστα στήν ὑπακοή, τή μελέτη καί αὐτομελέτη, τήν προσευχή. Σημειώνει ὁ ἱερός ὑμνωδός:
«οὐκ ἔδωκας ὕπνον σοῖς ὀφθαλμοῖς οὐδέ τοῖς βλεφάροις σου νυσταγμόν ἕως οὗ τήν ψυχήν καί τό σῶμα τῶν παθῶν ἠλευθέρωσας καί σεαυτόν ἡτοίμασας τοῦ Πνεύματος καταγώγιον» (κατοικητήριον).
Ἦταν μιά ἐσωτερική παρόρμηση πού τοῦ ἔβαλε ὁ Θεός, γιά νά τόν ἑτοιμάσει γιά τήν μελλοντική του δράση καί τήν πνευματική του ἀκτινοβολία.
2. Μέ ὁρμητήριο τό ἀσκητήριο.
Ἐγκαταστάθηκε ὁ Εὐθύμιος στό ἀσκητήριό του καί ἀσκοῦνταν. Δέν ἄργησαν ὅμως οἱ πιστοί τῆς περιοχῆς νά τόν γνωρίσουν. Καί μέ τή γνωριμία τους αὐτή αἰσθάνθηκαν τήν ἕλξη τῆς λαμπρῆς του φυσιογνωμίας, φυσιογνωμίας καθαροῦ ὀρθοδόξου βιώματος, ἀσκήσεως καί θερμοῦ ζήλου γιά ἱεραποστολική δράση.
Συγκεντρώθησαν λοιπόν σιγά – σιγά γύρω του πολλοί, μέ τόν πόθο νά καθοδηγηθοῦν ἀπ’ αὐτόν καί νά συνεργασθοῦν μαζί του γιά τή διάδοση τῆς Ὀρθοδοξίας στίς γύρω περιοχές. Ἔτσι κατά τόν ἱερό ὑμνογράφο ὁ Εὐθύμιος «φερωνύμως ἔγινε εὐθυμία τῶν πιστῶν» καί αὐτός πού ἦταν καρπός στειρώσεως ἀποδείχθηκε πολύγονος, διότι «ἐκ τοῦ πνευματικοῦ του σπέρματος» γέμισε ἡ ἔρημος ἀπό πλῆθος ἁγίων μοναστῶν.
Ἄρχισε τότε ὁ ἅγιος ἡγούμενος τό ἱεραποστολικό ἔργο του στίς γύρω χῶρες. Διότι θεωροῦσε τά δυό ἔργα, ἄσκηση καί ἱεραποστολή, συνδεδεμένα μεταξύ τους ἀναπόσπαστα, ἐφόσον ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς, πού ἔδωσε στούς μαθητές του τήν ἐντολή τοῦ ἁγιασμοῦ, ὁ ἴδιος ἔδωσε καί τήν ἐντολή νά εὐαγγελίζονται στά ἔθνη. Ἐντολή, τήν ὁποία κατά γράμμα καί οἱ ἴδιοι ἐφάρμοσαν (Μάτθ. ε΄ 13 – 14, κη΄ 19, Μάρκ. ιστ΄ 19 – 20), ἀλλά καί οἱ διάδοχοί τους ἀποστολικοί καί λοιποί Πατέρες. Συστηματοποίησε λοιπόν ὁ Εὐθύμιος τήν ἱεραποστολική του ἐργασία ἰδιαιτέρως στίς ἀραβικές χῶρες. Ἔστειλε φωτιστές καί φωτίσθηκε ἡ χώρα μέ τό φῶς τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος. Πολλοί ἀπό τούς Ἄραβες Σαρακηνούς, πού δέχθηκαν τόν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, πίστευσαν στήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, βαπτίσθηκαν καί ἔγιναν μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι τό ἀσκητήριο τῆς ἐρήμου ἀναδείχθηκε ἱεραποστολικό κέντρο, πηγή φωτισμοῦ, μέ κατευθυντήριο νοῦ τόν ἔνθεο ζηλωτή, τόν θερμουργό ὅσιο Εὐθύμιο.
Ἦταν ὅμως τότε καί ἐποχή πολλῶν αἱρέσεων. Οἱ αἱρετικοί ἐργάζονταν μέ τρόπο ὕπουλο καί μέ θράσος, κατόρθωναν μάλιστα μέ τήν δόλια ψευδοδιδασκαλία τους καί τή διαστροφή τῶν Γραφῶν νά παραπλανοῦν τούς ἁπλοϊκούς Ὀρθοδόξους. Τό ὀλέθριο ἔργο τους δέν ἄφηνε σέ ἡσυχία τόν Εὐθύμιο. Ἡ ψυχή του πονοῦσε καί διαμαρτυρόταν. Τότε ὁ Ὅσιος στράφηκε μέ τή συνοδεία του στή διαφώτιση ὅσων πλανήθηκαν καί στήν προφύλαξη τῶν Ὀρθοδόξων.
Καί πράγματι ἡ δραστηριότητά του, οἱ προσευχές του, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἔφεραν τό θαυμαστό ἀποτέλεσμα. Εἶχε τήν ἐξαιρετική χαρά καί τήν ἱκανοποίηση νά δεῖ πολλούς αἱρετικούς, Νεστοριανούς, Εὐτυχιανούς, Μανιχαίους, νά διαφωτίζονται καί νά ἐπιστρέφουν στήν ὀρθόδοξη πίστη. Μεταξύ αὐτῶν ὁ Εὐθύμιος κατόρθωσε νά ἀποσπάσει καί τήν βασίλισσα Εὐδοκία, ἡ ὁποία εἶχε ἐμπλακεῖ στά δίκτυα τῆς αἱρέσεως τῶν μονοφυσιτῶν. Ἔκανε ἐντύπωση στή βασίλισσα ἡ θεολογική κατάρτιση τοῦ Ὁσίου, ἡ ὅλη του ἁγία φυσιογνωμία. «Ἦν μέν τό ἦθος μέτριος (στόν χαρακτήρα μετριοπαθής), τόν τρόπον πηλούς, τό χρῶμα λευκός, τήν ἡλικίαν εὐσταλής (στό ἀνάστημα εὐθυτενής) καί σεμνός, πολιός (λευκός) τήν τρίχα καί τήν ὑπήνην (τά γένεια του), μέχρι τῶν μηρῶν καθεικώς (μακρότατο).
Οἱ ἱεροί Συναξαριστές διηγοῦνται πλῆθος θαυμάτων, τά ὁποῖα ἐπιτέλεσε ὁ ὅσιος Εὐθύμιος καί μέ τά ὁποῖα συνόδευε τή διδασκαλία του καί τήν ἱεραποστολική του δράση. Καί ἀσθενεῖς θεράπευσε καί πεινασμένους ἔθρεψε καί νερό στούς ἀνθρώπους ἔδωσε μέ θαυματουργική βροχή. «Καί ἰάσεων ὤφθη πηγή καί διατροφή λιμώττουσι καί διψώντων δι’ ἐπομβρίας».
Σέ πολύ βαθειά γηρατειά, ἑκατονταεής περίπου, μετά ἀπό πολυετή ποικίλη ἐκκλησιαστική δράση ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ στίς 20 Ἰανουαρίου τοῦ 473 ἐπί Λέοντος Α΄ τοῦ Θρακός.
Ἔτσι ὁ Εὐθύμιος ἀποδείχθηκε δυνατός προβολεύς καί γλυκειά φωνή τῆς Ὀρθοδοξίας γιά τήν ὅλη περιοχή, ὁδηγός καί φωτιστής, θαυματουργός ἰατρός καί τροφοδότης, ὅσιος καί ἅγιος, μοναζόντων βακτηρία καί ἑδραίωμα. Τά θαυμαστά ἀποτελέσματα ἀσκήσεως καί ἱεραποστολῆς, τά ὁποῖα κατέγραψε ἡ ἱστορία καί θαυμάζουν οἱ αἰῶνες, τόν ἀνέδειξαν «Μέγα». Θά μπορούσαμε καί μεῖς μαζί μέ τόν ἱερό ὑμνωδό νά ψάλουμε:
«Ὁ βίος σου, Παμμάκαρ, ἀγγελικός, ἡ ζωή σου, Θεόφρον, ὑπέρλαμπρος ἡ δέ ψυχή φωτοειδεστάτη· Θεοειδής καί εὐσεβής ἡ πίστις σου θείων γάρ δογμάτων ὑφηγητής ἐγένου, θεοφόρε, καί κῆρυξ ὀρθοδόξου διδασκαλίας ἐχρημάτισας. Διό πύλη σοι οὐρανῶν ἠνέωκται. Εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου καί πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν, ὅσιε Εὐθύμιε».
Στιχηρόν Μεγάλου Ἑσπερινοῦ. Ἦχος α΄.
Πάτερ Εὐθύμιε, καρπός ἔφυς μέν στειρώσεως, ἀλλ’ ὤφθης ὄντως πολύγονος,
ἐκ γάρ τοῦ σπέρματος τοῦ πνευματικοῦ σου Μοναστῶν πεπλήρωται ἡ ἔρημος,
ἡ πρίν ἀδιόδευτος· καί νῦν ἱκέτευε δωρηθῆναι ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τήν εἰρήνην καί τό μέγα ἔλεος.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄.
Εὐφραίνου ἔρημος ἡ οὐ τίκτουσα, εὐθύμησον ἡ οὐκ ὠδίνουσα·
ὅτι ἐπλήθυνέ σοι τέκνα, ἀνήρ ἐπιθυμιῶν τῶν τοῦ Πνεύματος,
εὐσεβείᾳ φυτεύσας, ἐγκρατείᾳ ἐκθρέψας εἰς ἀρετῶν τελειότητα.
Ταῖς αὐτοῦ ἱκεσίαις, Χριστέ ὁ Θεός, εἰρήνευσον τήν ζωήν ἡμῶν.
Ἀπό τό βιβλίο «Φωστῆρες Ὑπέρλαμπροι»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη