ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΞ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΞ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

1) Πε­ρι­βάλ­λον ἐ­χθρι­κό.

Τά Ἰ­ω­άν­νι­να καί γε­νι­κά ὅ­λη ἡ Ἤ­πει­ρος ἔ­χει πολ­λούς λό­γους νά σε­μνύ­νε­ται γιά τήν προ­σφο­ρά της στό Ὀρ­θό­δο­ξο Ἔ­θνος μας. Ἰ­δί­ως κα­τά τούς χρό­νους τῆς σκλη­ρῆς δου­λεί­ας ἀ­να­δεί­χθη­κε ἀ­κτι­νο­βό­λος φά­ρος ὑ­ψη­λοῦ ἐ­θνι­κοῦ καί χρι­στι­α­νι­κοῦ φρο­νή­μα­τος. Καί ἡ κ­ορύφωση τῆς προ­σφο­ρᾶς της εἶ­ναι οἱ ἔν­δο­ξοι νε­ο­μάρ­τυ­ρές της καί μά­λι­στα ὁ Γε­ώρ­γιος, τοῦ ὁ­ποί­ου τήν ἱ­ε­ρή μνή­μη μέ ἰ­δι­αί­τε­ρη εὐ­λά­βεια ἑ­ορ­τά­ζουν οἱ ἀ­νά τόν κό­σμο Ἠ­πει­ρῶ­τες καί ὅ­λος ὁ ἑλ­λη­νι­κός Ὀρ­θό­δο­ξος λα­ός.

Τό Τσουρ­χλί, ἕ­να μι­κρό χω­ριό τῆς ἐ­παρ­χί­ας Γρε­βε­νῶν, ἦ­ταν ἡ ἰ­δι­αί­τε­ρή του πα­τρί­δα, ὅ­που γεν­νή­θη­κε τό 1808, λί­γα μό­λις χρό­νια πρίν ἀ­πό τήν ἔ­ναρ­ξη τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἐπαναστά­σε­ως. Οἱ γο­νεῖς του, Κων­σταν­τῖ­νος καί Βα­σί­λω ἦ­ταν πάμ­πτω­χοι, πλού­σιοι ὅ­μως σέ αἰσθή­μα­τα καί εὐ­σέ­βεια, τήν ὁ­ποί­αν προ­σπά­θη­σαν νά με­τα­δώ­σουν στά τρί­α παιδιά τους ἀ­πό τά πρῶ­τα χρό­νια τῆς ζω­ῆς τους. Γρή­γο­ρα ὅ­μως καί οἱ δυ­ό ἐγ­κα­τέ­λει­ψαν τόν κό­σμο αὐ­τό καί ἄ­φη­σαν τόν Γε­ώρ­γιο μό­λις 8 ἐ­τῶν. Ἐ­κεῖ, στό Τσουρ­χλί, ἔ­μει­νε ὁ Γε­ώρ­γιος μέ­χρι τήν ἡ­λι­κί­α τῶν 13 ἐ­τῶν, προ­στα­τευ­ό­με­νος ἀ­πό τούς δυ­ό με­γα­λύ­τε­ρους ἀ­δελ­φούς του, ὁ­πό­τε καί προ­σκολ­λή­θη­κε ὡς ἱπ­πο­κό­μος σέ κά­ποι­ο τοῦρ­κο στρα­τι­ω­τι­κό. Ἀρ­γό­τε­ρα κα­τέ­λη­ξε στά Ἰ­ω­άν­νι­να στήν ὑ­πη­ρε­σί­α τοῦ Χατ­ζῆ Ἀμ­πτουλ­­λάχ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν ἔμ­πι­στος ἀ­ξι­ω­μα­τοῦ­χος τοῦ δι­οι­κη­τῆ τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων Ἐ­μίν Πα­σᾶ.

Μέ­σα στό σπί­τι τοῦ Ἀμ­πτουλ­λάχ καί γε­νι­κά στά τουρ­κο­κρα­τού­με­να Γι­άν­νε­να ὁ Γε­ώρ­γιος προ­σαρ­μό­σθη­κε στίς  συ­νή­θει­ες τῶν Τούρ­κων καί εἶχε ὅ­λα τά ἐ­ξω­τε­ρι­κά στοι­χεῖα τά ὁποῖ­α χα­ρα­κτη­ρί­ζουν ἕνα μου­σουλ­μά­νο. Ἦ­ταν γνω­στός μέ τό ὄ­νο­μα σε­ϊτ­ζής (ἱπ­πο­κό­μος) Χα­σάν. Κα­νέ­νας πο­τέ δέν σκέ­φθη­κε νά τόν ἐ­νο­χλή­σει γιά τήν πραγ­μα­τι­κή του πί­στη, δι­ό­τι καί κα­νείς δέν ὑ­πο­πτευ­ό­ταν ὅ­τι ἦ­ταν Χρι­στια­νός. Αὐ­τός ὅ­μως ὅ­σο περ­νοῦ­σαν τά χρό­νια καί με­γά­λω­νε, δέν μπο­ροῦ­σε νά ἀ­νεχθεῖ τήν ἀν­τί­θε­ση με­τα­ξύ ἐ­σω­τε­ρι­κῆς καταστά­σε­ως καί ἐ­ξω­τε­ρι­κῆς ἐμ­φα­νί­σε­ως. Θυ­μό­ταν τό σπί­τι του, τίς  χρι­στι­α­νι­κές ἑ­ορ­τές καί τά ἐ­θι­μα καί νο­σταλ­γοῦ­σε. Σκε­πτό­ταν τή ση­με­ρι­νή του κα­τά­στα­ση, ἄ­κου­γε νά τόν ὀνο­μά­ζουν Χα­σάν καί δυ­σφο­ροῦ­σε. Μί­α ἐ­σω­τε­ρι­κή πα­ρόρ­μη­ση τόν ἔ­κα­νε νά ἐμ­πι­στευ­θεῖ τό με­γά­λο του μυ­στι­κό στόν κύ­ριό του. Κι ἐ­κεῖ­νος, ἄν καί μω­α­με­θα­νός, θε­ο­σε­βής ὅμως καί κα­λό­καρ­δος, ἔ­δει­ξε κα­τα­νό­η­ση καί συμ­πά­θεια στόν κα­λό του σε­ϊτ­ζῆ.

Τά χρό­νια περ­νοῦ­σαν (1836) καί ὁ Γε­ώρ­γιος ἀρ­ρα­βω­νι­ά­σθη­κε μί­α πι­στή Χρι­στια­νή νέ­α τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων. Τό γε­γο­νός αὐ­τό δέν ἄρ­γη­σε νά γί­νει γνω­στό καί στούς Τούρ­κους, οἱ ὁποῖ­οι τόν νό­μι­ζαν ὡς μω­α­με­θα­νό. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἐ­ρε­θί­σθη­κε ὁ χότ­ζας τοῦ τε­κέ, ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ θρη­σκευ­τι­κό μέ­νος καί κα­κό­τη­τα τόν ὁ­δή­γη­σε στόν Ἱ­ε­ρο­δι­κα­στή καί κα­τό­πιν στόν Βεζύ­ρη, μέ τήν κα­τη­γο­ρί­α, ὅ­τι αὐ­τός ὁ τοῦρ­κος πού ὀνομάζεται Χα­σάν, θέ­λει νά ἀλ­λα­ξο­πι­στή­σει καί νά πά­ρει ὡς σύ­ζυ­γο Χρι­στια­νή γυ­ναί­κα. Καί στούς δυ­ό ὅ­μως αὐ­τούς ὁμολογεῖ ὁ Ἅ­γιος μέ παρ­ρη­σί­α θαυ­μα­στή:

 —Χρι­στια­νός εἶ­μαι, Γε­ώρ­γιο μέ λέ­νε καί ὄ­χι Χα­σάν.

Ἡ ἐ­πέμ­βα­ση τοῦ Ἀμ­πτουλ­λάχ ἐ­λευ­θέ­ρω­σε τόν Γε­ώρ­γιο ἀ­πό τά χέ­ρια τῶν Τούρ­κων.

Τά πράγ­μα­τα ὅ­μως ἔ­δει­χναν, ὅ­τι ἡ ζω­ή τοῦ Γε­ωρ­γί­ου κιν­δύ­νευ­ε. Γι’ αὐ­τό καί ὅ­λοι τόν προ­έ­τρε­παν νά ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ γιά λί­γο δι­ά­στη­μα ἀ­πό τά Ἰ­ω­άν­νι­να, ὥ­σπου νά λησμονηθοῦν τά γε­γο­νό­τα καί νά ἠ­ρε­μή­σει ἡ κα­τά­στα­ση. Τε­λι­κά καί ὁ ἴ­διος πεί­σθη­κε, ὅ­τι ἔ­πρε­πε νά φύ­γει. Οἱ Τοῦρ­κοι ἄλ­λω­στε τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων πέ­τυ­χαν καί ἀ­πο­μά­κρυ­ναν ἀ­πό τήν πό­λη τούς τόν ἀ­νε­πι­θύ­μη­το Δι­οι­κη­τή Ἐ­μίν Ἀ­γά καί μα­ζί του τόν ἐ­πι­τε­λή του Χατ­ζῆ Ἀμ­πτου­λάχ. Ἔ­φυ­γε λοι­πόν γιά ἕνα δι­ά­στη­μα καί ὁ Γε­ώρ­γιος, ὥ­σπου ὑ­πέ­θε­σε ὅ­τι τά γεγονό­τα θά εἶχαν λη­σμο­νη­θεῖ. Καί ἐ­πέ­στρε­ψε κα­τό­πιν στά Ἰ­ω­άν­νι­να, στή χρι­στι­α­νι­κή του οἰ­κο­γέ­νεια, στό πε­ρι­βάλ­λον τῆς στορ­γῆς καί τῆς ἀ­γά­πης. Καί πα­ρευ­ρέ­θη­κε ὁ­λό­χα­ρος στή γέν­νη­ση καί κα­τό­πιν στή βά­πτι­ση τοῦ γιοῦ τοῦ Ἰ­ω­άν­νη, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­γι­νε στίς 7 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1838.

Ἐ­δῶ στά Ἰ­ω­άν­νι­να ὁ Γε­ώρ­γιος δέν κλεί­σθη­κε στό σπί­τι του. Ἐ­πι­κοι­νώ­νου­σε ἐ­λεύ­θε­ρα στίς χρι­στι­α­νι­κές συ­νοι­κί­ες πρῶ­τα, κι ἔ­πει­τα σι­γά – σι­γά στά πιό δη­μόσια μέ­ρη καί σ’ ὅ­λη τήν πό­λη. Ποι­ός ἄλ­λω­στε θά θυ­μᾶ­ται γε­γο­νό­τα, τά ὁ­ποῖ­α συ­νέ­βη­σαν πρίν ἀ­πό τό­σο πο­λύ και­ρό; Κι ὅ­μως! Κά­ποι­α μέ­ρα τόν ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται ὁ χότ­ζας τοῦ τε­κέ καί κά­νει κάποια ἀ­πει­λη­τι­κή κί­νη­ση ἐ­ναν­τί­ον του. Ἀλ­λά ὁ Γε­ώρ­γιος πῆ­ρε τήν ἀ­πό­φα­ση ὅτι ὅ­σο κι ἄν τόν ἀ­πει­λοῦν, δέν θά πτο­η­θεῖ!

Τήν Τε­τάρ­τη, 12 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου, σάν μί­α προ­αί­σθη­ση νά τόν προ­ε­τοί­μα­ζε, ζή­τη­σε τά κα­λά του ροῦ­χα, χαι­ρέ­τη­σε μέ ἰ­δι­αί­τε­ρο τρό­πο τούς δι­κούς του καί βγῆ­κε ἀ­πό τό σπί­τι του. Μό­λις ὅ­μως ἔ­φθα­σε στήν ἀ­γο­ρά βρέ­θη­κε μπρο­στά του ὁ χότ­ζας. Μέ τό μί­σος τό ὁ­ποῖ­ο τόν χα­ρα­κτή­ρι­ζε, αὐ­τός καί ἄλ­λοι τοῦρ­κοι ἐ­πι­τί­θεν­ται ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Γε­ωρ­γί­ου. Με­γά­λη σύγ­κρου­ση δη­μι­ουρ­γή­θη­κε τό­τε. Πλῆ­θος Χρι­στια­νῶν ἔ­σπευ­σε πρός τό μέ­ρος τοῦ Γε­ωρ­γί­ου, νά βο­η­θή­σει τόν ὁ­μό­θρη­σκό του. Σέ λί­γο δέ­σμιος ὁ Γε­ώρ­γιος ὁ­δη­γεῖ­ται στόν Νταούλ πα­σά μέ τή γνω­στή κα­τη­γο­ρί­α ἦ­ταν τοῦρ­κος καί ἔ­γι­νε Χρι­στια­νός. Ἡ ἀ­νά­κρι­ση ἀρ­χί­ζει καί ὁ Ἅ­γιος ὁ­μο­λο­γεῖ μέ θάρ­ρος καί ἐ­πι­μο­νή:

—Χρι­στια­νός γεν­νή­θη­κα, Χρι­στια­νός εἶ­μαι, Χρι­στια­νός θά πε­θά­νω.

Δέν πε­ρι­ο­ρί­σθη­καν ὅ­μως οἱ Τοῦρ­κοι μό­νο στίς συ­στά­σεις καί τήν πει­θώ. Ἄρ­χι­σαν καί νά ἀ­πει­λοῦν: ἤ θά τουρ­κέ­ψεις, τοῦ λέ­νε, ἤ θά χα­λα­στεῖς (θά σκο­τω­θεῖς). Δύ­σκο­λη ἡ θέ­ση τοῦ Γε­ωρ­γί­ου; Κα­θό­λου! Τό εἶ­χε πά­ρει ἀ­πό­φα­ση. Ἦ­ταν Χρι­στια­νός καί θά ἔ­με­νε γιά πάν­τα. Χα­ρά του, τό στε­φά­νι τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου.

2) Μάρ­τυς Χρι­στοῦ.

Οἱ Χρι­στια­νοί τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων, φί­λοι καί συγ­γε­νεῖς τοῦ Γε­ωρ­γί­ου, συν­τε­χνί­ες, πρού­χον­τες μέ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τούς Μη­τρο­πο­λί­τες τῆς Ἠ­πεί­ρου καί τῶν Γρε­βε­νῶν, ἐ­νερ­γοῦν καί φροντί­ζουν νά σώ­σουν τόν Ἅ­γιο. Κι ἐ­νῶ ἀ­πο­δει­κνύ­ουν μέ ἐπιχειρήματα ὅ­τι ὁ Γε­ώρ­γιος δέν ἦ­ταν πο­τέ μω­α­με­θα­νός, οἱ Τοῦρ­κοι, κα­κοί καί μο­χθη­ροί, τήν ἴ­δια μέ­ρα τόν φυλακίζουν.

Ἐ­δῶ στή φυ­λα­κή ὁ Γε­ώρ­γιος βρί­σκει καί δυ­ό ἄλ­λους Χρι­στια­νούς κρα­του­μέ­νους. Κι ὅ­ταν αὐ­τοί ἄ­κου­σαν ἀ­πό τό στό­μα του νά τούς δι­η­γεῖ­ται μέ ἁ­πλό­τη­τα τά πε­ρι­στα­τι­κά, συγκινοῦν­ται καί ἐν­θου­σι­ά­ζον­ται. Τόν μα­κα­ρί­ζουν, τόν συγ­χαί­ρουν, τόν το­νώ­νουν. Γιά τό μαρ­τύ­ριο ὁ­δη­γεῖ­σαι, τοῦ λέ­νε, μή φο­βη­θεῖς προ­χώ­ρα μπρο­στά καί ὁ Χρι­στός, πού βοή­θη­σε τούς Μάρ­τυ­ρες, θά βο­η­θή­σει καί σέ­να. Σέ λί­γο θά σού δο­θεῖ τό στε­φά­νι τῆς δό­ξας τοῦ οὐ­ρα­νοῦ.

Τή στιγ­μή ὅ­μως τήν ὁ­ποί­α ὁ Γε­ώρ­γιος ἐν­δυ­να­μώ­νε­ται στή φυ­λα­κή ἀ­πό τούς δυ­ό Χρι­στια­νούς κρα­του­μέ­νους, ὁ χότ­ζας φα­να­τί­ζει τόν τουρ­κι­κό ὄ­χλο κα­τά τοῦ Ἁ­γί­ου, ὅ­πως παλαι­ό­τε­ρα φα­νά­τι­ζαν οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι τούς Ἑ­βραί­ους ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Κυ­ρί­ου. Καί ξη­με­ρώ­νον­τας Πέμ­πτη ὁ­δη­γοῦν καί πά­λι τόν Ἅ­γιο στόν Κα­τή μέ­σα ἀπό τίς κραυ­γές τοῦ ὄ­χλου. Ἐδῶ τόν πα­ρα­κι­νοῦν καί πά­λι μέ πε­ρισ­σό­τε­ρη ἐ­πι­μο­νή νά τουρ­κέ­ψει. Ἀλ­λά αὐ­τός ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει σταθερά τήν γνω­στή φρά­ση:

—Χρι­στια­νός γεν­νή­θη­κα, Χρι­στια­νός εἶ­μαι, Χρι­στια­νός θά πε­θά­νω!

Τί ἀ­κο­λού­θη­σε κα­τό­πιν, ὅ­ταν καί πά­λι τόν κλεί­νουν στή φυ­λα­κή, εἶ­ναι δύ­σκο­λο νά πε­ρι­γρά­ψει κα­νείς. Τόν βα­σα­νί­ζουν μέ ἀγ­κά­θια στά νύ­χια, τόν δέ­νουν στό ξύ­λο, τοῦ βά­ζουν πέ­τρα βα­ριά στό στῆ­θος. Καί ὁ Ἅ­γιος ἀ­πτό­η­τος δο­ξά­ζει τόν Θε­ό, κοι­μᾶ­ται ἤ­ρε­μος καί πε­ρι­μέ­νει τήν ἱ­ε­ρή στιγ­μή. Τε­λι­κά οἱ ἄρ­χον­τες συγ­κα­τα­νεύ­ουν καί ὑ­πο­γρά­φουν τήν καταδίκη. Ἕ­νας ἀ­κό­μη δί­και­ος, ἕ­νας ἅ­γιος, στέλ­νε­ται στήν ἀγ­χό­νη!

Δευ­τέ­ρα 17 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1838. Ἡ­μέ­ρα τῆς ἑ­ορ­τῆς τοῦ ἁ­γί­ου Ἀν­τω­νί­ου. Ὥ­ρα 10 τό πρω­ί. Πέντε σκλη­ροί δή­μιοι ἀ­πο­σύ­ρουν τόν Γε­ώρ­γιο ἀ­πό τή φυ­λα­κή. Οἱ δυ­ό Χρι­στια­νοί φυλακι­σμέ­νοι τόν ἐ­νι­σχύ­ουν. Ἀν­δρί­ζου, τοῦ λέ­νε. Πρό­σε­χε μή φο­βη­θεῖς. Μέ­χρι τέ­λους κρά­τη­σε τήν πί­στη σου. Λί­γος πό­νος στή γῆ κι ἔ­πει­τα ἡ χα­ρά τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Καί ὁ Ἅ­γιος μέ χα­ρά πού ἔ­λαμ­πε στό πρό­σω­πο ἀ­σπά­σθη­κε τούς κα­λούς του φί­λους καί ἔ­φυ­γε. Ἔ­τρε­χε γιά τό μαρ­τύ­ριο μέ τό­ση προ­θυ­μί­α, μέ ὅ­ση τό δι­ψα­σμέ­νο ἐ­λά­φι πρός τήν πη­γή. Ἀλλά πού ἀλλοῦ κα­τευ­θυ­νό­ταν, πα­ρά στήν πη­γή τῆς χα­ρᾶς καί κά­θε εὐ­λο­γί­ας, τόν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ; Ὅ­ταν ἔ­φθα­σαν στήν πλα­τεί­α, ἡ ὁ­ποί­α φέ­ρει σή­με­ρα τό ὄ­νο­μά του (ὁδός Νεομάρ­τυ­ρος Γε­ωρ­γί­ου) ἔ­ξω ἀ­πό τό κά­στρο, ἑ­τοι­μά­στη­καν. Ἐδῶ εἶ­ναι ὁ τό­πος τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου του.

—Τι εἶ­σαι σύ; τόν ρω­τοῦν.

—Χρι­στια­νός εἶ­μαι, ἀ­παν­τᾶ ἐ­κεῖ­νος. Προ­σκυ­νῶ τόν Χρι­στό μου καί Θε­ό μου.

Αὐ­τό ἦ­ταν ὅ­λο. Τούς ἔ­φθα­νε. Τοῦ ἔ­λυ­σαν τά χέ­ρια καί τοῦ εἶ­παν νά ἑ­τοι­μα­σθεῖ. Ἐ­κεῖ­νος ἔ­κα­νε τό ση­μεῖ­ο τοῦ Σταυ­ροῦ. Ἄ­νοι­ξε τό στό­μα του καί εἶ­πε: Ἀ­δελ­φοί Χρι­στια­νοί, σχωρέ­στε μέ καί ὁ Θε­ός σχω­ρέ­σει σας. Ἔ­βα­λαν τήν τρι­χιά στόν λαι­μό, τήν τρά­βη­ξαν καί ὁ Ἅ­γιος κρε­μα­σμέ­νος στήν ἀγ­χό­νη πα­ρέ­δω­σε τό πνεῦ­μα του. Ἐ­κεῖ, ἐ­πά­νω στό ἱ­ε­ρό του λεί­ψα­νο θά μπο­ροῦ­σαν νά γρά­ψουν, ὅ,τι ὁ ὑ­μνο­γρά­φος ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­ψα­λε. «Οὖ­τον τόν γεν­ναῖ­ον οὐκ ἔ­καμ­ψαν βά­σα­νοι, οὐ θω­πεῖ­αι τυ­ράν­νων, οὐκ ἄν­θος νε­ό­τη­τος, οὐ στοργή γυ­ναι­κός, οὐ­δ’ ὁ πό­θος τοῦ νε­ω­τά­του υἱοῦ αὐ­τοῦ, ἀλ­λά σκύ­βα­λα ἠ­γή­σα­το πάν­τα, ἵ­να Χρι­στόν κερ­δή­σῃ».

Τρεῖς μέ­ρες ἔ­μει­νε κρε­μα­σμέ­νο στήν ἀγ­χό­νη τό ἱ­ε­ρό του λεί­ψα­νο κι ἔ­πει­τα νύ­κτα οἱ Χρι­στια­νοί τό ξε­κρέ­μα­σαν καί μέ τι­μές Μάρ­τυ­ρος καί εὐ­λά­βεια βα­θειά τό ἐν­τα­φί­α­σαν δί­πλα στό ἱ­ε­ρό Βῆ­μα τοῦ Μη­τρο­πο­λι­τι­κοῦ Να­οῦ τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου, ὅ­που φυ­λασ­σό­ταν γιά πολλά χρό­νια.

Στίς 19 Σε­πτεμ­βρί­ου 1839 ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Ἰ­ω­αν­νί­νων Ἰ­ω­αν­νί­κιος μέ κά­θε λε­πτο­μέ­ρεια ἀ­νέ­φε­ρε τά γε­γο­νό­τα, τήν θαυ­μα­στή ὁ­μο­λο­γί­α, τό ἔν­δο­ξο μαρ­τύ­ριο τοῦ Γε­ωρ­γί­ου στόν Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τριά­ρχη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως Γρη­γό­ριο. Καί ὁ Πα­τριά­ρχης μέ τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο ἐ­ξέ­δω­σε τό­μο, μέ τόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­κη­ρύσ­σε­ται ὁ νε­ο­μάρ­τυς Γε­ώρ­γιος Ἅ­γιος τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας μας «συ­να­ριθ­μού­με­νος καί κα­τα­τασ­σό­με­νος ἐν τῷ χο­ρῷ τῶν μέ­χρι τοῦ­δε ἀ­πό τῆς Ὀρ­θο­δόξου τοῦ Χρι­στοῦ πί­στε­ως μαρ­τυ­ρη­σάν­των Ἁ­γί­ων, τι­μώ­με­νος πα­ρά πάν­των τῶν πι­στῶν, προ­σκυ­νού­με­νος, εὐ­λα­βού­με­νος καί ἐ­τη­σί­αις μνή­μαις… τῇ ιζ΄ Ἰ­α­νου­α­ρί­ου… Εἰς τι­μήν μέν τοῦ Μάρ­τυ­ρος, εἰς δό­ξαν δέ τοῦ ἐν ἁ­γί­οις θαυ­μα­στοῦ Θε­οῦ ἡ­μῶν».

26 Ὀ­κτω­βρί­ου 1971. Ἑ­ορ­τή τοῦ ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου τοῦ Μυ­ρο­βλύ­του. Πλειά­δα ἁ­γί­ων Ἱ­ε­ραρ­χῶν, ὅ­λοι οἱ Μη­τρο­πο­λί­τες τῆς Ἠ­πεί­ρου, μέ­σα στό μι­κρό πα­ρεκ­κλή­σιο τοῦ Ἁ­γί­ου, ὅ­που καί ὁ τά­φος του, κά­νουν τήν ἀ­να­κο­μι­δή τῶν Ἱ­ε­ρῶν του λει­ψά­νων. Κι ἔ­πει­τα σχη­μα­τί­ζε­ται ἡ Ἱ­ε­ρά πομ­πή καί μέ­σα σέ ἀ­ση­μέ­νια λει­ψα­νο­θή­κη με­τα­φέ­ρον­ται τά ὀ­στά στόν περικαλλῆ νε­όδ­μη­το να­ό του, τόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­νή­γει­ραν εὐ­­λα­βι­κοί Ἠ­πει­ρῶ­τες, μέ τίς οἰ­κο­νο­μί­ες τους οἱ ξε­νι­τε­μέ­νοι, μέ τό πε­ρίσ­σευ­μά τους ἄλ­λοι, μέ τό ὑ­στέ­ρη­μά τους οἱ πολ­λοί, μέ τήν τέ­χνη τους οἱ τε­χνί­τες καί μέ τήν ἀ­γά­πη τους ὅ­λοι. Ἐ­κεῖ ἐ­να­πέ­θε­σαν καί ἐ­κεῖ ὑ­πάρ­χουν τά ἱ­ε­ρά λεί­ψα­να τοῦ νε­ο­μάρ­τυ­ρος Γε­ωρ­γί­ου, τοῦ πο­λι­ού­χου τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων. Καί ἑορτά­ζει ἡ πό­λη καί ὅ­λη ἡ Ἤ­πει­ρος καί ἡ Ἑλ­λά­δα τήν ἱ­ε­ρή μνή­μη του καί ἑ­δραι­ώ­νον­ται στήν πί­στη, στά ἱ­ε­ρά ἰ­δα­νι­κά, τήν ἀ­γά­πη στόν Χρι­στό καί τήν Πα­τρί­δα, τήν προ­σή­λω­ση στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Καί ἐ­πα­να­λαμ­βά­νου­με ὅ­λοι μα­ζί: «Χρι­στια­νοί γεν­νη­θή­κα­με, Χρι­στια­νοί εἴ­μα­στε καί ὡς Χρι­στια­νοί ζοῦ­με. Χρι­στια­νοί καί Ὀρ­θό­δο­ξοι θά πε­θά­νου­με».

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον τοῦ Ἁ­γί­ου. Ἦ­χος πλ. α΄.

Τόν πα­νεύ­φη­μον Μάρ­τυν Χρι­στοῦ Γε­ώρ­γιον,

Ἰ­ω­αν­νί­νων τό κλέ­ος καί πο­λι­οῦ­χον στερ­ρόν,

ἐγ­κω­μί­ων ἄ­σμα­σιν ἀ­νευ­φη­μή­σω­μεν·

ὅ­τι ἐ­νή­θλη­σε λαμ­πρῶς καί κα­τή­νεγ­κεν ἐ­χθρόν τοῦ Πνεύ­μα­τος τῇ δυ­νά­μει

καί νῦν ἀ­παύ­στως πρε­σβεύ­ει ὑ­πέρ τῶν ψυ­χῶν ἡ­μῶν.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη