ΟΣΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

ΟΣΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

Ὁ ἅ­γιος Ἀν­τώ­νιος εἶ­ναι γνω­στός σ’ ὅ­λον τόν χρι­στι­α­νι­κό κό­σμο. Εἶ­ναι ὁ ἔν­σαρ­κος ἄγ­γε­λος, ὁ πα­τέ­ρας τοῦ ἀ­να­χω­ρη­τι­σμοῦ, ὁ Πα­τριά­ρχης τῆς ἐ­ρή­μου. Ἡ γλυ­κειά καί ἀ­σκη­τι­κή μορ­φή καί ζω­ή του ἐμ­πνέ­ει τούς ἀ­νά τούς αἰ­ῶ­νες πι­στούς καί τό ὄ­νο­μά του πα­ρα­μέ­νει πάν­το­τε παν­σέ­βα­στο στά στό­μα­τα καί τίς καρ­δι­ές τῶν Χρι­στια­νῶν.

Στό χω­ριό Κό­μα τῆς Αἰ­γύ­πτου δί­πλα στήν ὄ­χθη τοῦ Νεί­λου γεν­νή­θη­κε ὁ Ἀν­τώ­νιος τό 251 μ. Χ. Εὐ­τύ­χη­σε νά ἔ­χει γο­νεῖς πι­στούς καί ἐ­νά­ρε­τους καί συγ­χρό­νως ἐ­ξαι­ρε­τι­κά πλουσί­ους. Ἀλ­λά καί οἱ γο­νεῖς του εὐ­τύ­χη­σαν νά ἀ­να­θρέ­ψουν ἕ­ναν γιό θαυ­μα­στό, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πό τήν παι­δι­κή του ἡ­λι­κί­α μέ τήν ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κή ζω­ή του πα­ρου­σί­α­σε δείγ­μα­τα τῆς λαμ­πρῆς ἐ­ξε­λί­ξε­ώς του.

Ὅ­ταν ὅ­μως ὁ Ἀν­τώ­νιος βρι­σκό­ταν σέ ἡ­λι­κί­α 18 – 20 ἐ­τῶν, ὁ Θε­ός κά­λε­σε κον­τά του τόν ἕ­να κα­τό­πιν τοῦ ἄλ­λου τούς ἐ­κλε­κτούς γο­νεῖς του κι ἔ­τσι ἔ­μει­νε αὐ­τός μό­νος κά­το­χος καί δι­α­χει­ρι­στής τῆς με­γά­λης πε­ρι­ου­σί­ας. Δέν ξιπ­πά­ζε­ται ὅ­μως ὁ Ἀν­τώ­νιος ἀ­π’ αὐ­τό. Ἀν­τί­θε­τα, ὅ­ταν λί­γο με­τά τό θά­να­το τῶν γο­νέ­ων του ἀ­κού­ει κα­τά τή θεί­α Λει­τουρ­γί­α στό ἱ­ε­ρό Εὐ­αγ­γέ­λιο τόν Κύ­ριο νά λέ­ει στόν πλού­σιο ἐ­κεῖ­νον νε­α­νί­σκο: «εἰ θέ­λεις τέ­λει­ος εἶ­ναι, ὕ­πα­γε πώ­λη­σόν σου τά ὑ­πάρ­χον­τα καί δός πτω­χοῖς, καί ἔ­ξεις θη­σαυ­ρόν ἐν οὐ­ρα­νῷ, καί δεῦ­ρο ἀ­κο­λούθει μοι» (Ματθ. ιθ΄ 21) σκιρ­τᾶ ἀ­πό ἐν­θου­σια­σμό. Ὁ λό­γος τόν συγ­κι­νεῖ βα­θύ­τα­τα. Μοι­ρά­ζει λοι­πόν ἀ­μέ­σως τήν πε­ρι­ου­σί­α του στούς πτω­χούς, ἐμ­πι­στεύ­ε­ται τή νεό­τε­ρή του ἀ­δελ­φή κον­τά σέ ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νες παρ­θέ­νες καί αὐ­τός μέ­νει μό­νος του καί ἀ­σκεῖ­ται στήν οἰ­κί­α του. Ἀρ­γό­τε­ρα με­τα­φέ­ρει τό ἀ­σκη­τή­ριό του ἔ­ξω ἀ­πό τήν πό­λη, μέ­σα σ’ ἕνα τά­φο, ὅ­που ἀ­γω­νί­ζε­ται ἐ­ναν­τί­ον τῶν πει­ρα­σμῶν τοῦ πο­νη­ροῦ. Με­τά ἀ­πό πά­ρο­δο ἐ­τῶν ἀ­να­χω­ρεῖ πλέ­ον γιά τήν ἔ­ρη­μο. Ἐ­κεῖ θά πε­ρά­σει ὅ­λη του τή ζω­ή με­ρι­μνών­τας «πώς ἀ­ρέ­σει τῷ Κυ­ρί­ῳ» (Α΄ Κόρ. ζ΄ 32).

Δέν ἔ­χει ἀ­νάγ­κη νά φρον­τί­ζουν ἄλ­λοι γί’ αὐ­τόν. Μό­νος του ἐρ­γά­ζε­ται τή γῆ, γιά νά ἐ­παρ­κέ­σει στίς ἐ­λά­χι­στες ἄλ­λω­στε ἀ­νάγ­κες του. Εἶ­ναι λι­τό­τα­τος, ἀ­σκη­τι­κός καί τίς ὦ­ρες του τίς μοι­ρά­ζει με­τα­ξύ ἐρ­γα­σί­ας καί προ­σευ­χῆς κυ­ρί­ως. Προ­σεύ­χε­ται ἀ­δι­α­λεί­πτως γιά ὅ­λους καί γιά ὅ­λα. Γο­νυ­πε­τής κα­θη­με­ρι­νά ἐ­πί ὧ­ρες συ­νε­χεῖς πα­ρα­κα­λεῖ τόν Θε­ό γιά τούς ἀνθρώ­πους οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­γω­νί­ζον­ται στόν κό­σμο καί ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν δυ­σκο­λί­ες καί πει­ρα­σμούς.

Γράμ­μα­τα δέν γνω­ρί­ζει ὁ Ἀν­τώ­νιος. Ξέ­ρει ὅ­μως κα­λά τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, τήν ὁ­ποί­α ἔ­μα­θε ὅ­ταν τήν ἄ­κου­γε μέ δι­α­κα­ή πό­θο νά τήν δι­α­βά­ζουν οἱ ἄλ­λοι. Αὐ­τά τά νο­ή­μα­τα τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς δια­ρκῶς κυ­κλο­φο­ροῦν στό νοῦ του κα­τά τίς ὧ­ρες τῆς μο­νώ­σε­ώς του καί αὐ­τά δι­δά­σκει σ’ ὅ­λους ἐ­κεί­νους οἱ ὁ­ποῖ­οι τόν πλη­σιά­ζουν νά τόν δοῦν καί νά τόν ἀ­κού­σουν.

Ἀλλά ὁ Ἀν­τώ­νιος δέν ἦ­ταν μό­νο ἀ­θλη­τής τῆς προ­σευ­χῆς καί τῆς εὐ­σε­βεί­ας. Ἦ­ταν καί ἀ­γω­νι­στής ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Σα­τα­νᾶ. Δι­ό­τι ὁ «ὠ­ρυ­ό­με­νος λέ­ων ὁ ζη­τῶν τί­να κα­τα­πίῃ» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 8), ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πεί­ρα­σε πα­λαι­ό­τε­ρα στήν ἔ­ρη­μο τόν Κύ­ριο, δέν ἄ­φη­σε ἥ­συ­χο καί τόν Ἀν­τώ­νιο. Τόν πο­λε­μᾶ λυσ­σω­δῶς, μέ μα­νί­α, «πυ­ρι­φλέ­κτοις φα­ρέ­τραις», γιά νά τόν κά­νει νά ὑ­πο­κύ­ψει στά θέλ­γη­τρά του. Πολ­λές φο­ρές ὁ Ἀν­τώ­νιος ἀ­γω­νί­σθη­κε μέ τόν Σα­τα­νᾶ σῶ­μα πρός σῶ­μα, ὅ­ταν αὐ­τός μέ ποι­κί­λους τρό­πους καί μορ­φές ἐμ­φα­νι­ζό­ταν μπροστά του γιά νά τόν κα­θυ­πο­τά­ξει. Καί μέ τή χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, τή δύ­να­μη τοῦ Δυ­να­τοῦ, ὁ Ἀν­τώ­νιος συ­νέ­τρι­βε πάν­το­τε τά ἀ­κο­νι­σμέ­να βέ­λη καί κα­ταν­τρό­πια­ζε τόν πο­νη­ρό.

Ἡ φή­μη του στα­δια­κά ἔ­γι­νε με­γά­λη, τε­ρά­στια. Ἄν­θρω­ποι πολ­λοί τόν ἀ­να­ζη­τοῦν στήν ἔ­ρη­μο, γιά νά ἀ­κού­σουν τά λό­για του, νά πά­ρουν συμ­βου­λές, νά δοῦν καί νά ἀ­πο­λαύ­σουν τή θαυ­μα­τουρ­γι­κή ἱ­κα­νό­τη­τά του. Ὁ χῶ­ρος γύ­ρω ἀ­πό τά πτω­χι­κά με­τα­κι­νού­με­να ἀ­σκη­τή­ριά του με­τα­βάλ­λε­ται σέ δι­δα­σκα­λεῖ­ο πί­στε­ως καί εὐ­σε­βεί­ας. Τόν χά­ρι­σε ὁ Θε­ός στήν Αἴ­γυ­πτο, γρά­φει ὁ Μέ­γας Ἀ­θα­νά­σιος, σάν ἰα­τρό. Δι­ό­τι ποι­ός λυ­πη­μέ­νος τόν συ­ναν­τοῦ­σε καί δέν ἔ­φευ­γε χα­ρού­με­νος; Ποι­ός τόν πλη­σί­α­ζε μέ θρῆ­νο γιά τούς νε­κρούς του καί δέν ἔ­φευ­γε πα­ρη­γο­ρη­μέ­νος; Ποι­ός ἐρ­χό­ταν μέ πά­θος ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ἄλ­λου καί δέν ἔ­φευ­γε ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος νά συμ­φι­λι­ω­θεῖ; Ποί­ος νέ­ος, ὅ­ταν τόν ἔ­βλε­πε στήν ἔ­ρη­μο, δέν ἄ­φη­νε ἀμέσως τίς ἠδο­νές καί δέν ἀ­γα­ποῦ­σε τήν ἁ­γνό­τη­τα; Κι αὐ­τός ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος τόν ἐ­πι­σκέ­φθη­κε στήν ἔ­ρη­μο καί πρίν ἀ­πό αὐ­τόν ὁ Μέ­γας Ἀ­θα­νά­σιος, ὁ ὁ­ποῖ­ος συν­δέ­θη­κε στό ἑξῆς μ’ αὐ­τόν ὡς παι­δί πρός πα­τέ­ρα. Ἡ φή­μη τοῦ Ἀν­τω­νί­ου ἔ­φθα­σε μέ­χρι τοῦ Αὐ­το­κρά­το­ρος Με­γά­λου Κων­σταν­τί­νου, ὁ ὁ­ποῖ­ος τοῦ ἀ­πηύ­θυ­νε μί­α ἐ­πι­στο­λή καί ζη­τοῦ­σε τίς εὐχές, τίς προ­σευ­χές, ἀλ­λά καί τίς συμ­βου­λές του. Κι αὐ­τός σέ ἀ­πάν­τη­ση τόν ἐ­παι­νεῖ γιά τήν εὐ­σέ­βειά του, καί τόν πα­ρα­κι­νεῖ νά θε­ω­ρεῖ πρό­σκαι­ρα ὅ­λα τά ἐ­πί­γεια με­γα­λεῖ­α καί νά εἶ­ναι δί­και­ος καί φι­λάν­θρω­πος.

Ὁ ἥ­ρω­ας ὅ­μως τῆς ἔ­ρη­μου εἶ­ναι καί ἀ­γω­νι­στής τῆς πί­στε­ως καί τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Τό 311 κα­τά τό δι­ωγ­μό τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Μα­ξι­μί­νου ἔρ­χε­ται στήν Ἀ­λε­ξάν­δρεια μέ τόν πό­θο νά μαρ­τυ­ρή­σει κι αὐ­τός γιά χά­ρη τοῦ Χρι­στοῦ. Ἐ­πει­δή ὅ­μως αὐ­τό δέν πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε, ἔ­σπευ­σε στίς φυ­λα­κές καί τά με­ταλ­λεῖ­α, ὅ­που βα­σα­νί­ζον­ταν οἱ Χρι­στια­νοί, γιά νά ὑπηρετή­σει τούς ὁ­μο­λο­γη­τές τῆς πί­στε­ως. Δέν δυ­σκο­λεύ­ε­ται νά φθά­σει καί μέ­χρι τό δι­κα­στή­ριο, γιά νά ἐν­θαρ­ρύ­νει τούς μάρ­τυ­ρες. Πα­ρα­κο­λου­θεῖ ἀ­κό­μη ὁ Ἀν­τώ­νιος ἄ­γρυ­πνα τούς ἀ­γῶ­νες τῶν ὀρ­θο­δό­ξων ἐ­ναν­τί­ον τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν. Ἀ­πο­δο­κι­μά­ζει μέ ἀ­πο­τρο­πια­σμό τούς ἀ­ρεια­νούς καί μέ τό με­γά­λο του κύ­ρος ἐ­νι­σχύ­ει τόν ἀ­γω­νι­ζό­με­νο Μέ­γα Ἀ­θα­νά­σιο. Ὄ­χι μό­νο προ­σεύ­χε­ται ἐ­κτε­νῶς γιά τή νί­κη τῆς ἀ­λη­θεί­ας, ἀλ­λά ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να κα­τε­βαί­νει στήν Ἀ­λε­ξάν­δρεια, γιά νά ἀ­γω­νι­σθεῖ καί προ­σω­πι­κά ὁ ἴ­διος γιά τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Συναγερ­μός γί­νε­ται στήν Ἀ­λε­ξάν­δρεια ὅ­σες φο­ρές τήν ἐ­πι­σκέ­πτε­ται. Κι αὐ­τοί ἀ­κό­μη οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες ζη­τοῦν νά δοῦν τόν ἄν­θρω­πο τοῦ Θε­οῦ καί νά ἀ­κού­σουν τά λό­για του. Καί οἱ καρ­ποί τῶν ἐ­πι­σκέ­ψε­ών του ἦ­ταν ἀ­νώ­τε­ροι ἀ­πό κά­θε προσ­δο­κί­α.

Με­τά τήν τό­ση ἐρ­γα­σί­α ὁ Ἀν­τώ­νιος, ὁ Μέ­γας ὄν­τως στούς ποι­κί­λους ἀ­γῶ­νες του, κα­θα­ρός στήν ψυ­χή καί τήν καρ­διά, «ἄγ­γε­λος ἐ­πί­γει­ος, βρο­τός οὐ­ρά­νιος, τῆς παρ­θε­νί­ας διδάσκα­λος, τῆς ἔ­ρη­μου δι­ά­κο­σμος, χα­ρι­σμά­των ἐν­θέ­ων πε­πλη­ρω­μέ­νος», ἀ­να­παύ­θη­κε ἐν Κυ­ρί­ῳ τό 356 μ. Χ. σέ βα­θύ­τα­τα γη­ρα­τειά, 105 ἐ­τῶν, καί τά­φη­κε μέ ἐν­το­λή του σέ ἄγνωστο τό­πο, γιά νά μή τι­μή­σουν οἱ Χρι­στια­νοί τό ἱ­ε­ρό λεί­ψα­νό του. Ὁ Μέ­γας Ἀ­θα­νά­σιος γιά νά διδά­σκο­νται οἱ μεταγενέστεροι πιστοί ἔ­γρα­ψε ἕνα με­γά­λο ἐγ­κω­μι­α­στι­κό λό­γο καί φο­ροῦ­σε μέ πε­ρισ­σή εὐ­λά­βεια τή φθαρ­μέ­νη λό­γῳ τῆς χρή­σε­ως μη­λω­τή (προ­βιά), πού τοῦ ἄ­φη­σε ὁ Μέ­γας Ἀν­τώ­νιος.

Ἔ­τσι εἶ­ναι. Ὁ ἅ­γιος του Θε­οῦ ἄν­θρω­πος μέ τόν ἔν­θε­ο ζῆ­λο του, τήν αὐ­τα­πάρ­νη­ση καί ὅ­λη τήν ἀ­ρε­τή του, ὅ­που κι ἄν βρε­θεῖ, ἐμ­πνέ­ει. Δι­δά­σκει μέ τό πα­ρά­δειγ­μά του, κατευθύνει μέ τή ζω­ή του. Γί­νε­ται ἀν­τι­κεί­με­νο ἀ­γά­πης καί σε­βα­σμοῦ. Φῶς στό πε­ρι­βάλ­λον του. Μή­πως ὅ­μως σέ κά­ποι­ο βαθ­μό ὅ­λοι μας δέν μπο­ροῦ­με, δέν πρέ­πει νά γί­νου­με ἔ­τσι;

Δο­ξα­στι­κόν του Μι­κροῦ Ἑ­σπε­ρι­νοῦ. Ἦ­χος β΄.

Τόν ἐ­πί γῆς Ἄγ­γε­λον καί ἐν οὐ­ρα­νοῖς ἄν­θρω­πον Θε­οῦ,

τοῦ κό­σμου τήν εὐ­κο­σμί­αν, τήν τρυ­φήν τῶν ἀ­γα­θῶν καί τῶν ἀ­ρε­τῶν,

τῶν Ἀ­σκη­τῶν τό καύ­χη­μα, Ἀν­τώ­νιον τι­μή­σω­μεν.

Πε­φυ­τευ­μέ­νος γάρ ἐν τῷ οἴ­κῳ τοῦ Θε­οῦ ἐ­ξήν­θη­σε δι­καί­ως καί ὡ­σεί κέ­δρος ἐν ἐ­ρή­μῳ

ἐ­πλή­θυ­νε τά ποί­μνια Χρι­στοῦ τῶν λο­γι­κῶν προ­βά­των ἐν ὀ­σι­ό­τη­τι καί δι­και­ο­σύ­νη.

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον τοῦ Ἁ­γί­ου. Ἦ­χος δ΄.

Τόν ζη­λω­τήν Ἠ­λί­αν τοῖς τρό­ποις μι­μού­με­νος

τῷ Βα­πτι­στῇ εὐ­θεί­αις ταῖς τρί­βοις ἑ­πό­με­νος, πά­τερ Ἀν­τώ­νι­ε,

τῆς ἐ­ρή­μου γέ­γο­νας οἰ­κι­στής καί τήν οἰ­κου­μέ­νην ἐ­στή­ρι­ξας εὐ­χαῖς σου.

Διό πρέ­σβευ­ε Χρι­στῷ τῷ Θε­ῷ σω­θῆ­ναι τάς ψυ­χάς ἡ­μῶν.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη