Θεοπρόσδεκτη λατρεία

    Πολλὲς φορὲς εἶναι τέτοια ἡ ψυχικὴ εὐφορία, τόση ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ διαποτίζει ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή μας κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θείας Λατρείας ἢ μετὰ ἀπὸ αὐτήν, ποὺ εἰλικρινὰ ὁμολογοῦμε: «Ποτὲ νὰ μὴν τέλειωνε ἡ ὥρα αὐτή!».
    Ἡ ψυχὴ ἀνυψώνεται καὶ ἡ αἴσθηση τῆς θείας παρουσίας ἐκπληρώνει κάθε βαθύτερο ἐσωτερικὸ πόθο.
    Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ Λατρεία! Ἡ ἀνύψωση τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου. Ἡ πρα­γματικὴ συνάντησή του μὲ τὸν ἅγιο Θεό, ποὺ κατέρχεται γιὰ νὰ συναντήσει τὸ πλάσμα Του. Νὰ σκηνώσει ἐντός του. Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ πραγματικὸ ζητούμενο τῆς θείας Λατρείας: Αὐτὴ ἡ αἴ­σθηση τῆς θείας παρουσίας. Αὐτὴ ἡ ἐμ­πειρία τῆς θεοκοινωνίας. Ποὺ δὲν τελειώνει καὶ μετὰ τὸ τέλος τῆς θείας Λειτουργίας. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει τοὺς Κορινθίους νὰ δοξάζουν τὸν Θεὸ ὄχι μόνο μὲ ὕμνους καὶ δοξαστικά, ἀλλὰ καὶ μὲ ἕναν τρόπο ποὺ διευρύνει τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν καθιστᾶ ἀκατάπαυστη καὶ διαχρονική. «Δοξάσατε», λέει, «τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. στ΄ 20). Μὲ τὸ σῶμα σας καὶ μὲ τὸ πνεῦμα σας. Μὲ τὴν ὅλη κατ’ ἐπέκταση ζωή σας. Ἔτσι ὥστε ὅλη ἡ ζωή σας, ἡ καθημερινότητά σας νὰ ξεφεύγει ἀπὸ τὴν τετριμμένη πεζότητα καὶ νὰ μεταβάλλεται σὲ διαρκὴ Λατρεία τοῦ Θεοῦ. Κάτι τέτοιο φυσικὰ δὲν εἶναι ἀνεφάρμοστος λόγος καὶ ἀνεκπλήρωτη ἐπιθυμία. Ἐπιτυγχάνεται καὶ βιώνεται, ὅταν ἡ ζωή μας κινεῖται καὶ συμφωνεῖ μὲ τὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ.
   Γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἁγιότερος ναὸς καὶ καθαρότερο θυσιαστήριο ἀπὸ τὴν ἀμόλυντη σκέψη καὶ τὸ ἀρρύπωτο ἀπὸ κάθε ἁμαρτία σῶμα. Ἀπὸ τὴν προσπάθεια δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ ζεῖ μὲ συνέπεια ζωὴ ἁγιότητας. Τότε ὁ ἄνθρωπος καθίσταται ἔμψυχο θυσιαστήριο, ναὸς τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀνεβαίνει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἡ πιὸ εὐπρόσδεκτη στὸ Θεὸ λατρεία: Ἡ θυσία τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα. Ἡ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» λατρεία τοῦ Θεοῦ. Δὲν βρίσκεται ἡ ἀληθινὴ λατρεία οὔτε στὰ πολλὰ λόγια, τὶς «βαττολογίες» τῶν εἰδωλολατρῶν, ποὺ νομίζουν «ὅτι ἐν τῇ πολυλογίᾳ αὐτῶν εἰσακουσθήσονται» (Ματθ. στ΄ 7), οὔτε σὲ ἐξωτερικὲς μόνο κινήσεις καὶ ὑπέροχες ψαλμωδίες. Ὁ Κύριος κατεδίκασε τὴ λατρεία ποὺ εἶναι μόνο ἐξωτερική. «Ὁ λαὸς οὗτος τοῖς χείλεσί με τιμᾷ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ» (Ματθ. ιε΄ [15] 8). Αὐτὸς ὁ λαὸς μόνο ἐξωτερικά, μὲ τὰ χείλη του μὲ δοξάζει. Ἡ καρδιά τους βρίσκεται πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν πραγματικὴ σχέση μαζί μου.
    Ἡ πραγματικὴ θεοπρόσδεκτη λατρεία εἶναι νὰ «παραστήσουμε τὰ σώματα ἡμῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ» (Ρωμ. ιβ΄ [12] 1). Νά ποιὸ θυσιαστήριο, ποιὸν ναὸ ἀποζητᾶ ὁ Θεός. Τὸ ναὸ ὁλόκληρης τῆς ὕπαρξής μας. Καὶ πάνω σ’ αὐτὸ τὸ θυσιαστήριο νὰ θυσιάζουμε καθημερινὰ τὰ πάθη μας. Τὶς κακίες μας καὶ τοὺς ἐγωισμούς μας. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο τὸ φθαρτὸ σῶμα μας θὰ μεταβάλλεται σὲ ζωντανὸ θυσιαστήριο ποὺ θὰ κατεργάζεται τὴν ἁγιότητα.
    Ὁ Θεὸς δὲν ζητᾶ μόνο κάτι λίγο ἀπὸ τὸν χρόνο μας, ἀπὸ τὴ ζωή μας, ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξη καὶ τὴ ζωή μας. Χωρὶς βέβαια καθόλου νὰ ὑποτιμᾶται ἢ νὰ παραθεωρεῖται ἡ Λατρεία τοῦ Θεοῦ στὸν ἱερὸ Ναό, ὡστόσο ἡ αἴσθηση ποὺ ἔχουμε ὅτι ἡ Λατρεία τοῦ Θεοῦ διαρκεῖ μόνο ὅσο διαρκεῖ ἡ θεία Λειτουργία, ἢ ὅτι προσφέρουμε στὸ Θεὸ Λατρεία μόνο τότε ποὺ συμμετέχουμε σ’ αὐτήν, δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν πραγματικότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος συν­ιστᾶ: «Εἴτε οὖν ἐσθίετε εἴτε πίνετε εἴτε τι ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε» (Α΄ Κορ. ι΄ [10] 31). Δηλαδή, τρῶτε; Πίνετε; Ὁτιδήποτε κάνετε, νὰ τὸ κάνετε εἰς δόξαν Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ εὐχαριστιακὴ ἀναφορὰ ὁλόκληρης τῆς ζωῆς μας στὸ Θεό. Πάλι δηλαδὴ «τὰ ἰδικά Του ἐκ τῶν ἰδικῶν Του» Τοῦ προσφέρουμε. Ὅλη τὴ ζωή μας διαρκῶς καὶ ἀκαταπαύστως.
    Μιὰ τέτοια θυσία δὲν ἀπαιτεῖ χρήματα, γνώσεις, εἰδικὴ ἱερωσύνη, ναοὺς καὶ θυσιαστήρια. Γιατὶ ὁ κάθε πιστὸς γίνεται καὶ ἱερέας καὶ θυσιαστήριο καὶ προσφορὰ καὶ δῶρο. Κατὰ τὴν ἀδιάκοπη καὶ διαχρονικὴ αὐτὴ προσ­φορὰ τὰ πάντα ἀλλάζουν. Μεταβάλλονται καὶ ἁγιάζον­ται. Τὰ μάτια βλέπουν καὶ συγχρόνως δοξάζουν τὸν Θεό. Τὰ αὐτιὰ ἀκοῦν, ἀλλὰ ταυτόχρονα συλλαμβάνουν διαρκῶς τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ γλώσσα γεύεται, ἀλλὰ καὶ αἰσθάνεται τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὶς δωρεές Του. Τὰ χέρια, τὰ πόδια, τὰ πάντα ὑμνοῦν, ὑπηρετοῦν καὶ διακονοῦν τὸν Κύριο τῆς δόξης. Ἀγωνίζονται τὰ μάτια νὰ καθαρεύουν; Ἀποφεύγουν τὰ χέρια νὰ ἁρπάζουν καὶ νὰ ἀδικοῦν; Δίνουν ἐλεημοσύνη καὶ ὑπηρετοῦν τὴν ἀγάπη; Τρέχουν τὰ πόδια στὴν ἱεραποστολὴ καὶ στὴ συμπαράσταση τῶν ἀδελφῶν; Ἡ καρδιὰ δὲν τρέφει μίσος, δόλο καὶ ἐκδίκηση ἀλλὰ ἀγάπη; Τότε ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματος ὑμνοῦν, δοξάζουν καὶ λατρεύουν διαρ­κῶς ὄχι μόνο ἐξωτερικά, ἀλλὰ ἔμπρακτα καὶ θυσιαστικὰ τὸν ἅγιο Θεό. Σὲ μιὰ λατρεία διαχρονικὴ καὶ ἀκατάπαυστη ποὺ θὰ συνεχιστεῖ καὶ στὸ ὑπερουράνιο Θυσιαστήριο μετὰ τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας.