ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (15/1)

Σήμερα 15/1/2016 εορτάζουν:

  • Όσιος Παύλος ο Θηβαίος
  • Όσιος Ιωάννης ο Καλυβίτης
  • Άγιος Πανσόφιος
  • Άγιοι Έξι Μάρτυρες
  • Άγιος Γεράσιμος ο Παλλαδάς Πατριάρχης Αλεξανδρείας
  • Όσιος Αλέξανδρος ο Ακοίμητος
  • Άγιοι Ελπίδιος, Δάναξ και Ελένη
  • Αγία Σεκουνδίνη
  • Αγία Ita, ηγουμένη (Ιρλανδή)
  • Όσιος Πρόχορος
  • Όσιος Γαβριήλ

Ὁ ὅσιος Παῦλος ὁ Θηβαῖος

15.-Osios-Paylos-Thibaios

Ὁ ὅσιος Παῦλος εἶχε τὴν καταγωγή του ἀπὸ τὴ Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου. Γεννήθηκε ἀπὸ πλούσιους γονεῖς καὶ ἀναδείχθηκε μέγας ἀσκητὴς τῆς ἐρήμου τοῦ 4ου αἰῶνος. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανός.

Καὶ λίγο ἀργότερα, ὅταν ξέσπασαν οἱ σκληροὶ διωγμοὶ ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὸν Δέκιο (249-251) καὶ τὸν Βαλεριανό (254-259), γιὰ νὰ ἀποφύγει κληρονομικοὺς πειρασμοὺς μὲ τοὺς οἰκείους του, ἀνεχώρησε γιὰ τὴν ἔρημο. Καὶ ἔζησε ἐκεῖ μέχρι τὰ βαθιά του γεράματα μὲ ὁλοκλη­ρωτικὴ ἀφοσίωση στὸν Κύριο.

Ὁ τόπος τῆς ἀσκήσεώς του ἦταν δυσπρόσιτος. Μόνη του ἐπίγεια παρηγοριὰ ἦταν ἕνας πανύψηλος φοίνικας ποὺ τοῦ ἔδιδε τοὺς καρπούς, καὶ μιὰ δροσερὴ πηγὴ ποὺ τὸν ξεδι­ψοῦ­σε μὲ τὸ γάργαρο νερό. Γιὰ 60 ὁλόκληρα χρόνια ἕνα οὐ­ρα­νό­σταλτο κοράκι τοῦ ἔφερνε καθημερινὰ ἄρτο ἀπο­λαμ­βά­νο­ντας ἔτσι τὴ στοργὴ τῆς ἀγαθῆς Προνοίας τοῦ Θεοῦ Πα­τέρα.

Ὁ ὅσιος Παῦλος μελετοῦσε μὲ ἰσχυρὸ πόθο τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἄλλα πνευματικὰ βιβλία. Ἡ ὥρα τῆς προσευχῆς τὸν ἔθελγε, καὶ ἡ μακαρία εἰρήνη εἶχε πλημμυρίσει τὴν ψυχή του. Τὰ ἀποτελέσματα τῆς θεοφιλοῦς πολιτείας του δὲν ἄργησαν νὰ φανοῦν. Ὁ Θεὸς τὸν κατέστησε φανερὸ στὸν κόσμο. Μὲ τὸ φῶς τῶν ἁγίων συμβουλῶν του καθο­δηγοῦσε πλῆθος ἀναχωρητῶν ποὺ ἔφθαναν μέχρις ἐκεῖ.

Ὁ πλοῦτος τῶν ἀρετῶν του καὶ κυρίως ἡ χριστομίμητη ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ ἁγία του ἀγάπη τὸν ἔκαμαν ὅλο καὶ περισσότερο ἄξιο ἐμπιστοσύνης. Ὅλους τοὺς ὑποδεχόταν μὲ πηγαία καλοσύνη. Τιμοῦσε καὶ σεβόταν ὅλους. Ἐπέλυε ἀπορίες σὲ θέματα δογματικὰ καὶ ἠθικὰ καὶ ἔδινε συγ­κε­κρι­μένες ὁδηγίες γιὰ τὴν καταπολέμηση τῶν παθῶν καὶ «τὴν αὔξηση τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς».

Μὲ τὴ ζωὴ τοῦ ὁσίου Παύλου συνδέεται καὶ ἕνα περι­στα­τικὸ μὲ τὸν Μέγα Ἀντώνιο. Κάποτε ὁ Μέγας Ἀντώνιος, εὑρισκόμενος στὸ βαθὺ γήρας τῶν 90 ἐτῶν, ἀναρωτήθηκε μέσα του ἂν ὑπάρχει ἄλλος ἀσκητὴς ἐνάρετος ποὺ νὰ ἀσκεῖται βαθύτερα στὴν ἔρημο. Καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἀπάντηση: «Ἀντώνιε, ὑπάρχει ὁ ἀββὰς Παῦλος ποὺ εἶναι σὲ ἡλικία 113 ἐτῶν καὶ εἶναι πιὸ ἐνάρετος ἀπὸ σένα. Σπεῦσε λοιπὸν νὰ τὸν συναντήσεις καὶ μεγάλη πνευ­ματικὴ ὠφέ­λεια θὰ λάβεις».

Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, παρὰ τὴ μεγάλη του ἡλικία, ὑπά­κουσε. Μετὰ ἀπὸ ὁδοιπορία κοπιαστικὴ 3 ἡμερῶν καὶ μὲ ὁδηγὸ πρὸς τὴν ἀπρόσιτη σπηλιὰ τοῦ ὁσίου Παύλου μία λύκαινα ἔφθασε στὴν εἴσοδο τοῦ ἀσκητηρίου.

Ἦταν τότε τὸ ἔτος 344. Ἡ συνάντηση ὑπῆρξε συγκι­νη­τική. Οἱ δύο μεγάλοι ὅσιοι καὶ ἐνάρετοι ἄνδρες ἀσπάσθηκαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μὲ συναίσθηση ὅτι ὁ ἕνας ἔβλεπε στὸν ἄλλον τὸ πρότυπό του. Μέσα σὲ κλίμα ἀδελφοσύνης καὶ ταπεινοφροσύνης οἱ δύο Ὅσιοι συζήτησαν πνευματικὰ θέ­μα­τα μεταγγίζοντας ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον τὴν πλούσια ἐμπειρία τῆς θεοκινήτου πολιτείας τους.

Κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἐπικοινωνίας τους τὸ πτηνὸ τὸ θεό­σταλτο, ὁ κόρακας ποὺ ἔτρεφε τὸν ὅσιο Παῦλο, ἔφερε τὸν ἄρτο. Καὶ τότε ταπεινὰ ἀπεκάλυψε ὁ ὅσιος Παῦλος στὸ συνασκητή του Ἀντώνιο: «Ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια καθη­μερινὰ τὸ πτηνὸ αὐτὸ μὲ τρέφει, παρὰ τὴν ἁμαρτωλότητά μου, μὲ μισὴ μερίδα ἄρτου. Σήμερα ὅμως μᾶς ἔφερε ὁλόκληρο ἄρτο, καὶ γιὰ τοὺς δυό μας». Τὸ βράδυ τὸ πέρασαν οἱ δύο ὅσιοι Γέροντες προσευχόμενοι. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ὁ Μ. Ἀντώνιος ἐπέστρεψε στὸ ἀσκητήριό του γεμάτος εὐγνω­μο­σύνη πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὸν θεῖο στηριγμὸ ποὺ δέχθηκε ἀπὸ τὸν ἐξαϋλωμένο ἀσκητὴ τῆς Θηβαΐδας Παῦλο.

Τὸν ἐπισκέφθηκε σύντομα καὶ πάλι. Καθὼς βάδιζε, εἶδε στὸν οὐρανὸ τὴν ψυχὴ τοῦ ὁσίου Παύλου νὰ ἀνυψώνεται μὲ συνοδεία φωτεινῶν ἀγγέλων. Καὶ τότε ἀνεφώνησε: «Παῦλε, γιατί μὲ ἐγκαταλείπεις;

Ἀργὰ σὲ γνώρισα, καὶ τόσο γρήγορα φεύγεις!». Ὅταν ἔφθασε στὸ ἀσκητήριο ὁ Ἀντώνιος, εἶδε τὸ σκήνωμα τοῦ ὁσίου Παύλου σὲ στάση προσευχῆς. Μὲ δάκρυα τὸ εὐπρέπισε καὶ τὸ ἐσκέπασε μὲ τὸν μανδύα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ὅ­πως τοῦ εἶχε παραγγείλει ὁ Ὅσιος. Κατὰ τὴν ὥρα ποὺ ἔ­ψαλ­λε ὕμνους ἐπικηδείους δίπλα στὸ νεκρό, ἦρθαν καὶ στέκονταν περίλυπα δύο λιοντάρια ποὺ τὸν βοήθησαν στὴ συνέχεια στὸ σκάψιμο τοῦ τάφου. Ἀναχωρώντας ὁ ὅσιος Ἀντώνιος, δοξο λογοῦσε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀποκάλυψη ποὺ τοῦ ἔκανε, καὶ παρέλαβε ὡς πολύτιμη εὐλογία τὸ ράσο τοῦ ὁσίου Παύλου.

Ὅσιος Παῦλος ὁ Θηβαῖος. Παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Κύριο σὲ ἡλικία 113 ἐτῶν. Ἀσκήθηκε στὸ σκάμμα τῆς ἐρήμου 91 χρόνια.

Εἴθε μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ Ὁσίου κατὰ τὸ νέο ἔτος νὰ βα­δί­σουμε μὲ περισσότερη συνέπεια καὶ ἀκρίβεια τὴν ἀγωνι­στική μας πορεία πρὸς τὸν Ἰησοῦ Χριστό.

Ὁ ὅ­σιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Κα­λυ­βί­της ὁ διὰ Χρι­στὸν πτω­χός

15.Agios-Ioannis-Kalibitis

Ὁ ὅ­σιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Κα­λυ­βί­της γεν­νή­θη­κε στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη τὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ βα­σί­λευ­ε ὁ Λέ­ων ὁ Α΄ (457-474), ἀ­πὸ ἐ­πι­φα­νεῖς καὶ ἀ­ρι­στο­κρά­τες γο­νεῖς, τὸν συγ­κλη­τι­κὸ Εὐτρό­πιο καὶ τὴ Θε­ο­δώ­ρα.

Στὸ πλού­σιο ἀρ­χον­τι­κό του ὁ μι­κρὸς Ἰ­ω­άν­νης ἀ­πο­λάμ­βα­νε ὅ­λες τὶς ἀ­νέ­σεις. Τί­πο­τε ὑ­λι­κὸ δὲν στε­ρή­θη­κε. Ἀλ­λὰ καὶ στὴ γνώ­ση μορ­φώ­θη­κε ἀ­πὸ φη­μι­σμέ­νους δα­σκά­λους τῆς ἐπο­χῆς του. Ὅ­μως ὅ­λα αὐ­τὰ δὲν τὸν ἱ­κα­νο­ποι­οῦ­σαν. Ἡ καρ­διά του ἀλ­λοῦ στρε­φό­ταν. Στὸ Θε­ό! Ἐ­κεῖ ἔ­βρι­σκε πλή­ρω­μα εὐ­φρο­σύ­νης καὶ εὐ­τυ­χί­ας. Ὁ γνή­σιος πό­θος νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Κύ­ριο ὅ­λο καὶ με­γά­λω­νε μέ­σα του. Με­τὰ δὲ ἀ­πὸ μιὰ «τυ­χαί­α» ἐ­πι­κοι­νω­νί­α ποὺ εἶ­χε μὲ μο­να­χὸ τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ἀ­κοι­μή­των, ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ ἐ­πι­σπεύ­σει τὴν ἔξοδό του ἀ­πὸ τὸν κό­σμο καὶ νὰ ἀ­κο­λου­θή­σει τὴ μο­να­χι­κὴ πο­λι­τεί­α.

Πρὶν ὅ­μως ἀ­να­χω­ρή­σει ἀ­πὸ τὸ σπί­τι του, πα­ρα­κά­λε­σε τοὺς γο­νεῖς του νὰ τοῦ δω­ρί­σουν ἕ­να Εὐ­αγ­γέ­λιο. Οἱ πλού­σιοι γο­νεῖς του πα­ρήγ­γει­λαν ἀ­μέ­σως σὲ ἄ­ρι­στο καλ­λι­γρά­φο νὰ τοὺς ἑ­τοι­μά­σει ἕ­να χει­ρό­γρα­φο τοῦ ἱ­ε­ροῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, μά­λι­στα ἐ­πι­χρυ­σω­μέ­νο καὶ ποι­κιλ­μέ­νο μὲ μαρ­γα­ρι­τά­ρια καὶ πο­λύ­τι­μους λί­θους…

Μὲ τὸν πο­λύ­τι­μο αὐ­τὸ πνευ­μα­τι­κὸ θη­σαυ­ρὸ στὰ χέ­ρια του ὁ μι­κρὸς Ἰ­ω­άν­νης, ἀ­φοῦ εὐ­χα­ρί­στη­σε τοὺς γο­νεῖς του, ἀ­να­χώ­ρη­σε κρυ­φὰ γιὰ τὸ μο­να­στή­ρι τῶν Ἀ­κοι­μή­των. Μὲ πό­θο πο­λὺ με­λε­τοῦ­σε ἐ­κεῖ κα­θη­με­ρι­νὰ τὸ λό­γο τοῦ Θε­οῦ. Δι­όρ­θω­νε τὸ βί­ο του, χά­ρα­ζε μέ­σα του ὅ­λο καὶ νέ­ες πο­ρεῖ­ες τε­λει­ώ­σε­ως ἐ­φαρ­μό­ζον­τας μὲ ἀκρί­βεια τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Κυ­ρί­ου.

Ἡ­μέ­ρα μὲ τὴν ἡ­μέ­ρα προ­έ­κο­πτε στὴ μο­να­χι­κὴ ζω­ή. Οἱ μο­να­χοὶ τὸν θαύ­μα­ζαν γιὰ τὴν ἀ­δο­λό­τη­τα καὶ τὴν εἰ­λι­κρί­νειά του, πιὸ πο­λὺ ὅ­μως γιὰ τὴν ἄ­σκη­σή του καὶ τὴν ὑ­πα­κο­ή του. Γιὰ ὅ­λους ἦ­ταν ἕ­να ζη­λευ­τὸ πα­ρά­δειγ­μα πρὸς μί­μη­ση…

Τὰ χρό­νια κυ­λοῦ­σαν γιὰ τὸν Ἰ­ω­άν­νη μὲ νί­κες πνευ­μα­τι­κές. Δὲν ἄρ­γη­σαν ὅ­μως νὰ φα­νοῦν καὶ οἱ πει­ρα­σμοί. Ἦλ­θαν λο­γι­σμοὶ γιὰ τοὺς γο­νεῖς του: «Τί νὰ κά­νουν;… Σὲ περιμένουν!…» Μα­ζὶ ἦλ­θαν καὶ εἰ­δή­σεις: «Ξέ­ρεις, ὁ πα­τέ­ρας σου ἀ­πὸ τό­τε ποὺ ἔ­φυ­γες σκλη­ρύνθη­κε… Ἡ μάν­α σου εἶ­ναι ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τη».

Ὁ κα­λὸς μο­να­χὸς ἐ­ξα­γό­ρευ­σε ὅ­λο τὸ θέ­μα στὸ Γέ­ρον­τά του. Καὶ ὁ φω­τι­σμέ­νος ἡ­γού­με­νος ἔ­δω­σε λύ­ση εἰ­δι­κὴ γιὰ τὴν πε­ρί­πτω­ση: νὰ πά­ει ὁ Ἰ­ω­άν­νης στὸ σπί­τι του, χω­ρὶς ὅ­μως νὰ ἀ­φή­σει τὴν ἄ­σκη­σή του.

Ἔ­τσι ὁ Ἰ­ω­άν­νης μὲ τὶς εὐ­χὲς τῶν πα­τέ­ρων ἀ­να­χώ­ρη­σε γιὰ τὸ ἀρ­χον­τι­κό τους πα­τρι­κὸ σπί­τι. Ἔ­φθα­σε ἐ­κεῖ μὲ ροῦ­χα φτω­χοῦ ζη­τιά­νου, μὲ ὄ­ψη κα­τα­πο­νη­μέ­νη ἀ­πὸ τὴν ἄ­σκη­ση ἀλ­λὰ ἐ­ξα­γνι­σμέ­νη καὶ φω­τει­νὴ ἀ­πὸ τὴ θεί­α Χά­ρη.

Οἱ γο­νεῖς του δὲν τὸν ἀ­να­γνώ­ρι­σαν. Ἔ­δω­σαν ἐν­το­λὴ στοὺς ὑ­πη­ρέ­τες νὰ τοῦ φτιά­ξουν μιὰ πρό­χει­ρη κα­λύ­βα στὴν εἴ­σο­δο τοῦ κτή­μα­τος, καὶ ἐ­κεῖ νὰ μέ­νει σὰν ξέ­νος… Ἐ­κεῖ ὁ Ἰωάν­νης, ὁ ἄ­ση­μος καὶ πε­ρι­φρο­νη­μέ­νος ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους ἀλ­λὰ τό­σο γνω­στὸς καὶ ἀ­γα­πη­τὸς στὸ Θε­ό, συ­νέ­χι­σε τὸν εὐ­λο­γη­μέ­νο ἀλ­λὰ καὶ τό­σο πα­ρά­δο­ξο τρό­πο ἀσκήσεως.

Κα­θὼς περ­νοῦ­σε ὁ και­ρός, τὸ πε­ρίσ­σευ­μα τῆς ψυ­χι­κῆς του χα­ρᾶς καὶ εἰ ρή­νης ἀ­βί­α­στα ἁ­πλω­νό­ταν καὶ πρὸς τοὺς ἔ­ξω. Κέρ­δι­ζε σι­γά-σι­γὰ τὴ συμ­πά­θεια τῶν ὑ­πη­ρε­τῶν. Σ’ ὅλους ἀ­σκοῦ­σε μὲ τὴν πρα­ό­τη­τά του μιὰ εὐ­ερ­γε­τι­κὴ ἐ­πιρ­ρο­ή. Τὸ ἴ­διο αἰ­σθά­νον­ταν καὶ οἱ κύ­ριοι τοῦ σπι­τιοῦ. Ἡ μη­τέ­ρα του ἄρ­χι­σε νὰ εἰ­ρη­νεύ­ει· καὶ ὁ πα­τέ­ρας του νὰ μα­λα­κώ­νει καὶ νὰ ζεῖ πιὸ συ­νει­δη­τὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ζω­ή. Πό­σες ἄ­ρα­γε μυ­στι­κὲς θερ­μὲς προ­σευ­χὲς δὲν θὰ εἶ­χε ἀ­πευ­θύ­νει γι’ αὐ­τοὺς στὸν Θε­ὸ ὁ γιός τους, ὁ πι­στὸς Ἰ­ω­άν­νης!

Τρί­α χρό­νια πα­ρέ­μει­νε ἐ­δῶ στὴν ἀ­πέ­ριτ­τη κα­λύ­βα του. Ζοῦ­σε μὲ προ­σευ­χή, μὲ ἱ­ε­ρὴ ἀ­δο­λε­σχί­α, μὲ με­λέ­τη τοῦ ἱ­ε­ροῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου του, μὲ νη­στεῖ­ες ἀλ­λὰ καὶ μὲ φι­λαν­θρω­πί­α, ἀφοῦ ἀ­πὸ τὸ λι­τὸ φα­γη­τὸ ποὺ τοῦ ἔ­δι­ναν ξε­χώ­ρι­ζε καὶ ἔ­δι­νε πάν­τα σὲ πε­ρα­στι­κοὺς ζη­τιά­νους. Κά­ποι­ες φο­ρὲς οἱ κύ­ριοί του τὸν κα­λοῦ­σαν νὰ φά­ει μα­ζί τους. Αὐ­τὸς εὐ­γε­νι­κὰ ἀρνιό­ταν… Καὶ συ­νέ­χι­ζε εἰ­ρη­νι­κὰ τὴν ἄ­σκη­σή του…

Πλη­σί­α­ζε τώ­ρα τὸ τέ­λος τῆς ζω­ῆς του. Μιὰ μέ­ρα ἄ­κου­σε μυ­στι­κὰ τὴ φω­νὴ τοῦ Κυ­ρί­ου ποὺ τοῦ ἔ­λε­γε: «Νὰ χαί­ρε­σαι, Ἰ­ω­άν­νη, για­τὶ ἔ­μει­νες στα­θε­ρὸς στὴν κλή­ση σου. Νί­κη­σες μὲ τὴν ὑ­πο­μο­νή σου τὸν πο­νη­ρὸ δι­ά­βο­λο. Σὲ τρεῖς μέ­ρες ἄγ­γε­λοι θὰ ἔλ­θουν γιὰ νὰ σὲ πα­ρα­λά­βουν καὶ νὰ σὲ φέ­ρουν κον­τά μου». Σκίρ­τη­σε τό­τε ἀ­πὸ χα­ρὰ ὁ δοῦ­λος τοῦ Θε­οῦ. Σκέ­φθη­κε ὅ­μως πὼς τώ­ρα ἦ­ταν ἡ κα­τάλ­λη­λη ὥ­ρα νὰ ἀ­πο­κα­λύ­ψει τὸν ἑ­αυ­τό του στοὺς δι­κούς του. Σὲ λί­γο συγ­κι­νη­μέ­νος ἔ­λε­γε στὴν οἰ­κο­δέ­σποι­να:

–Εὐ­χα­ρι­στῶ θερ­μὰ γιὰ τὴ συγ­κα­τά­βα­σή σας ποὺ μὲ εἴ­χα­τε αὐ­τὰ τὰ χρό­νια κον­τά σας. Σὲ λί­γο θὰ φύ­γω ἀ­πὸ τὸν κό­σμο αὐ­τό. Θέ­λω νὰ τα­φῶ μέ­σα σ’ αὐ­τὴν τὴν κα­λύ­βα μὲ τὰ ροῦ­χα ποὺ φο­ρῶ.

Καὶ πρὶν τε­λει­ώ­σει ἅ­πλω­σε τὰ χέ­ρια του καὶ τῆς ἔ­δει­ξε καὶ τῆς πα­ρέ­δω­σε τὸ θη­σαυ­ρό του, τὸ χρυ­σό­δε­το Εὐ­αγ­γέ­λιο ποὺ ἐ­δῶ καὶ δέ­κα χρό­νια κρα­τοῦ­σε.

Ἔκ­πλη­κτη ἡ Θε­ο­δώ­ρα ἔ­τρε­ξε ἀ­μέ­σως στὸ σύ­ζυ­γό της:

–Ἔ­λα νὰ δεῖς! τοῦ λέ­ει, ὁ ζη­τιά­νος κα­τέ­χει τὸ δῶ­ρο ποὺ εἴ­χα­με δώ­σει κά­πο­τε στὸ παι­δί μας.

Φθά­νον­τας καὶ οἱ δυ­ὸ γο­νεῖς μα­ζὶ στὴν κα­λύ­βα ρω­τοῦν μὲ ἀ­γω­νί­α τὸν κα­λο­συ­νά­το ξέ­νο τους:

–Πές μας, ποῦ τὸ βρῆ­κες αὐ­τὸ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο;

Καὶ ἀ­κοῦ­νε ἔκ­πλη­κτοι:

–Ἐ­γὼ εἶ­μαι ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ γιός σας. Κρά­τη­σα σφι­χτὰ αὐ­τὸ τὸ δῶ­ρο ποὺ μοῦ εἴ­χα­τε δώ­σει, μέ­νον­τας πι­στὸς στὰ προ­στάγ­μα­τα τοῦ Κυ­ρί­ου μας. Γιὰ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ παρέμει­να ξέ­νος ση­κώ­νον­τας μὲ χα­ρὰ «τὸν χρη­στὸ ζυ­γό του καὶ τὸ ἐ­λα­φρὸ φορ­τί­ο του».

Πλημ­μυ­ρι­σμέ­νοι στὰ δά­κρυ­α οἱ γο­νεῖς ἀγ­κά­λια­σαν σφι­χτὰ τὸ παι­δί τους.

Ἔ­μα­θαν με­τὰ ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο ἀ­να­λυ­τι­κὰ τὸ βί­ο του. Καὶ δό­ξα­σαν τὸν Θε­ό… Σὲ λί­γο ὁ Ἰ­ω­άν­νης εἰ­ρη­νι­κὰ πα­ρέ­δω­σε τὸ πνεῦ­μα του στὸν Κύ­ριο. Τὸ γε­γο­νὸς δι­α­δό­θη­κε ἀ­στρα­πια­ῖα στὸν κό­σμο. Ἡ Κων­σταν­τι­νού­πο­λη συγ­κλο­νί­στη­κε ἀ­πὸ τὴν εἴ­δη­ση. Ἀ­νά­με­σα στὰ σπί­τια της ζοῦ­σε ἕ­νας κρυμ­μέ­νος ὅ­σιος. Πλῆ­θος κό­σμου ἔ­τρε­ξε στὴν κη­δεί­α τοῦ ἀ­σή­μου καὶ φτω­χοῦ μο­να­χοῦ Ἰ­ω­άν­νου…

Στὸν τα­πει­νὸ τό­πο ὅ­που ἐ­τά­φη, ὑ­ψώ­θη­κε ἀρ­γό­τε­ρα με­γα­λο­πρε­πὴς να­ὸς στὴ μνή­μη του. Καὶ πολ­λὰ θαύ­μα­τα γί­νον­ταν μὲ τὶς πρε­σβεῖ­ες του… Οἱ γο­νεῖς τοῦ Ὁ­σί­ου ἀ­φι­έ­ρω­σαν τὰ πλού­τη τους στοὺς πτω­χοὺς καὶ στὴν Ἐκ­κλη­σί­α.

«Πο­θή­σας σο­φέ, πτω­χεί­αν χρι­στο­μί­μη­τον, γο­νέ­ων τῶν σῶν, τὸν πλοῦ­τον ἐγ­κα­τέ­λι­πες, καὶ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιον ἐν χερ­σί σου κρα­τῶν ἠ­κο­λού­θη­σας, Χρι­στῷ τῷ Θε­ῷ, Ἰ­ω­άν­νη, πρεσβεύ­ων ἀ­παύ­στως, ὑ­πὲρ πάν­των ἡ­μῶν».

 

«Ἀπό  τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»