Σήμερα 17/1/2016 εορτάζουν:
- Άγιος Αντώνιος ο Μέγας
- Άγιος Γεώργιος ο Νέος εξ Ιωαννίνων
- Όσιος Αντώνιος ο νέος ο Θαυματουργός
- Άγιος Θεοδόσιος ο Μεγάλος ο βασιλεύς
- Όσιος Αχιλλάς
- Άγιοι Ιουνίλλα και Τουρβών
- Άγιος Αντώνιος Αρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ Ρωσίας
- Όσιος Αντώνιος εκ Ρωσίας
- Όσιος Αντώνιος ο Μετεωρίτης (Καντακουζηνός)
- Όσιος Φιλόθεος
- Άγιος Αντώνιος Επίσκοπος Βολογκντά της Ρωσίας
Ο ΟΣΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος εἶναι γνωστός σ’ ὅλον τόν χριστιανικό κόσμο. Εἶναι ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος, ὁ πατέρας τοῦ ἀναχωρητισμοῦ, ὁ Πατριάρχης τῆς ἐρήμου. Ἡ γλυκειά καί ἀσκητική μορφή καί ζωή του ἐμπνέει τούς ἀνά τούς αἰῶνες πιστούς καί τό ὄνομά του παραμένει πάντοτε πανσέβαστο στά στόματα καί τίς καρδιές τῶν Χριστιανῶν.
Στό χωριό Κόμα τῆς Αἰγύπτου δίπλα στήν ὄχθη τοῦ Νείλου γεννήθηκε ὁ Ἀντώνιος τό 251 μ. Χ. Εὐτύχησε νά ἔχει γονεῖς πιστούς καί ἐνάρετους καί συγχρόνως ἐξαιρετικά πλουσίους. Ἀλλά καί οἱ γονεῖς του εὐτύχησαν νά ἀναθρέψουν ἕναν γιό θαυμαστό, ὁ ὁποῖος ἀπό τήν παιδική του ἡλικία μέ τήν ὑποδειγματική ζωή του παρουσίασε δείγματα τῆς λαμπρῆς ἐξελίξεώς του.
Ὅταν ὅμως ὁ Ἀντώνιος βρισκόταν σέ ἡλικία 18 – 20 ἐτῶν, ὁ Θεός κάλεσε κοντά του τόν ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου τούς ἐκλεκτούς γονεῖς του κι ἔτσι ἔμεινε αὐτός μόνος κάτοχος καί διαχειριστής τῆς μεγάλης περιουσίας. Δέν ξιππάζεται ὅμως ὁ Ἀντώνιος ἀπ’ αὐτό. Ἀντίθετα, ὅταν λίγο μετά τό θάνατο τῶν γονέων του ἀκούει κατά τή θεία Λειτουργία στό ἱερό Εὐαγγέλιο τόν Κύριο νά λέει στόν πλούσιο ἐκεῖνον νεανίσκο: «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς, καί ἔξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ, καί δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Ματθ. ιθ΄ 21) σκιρτᾶ ἀπό ἐνθουσιασμό. Ὁ λόγος τόν συγκινεῖ βαθύτατα. Μοιράζει λοιπόν ἀμέσως τήν περιουσία του στούς πτωχούς, ἐμπιστεύεται τή νεότερή του ἀδελφή κοντά σέ ἀφιερωμένες παρθένες καί αὐτός μένει μόνος του καί ἀσκεῖται στήν οἰκία του. Ἀργότερα μεταφέρει τό ἀσκητήριό του ἔξω ἀπό τήν πόλη, μέσα σ’ ἕνα τάφο, ὅπου ἀγωνίζεται ἐναντίον τῶν πειρασμῶν τοῦ πονηροῦ. Μετά ἀπό πάροδο ἐτῶν ἀναχωρεῖ πλέον γιά τήν ἔρημο. Ἐκεῖ θά περάσει ὅλη του τή ζωή μεριμνώντας «πώς ἀρέσει τῷ Κυρίῳ» (Α΄ Κόρ. ζ΄ 32).
Δέν ἔχει ἀνάγκη νά φροντίζουν ἄλλοι γί’ αὐτόν. Μόνος του ἐργάζεται τή γῆ, γιά νά ἐπαρκέσει στίς ἐλάχιστες ἄλλωστε ἀνάγκες του. Εἶναι λιτότατος, ἀσκητικός καί τίς ὦρες του τίς μοιράζει μεταξύ ἐργασίας καί προσευχῆς κυρίως. Προσεύχεται ἀδιαλείπτως γιά ὅλους καί γιά ὅλα. Γονυπετής καθημερινά ἐπί ὧρες συνεχεῖς παρακαλεῖ τόν Θεό γιά τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται στόν κόσμο καί ἀντιμετωπίζουν δυσκολίες καί πειρασμούς.
Γράμματα δέν γνωρίζει ὁ Ἀντώνιος. Ξέρει ὅμως καλά τήν Ἁγία Γραφή, τήν ὁποία ἔμαθε ὅταν τήν ἄκουγε μέ διακαή πόθο νά τήν διαβάζουν οἱ ἄλλοι. Αὐτά τά νοήματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς διαρκῶς κυκλοφοροῦν στό νοῦ του κατά τίς ὧρες τῆς μονώσεώς του καί αὐτά διδάσκει σ’ ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τόν πλησιάζουν νά τόν δοῦν καί νά τόν ἀκούσουν.
Ἀλλά ὁ Ἀντώνιος δέν ἦταν μόνο ἀθλητής τῆς προσευχῆς καί τῆς εὐσεβείας. Ἦταν καί ἀγωνιστής ἐναντίον τοῦ Σατανᾶ. Διότι ὁ «ὠρυόμενος λέων ὁ ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 8), ὁ ὁποῖος ἐπείρασε παλαιότερα στήν ἔρημο τόν Κύριο, δέν ἄφησε ἥσυχο καί τόν Ἀντώνιο. Τόν πολεμᾶ λυσσωδῶς, μέ μανία, «πυριφλέκτοις φαρέτραις», γιά νά τόν κάνει νά ὑποκύψει στά θέλγητρά του. Πολλές φορές ὁ Ἀντώνιος ἀγωνίσθηκε μέ τόν Σατανᾶ σῶμα πρός σῶμα, ὅταν αὐτός μέ ποικίλους τρόπους καί μορφές ἐμφανιζόταν μπροστά του γιά νά τόν καθυποτάξει. Καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, τή δύναμη τοῦ Δυνατοῦ, ὁ Ἀντώνιος συνέτριβε πάντοτε τά ἀκονισμένα βέλη καί καταντρόπιαζε τόν πονηρό.
Ἡ φήμη του σταδιακά ἔγινε μεγάλη, τεράστια. Ἄνθρωποι πολλοί τόν ἀναζητοῦν στήν ἔρημο, γιά νά ἀκούσουν τά λόγια του, νά πάρουν συμβουλές, νά δοῦν καί νά ἀπολαύσουν τή θαυματουργική ἱκανότητά του. Ὁ χῶρος γύρω ἀπό τά πτωχικά μετακινούμενα ἀσκητήριά του μεταβάλλεται σέ διδασκαλεῖο πίστεως καί εὐσεβείας. Τόν χάρισε ὁ Θεός στήν Αἴγυπτο, γράφει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, σάν ἰατρό. Διότι ποιός λυπημένος τόν συναντοῦσε καί δέν ἔφευγε χαρούμενος; Ποιός τόν πλησίαζε μέ θρῆνο γιά τούς νεκρούς του καί δέν ἔφευγε παρηγορημένος; Ποιός ἐρχόταν μέ πάθος ἐναντίον τοῦ ἄλλου καί δέν ἔφευγε ἀποφασισμένος νά συμφιλιωθεῖ; Ποίος νέος, ὅταν τόν ἔβλεπε στήν ἔρημο, δέν ἄφηνε ἀμέσως τίς ἠδονές καί δέν ἀγαποῦσε τήν ἁγνότητα; Κι αὐτός ὁ Μέγας Βασίλειος τόν ἐπισκέφθηκε στήν ἔρημο καί πρίν ἀπό αὐτόν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος συνδέθηκε στό ἑξῆς μ’ αὐτόν ὡς παιδί πρός πατέρα. Ἡ φήμη τοῦ Ἀντωνίου ἔφθασε μέχρι τοῦ Αὐτοκράτορος Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀπηύθυνε μία ἐπιστολή καί ζητοῦσε τίς εὐχές, τίς προσευχές, ἀλλά καί τίς συμβουλές του. Κι αὐτός σέ ἀπάντηση τόν ἐπαινεῖ γιά τήν εὐσέβειά του, καί τόν παρακινεῖ νά θεωρεῖ πρόσκαιρα ὅλα τά ἐπίγεια μεγαλεῖα καί νά εἶναι δίκαιος καί φιλάνθρωπος.
Ὁ ἥρωας ὅμως τῆς ἔρημου εἶναι καί ἀγωνιστής τῆς πίστεως καί τῆς Ὀρθοδοξίας. Τό 311 κατά τό διωγμό τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμίνου ἔρχεται στήν Ἀλεξάνδρεια μέ τόν πόθο νά μαρτυρήσει κι αὐτός γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδή ὅμως αὐτό δέν πραγματοποιήθηκε, ἔσπευσε στίς φυλακές καί τά μεταλλεῖα, ὅπου βασανίζονταν οἱ Χριστιανοί, γιά νά ὑπηρετήσει τούς ὁμολογητές τῆς πίστεως. Δέν δυσκολεύεται νά φθάσει καί μέχρι τό δικαστήριο, γιά νά ἐνθαρρύνει τούς μάρτυρες. Παρακολουθεῖ ἀκόμη ὁ Ἀντώνιος ἄγρυπνα τούς ἀγῶνες τῶν ὀρθοδόξων ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν. Ἀποδοκιμάζει μέ ἀποτροπιασμό τούς ἀρειανούς καί μέ τό μεγάλο του κύρος ἐνισχύει τόν ἀγωνιζόμενο Μέγα Ἀθανάσιο. Ὄχι μόνο προσεύχεται ἐκτενῶς γιά τή νίκη τῆς ἀληθείας, ἀλλά ἐπανειλημμένα κατεβαίνει στήν Ἀλεξάνδρεια, γιά νά ἀγωνισθεῖ καί προσωπικά ὁ ἴδιος γιά τήν Ὀρθοδοξία. Συναγερμός γίνεται στήν Ἀλεξάνδρεια ὅσες φορές τήν ἐπισκέπτεται. Κι αὐτοί ἀκόμη οἱ εἰδωλολάτρες ζητοῦν νά δοῦν τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ καί νά ἀκούσουν τά λόγια του. Καί οἱ καρποί τῶν ἐπισκέψεών του ἦταν ἀνώτεροι ἀπό κάθε προσδοκία.
Μετά τήν τόση ἐργασία ὁ Ἀντώνιος, ὁ Μέγας ὄντως στούς ποικίλους ἀγῶνες του, καθαρός στήν ψυχή καί τήν καρδιά, «ἄγγελος ἐπίγειος, βροτός οὐράνιος, τῆς παρθενίας διδάσκαλος, τῆς ἔρημου διάκοσμος, χαρισμάτων ἐνθέων πεπληρωμένος», ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ τό 356 μ. Χ. σέ βαθύτατα γηρατειά, 105 ἐτῶν, καί τάφηκε μέ ἐντολή του σέ ἄγνωστο τόπο, γιά νά μή τιμήσουν οἱ Χριστιανοί τό ἱερό λείψανό του. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γιά νά διδάσκονται οἱ μεταγενέστεροι πιστοί ἔγραψε ἕνα μεγάλο ἐγκωμιαστικό λόγο καί φοροῦσε μέ περισσή εὐλάβεια τή φθαρμένη λόγῳ τῆς χρήσεως μηλωτή (προβιά), πού τοῦ ἄφησε ὁ Μέγας Ἀντώνιος.
Ἔτσι εἶναι. Ὁ ἅγιος του Θεοῦ ἄνθρωπος μέ τόν ἔνθεο ζῆλο του, τήν αὐταπάρνηση καί ὅλη τήν ἀρετή του, ὅπου κι ἄν βρεθεῖ, ἐμπνέει. Διδάσκει μέ τό παράδειγμά του, κατευθύνει μέ τή ζωή του. Γίνεται ἀντικείμενο ἀγάπης καί σεβασμοῦ. Φῶς στό περιβάλλον του. Μήπως ὅμως σέ κάποιο βαθμό ὅλοι μας δέν μποροῦμε, δέν πρέπει νά γίνουμε ἔτσι;
Δοξαστικόν του Μικροῦ Ἑσπερινοῦ. Ἦχος β΄.
Τόν ἐπί γῆς Ἄγγελον καί ἐν οὐρανοῖς ἄνθρωπον Θεοῦ,
τοῦ κόσμου τήν εὐκοσμίαν, τήν τρυφήν τῶν ἀγαθῶν καί τῶν ἀρετῶν,
τῶν Ἀσκητῶν τό καύχημα, Ἀντώνιον τιμήσωμεν.
Πεφυτευμένος γάρ ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ ἐξήνθησε δικαίως καί ὡσεί κέδρος ἐν ἐρήμῳ
ἐπλήθυνε τά ποίμνια Χριστοῦ τῶν λογικῶν προβάτων ἐν ὀσιότητι καί δικαιοσύνη.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου. Ἦχος δ΄.
Τόν ζηλωτήν Ἠλίαν τοῖς τρόποις μιμούμενος
τῷ Βαπτιστῇ εὐθείαις ταῖς τρίβοις ἑπόμενος, πάτερ Ἀντώνιε,
τῆς ἐρήμου γέγονας οἰκιστής καί τήν οἰκουμένην ἐστήριξας εὐχαῖς σου.
Διό πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη
Ο ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
1) Περιβάλλον ἐχθρικό.
Τά Ἰωάννινα καί γενικά ὅλη ἡ Ἤπειρος ἔχει πολλούς λόγους νά σεμνύνεται γιά τήν προσφορά της στό Ὀρθόδοξο Ἔθνος μας. Ἰδίως κατά τούς χρόνους τῆς σκληρῆς δουλείας ἀναδείχθηκε ἀκτινοβόλος φάρος ὑψηλοῦ ἐθνικοῦ καί χριστιανικοῦ φρονήματος. Καί ἡ κορύφωση τῆς προσφορᾶς της εἶναι οἱ ἔνδοξοι νεομάρτυρές της καί μάλιστα ὁ Γεώργιος, τοῦ ὁποίου τήν ἱερή μνήμη μέ ἰδιαίτερη εὐλάβεια ἑορτάζουν οἱ ἀνά τόν κόσμο Ἠπειρῶτες καί ὅλος ὁ ἑλληνικός Ὀρθόδοξος λαός.
Τό Τσουρχλί, ἕνα μικρό χωριό τῆς ἐπαρχίας Γρεβενῶν, ἦταν ἡ ἰδιαίτερή του πατρίδα, ὅπου γεννήθηκε τό 1808, λίγα μόλις χρόνια πρίν ἀπό τήν ἔναρξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως. Οἱ γονεῖς του, Κωνσταντῖνος καί Βασίλω ἦταν πάμπτωχοι, πλούσιοι ὅμως σέ αἰσθήματα καί εὐσέβεια, τήν ὁποίαν προσπάθησαν νά μεταδώσουν στά τρία παιδιά τους ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς τους. Γρήγορα ὅμως καί οἱ δυό ἐγκατέλειψαν τόν κόσμο αὐτό καί ἄφησαν τόν Γεώργιο μόλις 8 ἐτῶν. Ἐκεῖ, στό Τσουρχλί, ἔμεινε ὁ Γεώργιος μέχρι τήν ἡλικία τῶν 13 ἐτῶν, προστατευόμενος ἀπό τούς δυό μεγαλύτερους ἀδελφούς του, ὁπότε καί προσκολλήθηκε ὡς ἱπποκόμος σέ κάποιο τοῦρκο στρατιωτικό. Ἀργότερα κατέληξε στά Ἰωάννινα στήν ὑπηρεσία τοῦ Χατζῆ Ἀμπτουλλάχ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἔμπιστος ἀξιωματοῦχος τοῦ διοικητῆ τῶν Ἰωαννίνων Ἐμίν Πασᾶ.
Μέσα στό σπίτι τοῦ Ἀμπτουλλάχ καί γενικά στά τουρκοκρατούμενα Γιάννενα ὁ Γεώργιος προσαρμόσθηκε στίς συνήθειες τῶν Τούρκων καί εἶχε ὅλα τά ἐξωτερικά στοιχεῖα τά ὁποῖα χαρακτηρίζουν ἕνα μουσουλμάνο. Ἦταν γνωστός μέ τό ὄνομα σεϊτζής (ἱπποκόμος) Χασάν. Κανένας ποτέ δέν σκέφθηκε νά τόν ἐνοχλήσει γιά τήν πραγματική του πίστη, διότι καί κανείς δέν ὑποπτευόταν ὅτι ἦταν Χριστιανός. Αὐτός ὅμως ὅσο περνοῦσαν τά χρόνια καί μεγάλωνε, δέν μποροῦσε νά ἀνεχθεῖ τήν ἀντίθεση μεταξύ ἐσωτερικῆς καταστάσεως καί ἐξωτερικῆς ἐμφανίσεως. Θυμόταν τό σπίτι του, τίς χριστιανικές ἑορτές καί τά ἐθιμα καί νοσταλγοῦσε. Σκεπτόταν τή σημερινή του κατάσταση, ἄκουγε νά τόν ὀνομάζουν Χασάν καί δυσφοροῦσε. Μία ἐσωτερική παρόρμηση τόν ἔκανε νά ἐμπιστευθεῖ τό μεγάλο του μυστικό στόν κύριό του. Κι ἐκεῖνος, ἄν καί μωαμεθανός, θεοσεβής ὅμως καί καλόκαρδος, ἔδειξε κατανόηση καί συμπάθεια στόν καλό του σεϊτζῆ.
Τά χρόνια περνοῦσαν (1836) καί ὁ Γεώργιος ἀρραβωνιάσθηκε μία πιστή Χριστιανή νέα τῶν Ἰωαννίνων. Τό γεγονός αὐτό δέν ἄργησε νά γίνει γνωστό καί στούς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι τόν νόμιζαν ὡς μωαμεθανό. Ἰδιαιτέρως ἐρεθίσθηκε ὁ χότζας τοῦ τεκέ, ὁ ὁποῖος μέ θρησκευτικό μένος καί κακότητα τόν ὁδήγησε στόν Ἱεροδικαστή καί κατόπιν στόν Βεζύρη, μέ τήν κατηγορία, ὅτι αὐτός ὁ τοῦρκος πού ὀνομάζεται Χασάν, θέλει νά ἀλλαξοπιστήσει καί νά πάρει ὡς σύζυγο Χριστιανή γυναίκα. Καί στούς δυό ὅμως αὐτούς ὁμολογεῖ ὁ Ἅγιος μέ παρρησία θαυμαστή:
—Χριστιανός εἶμαι, Γεώργιο μέ λένε καί ὄχι Χασάν.
Ἡ ἐπέμβαση τοῦ Ἀμπτουλλάχ ἐλευθέρωσε τόν Γεώργιο ἀπό τά χέρια τῶν Τούρκων.
Τά πράγματα ὅμως ἔδειχναν, ὅτι ἡ ζωή τοῦ Γεωργίου κινδύνευε. Γι’ αὐτό καί ὅλοι τόν προέτρεπαν νά ἀπομακρυνθεῖ γιά λίγο διάστημα ἀπό τά Ἰωάννινα, ὥσπου νά λησμονηθοῦν τά γεγονότα καί νά ἠρεμήσει ἡ κατάσταση. Τελικά καί ὁ ἴδιος πείσθηκε, ὅτι ἔπρεπε νά φύγει. Οἱ Τοῦρκοι ἄλλωστε τῶν Ἰωαννίνων πέτυχαν καί ἀπομάκρυναν ἀπό τήν πόλη τούς τόν ἀνεπιθύμητο Διοικητή Ἐμίν Ἀγά καί μαζί του τόν ἐπιτελή του Χατζῆ Ἀμπτουλάχ. Ἔφυγε λοιπόν γιά ἕνα διάστημα καί ὁ Γεώργιος, ὥσπου ὑπέθεσε ὅτι τά γεγονότα θά εἶχαν λησμονηθεῖ. Καί ἐπέστρεψε κατόπιν στά Ἰωάννινα, στή χριστιανική του οἰκογένεια, στό περιβάλλον τῆς στοργῆς καί τῆς ἀγάπης. Καί παρευρέθηκε ὁλόχαρος στή γέννηση καί κατόπιν στή βάπτιση τοῦ γιοῦ τοῦ Ἰωάννη, ἡ ὁποία ἔγινε στίς 7 Ἰανουαρίου 1838.
Ἐδῶ στά Ἰωάννινα ὁ Γεώργιος δέν κλείσθηκε στό σπίτι του. Ἐπικοινώνουσε ἐλεύθερα στίς χριστιανικές συνοικίες πρῶτα, κι ἔπειτα σιγά – σιγά στά πιό δημόσια μέρη καί σ’ ὅλη τήν πόλη. Ποιός ἄλλωστε θά θυμᾶται γεγονότα, τά ὁποῖα συνέβησαν πρίν ἀπό τόσο πολύ καιρό; Κι ὅμως! Κάποια μέρα τόν ἀντιλαμβάνεται ὁ χότζας τοῦ τεκέ καί κάνει κάποια ἀπειλητική κίνηση ἐναντίον του. Ἀλλά ὁ Γεώργιος πῆρε τήν ἀπόφαση ὅτι ὅσο κι ἄν τόν ἀπειλοῦν, δέν θά πτοηθεῖ!
Τήν Τετάρτη, 12 Ἰανουαρίου, σάν μία προαίσθηση νά τόν προετοίμαζε, ζήτησε τά καλά του ροῦχα, χαιρέτησε μέ ἰδιαίτερο τρόπο τούς δικούς του καί βγῆκε ἀπό τό σπίτι του. Μόλις ὅμως ἔφθασε στήν ἀγορά βρέθηκε μπροστά του ὁ χότζας. Μέ τό μίσος τό ὁποῖο τόν χαρακτήριζε, αὐτός καί ἄλλοι τοῦρκοι ἐπιτίθενται ἐναντίον τοῦ Γεωργίου. Μεγάλη σύγκρουση δημιουργήθηκε τότε. Πλῆθος Χριστιανῶν ἔσπευσε πρός τό μέρος τοῦ Γεωργίου, νά βοηθήσει τόν ὁμόθρησκό του. Σέ λίγο δέσμιος ὁ Γεώργιος ὁδηγεῖται στόν Νταούλ πασά μέ τή γνωστή κατηγορία ἦταν τοῦρκος καί ἔγινε Χριστιανός. Ἡ ἀνάκριση ἀρχίζει καί ὁ Ἅγιος ὁμολογεῖ μέ θάρρος καί ἐπιμονή:
—Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός εἶμαι, Χριστιανός θά πεθάνω.
Δέν περιορίσθηκαν ὅμως οἱ Τοῦρκοι μόνο στίς συστάσεις καί τήν πειθώ. Ἄρχισαν καί νά ἀπειλοῦν: ἤ θά τουρκέψεις, τοῦ λένε, ἤ θά χαλαστεῖς (θά σκοτωθεῖς). Δύσκολη ἡ θέση τοῦ Γεωργίου; Καθόλου! Τό εἶχε πάρει ἀπόφαση. Ἦταν Χριστιανός καί θά ἔμενε γιά πάντα. Χαρά του, τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
2) Μάρτυς Χριστοῦ.
Οἱ Χριστιανοί τῶν Ἰωαννίνων, φίλοι καί συγγενεῖς τοῦ Γεωργίου, συντεχνίες, προύχοντες μέ ἐπικεφαλῆς τούς Μητροπολίτες τῆς Ἠπείρου καί τῶν Γρεβενῶν, ἐνεργοῦν καί φροντίζουν νά σώσουν τόν Ἅγιο. Κι ἐνῶ ἀποδεικνύουν μέ ἐπιχειρήματα ὅτι ὁ Γεώργιος δέν ἦταν ποτέ μωαμεθανός, οἱ Τοῦρκοι, κακοί καί μοχθηροί, τήν ἴδια μέρα τόν φυλακίζουν.
Ἐδῶ στή φυλακή ὁ Γεώργιος βρίσκει καί δυό ἄλλους Χριστιανούς κρατουμένους. Κι ὅταν αὐτοί ἄκουσαν ἀπό τό στόμα του νά τούς διηγεῖται μέ ἁπλότητα τά περιστατικά, συγκινοῦνται καί ἐνθουσιάζονται. Τόν μακαρίζουν, τόν συγχαίρουν, τόν τονώνουν. Γιά τό μαρτύριο ὁδηγεῖσαι, τοῦ λένε, μή φοβηθεῖς προχώρα μπροστά καί ὁ Χριστός, πού βοήθησε τούς Μάρτυρες, θά βοηθήσει καί σένα. Σέ λίγο θά σού δοθεῖ τό στεφάνι τῆς δόξας τοῦ οὐρανοῦ.
Τή στιγμή ὅμως τήν ὁποία ὁ Γεώργιος ἐνδυναμώνεται στή φυλακή ἀπό τούς δυό Χριστιανούς κρατουμένους, ὁ χότζας φανατίζει τόν τουρκικό ὄχλο κατά τοῦ Ἁγίου, ὅπως παλαιότερα φανάτιζαν οἱ Φαρισαῖοι τούς Ἑβραίους ἐναντίον τοῦ Κυρίου. Καί ξημερώνοντας Πέμπτη ὁδηγοῦν καί πάλι τόν Ἅγιο στόν Κατή μέσα ἀπό τίς κραυγές τοῦ ὄχλου. Ἐδῶ τόν παρακινοῦν καί πάλι μέ περισσότερη ἐπιμονή νά τουρκέψει. Ἀλλά αὐτός ἐπαναλαμβάνει σταθερά τήν γνωστή φράση:
—Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός εἶμαι, Χριστιανός θά πεθάνω!
Τί ἀκολούθησε κατόπιν, ὅταν καί πάλι τόν κλείνουν στή φυλακή, εἶναι δύσκολο νά περιγράψει κανείς. Τόν βασανίζουν μέ ἀγκάθια στά νύχια, τόν δένουν στό ξύλο, τοῦ βάζουν πέτρα βαριά στό στῆθος. Καί ὁ Ἅγιος ἀπτόητος δοξάζει τόν Θεό, κοιμᾶται ἤρεμος καί περιμένει τήν ἱερή στιγμή. Τελικά οἱ ἄρχοντες συγκατανεύουν καί ὑπογράφουν τήν καταδίκη. Ἕνας ἀκόμη δίκαιος, ἕνας ἅγιος, στέλνεται στήν ἀγχόνη!
Δευτέρα 17 Ἰανουαρίου 1838. Ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου. Ὥρα 10 τό πρωί. Πέντε σκληροί δήμιοι ἀποσύρουν τόν Γεώργιο ἀπό τή φυλακή. Οἱ δυό Χριστιανοί φυλακισμένοι τόν ἐνισχύουν. Ἀνδρίζου, τοῦ λένε. Πρόσεχε μή φοβηθεῖς. Μέχρι τέλους κράτησε τήν πίστη σου. Λίγος πόνος στή γῆ κι ἔπειτα ἡ χαρά τοῦ οὐρανοῦ. Καί ὁ Ἅγιος μέ χαρά πού ἔλαμπε στό πρόσωπο ἀσπάσθηκε τούς καλούς του φίλους καί ἔφυγε. Ἔτρεχε γιά τό μαρτύριο μέ τόση προθυμία, μέ ὅση τό διψασμένο ἐλάφι πρός τήν πηγή. Ἀλλά πού ἀλλοῦ κατευθυνόταν, παρά στήν πηγή τῆς χαρᾶς καί κάθε εὐλογίας, τόν Κύριο Ἰησοῦ; Ὅταν ἔφθασαν στήν πλατεία, ἡ ὁποία φέρει σήμερα τό ὄνομά του (ὁδός Νεομάρτυρος Γεωργίου) ἔξω ἀπό τό κάστρο, ἑτοιμάστηκαν. Ἐδῶ εἶναι ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου του.
—Τι εἶσαι σύ; τόν ρωτοῦν.
—Χριστιανός εἶμαι, ἀπαντᾶ ἐκεῖνος. Προσκυνῶ τόν Χριστό μου καί Θεό μου.
Αὐτό ἦταν ὅλο. Τούς ἔφθανε. Τοῦ ἔλυσαν τά χέρια καί τοῦ εἶπαν νά ἑτοιμασθεῖ. Ἐκεῖνος ἔκανε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ἄνοιξε τό στόμα του καί εἶπε: Ἀδελφοί Χριστιανοί, σχωρέστε μέ καί ὁ Θεός σχωρέσει σας. Ἔβαλαν τήν τριχιά στόν λαιμό, τήν τράβηξαν καί ὁ Ἅγιος κρεμασμένος στήν ἀγχόνη παρέδωσε τό πνεῦμα του. Ἐκεῖ, ἐπάνω στό ἱερό του λείψανο θά μποροῦσαν νά γράψουν, ὅ,τι ὁ ὑμνογράφος ἀργότερα ἔψαλε. «Οὖτον τόν γενναῖον οὐκ ἔκαμψαν βάσανοι, οὐ θωπεῖαι τυράννων, οὐκ ἄνθος νεότητος, οὐ στοργή γυναικός, οὐδ’ ὁ πόθος τοῦ νεωτάτου υἱοῦ αὐτοῦ, ἀλλά σκύβαλα ἠγήσατο πάντα, ἵνα Χριστόν κερδήσῃ».
Τρεῖς μέρες ἔμεινε κρεμασμένο στήν ἀγχόνη τό ἱερό του λείψανο κι ἔπειτα νύκτα οἱ Χριστιανοί τό ξεκρέμασαν καί μέ τιμές Μάρτυρος καί εὐλάβεια βαθειά τό ἐνταφίασαν δίπλα στό ἱερό Βῆμα τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ὅπου φυλασσόταν γιά πολλά χρόνια.
Στίς 19 Σεπτεμβρίου 1839 ὁ Μητροπολίτης Ἰωαννίνων Ἰωαννίκιος μέ κάθε λεπτομέρεια ἀνέφερε τά γεγονότα, τήν θαυμαστή ὁμολογία, τό ἔνδοξο μαρτύριο τοῦ Γεωργίου στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριο. Καί ὁ Πατριάρχης μέ τήν Ἱερά Σύνοδο ἐξέδωσε τόμο, μέ τόν ὁποῖο ἀνακηρύσσεται ὁ νεομάρτυς Γεώργιος Ἅγιος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας «συναριθμούμενος καί κατατασσόμενος ἐν τῷ χορῷ τῶν μέχρι τοῦδε ἀπό τῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ πίστεως μαρτυρησάντων Ἁγίων, τιμώμενος παρά πάντων τῶν πιστῶν, προσκυνούμενος, εὐλαβούμενος καί ἐτησίαις μνήμαις… τῇ ιζ΄ Ἰανουαρίου… Εἰς τιμήν μέν τοῦ Μάρτυρος, εἰς δόξαν δέ τοῦ ἐν ἁγίοις θαυμαστοῦ Θεοῦ ἡμῶν».
26 Ὀκτωβρίου 1971. Ἑορτή τοῦ ἁγίου Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου. Πλειάδα ἁγίων Ἱεραρχῶν, ὅλοι οἱ Μητροπολίτες τῆς Ἠπείρου, μέσα στό μικρό παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου, ὅπου καί ὁ τάφος του, κάνουν τήν ἀνακομιδή τῶν Ἱερῶν του λειψάνων. Κι ἔπειτα σχηματίζεται ἡ Ἱερά πομπή καί μέσα σέ ἀσημένια λειψανοθήκη μεταφέρονται τά ὀστά στόν περικαλλῆ νεόδμητο ναό του, τόν ὁποῖο ἀνήγειραν εὐλαβικοί Ἠπειρῶτες, μέ τίς οἰκονομίες τους οἱ ξενιτεμένοι, μέ τό περίσσευμά τους ἄλλοι, μέ τό ὑστέρημά τους οἱ πολλοί, μέ τήν τέχνη τους οἱ τεχνίτες καί μέ τήν ἀγάπη τους ὅλοι. Ἐκεῖ ἐναπέθεσαν καί ἐκεῖ ὑπάρχουν τά ἱερά λείψανα τοῦ νεομάρτυρος Γεωργίου, τοῦ πολιούχου τῶν Ἰωαννίνων. Καί ἑορτάζει ἡ πόλη καί ὅλη ἡ Ἤπειρος καί ἡ Ἑλλάδα τήν ἱερή μνήμη του καί ἑδραιώνονται στήν πίστη, στά ἱερά ἰδανικά, τήν ἀγάπη στόν Χριστό καί τήν Πατρίδα, τήν προσήλωση στήν Ὀρθοδοξία. Καί ἐπαναλαμβάνουμε ὅλοι μαζί: «Χριστιανοί γεννηθήκαμε, Χριστιανοί εἴμαστε καί ὡς Χριστιανοί ζοῦμε. Χριστιανοί καί Ὀρθόδοξοι θά πεθάνουμε».
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου. Ἦχος πλ. α΄.
Τόν πανεύφημον Μάρτυν Χριστοῦ Γεώργιον,
Ἰωαννίνων τό κλέος καί πολιοῦχον στερρόν,
ἐγκωμίων ἄσμασιν ἀνευφημήσωμεν·
ὅτι ἐνήθλησε λαμπρῶς καί κατήνεγκεν ἐχθρόν τοῦ Πνεύματος τῇ δυνάμει
καί νῦν ἀπαύστως πρεσβεύει ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη
Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ὁ νέος ὁ ἐν Βεροίᾳ
Η ἔνδοξη πόλη τῆς Μακεδονίας, ἡ Βέροια, δὲν καυχᾶται μόνο γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ποὺ πρῶτος τῆς χάρισε τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν μεγάλο της Ἀσκητή, τὸν ὅσιο Ἀντώνιο τὸν Νέο, τὸν ὁποῖο καὶ τιμᾶ μὲ λαμπρότητα ὡς πολιοῦχο καὶ προστάτη της κάθε χρόνο στὶς 17 Ἰανουαρίου.
Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος γεννήθηκε στὴ Βέροια στὶς ἀρχὲς περίπου τοῦ 11ου αἰῶνος. Οἱ εὐγενεῖς καὶ πιστοὶ γονεῖς του τὸν ὁδήγησαν ἀπὸ νωρὶς στὸ δρόμο τῆς θε ογνωσίας. Ὁ μικρὸς Ἀντώνιος δεχόταν μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ τὸ θεῖο θέλημα τοῦ παντοκράτορος Κυρίου. Οἱ εὐαγγελικὲς ἀρετὲς τὸν συγκινοῦσαν. Ὁ πόθος γιὰ ζωὴ ἀφιερώσεως τὸν κατέφλεγε. Σὲ σχετικὰ νέα ἡλικία ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια καὶ ἐπέλεξε ἐλεύθερα τὸν μοναχικὸ βίο σὲ κοντινὸ μοναστήρι τῆς Πιερίας, τὴν ὀνομαστὴ «σκήτη τῆς Βεροίας» κοντὰ στὴν κοιλάδα τοῦ Ἁλιάκμονα.
Γιὰ ὅλους τοὺς συμμοναστές του ὁ Ἀντώνιος ὑπῆρξε φῶς καθοδηγητικό, σπάνια μορφὴ ἐναρέτου μοναχοῦ ποὺ ὁ δηγοῦσε ὅσους τὸν ἔβλεπαν σὲ πνευματικότερη βιοτή. Ὑπῆρξε πρότυπο «ἀδιακρί του ὑπακοῆς» στὸ γέροντά του, δηλαδὴ ὑπακοῆς χωρὶς ἀμφιταλαντεύσεις καὶ ἀμφιβολίες, πρότυπο θερμῆς πίστεως καὶ ἀδιαλείπτου προσευχῆς. Στὰ διακονήματά του ἦταν ἀκριβέστατος καὶ προθυμό τατος. Καὶ ὅλα τὰ ἔργα τῆς ἀρε τῆς τὰ θε μελίωνε στὸ βράχο τῆς ταπεινοφροσύνης.
Εἶχαν περάσει γιὰ τὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ Ἀντώνιο 20 χρόνια κοινοβιακῆς ἀσκήσεως μὲ πλούσια πνευματικὴ καρποφορία.
Ὅμως ὁ ἴδιος ποθοῦσε καὶ κάτι ἀκόμα πιὸ πολύ: νὰ βρεθεῖ τελείως ἀπερίσπαστος, «μόνος μόνῳ Θεῷ», καὶ νὰ βαδίσει τὸν δρόμο τοῦ ἀναχωρητισμοῦ.
Ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς εὐλόγησε τὸν ἰσχυρό του πόθο. Ὁ Ἀντώνιος μὲ εἰρήνη ψυχῆς ἀναχώρησε καὶ καθοδηγούμενος ἀπὸ τὸ πανάγιο Πνεῦμα ἐπέλεξε ὡς νέο τόπο ἀσκήσεως μιὰ ἀπρόσιτη σπηλιὰ στὴν ἄκρη ἀπόκρημνου βράχου πάνω ἀπὸ τὶς ὄχθες τοῦ Ἁλιάκμονα.
Ἐδῶ θὰ συνεχίσει τὴν ἄσκησή του «ὡς στρουθίον μονάζον» καὶ «ὡσεὶ νυκτικόραξ» γιὰ 50 ἀκόμη χρόνια, μὲ τροφὴ τὰ λίγα χόρτα ποὺ φύτρωναν στὶς σχισμὲς τοῦ βράχου καὶ νερὸ ἀπὸ τὸ ποτάμι ποὺ ἔτρεχε κάτω ἀδιάκοπα. Τὴν ἀπόλυτη ἐρημικὴ ἡσυχία τὴ ζωογονοῦσε ἡ ἄφιξη ἑνὸς ἱερέως, ποὺ κατὰ καιροὺς ἐρχόταν ἀπὸ μυστικὸ μονοπάτι μὲ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια γιὰ νὰ τὸν κοινωνήσει.
Τί παραδεισένια εὐτυχία! Ἕνας ἄνθρωπος ὁμοιοπαθὴς μὲ μᾶς νὰ ζεῖ ἀγγελικά, ἑνωμένος τόσο δυνατὰ ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ μὲ τὸν Θεό! Ἀγωνιζόμενος καὶ ἁγνιζόμενος μὲ τὴ χάρη τῶν Μυστηρίων.
Πόσο λαμπροὶ ἦταν οἱ πνευματικοὶ ἀγῶνες τοῦ Ἀντωνίου! Γνωρίζουμε ὅτι ἔδωσε σκληρὲς μάχες μὲ τοὺς δαίμονες, ποὺ ἄλλοτε μεταμορφωμένοι σὰν ἀλλόκοτα θηρία τὸν φόβιζαν, ἄλλοτε σὰν ληστὲς κακοποιοὶ τὸν τραυμάτιζαν καὶ ἄλλοτε τὸν τρόμαζαν μὲ καταστροφικὲς φαντασιώσεις.
Ἦρθε ὅμως κάποτε γιὰ τὸν ὅσιο δοῦλο τοῦ Θεοῦ Ἀντώνιο μοναχὸ ἡ πολυπόθητη ὥρα τῆς ἐξόδου. Ἦταν τότε περίπου 90 ἐτῶν. Σταύρωσε τὰ χέρια του καὶ ἀνακλίθηκε στὸ χωμάτινο δάπεδο τῆς σπηλιᾶς. Ἡ ψυχή του ὁλοφώτεινη φτερούγισε. Ἔτρεξε μὲ συνοδεία λαμπροῦ ἀγγέλου γιὰ νὰ ἀσφαλισθεῖ στήν ἀγκαλιὰ Ἐκείνου ποὺ τόσο ἀγάπησε… Ὅλα αὐτὰ θὰ μᾶς ἦταν ἄγνωστα, ἂν ὁ Θεὸς δὲν ἐπέτρεπε μὲ σημεῖο νὰ φανερώσει τὸν κεκοιμημένο πλέον ὅσιο δοῦλο Του.
Λίγες ἡμέρες μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου μιὰ ὁμάδα κυνηγῶν ποὺ βρισκόταν στὴν ἀντίπερα ὄχθη ἀπὸ τὸ σπήλαιο τοῦ ἀσκητοῦ, σταμάτησε, ὅταν τὰ σκυλιά τους ξαφνικὰ ἄρχισαν νὰ γαυγίζουν ἔντονα κοιτώντας πρὸς τὸ μέρος τοῦ Ἀσκητηρίου. Ἔκπληκτοι οἱ κυνηγοὶ ἀντίκρισαν ἀπέναντι κάποιο ἀνθρώπινο χέρι ποὺ τοὺς καλοῦσε νὰ πᾶνε ἐκεῖ. Δὲν ἦταν χέρι κάποιου κυνηγοῦ ποὺ τοὺς καλοῦσε γιὰ κυνήγι. Ἀλλὰ τὸ χέρι τελικὰ τοῦ Ἁγίου!
Οἱ κυνηγοὶ ἔτρεξαν καὶ ἔφθασαν στὸν ἁγιασμένο ἐκεῖνο τόπο. Ἀντίκρισαν θέαμα σεβάσμιο. Μέσα στὸ σπήλαιο, κάτω στὸ ἔδαφος εἶδαν νεκρὸ τὸν ὅσιο μοναχό, εὐπρεπισμένο, γαλήνιο, φωτεινὸ καὶ δίπλα του μιὰ λαμπάδα ἀναμμένη. Μὲ εὐλάβεια ἀσπάσθηκαν τὸν νεκρὸ καὶ εἰδοποίησαν ἀμέσως τὸν Ἀρχιερέα τῆς περιοχῆς.
Ἐκεῖνος δόξασε τὸν Θεὸ γιατὶ τοὺς εἶχε φανερώσει τὸν κρυμμένο Ἅγιο τῆς περιοχῆς τους, τὸν ὅσιο Ἀντώνιο. Μιὰ μεγαλοπρεπὴς πομπὴ τότε ξεκίνησε μὲ τὸν Ἀρχιερέα, τὸ ἱερατεῖο καὶ πλῆθος κόσμου.
Κρατώντας μὲ εὐλάβεια λαμπάδες, θυμιάματα καὶ μύρα ἔφθασαν στὴ σπηλιὰ τοῦ Ἁγίου γιὰ νὰ παραλάβουν μὲ συγ κίνηση τὸ νεκρό του σκήνωμα. Τότε ἔγινε ἔντονη διαμάχη μεταξὺ τῶν κατοίκων τῆς Πιερίας καὶ τῆς Βεροίας ποὺ διεκδικοῦσαν καὶ οἱ δύο τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου τους.
Γιὰ νὰ λυθοῦν οἱ προστριβές, ὁ Ἀρχιερέας τοποθέτησε σὲ ἁμαξίδιο τὸ σκήνωμα καὶ τὸ ἄφησε νὰ τὸ ὁδηγήσουν ἐλεύθερα δύο βόδια. Ἐκεῖνα καθοδηγούμενα ἀπὸ τὴ θεία Πρόνοια ἐπέλεξαν τὸν δρόμο πρὸς τὴ Βέροια. Κατὰ τὴν Παράδοση πέρασαν τὸ χωριὸ Κουλούρα κάνοντας ἕναν κύκλο γύρω ἀπὸ αὐτό (γι’ αὐτὸ ὀνομάσθηκε Κουλούρα). Στὴ συνέχεια πέρασαν ἀπὸ ἄλλο χωριὸ διασχίζοντάς το στὴ μέση (γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ὀνόμασαν Μέση). Τὸ ἑπόμενο χωριὸ ποὺ παρέκαμψαν ὀνομάσθηκε Ξεχασμένη. Καὶ τὸ χωριὸ ποὺ ὀνομάζεται σήμερα Σταυρὸς τὸ διέσχισε ἡ βοϊδάμαξα σταυροειδῶς. Στὸ τέλος ἦρθαν τὰ ἄκακα βόδια μὲ τὸ ἱερὸ Λείψανο καὶ στα μάτησαν κοντὰ στὸ πατρικὸ σπίτι τοῦ Ἁγίου στή Βέροια. Ἀνεκλάλητη ἦταν τότε ἡ χαρὰ καὶ ἡ πνευματικὴ εὐφροσύνη τῶν Βεροιέων.
Στὸν τόπο ἐκεῖνο ὑψώθηκε ἀργότερα περικαλλὴς ναὸς στὸ ὄνομα τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ Νέου μὲ θησαυρισμένη τὴν τιμία κάρα του. Πολλὰ εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ζοῦν ὅσοι καταφεύγουν μὲ πίστη στὸν προσφιλή τους Ἅγιο. Ἰδιαίτερα καταγράφονται πάμπολλες θεραπεῖες δαιμονιζομένων ἀνθρώπων. Τὸ μεγαλύτερο ὅμως θαῦμα εἶναι ὅτι συγκινεῖ καὶ ἐμπνέει μὲ τὴν ἁγία ζωή του πολλοὺς σύγχρονους νέους στὴν ἀσκητικὴ ζωή, καὶ τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ πιστοὺς τοὺς ὁδηγεῖ σὲ ἀγῶνες γιὰ συνεπέστερη χριστιανικὴ ζωή.
«Ὕμνοις φαιδροῖς,
θαυμαστὲ Ἀντώνιε,
Βεροίας πάμφωτε σωτήρ,
μελῳδοῦμεν μνήμην τὴν σήν».