ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (17/1)

Σήμερα 17/1/2016 εορτάζουν:

  • Άγιος Αντώνιος ο Μέγας
  • Άγιος Γεώργιος ο Νέος εξ Ιωαννίνων
  • Όσιος Αντώνιος ο νέος ο Θαυματουργός
  • Άγιος Θεοδόσιος ο Μεγάλος ο βασιλεύς
  • Όσιος Αχιλλάς
  • Άγιοι Ιουνίλλα και Τουρβών
  • Άγιος Αντώνιος Αρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ Ρωσίας
  • Όσιος Αντώνιος εκ Ρωσίας
  • Όσιος Αντώνιος ο Μετεωρίτης (Καντακουζηνός)
  • Όσιος Φιλόθεος
  • Άγιος Αντώνιος Επίσκοπος Βολογκντά της Ρωσίας

Ο ΟΣΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

17.-Megas-Antonios

Ὁ ἅ­γιος Ἀν­τώ­νιος εἶ­ναι γνω­στός σ’ ὅ­λον τόν χρι­στι­α­νι­κό κό­σμο. Εἶ­ναι ὁ ἔν­σαρ­κος ἄγ­γε­λος, ὁ πα­τέ­ρας τοῦ ἀ­να­χω­ρη­τι­σμοῦ, ὁ Πα­τριά­ρχης τῆς ἐ­ρή­μου. Ἡ γλυ­κειά καί ἀ­σκη­τι­κή μορ­φή καί ζω­ή του ἐμ­πνέ­ει τούς ἀ­νά τούς αἰ­ῶ­νες πι­στούς καί τό ὄ­νο­μά του πα­ρα­μέ­νει πάν­το­τε παν­σέ­βα­στο στά στό­μα­τα καί τίς καρ­δι­ές τῶν Χρι­στια­νῶν.

Στό χω­ριό Κό­μα τῆς Αἰ­γύ­πτου δί­πλα στήν ὄ­χθη τοῦ Νεί­λου γεν­νή­θη­κε ὁ Ἀν­τώ­νιος τό 251 μ. Χ. Εὐ­τύ­χη­σε νά ἔ­χει γο­νεῖς πι­στούς καί ἐ­νά­ρε­τους καί συγ­χρό­νως ἐ­ξαι­ρε­τι­κά πλουσί­ους. Ἀλ­λά καί οἱ γο­νεῖς του εὐ­τύ­χη­σαν νά ἀ­να­θρέ­ψουν ἕ­ναν γιό θαυ­μα­στό, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πό τήν παι­δι­κή του ἡ­λι­κί­α μέ τήν ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κή ζω­ή του πα­ρου­σί­α­σε δείγ­μα­τα τῆς λαμ­πρῆς ἐ­ξε­λί­ξε­ώς του.

Ὅ­ταν ὅ­μως ὁ Ἀν­τώ­νιος βρι­σκό­ταν σέ ἡ­λι­κί­α 18 – 20 ἐ­τῶν, ὁ Θε­ός κά­λε­σε κον­τά του τόν ἕ­να κα­τό­πιν τοῦ ἄλ­λου τούς ἐ­κλε­κτούς γο­νεῖς του κι ἔ­τσι ἔ­μει­νε αὐ­τός μό­νος κά­το­χος καί δι­α­χει­ρι­στής τῆς με­γά­λης πε­ρι­ου­σί­ας. Δέν ξιπ­πά­ζε­ται ὅ­μως ὁ Ἀν­τώ­νιος ἀ­π’ αὐ­τό. Ἀν­τί­θε­τα, ὅ­ταν λί­γο με­τά τό θά­να­το τῶν γο­νέ­ων του ἀ­κού­ει κα­τά τή θεί­α Λει­τουρ­γί­α στό ἱ­ε­ρό Εὐ­αγ­γέ­λιο τόν Κύ­ριο νά λέ­ει στόν πλού­σιο ἐ­κεῖ­νον νε­α­νί­σκο: «εἰ θέ­λεις τέ­λει­ος εἶ­ναι, ὕ­πα­γε πώ­λη­σόν σου τά ὑ­πάρ­χον­τα καί δός πτω­χοῖς, καί ἔ­ξεις θη­σαυ­ρόν ἐν οὐ­ρα­νῷ, καί δεῦ­ρο ἀ­κο­λούθει μοι» (Ματθ. ιθ΄ 21) σκιρ­τᾶ ἀ­πό ἐν­θου­σια­σμό. Ὁ λό­γος τόν συγ­κι­νεῖ βα­θύ­τα­τα. Μοι­ρά­ζει λοι­πόν ἀ­μέ­σως τήν πε­ρι­ου­σί­α του στούς πτω­χούς, ἐμ­πι­στεύ­ε­ται τή νεό­τε­ρή του ἀ­δελ­φή κον­τά σέ ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νες παρ­θέ­νες καί αὐ­τός μέ­νει μό­νος του καί ἀ­σκεῖ­ται στήν οἰ­κί­α του. Ἀρ­γό­τε­ρα με­τα­φέ­ρει τό ἀ­σκη­τή­ριό του ἔ­ξω ἀ­πό τήν πό­λη, μέ­σα σ’ ἕνα τά­φο, ὅ­που ἀ­γω­νί­ζε­ται ἐ­ναν­τί­ον τῶν πει­ρα­σμῶν τοῦ πο­νη­ροῦ. Με­τά ἀ­πό πά­ρο­δο ἐ­τῶν ἀ­να­χω­ρεῖ πλέ­ον γιά τήν ἔ­ρη­μο. Ἐ­κεῖ θά πε­ρά­σει ὅ­λη του τή ζω­ή με­ρι­μνών­τας «πώς ἀ­ρέ­σει τῷ Κυ­ρί­ῳ» (Α΄ Κόρ. ζ΄ 32).

Δέν ἔ­χει ἀ­νάγ­κη νά φρον­τί­ζουν ἄλ­λοι γί’ αὐ­τόν. Μό­νος του ἐρ­γά­ζε­ται τή γῆ, γιά νά ἐ­παρ­κέ­σει στίς ἐ­λά­χι­στες ἄλ­λω­στε ἀ­νάγ­κες του. Εἶ­ναι λι­τό­τα­τος, ἀ­σκη­τι­κός καί τίς ὦ­ρες του τίς μοι­ρά­ζει με­τα­ξύ ἐρ­γα­σί­ας καί προ­σευ­χῆς κυ­ρί­ως. Προ­σεύ­χε­ται ἀ­δι­α­λεί­πτως γιά ὅ­λους καί γιά ὅ­λα. Γο­νυ­πε­τής κα­θη­με­ρι­νά ἐ­πί ὧ­ρες συ­νε­χεῖς πα­ρα­κα­λεῖ τόν Θε­ό γιά τούς ἀνθρώ­πους οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­γω­νί­ζον­ται στόν κό­σμο καί ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν δυ­σκο­λί­ες καί πει­ρα­σμούς.

Γράμ­μα­τα δέν γνω­ρί­ζει ὁ Ἀν­τώ­νιος. Ξέ­ρει ὅ­μως κα­λά τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, τήν ὁ­ποί­α ἔ­μα­θε ὅ­ταν τήν ἄ­κου­γε μέ δι­α­κα­ή πό­θο νά τήν δι­α­βά­ζουν οἱ ἄλ­λοι. Αὐ­τά τά νο­ή­μα­τα τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς δια­ρκῶς κυ­κλο­φο­ροῦν στό νοῦ του κα­τά τίς ὧ­ρες τῆς μο­νώ­σε­ώς του καί αὐ­τά δι­δά­σκει σ’ ὅ­λους ἐ­κεί­νους οἱ ὁ­ποῖ­οι τόν πλη­σιά­ζουν νά τόν δοῦν καί νά τόν ἀ­κού­σουν.

Ἀλλά ὁ Ἀν­τώ­νιος δέν ἦ­ταν μό­νο ἀ­θλη­τής τῆς προ­σευ­χῆς καί τῆς εὐ­σε­βεί­ας. Ἦ­ταν καί ἀ­γω­νι­στής ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Σα­τα­νᾶ. Δι­ό­τι ὁ «ὠ­ρυ­ό­με­νος λέ­ων ὁ ζη­τῶν τί­να κα­τα­πίῃ» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 8), ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πεί­ρα­σε πα­λαι­ό­τε­ρα στήν ἔ­ρη­μο τόν Κύ­ριο, δέν ἄ­φη­σε ἥ­συ­χο καί τόν Ἀν­τώ­νιο. Τόν πο­λε­μᾶ λυσ­σω­δῶς, μέ μα­νί­α, «πυ­ρι­φλέ­κτοις φα­ρέ­τραις», γιά νά τόν κά­νει νά ὑ­πο­κύ­ψει στά θέλ­γη­τρά του. Πολ­λές φο­ρές ὁ Ἀν­τώ­νιος ἀ­γω­νί­σθη­κε μέ τόν Σα­τα­νᾶ σῶ­μα πρός σῶ­μα, ὅ­ταν αὐ­τός μέ ποι­κί­λους τρό­πους καί μορ­φές ἐμ­φα­νι­ζό­ταν μπροστά του γιά νά τόν κα­θυ­πο­τά­ξει. Καί μέ τή χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, τή δύ­να­μη τοῦ Δυ­να­τοῦ, ὁ Ἀν­τώ­νιος συ­νέ­τρι­βε πάν­το­τε τά ἀ­κο­νι­σμέ­να βέ­λη καί κα­ταν­τρό­πια­ζε τόν πο­νη­ρό.

Ἡ φή­μη του στα­δια­κά ἔ­γι­νε με­γά­λη, τε­ρά­στια. Ἄν­θρω­ποι πολ­λοί τόν ἀ­να­ζη­τοῦν στήν ἔ­ρη­μο, γιά νά ἀ­κού­σουν τά λό­για του, νά πά­ρουν συμ­βου­λές, νά δοῦν καί νά ἀ­πο­λαύ­σουν τή θαυ­μα­τουρ­γι­κή ἱ­κα­νό­τη­τά του. Ὁ χῶ­ρος γύ­ρω ἀ­πό τά πτω­χι­κά με­τα­κι­νού­με­να ἀ­σκη­τή­ριά του με­τα­βάλ­λε­ται σέ δι­δα­σκα­λεῖ­ο πί­στε­ως καί εὐ­σε­βεί­ας. Τόν χά­ρι­σε ὁ Θε­ός στήν Αἴ­γυ­πτο, γρά­φει ὁ Μέ­γας Ἀ­θα­νά­σιος, σάν ἰα­τρό. Δι­ό­τι ποι­ός λυ­πη­μέ­νος τόν συ­ναν­τοῦ­σε καί δέν ἔ­φευ­γε χα­ρού­με­νος; Ποι­ός τόν πλη­σί­α­ζε μέ θρῆ­νο γιά τούς νε­κρούς του καί δέν ἔ­φευ­γε πα­ρη­γο­ρη­μέ­νος; Ποι­ός ἐρ­χό­ταν μέ πά­θος ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ἄλ­λου καί δέν ἔ­φευ­γε ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος νά συμ­φι­λι­ω­θεῖ; Ποί­ος νέ­ος, ὅ­ταν τόν ἔ­βλε­πε στήν ἔ­ρη­μο, δέν ἄ­φη­νε ἀμέσως τίς ἠδο­νές καί δέν ἀ­γα­ποῦ­σε τήν ἁ­γνό­τη­τα; Κι αὐ­τός ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος τόν ἐ­πι­σκέ­φθη­κε στήν ἔ­ρη­μο καί πρίν ἀ­πό αὐ­τόν ὁ Μέ­γας Ἀ­θα­νά­σιος, ὁ ὁ­ποῖ­ος συν­δέ­θη­κε στό ἑξῆς μ’ αὐ­τόν ὡς παι­δί πρός πα­τέ­ρα. Ἡ φή­μη τοῦ Ἀν­τω­νί­ου ἔ­φθα­σε μέ­χρι τοῦ Αὐ­το­κρά­το­ρος Με­γά­λου Κων­σταν­τί­νου, ὁ ὁ­ποῖ­ος τοῦ ἀ­πηύ­θυ­νε μί­α ἐ­πι­στο­λή καί ζη­τοῦ­σε τίς εὐχές, τίς προ­σευ­χές, ἀλ­λά καί τίς συμ­βου­λές του. Κι αὐ­τός σέ ἀ­πάν­τη­ση τόν ἐ­παι­νεῖ γιά τήν εὐ­σέ­βειά του, καί τόν πα­ρα­κι­νεῖ νά θε­ω­ρεῖ πρό­σκαι­ρα ὅ­λα τά ἐ­πί­γεια με­γα­λεῖ­α καί νά εἶ­ναι δί­και­ος καί φι­λάν­θρω­πος.

Ὁ ἥ­ρω­ας ὅ­μως τῆς ἔ­ρη­μου εἶ­ναι καί ἀ­γω­νι­στής τῆς πί­στε­ως καί τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Τό 311 κα­τά τό δι­ωγ­μό τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Μα­ξι­μί­νου ἔρ­χε­ται στήν Ἀ­λε­ξάν­δρεια μέ τόν πό­θο νά μαρ­τυ­ρή­σει κι αὐ­τός γιά χά­ρη τοῦ Χρι­στοῦ. Ἐ­πει­δή ὅ­μως αὐ­τό δέν πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε, ἔ­σπευ­σε στίς φυ­λα­κές καί τά με­ταλ­λεῖ­α, ὅ­που βα­σα­νί­ζον­ταν οἱ Χρι­στια­νοί, γιά νά ὑπηρετή­σει τούς ὁ­μο­λο­γη­τές τῆς πί­στε­ως. Δέν δυ­σκο­λεύ­ε­ται νά φθά­σει καί μέ­χρι τό δι­κα­στή­ριο, γιά νά ἐν­θαρ­ρύ­νει τούς μάρ­τυ­ρες. Πα­ρα­κο­λου­θεῖ ἀ­κό­μη ὁ Ἀν­τώ­νιος ἄ­γρυ­πνα τούς ἀ­γῶ­νες τῶν ὀρ­θο­δό­ξων ἐ­ναν­τί­ον τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν. Ἀ­πο­δο­κι­μά­ζει μέ ἀ­πο­τρο­πια­σμό τούς ἀ­ρεια­νούς καί μέ τό με­γά­λο του κύ­ρος ἐ­νι­σχύ­ει τόν ἀ­γω­νι­ζό­με­νο Μέ­γα Ἀ­θα­νά­σιο. Ὄ­χι μό­νο προ­σεύ­χε­ται ἐ­κτε­νῶς γιά τή νί­κη τῆς ἀ­λη­θεί­ας, ἀλ­λά ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να κα­τε­βαί­νει στήν Ἀ­λε­ξάν­δρεια, γιά νά ἀ­γω­νι­σθεῖ καί προ­σω­πι­κά ὁ ἴ­διος γιά τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Συναγερ­μός γί­νε­ται στήν Ἀ­λε­ξάν­δρεια ὅ­σες φο­ρές τήν ἐ­πι­σκέ­πτε­ται. Κι αὐ­τοί ἀ­κό­μη οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες ζη­τοῦν νά δοῦν τόν ἄν­θρω­πο τοῦ Θε­οῦ καί νά ἀ­κού­σουν τά λό­για του. Καί οἱ καρ­ποί τῶν ἐ­πι­σκέ­ψε­ών του ἦ­ταν ἀ­νώ­τε­ροι ἀ­πό κά­θε προσ­δο­κί­α.

Με­τά τήν τό­ση ἐρ­γα­σί­α ὁ Ἀν­τώ­νιος, ὁ Μέ­γας ὄν­τως στούς ποι­κί­λους ἀ­γῶ­νες του, κα­θα­ρός στήν ψυ­χή καί τήν καρ­διά, «ἄγ­γε­λος ἐ­πί­γει­ος, βρο­τός οὐ­ρά­νιος, τῆς παρ­θε­νί­ας διδάσκα­λος, τῆς ἔ­ρη­μου δι­ά­κο­σμος, χα­ρι­σμά­των ἐν­θέ­ων πε­πλη­ρω­μέ­νος», ἀ­να­παύ­θη­κε ἐν Κυ­ρί­ῳ τό 356 μ. Χ. σέ βα­θύ­τα­τα γη­ρα­τειά, 105 ἐ­τῶν, καί τά­φη­κε μέ ἐν­το­λή του σέ ἄγνωστο τό­πο, γιά νά μή τι­μή­σουν οἱ Χρι­στια­νοί τό ἱ­ε­ρό λεί­ψα­νό του. Ὁ Μέ­γας Ἀ­θα­νά­σιος γιά νά διδά­σκο­νται οἱ μεταγενέστεροι πιστοί ἔ­γρα­ψε ἕνα με­γά­λο ἐγ­κω­μι­α­στι­κό λό­γο καί φο­ροῦ­σε μέ πε­ρισ­σή εὐ­λά­βεια τή φθαρ­μέ­νη λό­γῳ τῆς χρή­σε­ως μη­λω­τή (προ­βιά), πού τοῦ ἄ­φη­σε ὁ Μέ­γας Ἀν­τώ­νιος.

Ἔ­τσι εἶ­ναι. Ὁ ἅ­γιος του Θε­οῦ ἄν­θρω­πος μέ τόν ἔν­θε­ο ζῆ­λο του, τήν αὐ­τα­πάρ­νη­ση καί ὅ­λη τήν ἀ­ρε­τή του, ὅ­που κι ἄν βρε­θεῖ, ἐμ­πνέ­ει. Δι­δά­σκει μέ τό πα­ρά­δειγ­μά του, κατευθύνει μέ τή ζω­ή του. Γί­νε­ται ἀν­τι­κεί­με­νο ἀ­γά­πης καί σε­βα­σμοῦ. Φῶς στό πε­ρι­βάλ­λον του. Μή­πως ὅ­μως σέ κά­ποι­ο βαθ­μό ὅ­λοι μας δέν μπο­ροῦ­με, δέν πρέ­πει νά γί­νου­με ἔ­τσι;

Δο­ξα­στι­κόν του Μι­κροῦ Ἑ­σπε­ρι­νοῦ. Ἦ­χος β΄.

Τόν ἐ­πί γῆς Ἄγ­γε­λον καί ἐν οὐ­ρα­νοῖς ἄν­θρω­πον Θε­οῦ,

τοῦ κό­σμου τήν εὐ­κο­σμί­αν, τήν τρυ­φήν τῶν ἀ­γα­θῶν καί τῶν ἀ­ρε­τῶν,

τῶν Ἀ­σκη­τῶν τό καύ­χη­μα, Ἀν­τώ­νιον τι­μή­σω­μεν.

Πε­φυ­τευ­μέ­νος γάρ ἐν τῷ οἴ­κῳ τοῦ Θε­οῦ ἐ­ξήν­θη­σε δι­καί­ως καί ὡ­σεί κέ­δρος ἐν ἐ­ρή­μῳ

ἐ­πλή­θυ­νε τά ποί­μνια Χρι­στοῦ τῶν λο­γι­κῶν προ­βά­των ἐν ὀ­σι­ό­τη­τι καί δι­και­ο­σύ­νη.

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον τοῦ Ἁ­γί­ου. Ἦ­χος δ΄.

Τόν ζη­λω­τήν Ἠ­λί­αν τοῖς τρό­ποις μι­μού­με­νος

τῷ Βα­πτι­στῇ εὐ­θεί­αις ταῖς τρί­βοις ἑ­πό­με­νος, πά­τερ Ἀν­τώ­νι­ε,

τῆς ἐ­ρή­μου γέ­γο­νας οἰ­κι­στής καί τήν οἰ­κου­μέ­νην ἐ­στή­ρι­ξας εὐ­χαῖς σου.

Διό πρέ­σβευ­ε Χρι­στῷ τῷ Θε­ῷ σω­θῆ­ναι τάς ψυ­χάς ἡ­μῶν.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

 

Ο ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

17.-Agios-Georgios-Ioanninon

1) Πε­ρι­βάλ­λον ἐ­χθρι­κό.

Τά Ἰ­ω­άν­νι­να καί γε­νι­κά ὅ­λη ἡ Ἤ­πει­ρος ἔ­χει πολ­λούς λό­γους νά σε­μνύ­νε­ται γιά τήν προ­σφο­ρά της στό Ὀρ­θό­δο­ξο Ἔ­θνος μας. Ἰ­δί­ως κα­τά τούς χρό­νους τῆς σκλη­ρῆς δου­λεί­ας ἀ­να­δεί­χθη­κε ἀ­κτι­νο­βό­λος φά­ρος ὑ­ψη­λοῦ ἐ­θνι­κοῦ καί χρι­στι­α­νι­κοῦ φρο­νή­μα­τος. Καί ἡ κ­ορύφωση τῆς προ­σφο­ρᾶς της εἶ­ναι οἱ ἔν­δο­ξοι νε­ο­μάρ­τυ­ρές της καί μά­λι­στα ὁ Γε­ώρ­γιος, τοῦ ὁ­ποί­ου τήν ἱ­ε­ρή μνή­μη μέ ἰ­δι­αί­τε­ρη εὐ­λά­βεια ἑ­ορ­τά­ζουν οἱ ἀ­νά τόν κό­σμο Ἠ­πει­ρῶ­τες καί ὅ­λος ὁ ἑλ­λη­νι­κός Ὀρ­θό­δο­ξος λα­ός.

Τό Τσουρ­χλί, ἕ­να μι­κρό χω­ριό τῆς ἐ­παρ­χί­ας Γρε­βε­νῶν, ἦ­ταν ἡ ἰ­δι­αί­τε­ρή του πα­τρί­δα, ὅ­που γεν­νή­θη­κε τό 1808, λί­γα μό­λις χρό­νια πρίν ἀ­πό τήν ἔ­ναρ­ξη τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἐπαναστά­σε­ως. Οἱ γο­νεῖς του, Κων­σταν­τῖ­νος καί Βα­σί­λω ἦ­ταν πάμ­πτω­χοι, πλού­σιοι ὅ­μως σέ αἰσθή­μα­τα καί εὐ­σέ­βεια, τήν ὁ­ποί­αν προ­σπά­θη­σαν νά με­τα­δώ­σουν στά τρί­α παιδιά τους ἀ­πό τά πρῶ­τα χρό­νια τῆς ζω­ῆς τους. Γρή­γο­ρα ὅ­μως καί οἱ δυ­ό ἐγ­κα­τέ­λει­ψαν τόν κό­σμο αὐ­τό καί ἄ­φη­σαν τόν Γε­ώρ­γιο μό­λις 8 ἐ­τῶν. Ἐ­κεῖ, στό Τσουρ­χλί, ἔ­μει­νε ὁ Γε­ώρ­γιος μέ­χρι τήν ἡ­λι­κί­α τῶν 13 ἐ­τῶν, προ­στα­τευ­ό­με­νος ἀ­πό τούς δυ­ό με­γα­λύ­τε­ρους ἀ­δελ­φούς του, ὁ­πό­τε καί προ­σκολ­λή­θη­κε ὡς ἱπ­πο­κό­μος σέ κά­ποι­ο τοῦρ­κο στρα­τι­ω­τι­κό. Ἀρ­γό­τε­ρα κα­τέ­λη­ξε στά Ἰ­ω­άν­νι­να στήν ὑ­πη­ρε­σί­α τοῦ Χατ­ζῆ Ἀμ­πτουλ­­λάχ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν ἔμ­πι­στος ἀ­ξι­ω­μα­τοῦ­χος τοῦ δι­οι­κη­τῆ τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων Ἐ­μίν Πα­σᾶ.

Μέ­σα στό σπί­τι τοῦ Ἀμ­πτουλ­λάχ καί γε­νι­κά στά τουρ­κο­κρα­τού­με­να Γι­άν­νε­να ὁ Γε­ώρ­γιος προ­σαρ­μό­σθη­κε στίς  συ­νή­θει­ες τῶν Τούρ­κων καί εἶχε ὅ­λα τά ἐ­ξω­τε­ρι­κά στοι­χεῖα τά ὁποῖ­α χα­ρα­κτη­ρί­ζουν ἕνα μου­σουλ­μά­νο. Ἦ­ταν γνω­στός μέ τό ὄ­νο­μα σε­ϊτ­ζής (ἱπ­πο­κό­μος) Χα­σάν. Κα­νέ­νας πο­τέ δέν σκέ­φθη­κε νά τόν ἐ­νο­χλή­σει γιά τήν πραγ­μα­τι­κή του πί­στη, δι­ό­τι καί κα­νείς δέν ὑ­πο­πτευ­ό­ταν ὅ­τι ἦ­ταν Χρι­στια­νός. Αὐ­τός ὅ­μως ὅ­σο περ­νοῦ­σαν τά χρό­νια καί με­γά­λω­νε, δέν μπο­ροῦ­σε νά ἀ­νεχθεῖ τήν ἀν­τί­θε­ση με­τα­ξύ ἐ­σω­τε­ρι­κῆς καταστά­σε­ως καί ἐ­ξω­τε­ρι­κῆς ἐμ­φα­νί­σε­ως. Θυ­μό­ταν τό σπί­τι του, τίς  χρι­στι­α­νι­κές ἑ­ορ­τές καί τά ἐ­θι­μα καί νο­σταλ­γοῦ­σε. Σκε­πτό­ταν τή ση­με­ρι­νή του κα­τά­στα­ση, ἄ­κου­γε νά τόν ὀνο­μά­ζουν Χα­σάν καί δυ­σφο­ροῦ­σε. Μί­α ἐ­σω­τε­ρι­κή πα­ρόρ­μη­ση τόν ἔ­κα­νε νά ἐμ­πι­στευ­θεῖ τό με­γά­λο του μυ­στι­κό στόν κύ­ριό του. Κι ἐ­κεῖ­νος, ἄν καί μω­α­με­θα­νός, θε­ο­σε­βής ὅμως καί κα­λό­καρ­δος, ἔ­δει­ξε κα­τα­νό­η­ση καί συμ­πά­θεια στόν κα­λό του σε­ϊτ­ζῆ.

Τά χρό­νια περ­νοῦ­σαν (1836) καί ὁ Γε­ώρ­γιος ἀρ­ρα­βω­νι­ά­σθη­κε μί­α πι­στή Χρι­στια­νή νέ­α τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων. Τό γε­γο­νός αὐ­τό δέν ἄρ­γη­σε νά γί­νει γνω­στό καί στούς Τούρ­κους, οἱ ὁποῖ­οι τόν νό­μι­ζαν ὡς μω­α­με­θα­νό. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἐ­ρε­θί­σθη­κε ὁ χότ­ζας τοῦ τε­κέ, ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ θρη­σκευ­τι­κό μέ­νος καί κα­κό­τη­τα τόν ὁ­δή­γη­σε στόν Ἱ­ε­ρο­δι­κα­στή καί κα­τό­πιν στόν Βεζύ­ρη, μέ τήν κα­τη­γο­ρί­α, ὅ­τι αὐ­τός ὁ τοῦρ­κος πού ὀνομάζεται Χα­σάν, θέ­λει νά ἀλ­λα­ξο­πι­στή­σει καί νά πά­ρει ὡς σύ­ζυ­γο Χρι­στια­νή γυ­ναί­κα. Καί στούς δυ­ό ὅ­μως αὐ­τούς ὁμολογεῖ ὁ Ἅ­γιος μέ παρ­ρη­σί­α θαυ­μα­στή:

 —Χρι­στια­νός εἶ­μαι, Γε­ώρ­γιο μέ λέ­νε καί ὄ­χι Χα­σάν.

Ἡ ἐ­πέμ­βα­ση τοῦ Ἀμ­πτουλ­λάχ ἐ­λευ­θέ­ρω­σε τόν Γε­ώρ­γιο ἀ­πό τά χέ­ρια τῶν Τούρ­κων.

Τά πράγ­μα­τα ὅ­μως ἔ­δει­χναν, ὅ­τι ἡ ζω­ή τοῦ Γε­ωρ­γί­ου κιν­δύ­νευ­ε. Γι’ αὐ­τό καί ὅ­λοι τόν προ­έ­τρε­παν νά ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ γιά λί­γο δι­ά­στη­μα ἀ­πό τά Ἰ­ω­άν­νι­να, ὥ­σπου νά λησμονηθοῦν τά γε­γο­νό­τα καί νά ἠ­ρε­μή­σει ἡ κα­τά­στα­ση. Τε­λι­κά καί ὁ ἴ­διος πεί­σθη­κε, ὅ­τι ἔ­πρε­πε νά φύ­γει. Οἱ Τοῦρ­κοι ἄλ­λω­στε τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων πέ­τυ­χαν καί ἀ­πο­μά­κρυ­ναν ἀ­πό τήν πό­λη τούς τόν ἀ­νε­πι­θύ­μη­το Δι­οι­κη­τή Ἐ­μίν Ἀ­γά καί μα­ζί του τόν ἐ­πι­τε­λή του Χατ­ζῆ Ἀμ­πτου­λάχ. Ἔ­φυ­γε λοι­πόν γιά ἕνα δι­ά­στη­μα καί ὁ Γε­ώρ­γιος, ὥ­σπου ὑ­πέ­θε­σε ὅ­τι τά γεγονό­τα θά εἶχαν λη­σμο­νη­θεῖ. Καί ἐ­πέ­στρε­ψε κα­τό­πιν στά Ἰ­ω­άν­νι­να, στή χρι­στι­α­νι­κή του οἰ­κο­γέ­νεια, στό πε­ρι­βάλ­λον τῆς στορ­γῆς καί τῆς ἀ­γά­πης. Καί πα­ρευ­ρέ­θη­κε ὁ­λό­χα­ρος στή γέν­νη­ση καί κα­τό­πιν στή βά­πτι­ση τοῦ γιοῦ τοῦ Ἰ­ω­άν­νη, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­γι­νε στίς 7 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1838.

Ἐ­δῶ στά Ἰ­ω­άν­νι­να ὁ Γε­ώρ­γιος δέν κλεί­σθη­κε στό σπί­τι του. Ἐ­πι­κοι­νώ­νου­σε ἐ­λεύ­θε­ρα στίς χρι­στι­α­νι­κές συ­νοι­κί­ες πρῶ­τα, κι ἔ­πει­τα σι­γά – σι­γά στά πιό δη­μόσια μέ­ρη καί σ’ ὅ­λη τήν πό­λη. Ποι­ός ἄλ­λω­στε θά θυ­μᾶ­ται γε­γο­νό­τα, τά ὁ­ποῖ­α συ­νέ­βη­σαν πρίν ἀ­πό τό­σο πο­λύ και­ρό; Κι ὅ­μως! Κά­ποι­α μέ­ρα τόν ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται ὁ χότ­ζας τοῦ τε­κέ καί κά­νει κάποια ἀ­πει­λη­τι­κή κί­νη­ση ἐ­ναν­τί­ον του. Ἀλ­λά ὁ Γε­ώρ­γιος πῆ­ρε τήν ἀ­πό­φα­ση ὅτι ὅ­σο κι ἄν τόν ἀ­πει­λοῦν, δέν θά πτο­η­θεῖ!

Τήν Τε­τάρ­τη, 12 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου, σάν μί­α προ­αί­σθη­ση νά τόν προ­ε­τοί­μα­ζε, ζή­τη­σε τά κα­λά του ροῦ­χα, χαι­ρέ­τη­σε μέ ἰ­δι­αί­τε­ρο τρό­πο τούς δι­κούς του καί βγῆ­κε ἀ­πό τό σπί­τι του. Μό­λις ὅ­μως ἔ­φθα­σε στήν ἀ­γο­ρά βρέ­θη­κε μπρο­στά του ὁ χότ­ζας. Μέ τό μί­σος τό ὁ­ποῖ­ο τόν χα­ρα­κτή­ρι­ζε, αὐ­τός καί ἄλ­λοι τοῦρ­κοι ἐ­πι­τί­θεν­ται ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Γε­ωρ­γί­ου. Με­γά­λη σύγ­κρου­ση δη­μι­ουρ­γή­θη­κε τό­τε. Πλῆ­θος Χρι­στια­νῶν ἔ­σπευ­σε πρός τό μέ­ρος τοῦ Γε­ωρ­γί­ου, νά βο­η­θή­σει τόν ὁ­μό­θρη­σκό του. Σέ λί­γο δέ­σμιος ὁ Γε­ώρ­γιος ὁ­δη­γεῖ­ται στόν Νταούλ πα­σά μέ τή γνω­στή κα­τη­γο­ρί­α ἦ­ταν τοῦρ­κος καί ἔ­γι­νε Χρι­στια­νός. Ἡ ἀ­νά­κρι­ση ἀρ­χί­ζει καί ὁ Ἅ­γιος ὁ­μο­λο­γεῖ μέ θάρ­ρος καί ἐ­πι­μο­νή:

—Χρι­στια­νός γεν­νή­θη­κα, Χρι­στια­νός εἶ­μαι, Χρι­στια­νός θά πε­θά­νω.

Δέν πε­ρι­ο­ρί­σθη­καν ὅ­μως οἱ Τοῦρ­κοι μό­νο στίς συ­στά­σεις καί τήν πει­θώ. Ἄρ­χι­σαν καί νά ἀ­πει­λοῦν: ἤ θά τουρ­κέ­ψεις, τοῦ λέ­νε, ἤ θά χα­λα­στεῖς (θά σκο­τω­θεῖς). Δύ­σκο­λη ἡ θέ­ση τοῦ Γε­ωρ­γί­ου; Κα­θό­λου! Τό εἶ­χε πά­ρει ἀ­πό­φα­ση. Ἦ­ταν Χρι­στια­νός καί θά ἔ­με­νε γιά πάν­τα. Χα­ρά του, τό στε­φά­νι τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου.

2) Μάρ­τυς Χρι­στοῦ.

Οἱ Χρι­στια­νοί τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων, φί­λοι καί συγ­γε­νεῖς τοῦ Γε­ωρ­γί­ου, συν­τε­χνί­ες, πρού­χον­τες μέ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τούς Μη­τρο­πο­λί­τες τῆς Ἠ­πεί­ρου καί τῶν Γρε­βε­νῶν, ἐ­νερ­γοῦν καί φροντί­ζουν νά σώ­σουν τόν Ἅ­γιο. Κι ἐ­νῶ ἀ­πο­δει­κνύ­ουν μέ ἐπιχειρήματα ὅ­τι ὁ Γε­ώρ­γιος δέν ἦ­ταν πο­τέ μω­α­με­θα­νός, οἱ Τοῦρ­κοι, κα­κοί καί μο­χθη­ροί, τήν ἴ­δια μέ­ρα τόν φυλακίζουν.

Ἐ­δῶ στή φυ­λα­κή ὁ Γε­ώρ­γιος βρί­σκει καί δυ­ό ἄλ­λους Χρι­στια­νούς κρα­του­μέ­νους. Κι ὅ­ταν αὐ­τοί ἄ­κου­σαν ἀ­πό τό στό­μα του νά τούς δι­η­γεῖ­ται μέ ἁ­πλό­τη­τα τά πε­ρι­στα­τι­κά, συγκινοῦν­ται καί ἐν­θου­σι­ά­ζον­ται. Τόν μα­κα­ρί­ζουν, τόν συγ­χαί­ρουν, τόν το­νώ­νουν. Γιά τό μαρ­τύ­ριο ὁ­δη­γεῖ­σαι, τοῦ λέ­νε, μή φο­βη­θεῖς προ­χώ­ρα μπρο­στά καί ὁ Χρι­στός, πού βοή­θη­σε τούς Μάρ­τυ­ρες, θά βο­η­θή­σει καί σέ­να. Σέ λί­γο θά σού δο­θεῖ τό στε­φά­νι τῆς δό­ξας τοῦ οὐ­ρα­νοῦ.

Τή στιγ­μή ὅ­μως τήν ὁ­ποί­α ὁ Γε­ώρ­γιος ἐν­δυ­να­μώ­νε­ται στή φυ­λα­κή ἀ­πό τούς δυ­ό Χρι­στια­νούς κρα­του­μέ­νους, ὁ χότ­ζας φα­να­τί­ζει τόν τουρ­κι­κό ὄ­χλο κα­τά τοῦ Ἁ­γί­ου, ὅ­πως παλαι­ό­τε­ρα φα­νά­τι­ζαν οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι τούς Ἑ­βραί­ους ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Κυ­ρί­ου. Καί ξη­με­ρώ­νον­τας Πέμ­πτη ὁ­δη­γοῦν καί πά­λι τόν Ἅ­γιο στόν Κα­τή μέ­σα ἀπό τίς κραυ­γές τοῦ ὄ­χλου. Ἐδῶ τόν πα­ρα­κι­νοῦν καί πά­λι μέ πε­ρισ­σό­τε­ρη ἐ­πι­μο­νή νά τουρ­κέ­ψει. Ἀλ­λά αὐ­τός ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει σταθερά τήν γνω­στή φρά­ση:

—Χρι­στια­νός γεν­νή­θη­κα, Χρι­στια­νός εἶ­μαι, Χρι­στια­νός θά πε­θά­νω!

Τί ἀ­κο­λού­θη­σε κα­τό­πιν, ὅ­ταν καί πά­λι τόν κλεί­νουν στή φυ­λα­κή, εἶ­ναι δύ­σκο­λο νά πε­ρι­γρά­ψει κα­νείς. Τόν βα­σα­νί­ζουν μέ ἀγ­κά­θια στά νύ­χια, τόν δέ­νουν στό ξύ­λο, τοῦ βά­ζουν πέ­τρα βα­ριά στό στῆ­θος. Καί ὁ Ἅ­γιος ἀ­πτό­η­τος δο­ξά­ζει τόν Θε­ό, κοι­μᾶ­ται ἤ­ρε­μος καί πε­ρι­μέ­νει τήν ἱ­ε­ρή στιγ­μή. Τε­λι­κά οἱ ἄρ­χον­τες συγ­κα­τα­νεύ­ουν καί ὑ­πο­γρά­φουν τήν καταδίκη. Ἕ­νας ἀ­κό­μη δί­και­ος, ἕ­νας ἅ­γιος, στέλ­νε­ται στήν ἀγ­χό­νη!

Δευ­τέ­ρα 17 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1838. Ἡ­μέ­ρα τῆς ἑ­ορ­τῆς τοῦ ἁ­γί­ου Ἀν­τω­νί­ου. Ὥ­ρα 10 τό πρω­ί. Πέντε σκλη­ροί δή­μιοι ἀ­πο­σύ­ρουν τόν Γε­ώρ­γιο ἀ­πό τή φυ­λα­κή. Οἱ δυ­ό Χρι­στια­νοί φυλακι­σμέ­νοι τόν ἐ­νι­σχύ­ουν. Ἀν­δρί­ζου, τοῦ λέ­νε. Πρό­σε­χε μή φο­βη­θεῖς. Μέ­χρι τέ­λους κρά­τη­σε τήν πί­στη σου. Λί­γος πό­νος στή γῆ κι ἔ­πει­τα ἡ χα­ρά τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Καί ὁ Ἅ­γιος μέ χα­ρά πού ἔ­λαμ­πε στό πρό­σω­πο ἀ­σπά­σθη­κε τούς κα­λούς του φί­λους καί ἔ­φυ­γε. Ἔ­τρε­χε γιά τό μαρ­τύ­ριο μέ τό­ση προ­θυ­μί­α, μέ ὅ­ση τό δι­ψα­σμέ­νο ἐ­λά­φι πρός τήν πη­γή. Ἀλλά πού ἀλλοῦ κα­τευ­θυ­νό­ταν, πα­ρά στήν πη­γή τῆς χα­ρᾶς καί κά­θε εὐ­λο­γί­ας, τόν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ; Ὅ­ταν ἔ­φθα­σαν στήν πλα­τεί­α, ἡ ὁ­ποί­α φέ­ρει σή­με­ρα τό ὄ­νο­μά του (ὁδός Νεομάρ­τυ­ρος Γε­ωρ­γί­ου) ἔ­ξω ἀ­πό τό κά­στρο, ἑ­τοι­μά­στη­καν. Ἐδῶ εἶ­ναι ὁ τό­πος τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου του.

—Τι εἶ­σαι σύ; τόν ρω­τοῦν.

—Χρι­στια­νός εἶ­μαι, ἀ­παν­τᾶ ἐ­κεῖ­νος. Προ­σκυ­νῶ τόν Χρι­στό μου καί Θε­ό μου.

Αὐ­τό ἦ­ταν ὅ­λο. Τούς ἔ­φθα­νε. Τοῦ ἔ­λυ­σαν τά χέ­ρια καί τοῦ εἶ­παν νά ἑ­τοι­μα­σθεῖ. Ἐ­κεῖ­νος ἔ­κα­νε τό ση­μεῖ­ο τοῦ Σταυ­ροῦ. Ἄ­νοι­ξε τό στό­μα του καί εἶ­πε: Ἀ­δελ­φοί Χρι­στια­νοί, σχωρέ­στε μέ καί ὁ Θε­ός σχω­ρέ­σει σας. Ἔ­βα­λαν τήν τρι­χιά στόν λαι­μό, τήν τρά­βη­ξαν καί ὁ Ἅ­γιος κρε­μα­σμέ­νος στήν ἀγ­χό­νη πα­ρέ­δω­σε τό πνεῦ­μα του. Ἐ­κεῖ, ἐ­πά­νω στό ἱ­ε­ρό του λεί­ψα­νο θά μπο­ροῦ­σαν νά γρά­ψουν, ὅ,τι ὁ ὑ­μνο­γρά­φος ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­ψα­λε. «Οὖ­τον τόν γεν­ναῖ­ον οὐκ ἔ­καμ­ψαν βά­σα­νοι, οὐ θω­πεῖ­αι τυ­ράν­νων, οὐκ ἄν­θος νε­ό­τη­τος, οὐ στοργή γυ­ναι­κός, οὐ­δ’ ὁ πό­θος τοῦ νε­ω­τά­του υἱοῦ αὐ­τοῦ, ἀλ­λά σκύ­βα­λα ἠ­γή­σα­το πάν­τα, ἵ­να Χρι­στόν κερ­δή­σῃ».

Τρεῖς μέ­ρες ἔ­μει­νε κρε­μα­σμέ­νο στήν ἀγ­χό­νη τό ἱ­ε­ρό του λεί­ψα­νο κι ἔ­πει­τα νύ­κτα οἱ Χρι­στια­νοί τό ξε­κρέ­μα­σαν καί μέ τι­μές Μάρ­τυ­ρος καί εὐ­λά­βεια βα­θειά τό ἐν­τα­φί­α­σαν δί­πλα στό ἱ­ε­ρό Βῆ­μα τοῦ Μη­τρο­πο­λι­τι­κοῦ Να­οῦ τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου, ὅ­που φυ­λασ­σό­ταν γιά πολλά χρό­νια.

Στίς 19 Σε­πτεμ­βρί­ου 1839 ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Ἰ­ω­αν­νί­νων Ἰ­ω­αν­νί­κιος μέ κά­θε λε­πτο­μέ­ρεια ἀ­νέ­φε­ρε τά γε­γο­νό­τα, τήν θαυ­μα­στή ὁ­μο­λο­γί­α, τό ἔν­δο­ξο μαρ­τύ­ριο τοῦ Γε­ωρ­γί­ου στόν Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τριά­ρχη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως Γρη­γό­ριο. Καί ὁ Πα­τριά­ρχης μέ τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο ἐ­ξέ­δω­σε τό­μο, μέ τόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­κη­ρύσ­σε­ται ὁ νε­ο­μάρ­τυς Γε­ώρ­γιος Ἅ­γιος τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας μας «συ­να­ριθ­μού­με­νος καί κα­τα­τασ­σό­με­νος ἐν τῷ χο­ρῷ τῶν μέ­χρι τοῦ­δε ἀ­πό τῆς Ὀρ­θο­δόξου τοῦ Χρι­στοῦ πί­στε­ως μαρ­τυ­ρη­σάν­των Ἁ­γί­ων, τι­μώ­με­νος πα­ρά πάν­των τῶν πι­στῶν, προ­σκυ­νού­με­νος, εὐ­λα­βού­με­νος καί ἐ­τη­σί­αις μνή­μαις… τῇ ιζ΄ Ἰ­α­νου­α­ρί­ου… Εἰς τι­μήν μέν τοῦ Μάρ­τυ­ρος, εἰς δό­ξαν δέ τοῦ ἐν ἁ­γί­οις θαυ­μα­στοῦ Θε­οῦ ἡ­μῶν».

26 Ὀ­κτω­βρί­ου 1971. Ἑ­ορ­τή τοῦ ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου τοῦ Μυ­ρο­βλύ­του. Πλειά­δα ἁ­γί­ων Ἱ­ε­ραρ­χῶν, ὅ­λοι οἱ Μη­τρο­πο­λί­τες τῆς Ἠ­πεί­ρου, μέ­σα στό μι­κρό πα­ρεκ­κλή­σιο τοῦ Ἁ­γί­ου, ὅ­που καί ὁ τά­φος του, κά­νουν τήν ἀ­να­κο­μι­δή τῶν Ἱ­ε­ρῶν του λει­ψά­νων. Κι ἔ­πει­τα σχη­μα­τί­ζε­ται ἡ Ἱ­ε­ρά πομ­πή καί μέ­σα σέ ἀ­ση­μέ­νια λει­ψα­νο­θή­κη με­τα­φέ­ρον­ται τά ὀ­στά στόν περικαλλῆ νε­όδ­μη­το να­ό του, τόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­νή­γει­ραν εὐ­­λα­βι­κοί Ἠ­πει­ρῶ­τες, μέ τίς οἰ­κο­νο­μί­ες τους οἱ ξε­νι­τε­μέ­νοι, μέ τό πε­ρίσ­σευ­μά τους ἄλ­λοι, μέ τό ὑ­στέ­ρη­μά τους οἱ πολ­λοί, μέ τήν τέ­χνη τους οἱ τε­χνί­τες καί μέ τήν ἀ­γά­πη τους ὅ­λοι. Ἐ­κεῖ ἐ­να­πέ­θε­σαν καί ἐ­κεῖ ὑ­πάρ­χουν τά ἱ­ε­ρά λεί­ψα­να τοῦ νε­ο­μάρ­τυ­ρος Γε­ωρ­γί­ου, τοῦ πο­λι­ού­χου τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων. Καί ἑορτά­ζει ἡ πό­λη καί ὅ­λη ἡ Ἤ­πει­ρος καί ἡ Ἑλ­λά­δα τήν ἱ­ε­ρή μνή­μη του καί ἑ­δραι­ώ­νον­ται στήν πί­στη, στά ἱ­ε­ρά ἰ­δα­νι­κά, τήν ἀ­γά­πη στόν Χρι­στό καί τήν Πα­τρί­δα, τήν προ­σή­λω­ση στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Καί ἐ­πα­να­λαμ­βά­νου­με ὅ­λοι μα­ζί: «Χρι­στια­νοί γεν­νη­θή­κα­με, Χρι­στια­νοί εἴ­μα­στε καί ὡς Χρι­στια­νοί ζοῦ­με. Χρι­στια­νοί καί Ὀρ­θό­δο­ξοι θά πε­θά­νου­με».

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον τοῦ Ἁ­γί­ου. Ἦ­χος πλ. α΄.

Τόν πα­νεύ­φη­μον Μάρ­τυν Χρι­στοῦ Γε­ώρ­γιον,

Ἰ­ω­αν­νί­νων τό κλέ­ος καί πο­λι­οῦ­χον στερ­ρόν,

ἐγ­κω­μί­ων ἄ­σμα­σιν ἀ­νευ­φη­μή­σω­μεν·

ὅ­τι ἐ­νή­θλη­σε λαμ­πρῶς καί κα­τή­νεγ­κεν ἐ­χθρόν τοῦ Πνεύ­μα­τος τῇ δυ­νά­μει

καί νῦν ἀ­παύ­στως πρε­σβεύ­ει ὑ­πέρ τῶν ψυ­χῶν ἡ­μῶν.

­­ Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

 

Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ὁ νέος ὁ ἐν Βεροίᾳ

17.-Osios-Antonios-o-neos

Η ἔνδοξη πόλη τῆς Μακεδονίας, ἡ Βέροια, δὲν καυχᾶται μόνο γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ποὺ πρῶτος τῆς χάρισε τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν μεγάλο της Ἀσκητή, τὸν ὅσιο Ἀντώνιο τὸν Νέο, τὸν ὁποῖο καὶ τιμᾶ μὲ λαμπρότητα ὡς πολιοῦχο καὶ προστάτη της κάθε χρόνο στὶς 17 Ἰανουαρίου.

Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος γεννήθηκε στὴ Βέροια στὶς ἀρχὲς περίπου τοῦ 11ου αἰῶνος. Οἱ εὐγενεῖς καὶ πιστοὶ γονεῖς του τὸν ὁδήγησαν ἀπὸ νωρὶς στὸ δρόμο τῆς θε ογνωσίας. Ὁ μικρὸς Ἀντώνιος δεχόταν μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ τὸ θεῖο θέλημα τοῦ παντοκράτορος Κυρίου. Οἱ εὐαγγελικὲς ἀρετὲς τὸν συγκινοῦσαν. Ὁ πόθος γιὰ ζωὴ ἀφιερώσεως τὸν κατέ­φλεγε. Σὲ σχετικὰ νέα ἡλικία ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια καὶ ἐπέλεξε ἐλεύθερα τὸν μοναχικὸ βίο σὲ κοντινὸ μοναστήρι τῆς Πιερίας, τὴν ὀνομαστὴ «σκήτη τῆς Βεροίας» κοντὰ στὴν κοιλάδα τοῦ Ἁλιάκμονα.

Γιὰ ὅλους τοὺς συμμοναστές του ὁ Ἀντώνιος ὑπῆρξε φῶς καθοδηγητικό, σπάνια μορφὴ ἐναρέτου μοναχοῦ ποὺ ὁ δηγοῦσε ὅσους τὸν ἔβλεπαν σὲ πνευματικότερη βιοτή. Ὑπῆρξε πρότυπο «ἀδιακρί του ὑπακοῆς» στὸ γέροντά του, δηλαδὴ ὑπακοῆς χωρὶς ἀμφιταλαντεύσεις καὶ ἀμφιβολίες, πρότυπο θερμῆς πίστεως καὶ ἀδιαλείπτου προσευχῆς. Στὰ διακονήματά του ἦταν ἀκριβέστατος καὶ προθυμό τατος. Καὶ ὅλα τὰ ἔργα τῆς ἀρε τῆς τὰ θε μελίωνε στὸ βράχο τῆς ταπεινοφροσύνης.

Εἶχαν περάσει γιὰ τὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ Ἀντώνιο 20 χρόνια κοινοβιακῆς ἀσκήσεως μὲ πλούσια πνευματικὴ καρποφορία.

Ὅμως ὁ ἴδιος ποθοῦσε καὶ κάτι ἀκόμα πιὸ πολύ: νὰ βρεθεῖ τελείως ἀπερίσπαστος, «μόνος μόνῳ Θεῷ», καὶ νὰ βαδίσει τὸν δρόμο τοῦ ἀναχωρητισμοῦ.

Ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς εὐλόγησε τὸν ἰσχυρό του πόθο. Ὁ Ἀντώνιος μὲ εἰρήνη ψυχῆς ἀναχώρησε καὶ καθοδη­γού­μενος ἀπὸ τὸ πανάγιο Πνεῦμα ἐπέλεξε ὡς νέο τόπο ἀσκή­σεως μιὰ ἀπρόσιτη σπηλιὰ στὴν ἄκρη ἀπόκρημνου βράχου πάνω ἀπὸ τὶς ὄχθες τοῦ Ἁλιάκμονα.

Ἐδῶ θὰ συνεχίσει τὴν ἄσκησή του «ὡς στρουθίον μονά­ζον» καὶ «ὡσεὶ νυκτικόραξ» γιὰ 50 ἀκόμη χρόνια, μὲ τροφὴ τὰ λίγα χόρτα ποὺ φύτρωναν στὶς σχισμὲς τοῦ βράχου καὶ νερὸ ἀπὸ τὸ ποτάμι ποὺ ἔτρεχε κάτω ἀδιάκοπα. Τὴν ἀπόλυτη ἐρημικὴ ἡσυχία τὴ ζωογονοῦσε ἡ ἄφιξη ἑνὸς ἱερέως, ποὺ κατὰ καιροὺς ἐρχόταν ἀπὸ μυστικὸ μονοπάτι μὲ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια γιὰ νὰ τὸν κοινωνήσει.

Τί παραδεισένια εὐτυχία! Ἕνας ἄνθρωπος ὁμοιοπαθὴς μὲ μᾶς νὰ ζεῖ ἀγγελικά, ἑνωμένος τόσο δυνατὰ ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ μὲ τὸν Θεό! Ἀγωνιζόμενος καὶ ἁγνιζόμενος μὲ τὴ χάρη τῶν Μυστηρίων.

Πόσο λαμπροὶ ἦταν οἱ πνευματικοὶ ἀγῶνες τοῦ Ἀντω­νίου! Γνωρίζουμε ὅτι ἔδωσε σκληρὲς μάχες μὲ τοὺς δαίμο­νες, ποὺ ἄλλοτε μεταμορφωμένοι σὰν ἀλλόκοτα θηρία τὸν φόβιζαν, ἄλλοτε σὰν ληστὲς κακοποιοὶ τὸν τραυμάτιζαν καὶ ἄλλοτε τὸν τρόμαζαν μὲ καταστροφικὲς φαντασιώσεις.

Ἦρθε ὅμως κάποτε γιὰ τὸν ὅσιο δοῦλο τοῦ Θεοῦ Ἀντώνιο μοναχὸ ἡ πολυπόθητη ὥρα τῆς ἐξόδου. Ἦταν τότε περίπου 90 ἐτῶν. Σταύρωσε τὰ χέρια του καὶ ἀνακλί­θη­κε στὸ χωμάτινο δάπεδο τῆς σπηλιᾶς. Ἡ ψυχή του ὁλο­φώτεινη φτερούγισε. Ἔτρεξε μὲ συνοδεία λαμπροῦ ἀγγέ­λου γιὰ νὰ ἀσφαλισθεῖ στήν ἀγκαλιὰ Ἐκείνου ποὺ τόσο ἀγάπησε… Ὅλα αὐτὰ θὰ μᾶς ἦταν ἄγνωστα, ἂν ὁ Θεὸς δὲν ἐπέτρεπε μὲ σημεῖο νὰ φανερώσει τὸν κεκοιμημένο πλέον ὅσιο δοῦλο Του.

Λίγες ἡμέρες μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου μιὰ ὁμάδα κυνηγῶν ποὺ βρισκόταν στὴν ἀντίπερα ὄχθη ἀπὸ τὸ σπή­λαιο τοῦ ἀσκητοῦ, σταμάτησε, ὅταν τὰ σκυλιά τους ξα­φνι­κὰ ἄρχισαν νὰ γαυγίζουν ἔντονα κοιτώντας πρὸς τὸ μέρος τοῦ Ἀσκητηρίου. Ἔκπληκτοι οἱ κυνηγοὶ ἀντίκρισαν ἀπέ­ναντι κάποιο ἀνθρώπινο χέρι ποὺ τοὺς καλοῦσε νὰ πᾶνε ἐκεῖ. Δὲν ἦταν χέρι κάποιου κυνηγοῦ ποὺ τοὺς κα­λοῦ­σε γιὰ κυνήγι. Ἀλλὰ τὸ χέρι τελικὰ τοῦ Ἁγίου!

Οἱ κυνηγοὶ ἔτρεξαν καὶ ἔφθασαν στὸν ἁγιασμένο ἐκεῖνο τόπο. Ἀντίκρισαν θέαμα σεβάσμιο. Μέσα στὸ σπήλαιο, κά­τω στὸ ἔδαφος εἶδαν νεκρὸ τὸν ὅσιο μοναχό, εὐπρεπι­σμέ­νο, γαλήνιο, φωτεινὸ καὶ δίπλα του μιὰ λαμπάδα ἀναμ­μένη. Μὲ εὐλάβεια ἀσπάσθηκαν τὸν νεκρὸ καὶ εἰδοποί­ησαν ἀμέσως τὸν Ἀρχιερέα τῆς περιοχῆς.

Ἐκεῖνος δόξασε τὸν Θεὸ γιατὶ τοὺς εἶχε φανερώσει τὸν κρυμμένο Ἅγιο τῆς περιοχῆς τους, τὸν ὅσιο Ἀντώνιο. Μιὰ μεγαλοπρεπὴς πομπὴ τότε ξεκίνησε μὲ τὸν Ἀρχιερέα, τὸ ἱερατεῖο καὶ πλῆθος κόσμου.

Κρατώντας μὲ εὐλάβεια λαμπάδες, θυμιάματα καὶ μύρα ἔφθασαν στὴ σπηλιὰ τοῦ Ἁγίου γιὰ νὰ παραλάβουν μὲ συγ κίνηση τὸ νεκρό του σκήνωμα. Τότε ἔγινε ἔντονη διαμάχη μεταξὺ τῶν κατοίκων τῆς Πιερίας καὶ τῆς Βεροίας ποὺ διεκδικοῦσαν καὶ οἱ δύο τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου τους.

Γιὰ νὰ λυθοῦν οἱ προστριβές, ὁ Ἀρχιερέας τοποθέτησε σὲ ἁμαξίδιο τὸ σκήνωμα καὶ τὸ ἄφησε νὰ τὸ ὁδηγήσουν ἐλεύθερα δύο βόδια. Ἐκεῖνα καθοδηγούμενα ἀπὸ τὴ θεία Πρόνοια ἐπέλεξαν τὸν δρόμο πρὸς τὴ Βέροια. Κατὰ τὴν Πα­ράδοση πέρασαν τὸ χωριὸ Κουλούρα κάνοντας ἕναν κύκλο γύρω ἀπὸ αὐτό (γι’ αὐτὸ ὀνομάσθηκε Κουλούρα). Στὴ συνέχεια πέρασαν ἀπὸ ἄλλο χωριὸ διασχίζοντάς το στὴ μέση (γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ὀνόμασαν Μέση). Τὸ ἑπόμενο χωριὸ ποὺ παρέκαμψαν ὀνομάσθηκε Ξεχασμένη. Καὶ τὸ χωριὸ ποὺ ὀνομάζεται σήμερα Σταυρὸς τὸ διέσχισε ἡ βοϊ­δάμαξα σταυροειδῶς. Στὸ τέλος ἦρθαν τὰ ἄκακα βόδια μὲ τὸ ἱερὸ Λείψανο καὶ στα μάτησαν κοντὰ στὸ πατρικὸ σπίτι τοῦ Ἁγίου στή Βέροια. Ἀνεκλάλητη ἦταν τότε ἡ χαρὰ καὶ ἡ πνευματικὴ εὐφροσύνη τῶν Βεροιέων.

Στὸν τόπο ἐκεῖνο ὑψώθηκε ἀργότερα περικαλλὴς ναὸς στὸ ὄνομα τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ Νέου μὲ θησαυρισμένη τὴν τιμία κάρα του. Πολλὰ εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ζοῦν ὅσοι καταφεύγουν μὲ πίστη στὸν προσφιλή τους Ἅγιο. Ἰδιαί­τερα καταγράφονται πάμπολλες θεραπεῖες δαιμονιζο­μέ­νων ἀνθρώπων. Τὸ μεγαλύτερο ὅμως θαῦμα εἶναι ὅτι συγκινεῖ καὶ ἐμπνέει μὲ τὴν ἁγία ζωή του πολλοὺς σύγ­χρο­­νους νέους στὴν ἀσκητικὴ ζωή, καὶ τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ πιστοὺς τοὺς ὁδηγεῖ σὲ ἀγῶνες γιὰ συνεπέστερη χριστια­νικὴ ζωή.

«Ὕμνοις φαιδροῖς,

θαυμαστὲ Ἀντώνιε,

Βεροίας πάμφωτε σωτήρ,

μελῳδοῦμεν μνήμην τὴν σήν».